Νέα

«Λιοσίων 73 Γάμα — Η αιώνια τρικυμία ενός μπουρδελομυαλού»

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα ZeroTolerance
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 41
  • Εμφανίσεις 4K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0
με τετοια κειμενα σιδηροδρομο,μια προταση -μια ολοκληρη παραγραφος ,προσωπικα δεν μπορω καν να το διαβασω...
Κατανοητό, Matt, είναι πειραματική η σχεδόν προφορική γραφή με ελάχιστη στίξη, προκειμένου να αποδώσει τη ροή των γεγονότων σε μεγαλύτερη ταχύτητα. Είναι σίγουρο ότι σε πολλούς δεν κάνει αυτή η γραφή (και φυσικά δεν υπάρχει πρόβλημα). Σε ευχαριστώ για το σχόλιο!
 

Matt LeBlanc

Ανώτερος
Εγγρ.
19 Ιουλ 2007
Μηνύματα
4.495
Κριτικές
21
Like
6.857
Πόντοι
6.745
Κατανοητό, Matt, είναι πειραματική η σχεδόν προφορική γραφή με ελάχιστη στίξη, προκειμένου να αποδώσει τη ροή των γεγονότων σε μεγαλύτερη ταχύτητα. Είναι σίγουρο ότι σε πολλούς δεν κάνει αυτή η γραφή (και φυσικά δεν υπάρχει πρόβλημα). Σε ευχαριστώ για το σχόλιο!
κριμα,γιατι το λιγο που αντεξα να διαβασω, δειχνει ενδιαφερον...
 

Easy Rider

Μέγας
Εγγρ.
4 Νοε 2020
Μηνύματα
6.787
Κριτικές
18
Like
15.448
Πόντοι
4.546
Θέλει να δώσεις προσοχή στο κείμενο και να αφιερώσεις μερικά λεπτά, είναι και αρκετά μεγάλο για τα δεδομένα των απαντήσεων και δημοσιεύσεων εδώ, αυτό είναι όλο.
Είναι απολαυστικό πάντως.
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0

Λιοσίων 73 Γάμα


Μέρες πάσχιζε ο Παναγιώτης Πουτσοκλαίων να ολοκληρώσει το 23ο του βιβλίο αυτοβοήθειας «Ασκήσεις αντίστυσης» (σαφέστατα εμπνευσμένο από το πρόσφατο μπεστ σέλερ «Ασκήσεις αντίστιξης» του λαμπρού Χόρχε Τσιμπουκάι), αλλά το λότζια της βίλας του στη Γλυφάδα έδειχνε στον βαρετό αχανή κήπο και δεν προσφερόταν για ιδιαίτερες συγκινήσεις. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε όταν η μέγαιρα ιταλίδα σύζυγός του εμφανίστηκε φουριόζα στο σαλόνι για τρίτη φορά μέσα σε μισή ώρα, προκειμένου να επιβλέψει την πρόοδό του, και εξερράγη όταν διαπίστωσε ότι πάνω στο τετράδιο υπήρχαν μόνο μπλε τελείες από το επίμονο αμήχανο χτύπημα του στιλό. Του πρότεινε (ή μάλλον του επέβαλε) να φορέσει το ελληνικό μεταξωτό παλτό που είχαν αγοράσει στο Μιλάνο, να τυλίξει στο λαιμό του το πανάκριβο ιταλικό κασκόλ που είχαν αγοράσει στη Μητροπόλεως, να κατεβεί στο κέντρο της Αθήνας με το λάπτοπ του (από το οποίο εδώ και χρόνια έλειπαν τα πλήκτρα, χάρη στον χαριτωμένο μα υπερκινητικό σκύλο της οικογένειας), να καθίσει στο αριστοκρατικό καφέ Χεσπρέσο σαν σοβαρός άνθρωπος και να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα από τον καθένα.

Δύο ώρες αργότερα, ο γνωστός συγγραφέας, κάθιδρος μπροστά στο λάπτοπ του, ήταν ήδη έτοιμος να παραγγείλει τον τρίτο φραπέ στο παραδοσιακό καφενείο Βοϊδόπουτσα επί της οδού Λιοσίων, αδημουνώντας να ανάψει επιτέλους το κόκκινο φως στο μπουρδέλο της Λιοσίων 73Δ. Είχε διαβάσει μέσα στον Ηλεκτρικό ότι η αγαπημένη του 20χρονη τσέχα Λίλιαν με το αλαβάστρινο κορμί, από το στούντιο της Ηλία Ηλιού, θα ήταν στο πόστο της για τελευταία φορά σήμερα, πριν εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα. Ανέβηκε σχεδόν ασθμαίνοντας τα σκαλιά και καλησπέρισε τη σχεδόν 80χρονη τσατσά, η οποία παραδόξως ήταν σχεδόν ημίγυμνη, γεγονός που του προκάλεσε σχεδόν αναγούλα. Μόλις άρχισε να του λέει το ποίημα, τη διέκοψε κάπως άγαρμπα. «Είμαι παλιός πελάτης, δεν χρειάζεται.» «Μπα, κι εγώ πώς δεν σε θυμάμαι; Έτσι λέτε όλοι, σας ξέρω, για καμιά χτεσινή με πέρασες;» «Έχω χτίσει σπίτια εγώ…» είπε αποκαλύπτοντας την ετοιμόρροπη μασέλα του και ζήτησε ένα ποτήρι με νερό, μέσα στο οποίο την εναπόθεσε λίγα λεπτά αργότερα προκειμένου να επιδοθεί στο αγαπημένο του ολοκληρωτικό γλειφομούνι. Όταν η γριά τσατσά άπλωσε το χέρι περιμένοντας το εικοσάρικο, η ερώτηση του καλού συγγραφέα αν δέχεται πληρωμές μέσω Πέιπαλ ή κουπονιών του βιβλιοπωλείου Πρίαπος την έπιασε μάλλον απροετοίμαστη. «Ρε έχεις λεφτά ή είσαι κάνας τζαμπατζής ματάκιας;» τον ρώτησε με πιο έντονο ύφος αυτή τη φορά, για να λάβει την πληρωμένη απάντηση: «Αν έχω, λέει…» Μια πλαστική σακούλα γεμάτη με καφέ κέρματα έκανε την εμφάνισή της μέσα από την αριστερή τσέπη του παλτού. «21 ευρώ και 14 σεντ. Χαλάλι. Σήμερα θέλω κάτι σπέσιαλ. Ήρθε ο ΠιΠι, πες. Θα καταλάβει.»

Αφού δίπλωσε με ευλάβεια τα ρούχα του πάνω στη μοναδική ψάθινη καρέκλα του βρόμικου δωματίου, έμεινε με το αγαπημένο του θαλασσί μποξεράκι Τουίτι ΧΧΧL, το οποίο τραβούσε μανιωδώς για να καλύψει το άκομψο σωσίβιο που σχηματιζόταν στην περιφέρειά του, αλλά το παντελώς άτριχο στήθος του παρέμενε εκτεθειμένο. Επιπλέον σήκωσε περίτεχνα τις κάλτσες του μέχρι το γόνατο, θαρρώντας πως δείχνει πιο αθλητικός, τράβηξε τις κουρτίνες, έσβησε το φως και άφησε μόνο μια δέσμη του ηλιακού φωτός να περνάει μέσα από το ταλαιπωρημένο παράθυρο. Όλα ήταν έτοιμα για τη γνωστή ιεροτελεστία. Η πόρτα άνοιξε, μα το χαμόγελό του κόπηκε όταν είδε την τσατσά περιχαρή στο νυφικό της να αφήνει με χάρη τη δική της μασέλα να συναντάει τη δική του μέσα στο ποτήρι. Αφού κλείδωσε, έβαλε το κλειδί μέσα στην άσπρη κιλότα της που παρέπεμπε σε ταλαιπωρημένο καραβόπανο, ξάπλωσε με το μισοκαπνισμένο σιγαρέτο της και απηύθυνε το ερωτικό της κάλεσμα. Η ερωτική πράξη ολοκληρώθηκε με ένα αργόσυρτο βασανιστικό αχ, το κλειδί στα χέρια του ΠΠ και τη γριά να του ζητάει να καλέσει επειγόντως ασθενοφόρο. Πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο μακρύς χρόνος αναμονής στο 112 θα μπορούσε να αποβεί καταστροφικός για τις μονάδες του κινητού του, όρμησε στην κουζίνα όπου βρισκόταν το σταθερό τηλέφωνο και άρχισε να καλεί πανικόβλητος, ενώ ταυτόχρονα ντυνόταν κακήν κακώς μέσα στο ημίφως. Δέκα λεπτά αργότερα, καθώς ανέβαιναν τρέχοντας τη σάπια σκάλα οι τραυματιοφορείς, ο ήρωάς μας την κατέβαινε πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά και κατευθύνθηκε προς τη στάση του τρόλεϊ, όπου συγκέντρωσε πλήθος σιωπηλών σχολίων και βλεμμάτων, μιας και οι ραφές του παλτού, του πουλόβερ και του παντελονιού έδειχναν προς τα έξω.

Αφού δεν δίστασε να κάνει τον κουτσό για να κλέψει τη θέση μιας ανάπηρης γριάς μέσα στο τρόλεϊ, συνδέθηκε στο μπουρδελοφόρουμ κι άρχισε τα παράπονα. «Αιδώς και όνειδος, συναγωνιστή GrannyLover88! Καμία Λίλιαν δεν ήταν σήμερα στο 73Δ! Αποφύγετε την κατάθεση, αγαπητοί συναγωνιστές, πρόκειται περί παγίδας!» Στην άμεση επισήμανση του moderator MilfHunter πως, αφενός, στους κανόνες του φόρουμ αναφέρεται ρητά ότι πρέπει να γράφουμε μόνο με Greeklish και, αφετέρου, ότι η Λίλιαν ήταν μεν κανονικά στο πόστο της, αλλά στο διπλανό 73Γ όπου γινόταν λαϊκό προσκύνημα από νωρίς το πρωί, ο αποκαμωμένος πια Παναγιώτης Πουτσοκλαίων κατέβηκε από το τρόλεϊ στη δεύτερη μόλις στάση τρέχοντας, προς έκπληξη της ανάπηρης γριάς που κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μην πέσει, κι άρχισε να κατευθύνεται γαμωσταυρίζοντας προς την οδό Πληθίων 73Δ (κατά κόσμον Πλησίων 73Δ) όπου στεγάζονται οι εκδόσεις Αντίπεινα, ακριβώς δίπλα στις ανταγωνιστικές εκδόσεις Πείνα. Σαν ταύρος εν βιβλιοπωλείω, άρχισε να ουρλιάζει σε έξαλλη κατάσταση, γεμίζοντας με σάλια την μπεζ χειροποίητη γιαγιαδίστικη καζάκα του νεοσταλινικού εκδότη Χρυσόστομου Νικολάου Ζαχαριάδη, χωρίς προφανώς να μπορεί πλέον να μασήσει ούτε καν τα λόγια του: «Με κατέθτλεπθεθ, πουθτόφλωλε, που θεθ να μου κάνειθ και τον εκδότη. Τι το ήθελεθ το Δ; Δε θου έκανε το Γ; Θα γυλίθω θτιθ εκδόθειθ Πείνα δίπλα, τελείωθεθ!».

Το παραλήρημά του σταμάτησε προς στιγμήν όταν χτύπησε το κινητό του και είδε στην οθόνη το νούμερο της συζύγου του. Τότε θυμήθηκε έντρομος ότι η μασέλα του βρίσκεται ακόμη σε κάποιο ποτήρι της οδού Λιοσίων, καθώς και ότι το θρυλικό ορφανό λάπτοπ πρέπει να έχει πλέον μετατραπεί σε τάβλι στο απέναντι καφενείο. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μη γίνουν αντιληπτές οι απώλειες, έσφιξε τα ούλα τρέμοντας και απάντησε με στεντόρεια φωνή, υπερτονίζοντας ωστόσο το ρο και το σίγμα: «Αμέσσσωςςς, αρρράπη μου!». Λίγη ώρα αργότερα, ο αποκαβλωμένος συγγραφέας της ιστορίας μας στρογγυλοκαθόταν στο λότζια με τη ρόμπα του και ολοκλήρωνε, σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέων, το 23ο του βιβλίο αυτοβοήθειας.
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0

Λάγιος ο θεός, Λάγιος ισχυρός


Στους Αθηναίους λάτρεις του παλιού βιβλίου είναι σίγουρα γνώριμη η φιγούρα του Παρασκευά, αγνώστων λοιπών στοιχείων, με απροσδιόριστη ηλικία που κυμαινόταν μεταξύ 40 και 70, ανάλογα με το πόσα ουίσκι είχε καταναλώσει το προηγούμενο βράδυ, ο οποίος αν μη τι άλλο διακρινόταν για την πρωτοτυπία του επιχειρηματικού του πνεύματος, μιας και διατηρούσε το πρώτο και τελευταίο κινητό παλαιοβιβλιοπωλείο της πρωτεύουσας, και όταν λέμε κινητό δεν εννοούμε απαραίτητα ότι ήταν ιδιαίτερα φορητό, καλά για βολικό ούτε λόγος, καθώς ο ίδιος είχε επιλέξει να τοποθετεί τα βιβλία στην πλατφόρμα ενός γέρικου τρακτέρ Μπελαρούς, για το οποίο διατυμπάνιζε ότι ήταν προγαμιαίο δώρο του πατέρα μιας Ουγγαρέζας μοναχοκόρης την οποία αρραβωνιάστηκε με το ζόρι το 1986 στο Ντέμπρετσεν της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, και όχι ότι ο Παρασκευάς μας είχε πρόβλημα με τις Ουγγαρέζες, τουναντίον θα λέγαμε, αλλά να που κατά την τρίμηνη διαμονή του στην κατά τα άλλα ήσυχη πόλη αυτός δεν άφησε σε ησυχία τις τέσσερις θείες της λεγάμενης τις οποίες όργωνε ασταμάτητα με το αλέτρι του, όμως έπρεπε κάπου να καταλήξει, καλός και χρυσός ο κομμουνισμός, αλλά μην εκμεταλλευόμαστε τα παραθυράκια και την ανοχή του συστήματος για να ικανοποιούμε τις ορέξεις μας, και πέρασε η εποχή που το αλέτρι ήταν βασικό εργαλείο δουλειάς, τώρα είχε αντικατασταθεί από τα λευκορωσικά τρακτέρ, τέλος το αλέτρι, του είπε με νόημα ο πεθερός, μαζέψου, όλα κι όλα, δεν τις μοιράζομαι με αντικομμουνιστές τις αδερφές της γυναίκας μου, και του κόλλησε την καραμπίνα στο κεφάλι.

