Η μάχη του Μελιγαλά έλαβε χώρα από τις 13 ως και τις 15 Σεπτεμβρίου του 1944, τις πρώτες ημέρες μετά την αποχώρηση των κατοχικών γερμανικών δυνάμεων από την Πελοπόννησο. Η μάχη στο Μελιγαλά της Μεσσηνίας ήταν από τις τελευταίες συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ, αντιστασιακού στρατού του ΕΑΜ, και των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας.Την επικράτηση του ΕΛΑΣ ακολούθησε σφαγή, που περιελάμβανε εκτελέσεις αιχμαλώτων ταγματασφαλιτών και κάποιων αμάχων.
H αποχώρηση του κατοχικού στρατού και τα Τάγματα Ασφαλείας
Ταγματασφαλίτης δίπλα σε απαγχονισμένο. (1943)
Στις 26 Αυγούστου του 1944 πάρθηκε η απόφαση να αποχωρήσουν από την Ελλάδα τα στρατεύματα της Βέρμαχτ και να μεταβούν στη Γιουγκοσλαβία. Κατά την αποχώρησή τους από την Πελοπόννησο στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι γερμανικές δυνάμεις κατέστρεψαν γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές και άφησαν πολεμοφόδια και εξοπλισμό στους ταγματασφαλίτες, προσπαθώντας να υποθάλψουν την εμφύλια ένταση στην Ελλάδα.
Τα δωσίλογα στοιχεία και ιδιαίτερα τα υπολείμματα της κατοχικής χωροφυλακής και τα τάγματα ασφαλείας βρίσκονταν στο στόχαστρο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η θέση των τελευταίων ομάδων, μετά την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων της Ναζιστικής Γερμανίας από την Πελοπόννησο, ήταν επισφαλής και ο φόβος σφαγών από τον ΕΛΑΣ ήταν έντονος. Ο ΕΛΑΣ θεωρούσε ότι τα δωσίλογα στοιχεία, βάσει των υποδείξεων της Προσωρινής Κυβέρνησης της Ελλάδας, αποτελούσαν εχθρικά τμήματα.
Στις 15 Αυγούστου το ΕΑΜ είχε προσχωρήσει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ο ΕΛΑΣ είχε χαρακτηριστεί συμμαχικό στράτευμα και λειτουργούσε πλέον και επίσημα υπό την κάλυψη της εξόριστης κυβέρνησης.Στην Πελοπόννησο δρούσε η ΙΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ, συνολικής δύναμης 6.000 ανδρών, με επικεφαλής αυτή την περίοδο τον Άρη Βελουχιώτη. Από την άνοιξη του 1944, ο Μελιγαλάς ήταν έδρα του 3ου Τάγματος Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά, που είχε συγκροτηθεί με σκοπό να τρομοκρατήσει τη βάση του ΕΑΜ στην περιοχή. Χιλιάδες σπίτια είχαν πυρποληθεί στην περιοχή της Καλαμάτας κατά τη διάρκεια της κατοχής και περίπου 1.500 είχαν εκτελεστεί. Τα τελευταία αντίποινα των ταγματασφαλιτών είχαν πραγματοποιηθεί μόλις λίγες βδομάδες νωρίτερα.[10]
Ταγματασφαλίτες αναπαύονται στην ύπαιθρο. (1943)
Ανακοίνωση της 3ης Σεπτεμβρίου του στρατιωτικού αρχηγού του ΕΛΑΣ, Στέφανου Σαράφη καλούσε τους ταγματασφαλίτες να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ με τα όπλα τους ώστε να σώσουν την ζωή τους. Την ίδια μέρα ο αντιστράτηγος Σκόμπι έδωσε εντολή στον υφιστάμενό του στην Αθήνα, αντιστράτηγο Σπηλιωτόπουλο, να τους συστήσει να λιποτακτήσουν ή να παραδοθούν σε εκείνον με την υπόσχεση ότι θα φυλακίζονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Η διαταγή, ωστόσο, είτε δεν αφορούσε τους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου ή αγνοήθηκε από αυτούς. Στις 6 Σεπτεμβρίου ασαφές ανακοινωθέν της κυβέρνησης Παπανδρέου κάλεσε τους ταγματασφαλίτες "να εγκαταλείψουν αμέσως" τις θέσεις τους και να έρθουν στην πλευρά των Συμμάχων. Ενώ οι Βρετανοί επιθυμούσαν τη διατήρηση της κατάστασης ως έχει μέχρι την άφιξη δυνάμεών τους και της κυβέρνησης Παπανδρέου και επιδίωκαν να μη περιέλθει γερμανικός οπλισμός στα χέρια των ανταρτών, ο ΕΛΑΣ, εξαιτίας της επιθυμίας των ανταρτών για εκδίκηση εναντίον των ταγματασφαλιτών αλλά και σχεδίου ανάληψης της εξουσίας στην Πελοπόννησο πριν την άφιξη βρετανικών δυνάμεων, ήταν έτοιμος να εμπλακεί σε τακτικές μάχες εναντίον των ταγμάτων.