Μια που έβαλε τη βέρα, μια που πέρασε τα σύνορα με το τρακτέρ, και μετά από πολλές περιπέτειες που δεν έχουν θέση σε αυτήν εδώ την ιστορία από τη στιγμή που δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμη αν πρόκειται για πραγματικά περιστατικά ή για αστικούς μύθους, ο ήρωάς μας κόλλησε στην Αθήνα, μιας και το μοτέρ του τρακτέρ σταμάτησε να παίρνει στροφές, τις οποίες έπαιρνε όμως ευτυχώς το μυαλό του, κι έτσι δεν άργησε να μαζέψει πεταμένα βιβλία από τους γύρω κάδους και να στήσει το δικό του υπαίθριο βιβλιοπωλείο πάνω στο τρακτέρ. Ο πάντα λιγομίλητος Παρασκευάς έγινε γρήγορα πόλος έλξης για διάφορους βιβλιολάτρες που αναζητούσαν εναλλακτικές καλτ παρουσίες και εύκαιρα ευήκοα ώτα για τα προβλήματά τους, και πάντοτε είχε μια και καλή σύντομη συμβουλή να τους δώσει, για παράδειγμα, απαντούσε «γάμα τη» σε όποιον του εκμυστηρευόταν τον πόνο του για μια χαμένη αγάπη, αλλά το ίδιο πρότεινε και σε όποιον του αποκάλυπτε την νέα καψούρα του ή παραπονιόταν για την πίεση στη δουλειά ή αγχωνόταν για κάποια δόση της Εφορίας, ενώ ανάλογα με την περίσταση φρόντιζε να διαφοροποιείται ελαφρώς απαντώντας «γάμα τον», όλα κι όλα, διακρίσεις δεν έκανε, κι αυτά μάλιστα όχι σε καιρούς πολιτικής ορθότητας, κι έτσι όλοι έφευγαν πλήρεις από το βιβλιοϊατρείο αφού άκουγαν ακριβώς την απάντηση που ήθελαν, άσε που από υποχρέωση ψιλοτσίμπαγαν και κάνα βιβλίο σε ψιλοτσιμπημένη τιμή, αλλά φαντάσου πόσα θα είχαν ξοδέψει στους ψυ και στα χάπια, δεν συγκρίνονται τώρα, τζάμπα την έβγαζαν, όμως ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν ήταν ωφελιμιστής και μάλιστα προς τιμήν του συχνά απαντούσε «γάμα με» όταν δεν γούσταρε να προσφέρει τα φώτα του, κι ας πήγαινε στα τσακίδια ο άλλος χωρίς να κάνει συνεδρία και χωρίς να ψωνίσει.

Οι μη κοσμικοί κύκλοι του βιβλίου άρχισαν να διαδίδουν στους κοσμικούς ότι υπάρχει ένα στέκι με έναν βιβλιοψυχολόγο που ποτέ δεν μιλάει για βιβλία και μόνο λέει συνέχεια «γάμα κάτι», κι έτσι προέκυψε το ψευδώνυμο Παρασκευάς Γαμακάτης, του το έβγαλε κατά τη διάρκεια ενός εκδοτικού brunch ο εκκεντρικός ομοφυλόφιλος βιβλιοκριτικός Συμεών Κουράδης που φορούσε επιτηδευμένα την κόκκινη καζάκα μέσα από το πουά πουκάμισο και μια μπεζ φανέλα Γκούτσι πάνω από το πουκάμισο, γνωστός για την τάση του να εφευρίσκει και να απονέμει υποτιμητικούς νεολογισμούς, αλλά εδώ που τα λέμε μόνο καλό του έκανε του Παρασκευά τελικά, μιας και οι κοσμικοί βιβλιολάτρες είχαν βαρεθεί τους μούχλες με τις μπεζ καζάκες, τα κοκάλινα γυαλιά και τις φουσκωμένες μπάκες, κι έτσι έπαψαν να σνομπάρουν αυτόν που μέχρι πρότινος αποκαλούσαν βιβλιοβλάχο, ανέβαιναν με ευχαρίστηση στην πλατφόρμα του τρακτέρ όπου απολαμβάνανε τον καφέ που παραγγέλνανε από το κοντινό καφέ Κωλάθριον και μοιράζονταν τις ανησυχίες τους με κάποιον που έδειχνε ειλικρινές ενδιαφέρον να τους ακούσει, άσε που συχνά έκαναν εκεί τις παρουσιάσεις των βιβλίων τους, ζητώντας του μάλιστα να σηκώνει όλο και πιο ψηλά την πλατφόρμα ώστε να φαίνονται πιο λαμπεροί όσο τους λούζει το φως της παρακείμενης κολώνας, αλλά άλλαζαν γρήγορα γνώμη όταν εισέπρατταν ένα γρήγορο «γάμα μας», που ήταν σαν συνθηματικό για να καταλάβουν ότι, αν συνέχιζαν τις παράλογες απαιτήσεις, θα τελείωναν οι τζάμπα συνεδρίες και θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν γρήγορα στα φλωρογκαλά τους.

Ένα πρωί του Αυγούστου του 1995, άρχισε να κυκλοφορεί η είδηση πως ούτε ο Παρασκευάς είναι στη θέση του ούτε το τρακτέρ του, κι αυτό το νέο «έπεσε σαν τσεκούρι στον ήδη παγωμένο ωκεανό του θαυμαστού χώρου του εγχώριου βιβλίου» σύμφωνα με τον κοσμικό εκδότη Αντιφώντα Πεπερίδη, «μας γάμησε ο πούστης κι είχα συνεδρία σήμερα, γαμώ τα ξύλα του» σύμφωνα με τον μη κοσμικό βιβλιοϋπάλληλο Φώντα Παπαρίδη, κι άρχισαν να τον ψάχνουν όλοι μαζί ενωμένοι και κάθιδροι, κοσμικοί και μη, φλώροι και μη, μα όλοι τους ψυχασθενείς, αλλά ο ήρωάς μας εκείνες τις ώρες περνούσε αναψοκοκκινισμένος τα σύνορα κατευθυνόμενος προς το Ντέμπρετσεν, καθώς είχε λάβει ταυτόχρονα πέντε γράμματα που του γνωστοποιούσαν το θάνατο του πεθερού, την οριστική απόφαση της πλέον 30χρονης μοναχοκόρης να αποκατασταθεί με τον 38χρονο γείτονα ξυλουργό και την ανυπομονησία των τεσσάρων θείων της να τις ξαναοργώσει με το αλέτρι του, κι όποιος δεν είχε ποτέ πάρε-δώσε με Ουγγαρέζες καλά θα κάνει να πάει σε κάνα γκαλά.
 

Dstrict

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
11 Ιουλ 2023
Μηνύματα
496
Κριτικές
5
Like
4.121
Πόντοι
721

Λάγιος ο θεός, Λάγιος ισχυρός


Στους Αθηναίους λάτρεις του παλιού βιβλίου είναι σίγουρα γνώριμη η φιγούρα του Παρασκευά, αγνώστων λοιπών στοιχείων, με απροσδιόριστη ηλικία που κυμαινόταν μεταξύ 40 και 70, ανάλογα με το πόσα ουίσκι είχε καταναλώσει το προηγούμενο βράδυ, ο οποίος αν μη τι άλλο διακρινόταν για την πρωτοτυπία του επιχειρηματικού του πνεύματος, μιας και διατηρούσε το πρώτο και τελευταίο κινητό παλαιοβιβλιοπωλείο της πρωτεύουσας, και όταν λέμε κινητό δεν εννοούμε απαραίτητα ότι ήταν ιδιαίτερα φορητό, καλά για βολικό ούτε λόγος, καθώς ο ίδιος είχε επιλέξει να τοποθετεί τα βιβλία στην πλατφόρμα ενός γέρικου τρακτέρ Μπελαρούς, για το οποίο διατυμπάνιζε ότι ήταν προγαμιαίο δώρο του πατέρα μιας Ουγγαρέζας μοναχοκόρης την οποία αρραβωνιάστηκε με το ζόρι το 1986 στο Ντέμπρετσεν της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, και όχι ότι ο Παρασκευάς μας είχε πρόβλημα με τις Ουγγαρέζες, τουναντίον θα λέγαμε, αλλά να που κατά την τρίμηνη διαμονή του στην κατά τα άλλα ήσυχη πόλη αυτός δεν άφησε σε ησυχία τις τέσσερις θείες της λεγάμενης τις οποίες όργωνε ασταμάτητα με το αλέτρι του, όμως έπρεπε κάπου να καταλήξει, καλός και χρυσός ο κομμουνισμός, αλλά μην εκμεταλλευόμαστε τα παραθυράκια και την ανοχή του συστήματος για να ικανοποιούμε τις ορέξεις μας, και πέρασε η εποχή που το αλέτρι ήταν βασικό εργαλείο δουλειάς, τώρα είχε αντικατασταθεί από τα λευκορωσικά τρακτέρ, τέλος το αλέτρι, του είπε με νόημα ο πεθερός, μαζέψου, όλα κι όλα, δεν τις μοιράζομαι με αντικομμουνιστές τις αδερφές της γυναίκας μου, και του κόλλησε την καραμπίνα στο κεφάλι.

Μια που έβαλε τη βέρα, μια που πέρασε τα σύνορα με το τρακτέρ, και μετά από πολλές περιπέτειες που δεν έχουν θέση σε αυτήν εδώ την ιστορία από τη στιγμή που δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμη αν πρόκειται για πραγματικά περιστατικά ή για αστικούς μύθους, ο ήρωάς μας κόλλησε στην Αθήνα, μιας και το μοτέρ του τρακτέρ σταμάτησε να παίρνει στροφές, τις οποίες έπαιρνε όμως ευτυχώς το μυαλό του, κι έτσι δεν άργησε να μαζέψει πεταμένα βιβλία από τους γύρω κάδους και να στήσει το δικό του υπαίθριο βιβλιοπωλείο πάνω στο τρακτέρ. Ο πάντα λιγομίλητος Παρασκευάς έγινε γρήγορα πόλος έλξης για διάφορους βιβλιολάτρες που αναζητούσαν εναλλακτικές καλτ παρουσίες και εύκαιρα ευήκοα ώτα για τα προβλήματά τους, και πάντοτε είχε μια και καλή σύντομη συμβουλή να τους δώσει, για παράδειγμα, απαντούσε «γάμα τη» σε όποιον του εκμυστηρευόταν τον πόνο του για μια χαμένη αγάπη, αλλά το ίδιο πρότεινε και σε όποιον του αποκάλυπτε την νέα καψούρα του ή παραπονιόταν για την πίεση στη δουλειά ή αγχωνόταν για κάποια δόση της Εφορίας, ενώ ανάλογα με την περίσταση φρόντιζε να διαφοροποιείται ελαφρώς απαντώντας «γάμα τον», όλα κι όλα, διακρίσεις δεν έκανε, κι αυτά μάλιστα όχι σε καιρούς πολιτικής ορθότητας, κι έτσι όλοι έφευγαν πλήρεις από το βιβλιοϊατρείο αφού άκουγαν ακριβώς την απάντηση που ήθελαν, άσε που από υποχρέωση ψιλοτσίμπαγαν και κάνα βιβλίο σε ψιλοτσιμπημένη τιμή, αλλά φαντάσου πόσα θα είχαν ξοδέψει στους ψυ και στα χάπια, δεν συγκρίνονται τώρα, τζάμπα την έβγαζαν, όμως ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν ήταν ωφελιμιστής και μάλιστα προς τιμήν του συχνά απαντούσε «γάμα με» όταν δεν γούσταρε να προσφέρει τα φώτα του, κι ας πήγαινε στα τσακίδια ο άλλος χωρίς να κάνει συνεδρία και χωρίς να ψωνίσει.

Οι μη κοσμικοί κύκλοι του βιβλίου άρχισαν να διαδίδουν στους κοσμικούς ότι υπάρχει ένα στέκι με έναν βιβλιοψυχολόγο που ποτέ δεν μιλάει για βιβλία και μόνο λέει συνέχεια «γάμα κάτι», κι έτσι προέκυψε το ψευδώνυμο Παρασκευάς Γαμακάτης, του το έβγαλε κατά τη διάρκεια ενός εκδοτικού brunch ο εκκεντρικός ομοφυλόφιλος βιβλιοκριτικός Συμεών Κουράδης που φορούσε επιτηδευμένα την κόκκινη καζάκα μέσα από το πουά πουκάμισο και μια μπεζ φανέλα Γκούτσι πάνω από το πουκάμισο, γνωστός για την τάση του να εφευρίσκει και να απονέμει υποτιμητικούς νεολογισμούς, αλλά εδώ που τα λέμε μόνο καλό του έκανε του Παρασκευά τελικά, μιας και οι κοσμικοί βιβλιολάτρες είχαν βαρεθεί τους μούχλες με τις μπεζ καζάκες, τα κοκάλινα γυαλιά και τις φουσκωμένες μπάκες, κι έτσι έπαψαν να σνομπάρουν αυτόν που μέχρι πρότινος αποκαλούσαν βιβλιοβλάχο, ανέβαιναν με ευχαρίστηση στην πλατφόρμα του τρακτέρ όπου απολαμβάνανε τον καφέ που παραγγέλνανε από το κοντινό καφέ Κωλάθριον και μοιράζονταν τις ανησυχίες τους με κάποιον που έδειχνε ειλικρινές ενδιαφέρον να τους ακούσει, άσε που συχνά έκαναν εκεί τις παρουσιάσεις των βιβλίων τους, ζητώντας του μάλιστα να σηκώνει όλο και πιο ψηλά την πλατφόρμα ώστε να φαίνονται πιο λαμπεροί όσο τους λούζει το φως της παρακείμενης κολώνας, αλλά άλλαζαν γρήγορα γνώμη όταν εισέπρατταν ένα γρήγορο «γάμα μας», που ήταν σαν συνθηματικό για να καταλάβουν ότι, αν συνέχιζαν τις παράλογες απαιτήσεις, θα τελείωναν οι τζάμπα συνεδρίες και θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν γρήγορα στα φλωρογκαλά τους.

Ένα πρωί του Αυγούστου του 1995, άρχισε να κυκλοφορεί η είδηση πως ούτε ο Παρασκευάς είναι στη θέση του ούτε το τρακτέρ του, κι αυτό το νέο «έπεσε σαν τσεκούρι στον ήδη παγωμένο ωκεανό του θαυμαστού χώρου του εγχώριου βιβλίου» σύμφωνα με τον κοσμικό εκδότη Αντιφώντα Πεπερίδη, «μας γάμησε ο πούστης κι είχα συνεδρία σήμερα, γαμώ τα ξύλα του» σύμφωνα με τον μη κοσμικό βιβλιοϋπάλληλο Φώντα Παπαρίδη, κι άρχισαν να τον ψάχνουν όλοι μαζί ενωμένοι και κάθιδροι, κοσμικοί και μη, φλώροι και μη, μα όλοι τους ψυχασθενείς, αλλά ο ήρωάς μας εκείνες τις ώρες περνούσε αναψοκοκκινισμένος τα σύνορα κατευθυνόμενος προς το Ντέμπρετσεν, καθώς είχε λάβει ταυτόχρονα πέντε γράμματα που του γνωστοποιούσαν το θάνατο του πεθερού, την οριστική απόφαση της πλέον 30χρονης μοναχοκόρης να αποκατασταθεί με τον 38χρονο γείτονα ξυλουργό και την ανυπομονησία των τεσσάρων θείων της να τις ξαναοργώσει με το αλέτρι του, κι όποιος δεν είχε ποτέ πάρε-δώσε με Ουγγαρέζες καλά θα κάνει να πάει σε κάνα γκαλά.
χαχαχα....λιτός,απέριττος,είσαι παλλήκαρος!
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0

Τα τάπερ κι η τάπα


Είναι να απορείς ώρες-ώρες πώς έχει προικίσει κάτι κοντοπούτανα η άτιμη η φύση, κι ενώ τα αγνοείς επιδεικτικά άμα τα πετύχεις στην όπισθεν, αυτά παίρνουν την εκδίκησή τους στο τετ α τετ. Κάτι τέτοιο έπαθε το μακρινό 2005 κι ο εικοσιπεντάρης τελειόφοιτος του Μαθηματικού Θεοδόσης από τη Θήβα, που την πάτησε σαν αγράμματος με την κοντοστούπα τη Δέσποινα από την Ορεστιάδα, όταν στοιβάχτηκαν σαν σαρδέλες στο ίδιο τρόλεϊ επί της Πατησίων κι αυτή ήταν η μόνη που δεν έφτανε να κρατηθεί από τα πάνω χερούλια, έλα όμως που την έσωσε το αντίβαρο κι έμεινε εντελώς ακίνητη στο απότομο φρενάρισμα του οδηγού, την ώρα που όλοι οι άλλοι έχαναν την ισορροπία τους, «γαμώ το σπίτι σου», του φώναξε σε μια έκρηξη οργής ο Θεοδόσης, για να αλλάξει ύφος μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά, που έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τα εξάρια κανόνια του βυζαρόνε, «γαμώ το σπιτάκι μου», ψιθύρισε αποσβολωμένος κι άρχισε να καταριέται την τύχη του που δεν είχε κι αυτός μαύρα γυαλιά ηλίου σαν του αναψοκοκκινισμένου μπάρμπα που στεκόταν παραδίπλα με το ένα χέρι σφιχτά στο χερούλι, την ώρα που το άλλο βασανιζόταν μέσα από τη φόδρα του πουτσάτου γκρίζου παντελονιού με τις παλλόμενες τιράντες.

Η άφιξη στην Ακαδημίας βρήκε τη Δέσποινα να κατεβαίνει κάνοντας επιδέξια ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στις παχύρρευστες πιτσιλιές που είχαν εμφανιστεί ξαφνικά στο πάτωμα, από πίσω κι ο Θεοδόσης, αλλά τα ρίμποκ γλιστράνε πιο εύκολα από τις πλατφόρμες πάντα τη λάθος στιγμή, κι έτσι σωριάστηκε φαρδύς πλατύς, κληρονομώντας και μερικές σταγόνες που του κόλλησαν πάνω στη μαύρη φόρμα και τον έκαναν πουά, «γαμώ τα ξύλα σου, πουστόγερε», και πήδηξε έξω κακήν κακώς την ώρα που έκλεινε η πόρτα, έλα όμως που ξέχασε μέσα τον τεράστιο διαφημιστικό σάκο με τα τάπερ που θα έστελνε με τα ΚΤΕΛ στη μάνα του, «δε γαμιέται κι ο σάκος τώρα, είμαι που είμαι μουνί, μην ιδρώσω κιόλας», σκέφτηκε με το άκρως μαθηματικό μυαλό του και ακολούθησε τη Δέσποινα οριζόντια, κάθετα και διαγώνια μέχρι το κατάστημα γυναικείων ρούχων, όπου κρύφτηκε διακριτικά στο δεξιό παραβάν ελπίζοντας να πάρει μάτι, αλλά η ζωή παίζει άσχημα παιχνίδια στους επιτήδειους που οριζοντιώνουν τις γουρουνοκεφάλες τους σε βρόμικα πατώματα για να δουν έστω και λίγη ρώγα, κι έτσι την ίδια στιγμή ακούστηκε από το αριστερό παραβάν η πρώην του, η Καίτη, να μιλάει χαδιάρικα στο τηλέφωνο με τον καινούργιο γκόμενο, τον 58χρονο υπέρβαρο οδοντίατρο, ο οποίος σίγουρα δεν φορούσε φόρμα και αποκλείεται να ήξερε πώς είναι μέσα τα τρόλεϊ, οπότε ο Θεοδόσης έγειρε το κεφάλι του πίσω στη γυψοσανίδα κι έκλεισε τα μάτια αποκαμωμένος, κι ούτε που θα καταλάβαινε ότι πέρασαν δυο ώρες και το μαγαζί θα έκλεινε αν η μπαζόλα υπάλληλος με το τριχωτό πηγούνι δεν φώναζε στους σεκιουριτάδες να έρθουν να μαζέψουν το πρεζάκι που το πήρε ο ύπνος στο παραβάν, με το χέρι στον πούτσο, «και να τον είχε και μεγάλο τουλάχιστον…»

Οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν μάλλον χαοτικές για τον ήρωά μας, καθώς, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, σε κάποιο δρόμο θα ήταν και θα έψαχνε σαν το ραντάρ, πότε τη Δέσποινα με τα βυζιά της στις στάσεις των τρόλεϊ και πότε την Καίτη με τον οδοντίατρο στα ρεστοράν του Κολωνακίου, όχι ότι θα του κακόπεφτε να πετύχει πουθενά τη σαμπρέλα από το μαγαζί και να της ρίξει κανένα καντήλι που θα τον πει και μικροψώλη, αλλά στο τέλος, εξαντλημένος από το περπάτημα και τις σκέψεις, πάντοτε κατέληγε για κατάθεση σε παρόδους της Φυλής, ελπίζοντας ότι όλο και κάποια ακούραστη εργάτρια θα κατάφερνε μέσα σε πέντε λεπτά να χύσει, να τον ερωτευτεί και να ανακοινώσει στον τσάτσο την παραίτησή της, κι η αλήθεια είναι ότι μερικές έχυσαν, ή έτσι ένιωσε τουλάχιστον, άλλες τον ερωτεύτηκαν, ή έτσι ήθελε να πιστέψει τουλάχιστον, όμως καμία δεν παραιτήθηκε ποτέ, κι έτσι αυτός ξανάπαιρνε τους δρόμους σαν χαμένο κορμί.

Η ζωή όμως δεν είναι ευθύγραμμη, κι ο Θεοδόσης το κατάλαβε αυτό όταν έγινε επίκουρος καθηγητής Μαθηματικών στο πανεπιστήμιο λίγα χρόνια αργότερα, κι όλα μπήκαν σε μια σειρά, και κόπηκαν τα άσκοπα περπατήματα και τα τρόλεϊ και τα μπουρδέλα, και φόρεσε επιτέλους ρούχα της προκοπής, και άρχισε να μένει ασυγκίνητος για τον κάθε χοντρομπαλά οδοντίατρο και την κάθε Καίτη, και βρήκε επιτέλους μια σοβαρή γυναίκα να συνεννοηθεί και να κάνει πλάνα για το μέλλον, αλλά δεν μπορείς να διανοηθείς με τι ορμή πετάχτηκε από το ταξί που τον μετέφερε στο συνέδριο όπου θα ήταν κεντρικός ομιλητής, μόλις αντίκρισε στο φανάρι τη Δέσποινα να σέρνει τα πλέον κρεμασμένα αλλά νυν, και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αξέχαστα βυζιά της και να κατευθύνεται στο γνωστό κατάστημα γυναικείων ρούχων, όπου η μπαζόλα τον χαιρέτισε με υπόκλιση κι αυτός έκατσε κάθιδρος στο δεξιό παραβάν, έτοιμος σαν από καιρό να οριζοντιωθεί ξανά με το πάτωμα.
 

argyrotoxos

Ανώτερος
Εγγρ.
16 Σεπ 2010
Μηνύματα
31.774
Κριτικές
62
Like
40.128
Πόντοι
8.530
Κατανοητό, Matt, είναι πειραματική η σχεδόν προφορική γραφή με ελάχιστη στίξη, προκειμένου να αποδώσει τη ροή των γεγονότων σε μεγαλύτερη ταχύτητα. Είναι σίγουρο ότι σε πολλούς δεν κάνει αυτή η γραφή (και φυσικά δεν υπάρχει πρόβλημα). Σε ευχαριστώ για το σχόλιο!
Δημιουργεί φυσικότητα και φυσικά καθε εργασία ακόμα και πνευματική απαιτει κόπο όχι μόνο στην δημιουργία του γραπτού αλλά και στην αναγνωση του.
 

Termin

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Φεβ 2018
Μηνύματα
3.773
Like
7.739
Πόντοι
2.306
Χωμενίδη, ποιος σου είπε ότι μπορείς να χωνεσαι στο bou και να ton paizeis;
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0

Kerma is a bitch


Η επίσκεψη του υποψήφιου διδάκτορα Φιλοσοφίας Διαμαντή Πούλου στο Βερολίνο για μια βδομάδα μέσα στο κατακαλόκαιρο δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, καθώς χάθηκαν οι δύο ογκώδεις βαλίτσες του ήδη στο αεροδρόμιο του Τέγκελ, και μάλλον καλύτερα εδώ που τα λέμε, μιας και στη μία είχε τοποθετήσει ολόκληρο τον επιτραπέζιο υπολογιστή δεκαετίας μαζί με την 27άρα οθόνη, και καιρός ήταν να μάθει τι σημαίνει λάπτοπ και φορητότητα, ενώ στην άλλη είχε παραχώσει τάπερ με παραδοσιακά ελληνικά φαγητά γιατί «στο Βερολίνο υπάρχουν μόνο καντίνες, θα το ήξερες αν είχες διαβάσει τα απομνημονεύματα του καθηγητή Φιλοσοφίας Χορστ Χούρε που έζησε στο Βερολίνο για έξι ολόκληρους μήνες το 1905», ένα σλιπ γιατί «ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται με τις λυσσάρες τις Γερμανίδες, υπέφερε και ο γερμανός ελάσσων ποιητής Χέλμουτ Σβούλε, αν θυμάσαι, σε μια επίσκεψή του το 1876», καθώς και πενήντα αντίτυπα του πρώτου του βιβλίου ποιητικής φιλοσοφίας με τίτλο «Καντιανές καντάδες», το οποίο είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Σ.Π. Έρμα με έδρα την εξωτική Πτολεμαΐδα, γενέτειρα του ήρωά μας, κι έτσι έμεινε μόνο με το τσαντάκι-μπανάνα που περιείχε άπειρα κέρματα, την αστυνομική ταυτότητα κι ένα αρχαίο τηλέφωνο νόκια, «γιατί η ύλη υπόκειται στη φιλοσοφία της μη αλλαγής, πρόκειται για βασική οντολογική αρχή, αλλά τι σου λέω τώρα κι εσένα του άσχετου».

Το δεύτερο χτύπημα δεν άργησε να έρθει, καθώς η άφιξη στο χόστελ «Οι τρεις αδερφές» επί της Πάπελ Αλέ συνοδεύτηκε από την αμήχανη συνειδητοποίηση ότι το γκουγκλ τρανσλέιτ έχει ακόμα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης από τα γερμανικά προς τα ελληνικά, καθώς οι τρεις αδερφές δεν ήταν ζουμερές ανατολικογερμανίδες αλλά τρεις τρανς Γερμανοταϊλανδοί με ψηλές άσπρες κάλτσες, μπασκετική περιβολή, χαμηλωμένο κορδόνι στο μέτωπο και υπερυψωμένο κορδόνι πάνω από τα σορτς, κι έτσι ο Διαμαντής ανέβηκε κακήν κακώς τα σκαλιά, μπήκε στο δωμάτιο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του, κοίταξε ένα γύρω και ξάπλωσε με ανακούφιση στο κρεβάτι μιας και η τύχη επιτέλους του χαμογέλασε κι ήταν ολομόναχος στο δωμάτιο με τα έξι κρεβάτια, έλα όμως που όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και το «κάποτε» στη σαρτρική φιλοσοφία του χρόνου είναι σχετική έννοια, δηλαδή πετάχτηκε σαν ελατήριο λίγα μόλις δευτερόλεπτα αργότερα όταν βγήκαν χαχανίζοντας από τα ντους οι πέντε εικοσάχρονοι γκέι μαγκρέμπ με τις μεγάλες ψωλές, με τους οποίους και τις οποίες θα συγκατοικούσε για μια βδομάδα, κι έτσι άρχισε να πηδάει πέντε πέντε τα σκαλιά και εξαφανίστηκε.