Ιστορικό των γεγονότων του Μελιγαλά
Οι Γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν από την Καλαμάτα στις 5 Σεπτεμβρίου αφήνοντας τη Χωροφυλακή μόνη επίσημη ένοπλη εξουσία στην πόλη. Μετά την απόρριψη της πρότασης του ΕΛΑΣ να παραδώσουν οι ταγματασφαλίτες τον οπλισμό τους, ξεκίνησε επίθεση του ΕΛΑΣ στις 9 Σεπτεμβρίου με αποτέλεσμα κατά την Απελευθέρωση της Καλαμάτας να σκοτωθεί και ο διοικητής του 9ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ αντισυνταγματάρχης Ι.Σερβός ενώ 100-120 ταγματασφαλίτες υπό τη διοίκηση του ανθυπολοχαγού Νίκου Θεοφάνους και του νομάρχη Μεσσηνίας Δημήτριου Περρωτή κατέφυγαν στο Μελιγαλά, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη ισχυρή δύναμη 800 ταγματασφαλιτών ενισχυμένη με άλλους 100-120, που είχαν έρθει από το Κοπανάκι.
Ετσι, η κατάληψη του Μελιγαλά απέκτησε μεγάλη σημασία για την επικράτηση του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Ο αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος μαζί με δύο Βρετανούς αξιωματικούς μεσολάβησαν και μετέφεραν στους ταγματασφαλίτες πρόταση για παράδοση και μεταφορά τους σε ασφαλές στρατόπεδο μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, για να διασφαλισθεί η ζωή και η περιουσία των ίδιων και των συγγενών τους, αλλά ο Περρωτής την απέρριψε. Την ίδια τύχη είχαν και εκκλήσεις συγγενών των πολιορκημένων που ήρθαν στο Μελιγαλά από κοντινά χωριά.
Η επίθεση του ΕΛΑΣ, η συνολική δύναμη του οποίου ανερχόταν σε περίπου 1.200 άνδρες από το 9ο και το 8ο Σύνταγμα, ξεκίνησε το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου. Η μάχη διήρκεσε ως τις 15 Σεπτεμβρίου και έληξε με ήττα των αμυνόμενων. Τη λήξη της ακολούθησε εισβολή αμάχων στο Μελιγαλά και ανεξέλεγκτη λεηλασία και σφαγή. Το πρώτο αυτό εκδικητικό κύμα ακολούθησαν εκτελέσεις με οργανωμένο τρόπο. Στο ανταρτοδικείο που οργανώθηκε στην πόλη με επικεφαλής τους δικηγόρους Βασίλη Μπράβο και Γιάννη Καραμούζη καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, πέρα από τους περίπου 60 επικεφαλής των Ταγμάτων, με λίστες με τα ονόματα των οποίων είχαν προμηθεύσει τους υπεύθυνους του ΕΛΑΣ οι τοπικές εαμικές οργανώσεις, πολλοί άλλοι με διαδικασίες διαβλητές που σχετίζονταν και με προσωπικά κίνητρα. Οι εκτελέσεις έγιναν στην "πηγάδα", ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι έξω από το Μελιγαλά.
Στις 17 Σεπτεμβρίου ο νομάρχης Μεσσηνίας και άλλοι αξιωματούχοι οδηγήθηκαν στην Καλαμάτα. Στην κεντρική πλατεία της πόλης το εξαγριωμένο πλήθος έσπασε τις γραμμές της ΕΛΑΣίτικης πολιτοφυλακής και οι αιχμάλωτοι λυντσαρίστηκαν ενώ δώδεκα κρεμάστηκαν από τους φανοστάτες.
Επακόλουθα
Τα γεγονότα του Μελιγαλά, όπως και αυτά της Καλαμάτας, αμαύρωσαν την εικόνα της ηγεσίας του ΕΑΜ, η οποία αρχικά αρνήθηκε το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές. Αργότερα όμως αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα γεγονότα και να τις καταδικάσει. Πάντως οι μετριοπαθείς ηγέτες του ΕΑΜ, ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Στέφανος Σαράφης, επέμεναν ότι ακολουθούσαν αυστηρά τις εντολές της Προσωρινής Κυβέρνησης, και ήταν ξεκάθαρα κατά των εκτελέσεων.