Δίχως δεύτερη αλλαξιά, δίχως κομπιούτερ, δίχως αντίτυπα, δίχως τάπερ, αλλά φορτωμένος με πάμπολλα κέρματα και οπλισμένος με ξινισμένο ύφος ξερόλα, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας έκανε αναγκαστικά την ταπεινωτική υποχώρηση να κάνει αναπάντητη στον δυστυχώς άσχετο με φιλοσοφία αλλά ευτυχώς μόνιμο κάτοικο Βερολίνου παλιόφιλό του, ο οποίος προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει και να τον ταΐσει για την υπόλοιπη εβδομάδα, άσε που ήταν έτοιμος να του αγοράσει και σλιπ, ή μπα άσε καλύτερα, άχρηστο θα μου είναι, με αυτές που έχω δει μέχρι τώρα δεν έχω διάθεση για σεξάκι, το πιστεύεις ότι είδα μέχρι και γυναίκα με τατουάζ στο μπούτι, πάμε καλύτερα σε κανένα μουσείο, αν έχει μείνει κιόλας κανένα εδώ πέρα γιατί μόνο κάτι μπαρ με γκέι βλέπω, και όντως είχε αρχίσει να τη σιχαίνεται την κωλοπόλη, δηλαδή τι πόλη, αυτό είναι ένα μεγάλο χωριό γεμάτο πουστομπεκρήδες, με μια τεράστια βρόμικη πινέζα στη μέση, τι πύργος της τηλεόρασης μού λες ρε καθυστερημένε, αυτό είναι δονητής για να αναδεικνύει το χαρακτήρα της πόλης, και σίγουρα είναι πολύ πρόσφατη κατασκευή γιατί σε κανένα από τα βιβλία μου δεν έχω διαβάσει κάτι σχετικό, και όπως ξέρεις δεν έχω λίγα, σε αντίθεση με εσένα.

Η πανύψηλη τρανς ταμίας στο Μουσείο της Περγάμου δοκίμασε για μία ακόμη φορά τις αντοχές του ήρωά μας όταν του ζήτησε πέντε ευρώ για να βάλει σε ειδικό ντουλάπι το τσαντάκι-μπανάνα μιας και δεν επιτρεπόταν μέσα, κι έτσι άρχισε κι αυτός να μοιράζει κακήν κακώς τα κέρματά του στις δύο τσέπες της χαβανέζικης βερμούδας του, η οποία με δυσκολία συγκρατούσε το βάρος των δεκάλεπτων και των εικοσάλεπτων, τι κι αν του πρότεινε ο φίλος του να τα αφήσει κι αυτά μέσα στο τσαντάκι, ποιος θα σου τα κλέψει εδώ μέσα ρε Διαμαντή, μπα δεν εμπιστεύομαι αυτές τις νέες τεχνολογίες που δεν έχουν κλειδί, άσε που κι εδώ γκέι πετύχαμε, αυτή στάνταρ με έκοψε για πολύ λεφτά, γυάλισε το μάτι της, δεν έχει ξαναδεί τόσα λεφτά μαζεμένα εδώ στο κωλοχώρι, πάμε μέσα γιατί έτοιμος είμαι να κάνω καταγγελία στη διεύθυνση του μουσείου, α και τώρα που είπα μουσείο, φαντάζομαι ότι έχεις διαβάσει τη μελέτη «Η εμπειρία του μουσείου» του Ράινχαρντ Γκροστίτεν, τι εννοείς ότι δεν την έχεις καν ακουστά, πραγματικά δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτε από τα εκθέματα, τζάμπα πλήρωσες την είσοδο και για τους δυο μας, έπρεπε να έχεις κάτσει έξω να με περιμένεις, είναι αδύνατο να βιώσεις την εμπειρία του μουσείου αν λείπει αυτή η μελέτη από τη βιβλιοθήκη σου.

Καθώς ολοκλήρωνε με στόμφο το κατηγορώ του, απομακρύνθηκε από τον αμόρφωτο φίλο του, ή μάλλον ας τον πούμε καλύτερα γνωστό του γιατί είναι ντροπή να έχεις τέτοιους φίλους, κι άρχισε να ανεβαίνει με ύφος εμβριθούς μελετητή τα σκαλοπάτια στο Βωμό του Ναού του Διός, όπου όμως η βερμούδα του δεν άντεξε άλλο το βάρος των κερμάτων και έγιναν τα ανεπίσημα αποκαλυπτήρια της κατσαροτριχωτής κωλοχαράδρας του, η οποία δεν φαίνεται να θάμπωσε ιδιαίτερα τους υπόλοιπους επισκέπτες, εκτός από μια ομάδα πέντε μαγκρέμπ που δεν άφηναν το βλέμμα τους από πάνω της, αυτοί σίγουρα είχαν αντιληφθεί σε αντίθεση με τον κάθε ευρωτραχανά ότι η αρχαιοελληνική ομορφιά είναι σχετική έννοια, αλλά τι σου λέω κι εσένα τώρα, αφού είσαι εντελώς άσχετος από φιλοσοφία.
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0

Ο Πύργος της Πίτσας


Η εντυπωσιακή τετραώροφη πολυκατοικία που δεσπόζει στη συμβολή των οδών Πέντε Πηγαδίων και Έλληνος Στρατιώτου στην Πάτρα φιλοξενούσε για πέντε δεκαετίες στο ισόγειό της το βιβλιοπωλείο ΜΙΝΑΡΕΣ, και δεν είστε οι πρώτοι που αναρωτιέστε για τον σωστό τονισμό μιας και για χρόνια διατυπώθηκε σωρεία θεωριών, αφού ο μπαρμπα-Μήτσος Μιναρές ήταν σύμφωνα με τις κακές ετυμολογικές γλώσσες ο βασικός λόγος που η λέξη «μινάρας» υιοθετήθηκε σε τέτοιο βαθμό στην ευρύτερη Αχαΐα, αλλά αυτά λένε οι κακοπροαίρετοι φραπεδιάρηδες όταν σε βλέπουν να ξεκινάς από χαμηλά και στο τέλος να έχεις χτίσει ολόκληρο πύργο που λειτουργούσε σαν φάρος του πνεύματος για ολόκληρη την πατρινή κοινωνία, καθώς στον πρώτο όροφο στέγαζε το Φροντιστήριο Φιλολογίας του Κώστα Μιναρέ, στον δεύτερο το Φροντιστήριο Γερμανικής Φιλολογίας του Χρήστου Μιναρέ, αδερφού του Κώστα, στον τρίτο το Φροντιστήριο Αγγλικής Φιλολογίας με το αναγραμματισμένο όνομα ΣΕΜΙΝΑΡ της βρετανοθρεμμένης Ρούλας Μιναρέ-Σκερβελέ η οποία προτιμούσε το αγγλικό χιούμορ και τα σκοτσέζικα ταγιέρ με βάτες, και στον τέταρτο το Φροντιστήριο Γαλλικής Φιλολογίας ΣΕΜΙΝΑΙΡ της γαλλοθρεμμένης μεν, χαμηλοκώλας γυαλαμπούκας δε, Νίτσας Μιναρέ που ούτε χιούμορ είχε, ούτε ταγιέρ φορούσε, ούτε να βλέπει μπροστά της τη Ρούλα τη χοντροκώλα ήθελε, ενώ το μικρό δώμα των 10 τετραγωνικών στην ταράτσα, γνωστό στα γραφεία των κολ γκερλ με το συνθηματικό ΜΟΥΝΑΡΕΣ (ο τόνος στη λήγουσα, προφανέστατα), χρησίμευε ως γαμηστρώνας για τους ιδιοκτήτες των δύο πρώτων ορόφων όταν έλειπαν σε υποχρεώσεις οι ιδιοκτήτριες των άλλων δύο ορόφων, οι οποίες τύχαινε να είναι σύζυγοί τους.

Ο μορφονιός ζελοχαιταίος Μίμης, πρωτότοκος γιος του Χρήστου σύμφωνα με τις καλές γλώσσες ή του Κώστα σύμφωνα με τις κακές, γνωστός σε ολόκληρη τη νυχτερινή Πάτρα μα άγνωστος στους υπόλοιπους ορόφους της πολυκατοικίας μιας και δεν πάτησε ούτε μία φορά για μάθημα πιστεύοντας ότι το στιλ και η εμφάνιση ανοίγουν τις μεγαλύτερες πόρτες, μόλις είχε τελειώσει στα 22 του το Τεχνικό Λύκειο στα Ζαρουχλέικα και, αν ήθελε να μην τον γδάρει ζωντανό ο ένας από τους δύο πατεράδες του για το τρελόχαρτο που θα έφερνε, μιας και πιο πιθανό ήταν να κόψει το πουλί του παρά το μαλλί του, δέχθηκε τη μοναδική πρόταση που έπεσε στο τραπέζι, δηλαδή να αναλάβει το ιστορικό βιβλιοπωλείο του παππού του στο ισόγειο, «η απαράμιλλη πορεία του οποίου για 50 χρόνια επέτρεψε το χτίσιμο των αποπάνω ορόφων», τόνισε με απύθμενη οργή ο Χρήστος, «και κυρίως του δώματος, μην το ξεχνάμε», πρόσθεσε με απύθμενο νόημα ο Κώστας, θυμίζοντάς του με μια συγχρονισμένη ανωφερή κίνηση φρυδιών και ματιών ότι μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά θα κατέφτανε το εντυπωσιακό λιθουανικό άτι Ίρκα.

Οι πρώτοι και τελευταίοι μήνες επαναλειτουργίας του κλασικού βιβλιοπωλείου υπήρξαν αν μη τι άλλο χαοτικοί, θες επειδή ο Μίμης μόνο στεκόταν σαν βαριεστημένος γκόμενος στην είσοδο με το τσιγάρο κοζάροντας ό,τι περνάει, θες επειδή όταν τον ρωτούσαν αν βγήκε ο νέος τόμος με τα Άπαντα του Μποντλέρ, αυτός απαντούσε ότι όχι μόνο βγήκε αλλά κανόνισε μαζί του να τον κατεβάσει από Σαλονίκη για παρουσίαση και κρασοκατάσταση και ότι του φαινόταν και γαμώ τα τυπάκια, θες επειδή άνοιγε με πρησμένα μάτια το βιβλιοπωλείο στη 1 το μεσημέρι και το ξανάκλεινε στις 3 για να κάνει τρίωρη σιέστα, πάντως τζάμπα χώρο έπιανε η ταμειακή σύμφωνα με τη θεία του, το ίδιο και τα κωλοβιβλία σύμφωνα με τον Μίμη, ο πατέρας του και ο θείος του είχαν γίνει έξω φρενών επειδή τους δέσμευε σε αλλοπρόσαλλες ώρες το δώμα και τους χάλαγε το πρόγραμμα, η μάνα του δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ο ανεπίδεκτος αγγλικής μαθήσεως γιος της έλεγε με ύφος στους πελάτες ότι «πρέπει να γαμάει αυτός ο Ρόε, όλο αυτόν ζητάνε οι μινάρες», κι έτσι μέσα σε ένα εξάμηνο του έτριξαν τα δόντια, άκου Μίμη, ο δρόμος προς την κορυφή δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, για να χτίσεις πρέπει να μπαζώσεις λέει ο σοφός λαός, ξέρεις τι έχουμε τραβήξει εγώ κι ο θείος σου, φαντάσου ότι για να ανέβουμε στο δώμα πρέπει να περνάμε από τον τρίτο και τον τέταρτο όροφο.

Μετά τον μεγάλο σεισμό του 1997 σύμφωνα με τις καλές γλώσσες, μετά από ολονυχτία με την Ίρκα σύμφωνα με τις κακές, το κτήριο άρχισε να γέρνει προς την Πέντε Πηγαδίων, δηλαδή τι έγερνε, κόντευε να πέσει πάνω στο ταχυδρομείο, το σφράγισε η Πολεοδομία, μπήκε με σπρέι και το κόκκινο Χ που με ένα τηλεφώνημα έγινε κίτρινο και με μια επίσκεψη πράσινο, κι έτσι ο κατά πολύ βάθος δαιμόνιος Μίμης δεν έχασε την ευκαιρία, άκου πατέρα, άκου θείο, με τα βιβλία δεν γίνεται προκοπή, η Πάτρα δεν διαβάζει, πρέπει να κινηθούμε έξυπνα, εσείς γεράσατε, τώρα αναλαμβάνω εγώ, ήρθε η ώρα να ξεκουραστείτε, να περνάτε χρόνο με τη μαμά και τη θεία, «ρε μπα που να φας τη γλώσσα σου», «ρε δεν τον κόβω καλύτερα», «μόνο, κακομοίρη μου, μην πειράξεις το δώμα, θα σου τον κόψω από τη ρίζα», θα ανοίξω τετραώροφη πιτσαρία και θα θησαυρίσουμε, τι πίτσα ρε Μίμη, εσύ δεν ξέρεις ούτε αβγό να φτιάχνεις, βρήκα άκρη για κατεψυγμένες, μόνο το φούρνο θα ανάβουμε εμείς, άσε Μίμη θα το δουλεύουμε εμείς το μαγαζί, θα φέρουμε και κοπέλες να δουλεύουν, όχι Ελληνίδες, άπαπα τρελός είσαι που θα βάλουμε μέσα τις σαμπρέλες, συνεργαζόμαστε με ένα εξαιρετικό γραφείο, φέρνει κοπέλες από άλλες χώρες, ας πούμε ότι κάνουν κάτι σαν Εράσμους αλλά δεν έρχονται για να μάθουν, αυτές είναι οι δασκάλες, τα ξέρουν όλα από πριν, ναι αυτές κι αν ξέρουν από πίτσες, φρέσκες ολόφρεσκες, εσύ θα κάθεσαι στο τηλέφωνο και θα κλείνεις τα ραντεβού, θα μπορούν να ξεκουράζονται και στο δώμα, αλλά να σου πω, όλα κι όλα, πρέπει να τον τιμάμε τον παππού, τόσο κόπο έκανε για να γίνουμε εμείς επιχειρηματίες, να ανεβάσουμε προς τιμήν του την επιγραφή ΜΙΝΑΡΕΣ στο δώμα, για αρχή μας φτάνει μια λάμπα στο ισόγειο.
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0

Πέος ολοταχώς


Η μάλλον αταίριαστη πρόσκληση του υπερσυντηρητικού νεοορθόδοξου 74χρονου στοχαστή Νεκτάριου Νεοπούτση ως κεντρικού ομιλητή στα εγκαίνια του νεογοτθικού εκδοτικού οίκου Psychomares (νεολογισμός που προέκυψε από το συνδυασμό των λέξεων Psycho και Nightmares, αλλά ποτέ δεν υιοθετήθηκε ευρέως, καθώς κυριάρχησε στην πιάτσα το μεταγεγραμμένο κωδικό όνομα «Σηκωμάρες») σημαδεύτηκε από διάφορα ευτράπελα, αν και η έναρξη της βραδιάς δεν προοιωνιζόταν τίποτα το περίεργο, καθώς όλα είχαν ακολουθήσει την αναμενόμενη εξέλιξή τους, δηλαδή ο ήρωάς μας έφτασε με ταξί τρεις ώρες πριν ξεκινήσει η εκδήλωση σε γνωστό καφέ-βιβλιοπωλείο της Γλυφάδας, είπε στον οδηγό να περιμένει λίγο, έδωσε στον εκδότη Δημήτρη Αμπλαούμπλα την απόδειξη των 14,67 ευρώ και τον συνόδευσε εγκάρδια μέχρι το ταξί για την αποπληρωμή του ποσού, απολύμανε έντεκα φορές τα χέρια του μετά από ισάριθμες χειραψίες, έβγαλε το μπλε τετράδιο στο οποίο είχε γράψει την ομιλία του έχοντας σβήσει την προηγούμενη ομιλία του για να κερδίσει χώρο, τοποθέτησε με υποδειγματική ακρίβεια το πλέον κοντό μολύβι ΙΚΕΑ και μια ακόμη κοντύτερη ταλαιπωρημένη σβήστρα παράλληλα με το τετράδιο, απόλαυσε τον καυτό διπλό ελληνικό με το συνοδευτικό λουκουμάκι τριαντάφυλλο που του κόλλησε στα κατακίτρινα δόντια συμπληρώνοντας ιδανικά τον οδοντικό καμβά, επιδόθηκε σε επίμονες ανασκαφές με την οδοντογλυφίδα, χωρίς επιτυχία, οπότε και επιστράτευσε το μολύβι που τον βοήθησε να αναδειχθεί νικητής ύστερα από ολιγόλεπτη μάχη, και ζήτησε διακριτικά να ξεκινήσει επιτέλους η εκδήλωση έστω και δύο ώρες νωρίτερα, καθώς ούτε που το διανοούνταν να πληρώσει διπλή ταρίφα.

Τα πρώτα προμηνύματα ότι η βραδιά δεν θα κυλούσε τόσο ομαλά για τον γερο-Νεοπούτση, που είχε συνηθίσει τέτοιες ώρες να τις περνάει στο σαλόνι του ολομόναχος παρέα με τη βιβλιογραφία του Ράμφου, ξεκίνησαν όταν είδε τη λυγερόκορμη νεαρή σερβιτόρα να σκύβει στο διπλανό τραπέζι, οπότε ψέκασε κακήν κακώς με λίγη κολώνια Μυρτώ που δυστυχώς δεν έφτασε ποτέ στις μασχάλες οι οποίες απείχαν μια καζάκα, ένα πουκάμισο και δυο φανέλες από το σακάκι. Η πασαρέλα συνεχίστηκε με την εκ μακρινής όψεως εντυπωσιακή 50χρονη γραφίστρια των εκδόσεων, οπότε και ξανάβγαλε κακήν κακώς την κολώνια ελλείψει εναλλακτικής λύσης και ράντισε τη γλώσσα του, και να λέμε πάλι καλά που φόρεσε τα καφέ κοκάλινα γυαλιά που του φανέρωσαν εγκαίρως το εκ κοντινής όψεως λιπαρό τριπλοσάγονο και το παραφουσκωμένο σωσίβιο της καλής σχεδιάστριας. Όταν, όμως, έκανε την εμφάνισή της μια ομάδα από εικοσάρες γκοθούδες με ψηλές μπότες, ζαρτιέρες και νεκρικό μέικαπ, ο πρωταγωνιστής μας αναγκάστηκε να τριπλοσταυρώσει το καβάλο του πριν το περιλούσει με το υπόλοιπο μπουκάλι Μυρτώ, γιατί ακόμη κι η μεταφυσική ελπίδα χρειάζεται καμιά φορά φυσική ενίσχυση.

Το τελειωτικό χτύπημα όμως ήρθε με την ιδέα του εκδότη να εκσυγχρονίσει τη διαδικασία των ερωταπαντήσεων μετά από έναν εξαντλητικό δίωρο μονόλογο, δίνοντας μάλιστα το κινητό του στο στοχαστή, ο οποίος μέχρι τότε μόνο σταθερό τηλέφωνο είχε πιάσει στα χέρια του, με αποτέλεσμα η λέξη ροδέλα να είναι γι’ αυτόν μονοσήμαντη. Οι ερωτήσεις της πρώτης σειράς ήταν εξίσου αναμενόμενες με την εμφάνιση όσων την απαρτίζανε, δηλαδή τι καλύτερο να περιμένεις από γυαλαμπούκες μεταδιδακτορικούς φοιτητές Θεολογίας με χυμένα πατσοκοίλια, που περνούσαν από μπροστά τους όλα τα ξέκωλα κι αυτοί έκαναν προσποίηση για να μη χάσουν από τα μάτια τους το ίνδαλμά τους. Όσο για την απουσία ερωτήσεων από τη δεύτερη σειρά, αυτή των εκδοτών και των συγγραφέων, επίσης δεν έκανε την παραμικρή αίσθηση σε κανέναν, μιας και χάζευαν όλοι το προφίλ της σερβιτόρας στο ίνσταγκραμ στέλνοντας τις πιο πρόσφατες ντικ πικ τους στις οποίες αυτή απαντούσε με καρδούλες, με αποτέλεσμα να κατευθύνονται ο ένας μετά τον άλλον στην τουαλέτα για να της στείλουν ακόμη πιο φρέσκες όψεις των μαραμένων πουλιών τους, με τονισμένο το θεληματικό προγούλι που σχημάτιζαν οι γλοιώδεις φάτσες τους.

«‘Ένα ακόμα λουκουμάκι;» ρώτησε σε ανύποπτο χρόνο η τσαχπίνα σερβιτόρα, σερβίροντας ταυτόχρονα το μπούστο της σε απόσταση αναπνοής από τον έκθαμβο στοχαστή, «Εεε… δύο, παρακαλώ», «Τι αιδοίο, ρε πορνόγερε, που θα μπορούσα να είμαι εγγονή σου, ξεφτιλισμένε», κι άρχισε ο κακός χαμός που λες, «του έστειλα κι εγώ μήνυμα του παπάρα», πετάχτηκε η σαμπρέλα που παρίστανε τη σχεδιάστρια, «τον ρώτησα άμα θεωρεί τον εαυτό του πυλώνα της νεοορθοδοξίας ή κάτι άλλο, και ξέρετε τι μου απάντησε ο κύριος; Πέος Θεού! Φανταστείτε τι ιδέα έχει για τον εαυτό του που θεωρεί ότι είναι ο φαλλός του Θεού», «μα σας παρακαλώ πολύ!», άρχισε να ξεσφίγγει τη γραβάτα του ο υπό κατάρρευση φιλόσοφος, «‘προς Θεού’ έγραψα», δικαιολογήθηκε τραυλίζοντας κάθιδρος, «απλώς έχω παχιά δάχτυλα και το έψιλον είναι δίπλα στο ρο», «άντε ρε ξεφτιλισμένε, ελάτε να δείτε όλοι, μου έστειλε και το πουλί του, δείτε τι μελιτζάνα έχει το πουρό», κι εκείνη την ώρα κρύφτηκε ο εκδότης μιας και δικό του ήταν το πουλί που στάλθηκε κατά λάθος πάνω στην προσπάθεια του γέρου να εξοικειωθεί με τα σύμβολα της νέας τεχνολογίας, κι άντε να υπερασπιστείς τέτοιο μέγεθος τέτοια ώρα σε τέτοιο κοινό, «με κατέστρεψε η κωλο-Γλυφάδα» ψιθύρισε ο συντετριμμένος Νεοπούτσης στην ανέραστη 65χρονη αδερφή του εκδότη η οποία καθόταν δίπλα κι άρχισε να ωρύεται «ιιιιι, εμένα τώρα ο κύριος μού είπε ότι τον κατέστρεψε το φετίχ του να του γλείφουν τον κώλο», ε αυτό δεν θα περνούσε έτσι, κι αν εξαιρέσεις την πρώτη σειρά με τους φλώρους που κρατούσαν ακόμα σημειώσεις, όλοι οι υπόλοιποι περνούσαν με τη σειρά μπροστά από το γέρο, τον στόλιζαν με χλέπες και κατευθύνονταν κακήν κακώς προς την έξοδο, μιας και όλοι και όλες είχαν κανονίσει κάτι πιο ενδιαφέρον στα κοντινά μπαράκια, οπότε δεν κακόπεσε σε κανέναν η αναπάντεχη εξέλιξη.

Η επιστροφή του άτυχου στοχαστή στη βάση του, στο πατρικό τριάρι στον Άγιο Ελευθέριο, όπου τα τελευταία 56 χρόνια ακολουθούσε σκληρή εργένικη ζωή την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στη μελέτη νεοορθόδοξων κειμένων, συνοδεύτηκε από αλλεπάλληλες διακυμάνσεις της διάθεσής του και βαθιά περισυλλογή, την οποία διέκοψε ξαφνικά το θορυβώδες κουδούνισμα του σταθερού τηλεφώνου, και ποιος θα μπορούσε να είναι στις 23:00 το βράδυ, όχι, δεν άντεχε άλλη δυσφήμηση, παράγινε το κακό, δεν θα έμενε πάλι ψύχραιμος αν κάποιο γύναιο τολμούσε να συνεχίσει να του προσβάλει την υπόληψη, αυτή τη στιγμή χρειαζόταν μια φωνή λογικής, κάτι βαθύτερο, όπως και έγινε, μιας και ο μεταδιδακτορικός θεολόγος και μεταπαρθένος θαυμαστής του Νεόφυτος Καρμοίρης θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη ώρα να ζητήσει τη γνώμη του για το έργο «Εθνομηδενισμού πρωτεία» του Χρήστου Γιανναρά, όμως ο έμπειρος στοχαστής είχε πλέον στο μυαλό του μόνο το κινητό τηλέφωνο που θα αγόραζε για πρώτη φορά το επόμενο πρωί.
 

The1

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
15 Φεβ 2019
Μηνύματα
1.257
Κριτικές
7
Like
3.373
Πόντοι
736
Μια φιλοσοφική ερώτηση έχω να κάνω...

Ποιος κερατάς έσπασε το κρεβάτι στο μέσα δωματιο στο Λιοσίων 73Β ...
και κόντεψα να φάω τα μούτρα μου την ώρα που πηδαγα την Myra ...!
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0

Ο καργιόλης κι η καργιόλα


Η απροσδόκητη γνωριμία του 50χρονου λούμπεν πυργιώτη Σώτου Κάργια, το γένος Καργιόλη, με την 28χρονη κοσμική βιβλιοκριτικό Χίλντα Δουδέση-Μιτού σε ένα γκαλά εκδοτών στο κέντρο της Αθήνας, όπου ο ίδιος είχε αναλάβει το κέιτερινγκ, υπήρξε μετέπειτα κομβική για την πορεία και των δύο, αν και δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αφού η γοητευτική μεγαλοαστή τον έπεισε σε χρόνο ρεκόρ να αφαιρέσει το παχύ μουστάκι για να υιοθετήσει μούσι σινεφίλ, να αντικαταστήσει το μάλλινο πουλόβερ με μεταξωτό πουκάμισο και να παρατήσει τον άφιλτρο Παπαστράτο για μοβ ηλεκτρονικό τσιγάρο, οπότε λογικό κι επόμενο ήταν που στη συνέχεια τον έψησε να κάνει ένα τολμηρό επαγγελματικό βήμα και να μετατρέψει την πετυχημένη παραδοσιακή ψησταριά ΠΑΛΙ ΨΗΤΟ - Σ. ΚΑΡΓΙΑΣ σε ποιοτικό εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο που ονόμασε ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ - ΚΑΡΓΙΑ αφαιρώντας τα δύο Σ του ονοματεπωνύμου του από την παραδοσιακή ξύλινη περιγραφή και περιστρέφοντας μάλλον άκομψα το ένα Σ για να πετύχει το Μ, ώστε να μην χρειαστεί να ξοδευτεί για νέες επιγραφές. Οι αλλαγές αυτές δεν έφεραν αμέσως τα επιθυμητά αποτελέσματα, μιας και από την πρώτη ήδη μέρα άρχισαν να συγκεντρώνονται απέξω δημόσιοι υπάλληλοι που διαμαρτύρονταν για το κλείσιμο του αγαπημένου τους στεκιού για κοκορέτσι και γαρδούμπα, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προχωρούσαν σε πιο ριζοσπαστικές κινήσεις μπλοκάροντας τη βιτρίνα και κραδαίνοντας σουβλάκια που αγόραζαν απέναντι, στον αιώνιο ανταγωνιστή, τον 50χρονο αιγιώτη πρώην συμμαθητή του Κάργια, τον Χρήστο τον Τσάκα, με τη μέχρι πρότινος χρεοκοπημένη ψησταριά ΤΣΑΤΣΙΚΟΚΑΤΑΖΤΑΖΗ, ο οποίος είχε αναθέσει τη δική του μοντέρνα ψηφιακή επιγραφή σε επαγγελματία μεν, φτηνό ανατολικογερμανό δε, που είχε μεταγράψει το όνομα του μαγαζιού στα γερμανικά φωνητικά πρότυπα, αλλά πλέον ήταν αργά για διορθώσεις και περαιτέρω έξοδα, όχι ότι ο Χρήστος το κατάλαβε με τη μία το λάθος μιας και ποτέ δεν ήταν το φόρτε του η ορθογραφία, ε ρε μας γάμησε ο παλιόπουστας ο Γερμανός, και μου είχε πει ο Σώτος να τα δώσω όλα στον Αλβανό τον Ρόκι, αλλά εγώ ο μαλάκας δεν τον άκουσα, βέβαια θα μου πεις τα αρχίδια μου πήρε τώρα κι ο Σώτος που μεγαλοπιάστηκε και κάνει τον καμπόσο, λες κι έχει ανοίξει βιβλίο ποτέ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, με το Φως των σπορ ήταν, άσ’ τον εκεί να ξεφτιλιστεί, γελάει ο Πύργος, μονοπώλιο θα γίνουμε, θα γίνει ντόρος στην Κάνιγγος, οπότε άσ’ την έτσι την επιγραφή, μια χαρά είναι, εδώ ο κόσμος έρχεται για το σουβλάκι, δεν είμαστε πανεπιστήμιο, αλλά δεν θα πάρεις δραχμή, ένα διπλό σουβλάκι και πολύ σου είναι, γαμώ τη Γερμανία σου μέσα.