Τα συμβάντα αυτά, που έδειξαν ότι ο ΕΛΑΣ ήταν διατεθειμένος να υποστεί σημαντικές απώλειες για να αποκτήσει τον έλεγχο πριν την άφιξη των βρετανικών δυνάμεων και ικανός να το επιτύχει, οδήγησαν σε αλλαγή της βρετανικής πολιτικής: οι Βρετανοί σύνδεσμοι στην Πελοπόνησο, που μέχρι τότε είχαν εντολές να μην αναμιγνύονται στα τεκταινόμενα, διατάχθησαν να παρεμβαίνουν για τον αφοπλισμό, τη φύλαξη και την παράδοση του οπλισμού των ταγματασφαλιτών ει δυνατόν σε βρετανικές δυνάμεις, για την αποτροπή του ενδεχόμενου να έλθουν στα χέρια του ΕΛΑΣ.
Έκτοτε, χάρη στην παρέμβαση Βρετανών συνδέσμων, στελεχών του Ερυθρού Σταυρού, αντιπροσώπων της κυβέρνησης Παπανδρέου ή και των κατά τόπους Εαμικών αρχών, σε πολλές πόλεις της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου τα Τάγματα παραδόθηκαν αμαχητί και χωρίς αιματοχυσία. Υπήρξαν και αρκετά περιστατικά θανάτωσης των παραδοθέντων ταγματασφαλιτών είτε από Ελασίτες, είτε από εξαγριωμένα πλήθη και συγγενείς των θυμάτων τους, όπως στην Πύλο και σποραδικά την περίοδο αυτή στη Βόρειο Ελλάδα, οφειλόμενα στην έντονη πίεση μέρους του πληθυσμού για εκδίκηση, μερικά, όμως, στη συναίνεση ή και προεργασία εαμικών στελεχών. Γενικά, πάντως, στο κενό εξουσίας που προέκυψε μετά την αποχώρηση του γερμανικού στρατού, οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ προσπάθησαν να επιβάλλουν την τάξη αντιστεκόμενοι σε εκκλήσεις για εκδίκηση, όπως συνέβη στη Μυτιλήνη και τη Νάουσα. Βρετανικά τμήματα που αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή, διαπίστωσαν ότι η ΕΑΜική πολιτοφυλακή, που είχε δημιουργηθεί προς το τέλος καλοκαιριού του 1944 για να αναλάβει καθήκοντα αστυνόμευσης που ως τότε διεκπεραίωναν οι αντάρτες και να αντικαταστήσει την απαξιωμένη κατοχική Χωροφυλακή, διατηρούσε τον έλεγχο. Μάλιστα στην Πάτρα, μέχρι και τον Νοέμβριο πραγματοποιούνταν κοινή αστυνόμευση από Βρετανούς και πολιτοφύλακες του ΕΑΜ.[4] Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που υπέστησαν λιγότερες καταστροφές κατά τη ναζιστική κατοχή, σημειώθηκαν εκτετεμένα φαινόμενα αντεκδικήσεων: πάνω από 10.000 εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στη Γαλλία πριν εγκατασταθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις και 15.000 στην Ιταλία, ενώ στις Βρυξέλλες λυντσαρίστηκαν δημόσια 265 άνθρωποι.
Η Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το ρόλο του ΕΛΑΣ ως συμμαχικής δύναμης και καταδίκασε εκ νέου τα δωσίλογα Τάγματα Ασφαλείας. Εξάλλου, υπό την πίεση των άλλων χωρών της Ευρώπης που είχαν ήδη θεσμοθετήσει παρόμοιες διατάξεις, η νέα κυβέρνηση της Απελευθέρωσης αναγκάστηκε να νομιμοποιήσει τις εκτελέσεις των δωσιλόγων, επισήμως των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Ειδικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής και άλλων πιο μικρών οργανώσεων
Το νεκροταφείο των θυμάτων του Μελιγαλά
Παρά το γεγονός ότι η πλευρά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αναφέρει τη σφαγή του Μελιγαλά ως σφαγή κυρίως ταγματασφαλιτών ισχυριζόμενοι πως από τα 1.144 ονόματα σκοτωμένων στη μάχη. που παρουσιάζει ο τοπικός "Σύλλογος θυμάτων", περιλαμβάνονται 18 γυναίκες, 18 ηλικιωμένοι, ένας έφηβος και κανένα παιδί. Ακόμα η πλειοψηφία των σκοτωμένων ήταν άντρες σε μάχιμη ηλικία και από διαφορετικές περιοχές (μόνο 108 ήταν από τον Μελιγαλά), σε μια περιοχή όπου ήταν σταθμευμένος ογκώδης αριθμός ταγματασφαλιτών. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως και οι ίδιοι οι υπερασπιστές των σκοτωμένων ταγματασφαλιτών της μάχης δείχνουν αναποφάσιστοι ως προς τον αριθμό τους καθώς ακόμα και στα ίδια πονήματα παρουσιάζουν διαφορετικούς αριθμούς[9]. Ο πανεπιστημιακός Στάθης Καλύβας παραπέμπει στα στοιχεία της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας που μετρά 708 νεκρούς στο Μελιγαλά ενώ ο Υποστράτηγος Εμμανουήλ Μάντακας σε ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ της 26ης Σεπτεμβρίου ανέφερε πως "σκοτώθηκαν 800 Ράλληδες", αριθμό που αναφέρει και ο Στρατηγός Στέφανος Σαράφης.