Ωστόσο, το πράγμα πήρε άλλη τροπή όταν μετά από μια πολύ πετυχημένη παρουσίαση της νέας μετάφρασης των Απάντων του Μποντλέρ στο ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ, η γνωστή βιβλιοκριτικός πρότεινε στους παριστάμενους ανθρώπους του πνεύματος να πάνε για ένα σουβλάκι απέναντι και η αλήθεια είναι ότι ενθουσιάστηκαν όλοι με την ποιότητα του κρέατος, τι σαπίλα τρώγαμε τόσα χρόνια στο βλάχο τον Σώτο απέναντι, ρε Χίλντα, αν και δεν έλειψαν κάποια αρνητικά σχόλια, όπως για παράδειγμα ότι τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ηχεία έπαιζαν τέρμα κλαρίνα από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι έτσι ανέλαβε η ηρωίδα μας με το λέγειν της να μεταφέρει τα κοπλιμέντα και τα παράπονα στον ιδιοκτήτη, και βρήκε έδαφος πρόσφορο μιας ήταν γνωστός μπερμπάντης, και που λέτε, κύριε Τσάκα μου, όλο αυτό το σκηνικό είναι λίγο κιτς και δεν ταιριάζει σε εσάς, εσείς είστε φτιαγμένος για πιο μεγάλα πράγματα, έχετε φινέτσα, μα τι κι αν δεν σας το είπε ποτέ κανείς, ο κόσμος ξέρετε ζηλεύει, εγώ έζησα 18 χρόνια στο Παρίσι και 16 στη Ρώμη και ζήλια εκεί δεν υπάρχει, και ξέρετε πόσο θα σας πήγαινε ένα πιο καλλωπισμένο μούσι, καλά δεν το συζητάω για μεταξωτό πουκάμισο, όσο για το τσιγάρο μην κάνετε αυτά τα άφιλτρα, βλέπετε πόσος κόσμος πεθαίνει από καρκίνο, το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι μακράν το πιο ασφαλές, στο Άμστερνταμ όπου πέρασα μάλιστα 11 χρόνια το πρότειναν ακόμη και οι παιδίατροι, μα φυσικά, στα νηπιαγωγεία εκεί είναι πλέον υποχρεωτικό, δεν γίνονται δεκτά τα παιδιά που δεν καπνίζουν ηλεκτρονικό, μην κοιτάτε που εδώ οι γιατροί μας δεν ενημερώνονται, εντάξει, θα σας συνοδεύσω αύριο στα μαγαζιά, έναν σας έχουμε, αλλά να, είχα κι άλλη μια ιδέα, μιας και ξόδεψα τουλάχιστον 14 χρόνια στη Νέα Υόρκη, εκεί που λέτε η τζαζ κάνει θραύση, και θα έλεγα να αλλάξετε ρεπερτόριο, τώρα μόλις μου το έλεγαν και οι συνάδελφοι ότι αν το μαγαζί έπαιζε τζαζ αυτό θα γινόταν το νέο τους στέκι, τι είναι η τζαζ, ε ας πούμε ότι είναι σαν κλαρίνα χωρίς κλαρίνο, και μην αγχώνεστε ότι θα χρειαστείτε μεγάλο μπάτζετ, τι σημαίνει μπάτζετ, εννοώ προϋπολογισμό, καταλαβαίνετε, α μάλιστα δεν έχετε ξανακούσει τη λέξη, ας πούμε ότι δεν χρειάζεται να πέσει παραπάνω κασέρι, ωραία τώρα συνεννοηθήκαμε, είδατε που εμείς οι δύο μιλάμε την ίδια γλώσσα, να, θα καλέσετε πάλι εκείνον τον ανατολικογερμανό, όχι όχι μην αγχώνεστε ότι θα τα κάνει μαντάρα, και μην τον λέτε μαλάκα και παλιόπουστα, σας παρακαλώ, δεν είναι εκφράσεις αυτές για κάποιον με τη δική σας παιδεία, ακούγεστε σε όλη την Κάνιγγος, σας υπόσχομαι να τον βοηθήσω κι εγώ που μιλάω τα Γερμανικά άπταιστα, θα του πω να αλλάξει λίγο τα γράμματα και να το κάνει ΤΖΑΖΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, δεν θα πιστεύετε στα μάτια σας, θα γίνεται το αδιαχώρητο κάθε μέρα, βλέπετε πόσα λεφτά σας άφησαν οι δικοί μου πριν, ε λοιπόν θα καθιερωθεί αυτός ο νέος μηνιαίος κύκλος εργασιών, αχ σας μπέρδεψα πάλι με αυτές τις λέξεις, ναι, συγγνώμη, μεταφράζω κι εγώ στο μυαλό μου ώρες ώρες αυτά που έμαθα έξω, σπούδασα 8 χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης βλέπετε, αχ αγαπημένο Βέλγιο, τέλος πάντων, εννοώ τον τζίρο, τώρα συνεννοηθήκαμε, έτσι;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι επόμενες μέρες βρήκαν τον Σώτο Κάργια να παρακολουθεί αποκαμωμένος από τη βιτρίνα του, κρυμμένος πίσω από στοιβαγμένα απούλητα χάρτινα τούβλα πανεπιστημιακών εκδόσεων για να μην τον πάρουν χαμπάρι, τη Χίλντα να λικνίζεται ανέμελη στους ήχους της τζαζ και τον Χρήστο Τσάκα με μουσάκι σινεφίλ, ροζ ηλεκτρονικό τσιγάρο και λιγδιασμένο μεταξωτό πουκάμισο με σπάταλο το τζατζίκι να υποδέχεται με υπόκλιση τους ακαδημαϊκούς και κοσμικούς φίλους της καλής βιβλιοκριτικού, κι αν νομίσατε ότι τελειώνει έτσι η ιστορία μάλλον δεν ξέρετε τι σημαίνει η λέξη καργιόλα, γιατί λίγη ώρα αργότερα η Χίλντα ήταν αυτή που έκανε τις υποκλίσεις μπροστά στον γραμμωμένο 25χρονο ανατολικογερμανό, όπως είχε μάθει στα 13 χρόνια που έζησε στο ανατολικό Βερολίνο, υπενθυμίζοντάς του σε κάθε παύση ότι είναι φτιαγμένος για πολύ μεγάλα πράγματα και ότι είχε κάποιες ιδέες που θα τον ανέβαζαν επίπεδο, αλλά από αύριο αυτά, τώρα δεν είναι ώρα για κουβέντες.
 
Εγγρ.
26 Μαρ 2012
Μηνύματα
11.512
Like
13.476
Πόντοι
3.656

Ο καργιόλης κι η καργιόλα


Η απροσδόκητη γνωριμία του 50χρονου λούμπεν πυργιώτη Σώτου Κάργια, το γένος Καργιόλη, με την 28χρονη κοσμική βιβλιοκριτικό Χίλντα Δουδέση-Μιτού σε ένα γκαλά εκδοτών στο κέντρο της Αθήνας, όπου ο ίδιος είχε αναλάβει το κέιτερινγκ, υπήρξε μετέπειτα κομβική για την πορεία και των δύο, αν και δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αφού η γοητευτική μεγαλοαστή τον έπεισε σε χρόνο ρεκόρ να αφαιρέσει το παχύ μουστάκι για να υιοθετήσει μούσι σινεφίλ, να αντικαταστήσει το μάλλινο πουλόβερ με μεταξωτό πουκάμισο και να παρατήσει τον άφιλτρο Παπαστράτο για μοβ ηλεκτρονικό τσιγάρο, οπότε λογικό κι επόμενο ήταν που στη συνέχεια τον έψησε να κάνει ένα τολμηρό επαγγελματικό βήμα και να μετατρέψει την πετυχημένη παραδοσιακή ψησταριά ΠΑΛΙ ΨΗΤΟ - Σ. ΚΑΡΓΙΑΣ σε ποιοτικό εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο που ονόμασε ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ - ΚΑΡΓΙΑ αφαιρώντας τα δύο Σ του ονοματεπωνύμου του από την παραδοσιακή ξύλινη περιγραφή και περιστρέφοντας μάλλον άκομψα το ένα Σ για να πετύχει το Μ, ώστε να μην χρειαστεί να ξοδευτεί για νέες επιγραφές. Οι αλλαγές αυτές δεν έφεραν αμέσως τα επιθυμητά αποτελέσματα, μιας και από την πρώτη ήδη μέρα άρχισαν να συγκεντρώνονται απέξω δημόσιοι υπάλληλοι που διαμαρτύρονταν για το κλείσιμο του αγαπημένου τους στεκιού για κοκορέτσι και γαρδούμπα, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προχωρούσαν σε πιο ριζοσπαστικές κινήσεις μπλοκάροντας τη βιτρίνα και κραδαίνοντας σουβλάκια που αγόραζαν απέναντι, στον αιώνιο ανταγωνιστή, τον 50χρονο αιγιώτη πρώην συμμαθητή του Κάργια, τον Χρήστο τον Τσάκα, με τη μέχρι πρότινος χρεοκοπημένη ψησταριά ΤΣΑΤΣΙΚΟΚΑΤΑΖΤΑΖΗ, ο οποίος είχε αναθέσει τη δική του μοντέρνα ψηφιακή επιγραφή σε επαγγελματία μεν, φτηνό ανατολικογερμανό δε, που είχε μεταγράψει το όνομα του μαγαζιού στα γερμανικά φωνητικά πρότυπα, αλλά πλέον ήταν αργά για διορθώσεις και περαιτέρω έξοδα, όχι ότι ο Χρήστος το κατάλαβε με τη μία το λάθος μιας και ποτέ δεν ήταν το φόρτε του η ορθογραφία, ε ρε μας γάμησε ο παλιόπουστας ο Γερμανός, και μου είχε πει ο Σώτος να τα δώσω όλα στον Αλβανό τον Ρόκι, αλλά εγώ ο μαλάκας δεν τον άκουσα, βέβαια θα μου πεις τα αρχίδια μου πήρε τώρα κι ο Σώτος που μεγαλοπιάστηκε και κάνει τον καμπόσο, λες κι έχει ανοίξει βιβλίο ποτέ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, με το Φως των σπορ ήταν, άσ’ τον εκεί να ξεφτιλιστεί, γελάει ο Πύργος, μονοπώλιο θα γίνουμε, θα γίνει ντόρος στην Κάνιγγος, οπότε άσ’ την έτσι την επιγραφή, μια χαρά είναι, εδώ ο κόσμος έρχεται για το σουβλάκι, δεν είμαστε πανεπιστήμιο, αλλά δεν θα πάρεις δραχμή, ένα διπλό σουβλάκι και πολύ σου είναι, γαμώ τη Γερμανία σου μέσα.