Μετά τη Συνθήκη της Βάρκιζας, όμως, το νεό καθεστώς θα προσμετρήσει στους εκτελεσθέντες όχι μόνο τους σκοτωμένους κατα τη διάρκεια της μάχης και τους εκτελεσθέντες μετά τη μάχη ταγματασφαλίτες, αλλά και τις παράπλευρες απώλειες, τους αμάχους που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης από πυρά και των δύο πλευρών.
Δημόσια μνήμη
Από το Σεπτέμβριο του 1945 και εξής κάθε χρόνο πραγματοποιείται μνημόσυνο, οργανωμένο από τις τοπικές αρχές με τη συμμετοχή θεσμικών παραγόντων, έως και κυβερνητικών στελεχών την περίοδο της δικτατορίας.
Τα γεγονότα του Μελιγαλά ιδεολογικοποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν πολιτικά. Το μετεμφυλιακό καθεστώς παρουσίαζε το Μελιγαλά ως σύμβολο της "κομμουνιστικής βαρβαρότητας". Οι ταγματασφαλίτες, από την άλλη, μνημονεύονταν αποκλειστικά ως αντίπαλοι ή θύματα των κομμουνιστών, καθώς το μετεμφυλιακό κράτος αντλούσε τη νομιμοποίησή του από την προβολή του ως συνέχεια όχι της δωσίλογης, αλλά της εξόριστης κυβέρνησης. Στις αγγελίες για το ετήσιο μνημόσυνο για τους νεκρούς του Μελιγαλά και στους πανηγυρικούς που εκφωνούνταν εκεί, παραλειπόταν κάθε αναφορά στους νεκρούς ως μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας, που μνημονεύονταν ως "σφαγιασθέντες εθνικόφρονες" ή "πατριώτες".
Το 1982 το Υπουργείο Εσωτερικών κρίνοντας ότι "οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούσαν κηρύγματα μισαλλοδοξίας και τροφοδοτούσαν επί 40 χρόνια το διχασμό" αποφάσισε την παύση συμμετοχής επίσημων κρατικών αρχών στο μνημόσυνο, την οργάνωση του οποίου ανέλαβε πλέον ο «Σύλλογος Θυμάτων Πηγάδας», που είχε δημιουργηθεί το 1980. Η περιθωριοποίηση αυτή των εκδηλώσεων συνοδεύτηκε από τη μεταβολή των πανηγυρικών λόγων σε απολογίες υπέρ των νεκρών, που τιμώνται ως μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Σήμερα στις εκδηλώσεις συμμετέχουν απόγονοι των εκτελεσθέντων και ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις, όπως η Χρυσή Αυγή.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 σε αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε φοιτητές προσκείμενους στη ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος - Β΄ Πανελλαδική και τις Αριστερές Συσπειρώσεις" από τη μία πλευρά και στη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και την ΟΝΝΕΔ από την άλλη, στο πλαίσιο της αναγνώρισης της εθνικής αντίστασης το 1982, οι πρώτοι χρησιμοποιούσαν το σύνθημα "
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς" ως απάντηση στη θετική προβολή των ταγματασφαλιτών από τους δεύτερους, πρακτική που επαναλήφθηκε στο Πανσπουδαστικό συνέδριο του 1992 ως απάντηση σε εμφυλιοπολεμικά και αντικομμουνιστικά συνθήματα της ΔΑΠ. Τη δεκαετία του 2000 και εξής και ιδίως μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, τα γεγονότα του Μελιγαλά ανασημασιοδοτήθηκαν θετικά ως σύμβολο αποφασιστικού αντιφασισμού και η αναφορά σε αυτά συνδυάζεται με κλασικά αντιεξουσιαστικά συνθήματα.
Το νεκροταφείο των θυμάτων του Μελιγαλα
τελευταία φορά που ανοίγεις θέμα που είτε είναι εντελώς αδιάφορο για τα σκουπίδια είτε υπάρχει ήδη...