Ωστόσο, το πράγμα πήρε άλλη τροπή όταν μετά από μια πολύ πετυχημένη παρουσίαση της νέας μετάφρασης των Απάντων του Μποντλέρ στο ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ, η γνωστή βιβλιοκριτικός πρότεινε στους παριστάμενους ανθρώπους του πνεύματος να πάνε για ένα σουβλάκι απέναντι και η αλήθεια είναι ότι ενθουσιάστηκαν όλοι με την ποιότητα του κρέατος, τι σαπίλα τρώγαμε τόσα χρόνια στο βλάχο τον Σώτο απέναντι, ρε Χίλντα, αν και δεν έλειψαν κάποια αρνητικά σχόλια, όπως για παράδειγμα ότι τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ηχεία έπαιζαν τέρμα κλαρίνα από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι έτσι ανέλαβε η ηρωίδα μας με το λέγειν της να μεταφέρει τα κοπλιμέντα και τα παράπονα στον ιδιοκτήτη, και βρήκε έδαφος πρόσφορο μιας ήταν γνωστός μπερμπάντης, και που λέτε, κύριε Τσάκα μου, όλο αυτό το σκηνικό είναι λίγο κιτς και δεν ταιριάζει σε εσάς, εσείς είστε φτιαγμένος για πιο μεγάλα πράγματα, έχετε φινέτσα, μα τι κι αν δεν σας το είπε ποτέ κανείς, ο κόσμος ξέρετε ζηλεύει, εγώ έζησα 18 χρόνια στο Παρίσι και 16 στη Ρώμη και ζήλια εκεί δεν υπάρχει, και ξέρετε πόσο θα σας πήγαινε ένα πιο καλλωπισμένο μούσι, καλά δεν το συζητάω για μεταξωτό πουκάμισο, όσο για το τσιγάρο μην κάνετε αυτά τα άφιλτρα, βλέπετε πόσος κόσμος πεθαίνει από καρκίνο, το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι μακράν το πιο ασφαλές, στο Άμστερνταμ όπου πέρασα μάλιστα 11 χρόνια το πρότειναν ακόμη και οι παιδίατροι, μα φυσικά, στα νηπιαγωγεία εκεί είναι πλέον υποχρεωτικό, δεν γίνονται δεκτά τα παιδιά που δεν καπνίζουν ηλεκτρονικό, μην κοιτάτε που εδώ οι γιατροί μας δεν ενημερώνονται, εντάξει, θα σας συνοδεύσω αύριο στα μαγαζιά, έναν σας έχουμε, αλλά να, είχα κι άλλη μια ιδέα, μιας και ξόδεψα τουλάχιστον 14 χρόνια στη Νέα Υόρκη, εκεί που λέτε η τζαζ κάνει θραύση, και θα έλεγα να αλλάξετε ρεπερτόριο, τώρα μόλις μου το έλεγαν και οι συνάδελφοι ότι αν το μαγαζί έπαιζε τζαζ αυτό θα γινόταν το νέο τους στέκι, τι είναι η τζαζ, ε ας πούμε ότι είναι σαν κλαρίνα χωρίς κλαρίνο, και μην αγχώνεστε ότι θα χρειαστείτε μεγάλο μπάτζετ, τι σημαίνει μπάτζετ, εννοώ προϋπολογισμό, καταλαβαίνετε, α μάλιστα δεν έχετε ξανακούσει τη λέξη, ας πούμε ότι δεν χρειάζεται να πέσει παραπάνω κασέρι, ωραία τώρα συνεννοηθήκαμε, είδατε που εμείς οι δύο μιλάμε την ίδια γλώσσα, να, θα καλέσετε πάλι εκείνον τον ανατολικογερμανό, όχι όχι μην αγχώνεστε ότι θα τα κάνει μαντάρα, και μην τον λέτε μαλάκα και παλιόπουστα, σας παρακαλώ, δεν είναι εκφράσεις αυτές για κάποιον με τη δική σας παιδεία, ακούγεστε σε όλη την Κάνιγγος, σας υπόσχομαι να τον βοηθήσω κι εγώ που μιλάω τα Γερμανικά άπταιστα, θα του πω να αλλάξει λίγο τα γράμματα και να το κάνει ΤΖΑΖΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, δεν θα πιστεύετε στα μάτια σας, θα γίνεται το αδιαχώρητο κάθε μέρα, βλέπετε πόσα λεφτά σας άφησαν οι δικοί μου πριν, ε λοιπόν θα καθιερωθεί αυτός ο νέος μηνιαίος κύκλος εργασιών, αχ σας μπέρδεψα πάλι με αυτές τις λέξεις, ναι, συγγνώμη, μεταφράζω κι εγώ στο μυαλό μου ώρες ώρες αυτά που έμαθα έξω, σπούδασα 8 χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης βλέπετε, αχ αγαπημένο Βέλγιο, τέλος πάντων, εννοώ τον τζίρο, τώρα συνεννοηθήκαμε, έτσι;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι επόμενες μέρες βρήκαν τον Σώτο Κάργια να παρακολουθεί αποκαμωμένος από τη βιτρίνα του, κρυμμένος πίσω από στοιβαγμένα απούλητα χάρτινα τούβλα πανεπιστημιακών εκδόσεων για να μην τον πάρουν χαμπάρι, τη Χίλντα να λικνίζεται ανέμελη στους ήχους της τζαζ και τον Χρήστο Τσάκα με μουσάκι σινεφίλ, ροζ ηλεκτρονικό τσιγάρο και λιγδιασμένο μεταξωτό πουκάμισο με σπάταλο το τζατζίκι να υποδέχεται με υπόκλιση τους ακαδημαϊκούς και κοσμικούς φίλους της καλής βιβλιοκριτικού, κι αν νομίσατε ότι τελειώνει έτσι η ιστορία μάλλον δεν ξέρετε τι σημαίνει η λέξη καργιόλα, γιατί λίγη ώρα αργότερα η Χίλντα ήταν αυτή που έκανε τις υποκλίσεις μπροστά στον γραμμωμένο 25χρονο ανατολικογερμανό, όπως είχε μάθει στα 13 χρόνια που έζησε στο ανατολικό Βερολίνο, υπενθυμίζοντάς του σε κάθε παύση ότι είναι φτιαγμένος για πολύ μεγάλα πράγματα και ότι είχε κάποιες ιδέες που θα τον ανέβαζαν επίπεδο, αλλά από αύριο αυτά, τώρα δεν είναι ώρα για κουβέντες.
Ένα έχω να πω. ΣΕ ΣΕΒΟΜΑΙ. Σίγουρα είσαι του χώρου, δεν μπορεί οποιοσδήποτε άσχετος να γράψει τόσα για Εκδοτικούς Οίκους και Συγγραφείς. Σε ευχαριστώ που ήρθες στο νήμα, απόλαυσα τα πονήματά σου περισσότερο από πολλά Διηγήματα / Μυθιστορήματα που έχω διαβάσει
 

tobezis

Μέλος
Εγγρ.
6 Νοε 2023
Μηνύματα
16
Like
106
Πόντοι
0
Ένα έχω να πω. ΣΕ ΣΕΒΟΜΑΙ. Σίγουρα είσαι του χώρου, δεν μπορεί οποιοσδήποτε άσχετος να γράψει τόσα για Εκδοτικούς Οίκους και Συγγραφείς. Σε ευχαριστώ που ήρθες στο νήμα, απόλαυσα τα πονήματά σου περισσότερο από πολλά Διηγήματα / Μυθιστορήματα που έχω διαβάσει
Αφιερωμένο, φίλε Ιωάννη.

Το πρώτο καβλί

Όταν το μακρινό 2003 ο ταλαντούχος 20χρονος καβαφικός ποιητής Δημήτριος Δημητρίου (πιο γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας με το εμπνευσμένο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γεώργιος Γεωργίου) αποφάσιζε ότι είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ και κατέβαινε θριαμβευτικά στην Αθήνα με το νυχτερινό ΚΤΕΛ κι ένα χαρτοκούτι με τάπερ που θα του κάλυπταν και τις τρεις μέρες της διαμονής του για να υπογράψει το συμβόλαιο του πρώτου του βιβλίου με τις εκδόσεις Χρυσουλίδης, δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι ο εκδότης θα του ζητούσε να προσυμφωνήσει την αγορά των 480 από τα 500 συνολικά αντίτυπα, και μάλιστα για 15 ευρώ το ένα, που για τον ίδιο ισοδυναμούσε με 10 ώρες σκληρής δουλειάς στη διανομή φυλλαδίων όπου απασχολούνταν παράλληλα τα τελευταία δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, αν και εδώ που τα λέμε ο φανερά συμπονετικός εκδότης αντιπρότεινε εναλλακτικές λύσεις που απαιτούσαν πολύ λιγότερες ώρες εργασίας και ήταν η επιτομή της δημοκρατικής συμφωνίας μεταξύ ενηλίκων, όπως για παράδειγμα το απλό εγχώριο τρενάκι με τον βλάχο ψήστη Μπάκια (αγνώστων λοιπών στοιχείων) από το σουβλατζίδικο της Κάνιγγος ή το premium διεθνές τρενάκι με τους τέσσερις πρώην γιουγκοσλάβους ιδιοκτήτες του μπαρ Ιππόκαμπος στα νότια προάστια, και μάλιστα ο νεαρός θα είχε το δικαίωμα να επιλέξει βαγόνι και θέση, δεν θα ήταν με άλλα λόγια ένας απλός επιβάτης, κι αυτό ήταν ένδειξη της εκτίμησης που έτρεφαν άπαντες για το ποιητικό ταλέντο του. Ο μετέπειτα γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας με τα εμπνευσμένα καλλιτεχνικά αρχικά Γάμα Γάμα ζήτησε λίγο χρόνο να το σκεφτεί, μιας και επρόκειτο για μια από εκείνες τις αποφάσεις που σημαδεύουν ζωές μια για πάντα, κι έτσι μόλις τρία λεπτά αργότερα είχε προλάβει να αφήσει την παχύρρευστη λευκή υπογραφή του πάνω στην τριχωτή μπάκα του ημίγυμνου εκδότη, ο οποίος είχε επιλέξει για την περίσταση μπεζ τιράντες που κρέμονταν από ψηλές διχτυωτές κάλτσες. Δυστυχώς, το άγχος του νεαρού οδήγησε σε μάλλον κάκιστες επιδόσεις και πρόωρη εκσπερμάτιση, η οποία θεωρήθηκε απαράδεκτη από τον εκδότη και του στέρησε τόσο το πολυπόθητο συμβόλαιο όσο και την αναμενόμενη προκαταβολή που θα του εξασφάλιζε ένα φτηνό ξενοδοχείο για το επόμενο τριήμερο, μέχρι να επιστρέψει στα πάτρια. Κάθε προσπάθεια να μεταπείσει τον ανένδοτο εκδότη με το αντεπιχείρημα ότι τον κυρίευσε το άγχος της πρώτης φοράς και ότι θα έπρεπε να δοκιμαστεί και στο τρενάκι, ακόμη και χωρίς το δικαίωμα να επιλέξει βαγόνι και θέση, έπεσε στο κενό.

Σέρνοντας αποκαμωμένος το χαρτοκούτι με τα τάπερ, περιπλανήθηκε για τρεις μέρες στην αχανή Αθήνα, περνώντας από κάθε λογοτεχνικό στέκι, μα οι πόρτες σφραγίζονταν ερμητικά κλειστές πίσω του. Στο σεμινάριο κλασικής φιλολογίας των αδελφών Μιχαηλίδη, ο μεγάλος αδελφός Δημοχαρής Μιχαηλίδης με το καρό κοντομάνικο πουκάμισο και το γκρι παντελόνι εισπράκτορα ρώτησε τον νεαρό αν διάβαζε σε γραφείο ή κρεβάτι, κι όταν ο νεαρός τού απάντησε ότι στη φοιτητική εστία υπήρχε μόνο ένα μικρό τραπέζι κουζίνας σε κάθε δωμάτιο, δέχτηκε τα πυρά του έμπειρου φιλολόγου ο οποίος τον κατσάδιασε λέγοντάς του ότι το διάβασμα και το γράψιμο είναι ιερές ασχολίες και δεν μπαίνουν στον ίδιο χώρο με τα κολοκύθια και τις μελιτζάνες της νοικοκυράς, ενώ και ο μικρότερος αδελφός Χαρίδημος Μιχαηλίδης με το κοντομάνικο πουκάμισο εισπράκτορα και το καρό παντελόνι πρόσθεσε οργισμένος πως ένας σωστός ποιητής δεν μπορεί να εμφανίζεται σε τέτοια περίσταση με μπουφάν και αθλητικά παπούτσια, τόση μπασκλασαρία πραγματικά δεν αντέχεται και πραγματικά είναι τυχερός που δεν τον πετάνε έξω με τις κλοτσιές, κι ειδικά με αυτά τα φρεσκοβερνικωμένα σκαρπίνια που αγόρασαν στο Μιλάνο το περασμένο Σαββατοκύριακο θα πονούσε πολύ.

Στο σεμινάριο μεσογειακού πολιτισμού του ρηξικέλευθου συγγραφέα Σάκη Φαρμάκογλου που λάμβανε χώρα κάθε Τετάρτη στο υπόγειο του σινεμά Βαβυλωνία, η είσοδος επιτρεπόταν μόνο σε κορίτσια μεταξύ 20 και 30 ετών, μιας και μόνο αυτές ήταν επαρκώς επιμελείς ώστε να τον κοιτάνε στα μάτια όταν μιλάει και ταυτόχρονα να κρατάνε ασταμάτητα σημειώσεις, και ο κύριος Φαρμάκογλου ήταν σαφής πως πολύ θα ήθελε να συμμετέχει ένας τόσο ταλαντούχος ποιητής στα σεμινάριά του, αλλά αυτός ήταν κάτι σαν πατέρας και δάσκαλος για τα κορίτσια κι έπρεπε να τα προστατεύει, υποσχέθηκε όμως στον νεαρό να διαβάσει την ποιητική συλλογή του και να του τηλεφωνήσει, και θα του έκανε μάλιστα τη χάρη να του ελαφρύνει το φορτίο παίρνοντας τα δύο τάπερ με τα πολίτικα γεμιστά, κάτι για το οποίο δεν έφερε καμία αντίρρηση ο νεαρός, όμως όταν πήγε να του δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου του, ο δάσκαλος του απάντησε ότι θα το έβρισκε, μικρός είναι ο κόσμος, δεν χανόμαστε, μην αγχώνεσαι γιατί το στρες επιδρά αρνητικά στην έμπνευση, και του έκλεισε κάπως άκομψα την πόρτα πριν προλάβει να ψελλίσει λέξη.

Ούτε στου μπαρμπα-Λίγδα τού χαμογέλασε η τύχη, καθώς έπεσε πάνω σε αλκοολικούς ημιπαράφρονες καταστασιακούς που του πήραν τα τάπερ, τα έκαναν κράνη για τα ήδη λιγδωμένα κεφάλια τους και άρχισαν να κάνουν αναπαράσταση των επεισοδίων του Μάη του 68 με οδοντογλυφίδες για καδρόνια. Στην ανηφόρα για την ταβέρνα του καπετάν-Αγλέορα, όπου είχε μάθει πως συχνάζουν αναρχοαριστεροί διανοούμενοι που είναι σαφώς πιο ανοιχτοί στη νέα γενιά, ο μάγειρας-μπράβος τού ξεκαθάρισε ότι μόνο παρέες των τεσσάρων επιτρέπονται στο μαγαζί και ότι, αν δεν έχει παρέες, καλύτερα να κατέβει στου μπαρμπα-Λίγδα όπου μαζεύονται οι αυτόνομοι, κι επιπλέον του άρπαξε και το άδειο χαρτοκούτι, γιατί κάπου έπρεπε να μαζέψει τα αποφάγια και τις γόπες, μην κάνει δέκα διαδρομές μέχρι τον κάδο.

Fast forward στο 2033, κι ο μεγαλοεκδότης Χρυσουλίδης έχει ήδη αποτεφρωθεί φορώντας τις τιράντες και τις κάλτσες του, οι αδελφοί Μιχαηλίδη συνεχίζουν ακάθεκτοι τα σεμινάρια χωρίς την παραμικρή αλλαγή στην γκαρνταρόμπα τους, μιας και έχουν σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθούν, όπως η αναθεωρημένη τους κριτική που επιτίθεται στην προπέρσινη δική τους κριτική στη δική τους μετάφραση του Τζόις, τα σεμινάρια μεσογειακού πολιτισμού του Σάκη Φαρμάκογλου για γυναίκες μεταξύ 20 και 30 ετών έχουν αποκτήσει ακόμη πιο επιλεκτικό χαρακτήρα αφού πλέον γίνονται δεκτές μόνο κοκκινομάλλες 20-25 ετών με ύψος άνω του 1.75, το ουζερί του μπαρμπα-Λίγδα έχει μετατραπεί σε ανεξάρτητη καταστασιακή εκκλησία όπου οι πιστοί έχουν καπαρωμένο το ψάθινο στασίδι τους από το πρωί μέχρι το βράδυ ενώ έχει στηθεί και παγκάρι υπέρ αλκοολισμού, στου καπετάν-Αγλέορα επιτρέπονται πλέον μόνο παρέες των μίνιμουμ 8 ατόμων και ο πρώην μπράβος-μάγειρας έχει γίνει πια ιδιοκτήτης αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το ίδιο χαρτοκούτι για την αποκομιδή των σκουπιδιών τονίζοντας έτσι τον οικολογικό χαρακτήρα της επιχείρησης, ενώ ο ήρωάς μας εργάζεται για 25η συνεχόμενη χρονιά ως αναπληρωτής καθηγητής φιλολογίας σε Γυμνάσιο των Γρεβενών, ετοιμάζεται να παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο την εξηντάχρονη ζωντοχήρα συνάδελφό του Βούλα Χορτιάτη, η οποία καθημερινά του ετοιμάζει τάπερ από τα χεράκια της, και σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει κάποια στιγμή σε είκοσι αριθμημένα αντίτυπα την αυτοέκδοση των πρώιμων ποιημάτων του, για συγγενείς και φίλους.
 
Εγγρ.
26 Μαρ 2012
Μηνύματα
11.512
Like
13.476
Πόντοι
3.656
Αφιερωμένο, φίλε Ιωάννη.

Το πρώτο καβλί

Όταν το μακρινό 2003 ο ταλαντούχος 20χρονος καβαφικός ποιητής Δημήτριος Δημητρίου (πιο γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας με το εμπνευσμένο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γεώργιος Γεωργίου) αποφάσιζε ότι είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ και κατέβαινε θριαμβευτικά στην Αθήνα με το νυχτερινό ΚΤΕΛ κι ένα χαρτοκούτι με τάπερ που θα του κάλυπταν και τις τρεις μέρες της διαμονής του για να υπογράψει το συμβόλαιο του πρώτου του βιβλίου με τις εκδόσεις Χρυσουλίδης, δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι ο εκδότης θα του ζητούσε να προσυμφωνήσει την αγορά των 480 από τα 500 συνολικά αντίτυπα, και μάλιστα για 15 ευρώ το ένα, που για τον ίδιο ισοδυναμούσε με 10 ώρες σκληρής δουλειάς στη διανομή φυλλαδίων όπου απασχολούνταν παράλληλα τα τελευταία δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, αν και εδώ που τα λέμε ο φανερά συμπονετικός εκδότης αντιπρότεινε εναλλακτικές λύσεις που απαιτούσαν πολύ λιγότερες ώρες εργασίας και ήταν η επιτομή της δημοκρατικής συμφωνίας μεταξύ ενηλίκων, όπως για παράδειγμα το απλό εγχώριο τρενάκι με τον βλάχο ψήστη Μπάκια (αγνώστων λοιπών στοιχείων) από το σουβλατζίδικο της Κάνιγγος ή το premium διεθνές τρενάκι με τους τέσσερις πρώην γιουγκοσλάβους ιδιοκτήτες του μπαρ Ιππόκαμπος στα νότια προάστια, και μάλιστα ο νεαρός θα είχε το δικαίωμα να επιλέξει βαγόνι και θέση, δεν θα ήταν με άλλα λόγια ένας απλός επιβάτης, κι αυτό ήταν ένδειξη της εκτίμησης που έτρεφαν άπαντες για το ποιητικό ταλέντο του. Ο μετέπειτα γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας με τα εμπνευσμένα καλλιτεχνικά αρχικά Γάμα Γάμα ζήτησε λίγο χρόνο να το σκεφτεί, μιας και επρόκειτο για μια από εκείνες τις αποφάσεις που σημαδεύουν ζωές μια για πάντα, κι έτσι μόλις τρία λεπτά αργότερα είχε προλάβει να αφήσει την παχύρρευστη λευκή υπογραφή του πάνω στην τριχωτή μπάκα του ημίγυμνου εκδότη, ο οποίος είχε επιλέξει για την περίσταση μπεζ τιράντες που κρέμονταν από ψηλές διχτυωτές κάλτσες. Δυστυχώς, το άγχος του νεαρού οδήγησε σε μάλλον κάκιστες επιδόσεις και πρόωρη εκσπερμάτιση, η οποία θεωρήθηκε απαράδεκτη από τον εκδότη και του στέρησε τόσο το πολυπόθητο συμβόλαιο όσο και την αναμενόμενη προκαταβολή που θα του εξασφάλιζε ένα φτηνό ξενοδοχείο για το επόμενο τριήμερο, μέχρι να επιστρέψει στα πάτρια. Κάθε προσπάθεια να μεταπείσει τον ανένδοτο εκδότη με το αντεπιχείρημα ότι τον κυρίευσε το άγχος της πρώτης φοράς και ότι θα έπρεπε να δοκιμαστεί και στο τρενάκι, ακόμη και χωρίς το δικαίωμα να επιλέξει βαγόνι και θέση, έπεσε στο κενό.

Σέρνοντας αποκαμωμένος το χαρτοκούτι με τα τάπερ, περιπλανήθηκε για τρεις μέρες στην αχανή Αθήνα, περνώντας από κάθε λογοτεχνικό στέκι, μα οι πόρτες σφραγίζονταν ερμητικά κλειστές πίσω του. Στο σεμινάριο κλασικής φιλολογίας των αδελφών Μιχαηλίδη, ο μεγάλος αδελφός Δημοχαρής Μιχαηλίδης με το καρό κοντομάνικο πουκάμισο και το γκρι παντελόνι εισπράκτορα ρώτησε τον νεαρό αν διάβαζε σε γραφείο ή κρεβάτι, κι όταν ο νεαρός τού απάντησε ότι στη φοιτητική εστία υπήρχε μόνο ένα μικρό τραπέζι κουζίνας σε κάθε δωμάτιο, δέχτηκε τα πυρά του έμπειρου φιλολόγου ο οποίος τον κατσάδιασε λέγοντάς του ότι το διάβασμα και το γράψιμο είναι ιερές ασχολίες και δεν μπαίνουν στον ίδιο χώρο με τα κολοκύθια και τις μελιτζάνες της νοικοκυράς, ενώ και ο μικρότερος αδελφός Χαρίδημος Μιχαηλίδης με το κοντομάνικο πουκάμισο εισπράκτορα και το καρό παντελόνι πρόσθεσε οργισμένος πως ένας σωστός ποιητής δεν μπορεί να εμφανίζεται σε τέτοια περίσταση με μπουφάν και αθλητικά παπούτσια, τόση μπασκλασαρία πραγματικά δεν αντέχεται και πραγματικά είναι τυχερός που δεν τον πετάνε έξω με τις κλοτσιές, κι ειδικά με αυτά τα φρεσκοβερνικωμένα σκαρπίνια που αγόρασαν στο Μιλάνο το περασμένο Σαββατοκύριακο θα πονούσε πολύ.

Στο σεμινάριο μεσογειακού πολιτισμού του ρηξικέλευθου συγγραφέα Σάκη Φαρμάκογλου που λάμβανε χώρα κάθε Τετάρτη στο υπόγειο του σινεμά Βαβυλωνία, η είσοδος επιτρεπόταν μόνο σε κορίτσια μεταξύ 20 και 30 ετών, μιας και μόνο αυτές ήταν επαρκώς επιμελείς ώστε να τον κοιτάνε στα μάτια όταν μιλάει και ταυτόχρονα να κρατάνε ασταμάτητα σημειώσεις, και ο κύριος Φαρμάκογλου ήταν σαφής πως πολύ θα ήθελε να συμμετέχει ένας τόσο ταλαντούχος ποιητής στα σεμινάριά του, αλλά αυτός ήταν κάτι σαν πατέρας και δάσκαλος για τα κορίτσια κι έπρεπε να τα προστατεύει, υποσχέθηκε όμως στον νεαρό να διαβάσει την ποιητική συλλογή του και να του τηλεφωνήσει, και θα του έκανε μάλιστα τη χάρη να του ελαφρύνει το φορτίο παίρνοντας τα δύο τάπερ με τα πολίτικα γεμιστά, κάτι για το οποίο δεν έφερε καμία αντίρρηση ο νεαρός, όμως όταν πήγε να του δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου του, ο δάσκαλος του απάντησε ότι θα το έβρισκε, μικρός είναι ο κόσμος, δεν χανόμαστε, μην αγχώνεσαι γιατί το στρες επιδρά αρνητικά στην έμπνευση, και του έκλεισε κάπως άκομψα την πόρτα πριν προλάβει να ψελλίσει λέξη.

Ούτε στου μπαρμπα-Λίγδα τού χαμογέλασε η τύχη, καθώς έπεσε πάνω σε αλκοολικούς ημιπαράφρονες καταστασιακούς που του πήραν τα τάπερ, τα έκαναν κράνη για τα ήδη λιγδωμένα κεφάλια τους και άρχισαν να κάνουν αναπαράσταση των επεισοδίων του Μάη του 68 με οδοντογλυφίδες για καδρόνια. Στην ανηφόρα για την ταβέρνα του καπετάν-Αγλέορα, όπου είχε μάθει πως συχνάζουν αναρχοαριστεροί διανοούμενοι που είναι σαφώς πιο ανοιχτοί στη νέα γενιά, ο μάγειρας-μπράβος τού ξεκαθάρισε ότι μόνο παρέες των τεσσάρων επιτρέπονται στο μαγαζί και ότι, αν δεν έχει παρέες, καλύτερα να κατέβει στου μπαρμπα-Λίγδα όπου μαζεύονται οι αυτόνομοι, κι επιπλέον του άρπαξε και το άδειο χαρτοκούτι, γιατί κάπου έπρεπε να μαζέψει τα αποφάγια και τις γόπες, μην κάνει δέκα διαδρομές μέχρι τον κάδο.

Fast forward στο 2033, κι ο μεγαλοεκδότης Χρυσουλίδης έχει ήδη αποτεφρωθεί φορώντας τις τιράντες και τις κάλτσες του, οι αδελφοί Μιχαηλίδη συνεχίζουν ακάθεκτοι τα σεμινάρια χωρίς την παραμικρή αλλαγή στην γκαρνταρόμπα τους, μιας και έχουν σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθούν, όπως η αναθεωρημένη τους κριτική που επιτίθεται στην προπέρσινη δική τους κριτική στη δική τους μετάφραση του Τζόις, τα σεμινάρια μεσογειακού πολιτισμού του Σάκη Φαρμάκογλου για γυναίκες μεταξύ 20 και 30 ετών έχουν αποκτήσει ακόμη πιο επιλεκτικό χαρακτήρα αφού πλέον γίνονται δεκτές μόνο κοκκινομάλλες 20-25 ετών με ύψος άνω του 1.75, το ουζερί του μπαρμπα-Λίγδα έχει μετατραπεί σε ανεξάρτητη καταστασιακή εκκλησία όπου οι πιστοί έχουν καπαρωμένο το ψάθινο στασίδι τους από το πρωί μέχρι το βράδυ ενώ έχει στηθεί και παγκάρι υπέρ αλκοολισμού, στου καπετάν-Αγλέορα επιτρέπονται πλέον μόνο παρέες των μίνιμουμ 8 ατόμων και ο πρώην μπράβος-μάγειρας έχει γίνει πια ιδιοκτήτης αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το ίδιο χαρτοκούτι για την αποκομιδή των σκουπιδιών τονίζοντας έτσι τον οικολογικό χαρακτήρα της επιχείρησης, ενώ ο ήρωάς μας εργάζεται για 25η συνεχόμενη χρονιά ως αναπληρωτής καθηγητής φιλολογίας σε Γυμνάσιο των Γρεβενών, ετοιμάζεται να παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο την εξηντάχρονη ζωντοχήρα συνάδελφό του Βούλα Χορτιάτη, η οποία καθημερινά του ετοιμάζει τάπερ από τα χεράκια της, και σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει κάποια στιγμή σε είκοσι αριθμημένα αντίτυπα την αυτοέκδοση των πρώιμων ποιημάτων του, για συγγενείς και φίλους.
ΤΕΛΕΙΟ!!!!!! Έμεινα Ενεός, κι ας μένω Παγκράτι
 

Dstrict

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
11 Ιουλ 2023
Μηνύματα
496
Κριτικές
5
Like
4.121
Πόντοι
721
Αφιερωμένο, φίλε Ιωάννη.

Το πρώτο καβλί

Όταν το μακρινό 2003 ο ταλαντούχος 20χρονος καβαφικός ποιητής Δημήτριος Δημητρίου (πιο γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας με το εμπνευσμένο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γεώργιος Γεωργίου) αποφάσιζε ότι είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ και κατέβαινε θριαμβευτικά στην Αθήνα με το νυχτερινό ΚΤΕΛ κι ένα χαρτοκούτι με τάπερ που θα του κάλυπταν και τις τρεις μέρες της διαμονής του για να υπογράψει το συμβόλαιο του πρώτου του βιβλίου με τις εκδόσεις Χρυσουλίδης, δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι ο εκδότης θα του ζητούσε να προσυμφωνήσει την αγορά των 480 από τα 500 συνολικά αντίτυπα, και μάλιστα για 15 ευρώ το ένα, που για τον ίδιο ισοδυναμούσε με 10 ώρες σκληρής δουλειάς στη διανομή φυλλαδίων όπου απασχολούνταν παράλληλα τα τελευταία δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, αν και εδώ που τα λέμε ο φανερά συμπονετικός εκδότης αντιπρότεινε εναλλακτικές λύσεις που απαιτούσαν πολύ λιγότερες ώρες εργασίας και ήταν η επιτομή της δημοκρατικής συμφωνίας μεταξύ ενηλίκων, όπως για παράδειγμα το απλό εγχώριο τρενάκι με τον βλάχο ψήστη Μπάκια (αγνώστων λοιπών στοιχείων) από το σουβλατζίδικο της Κάνιγγος ή το premium διεθνές τρενάκι με τους τέσσερις πρώην γιουγκοσλάβους ιδιοκτήτες του μπαρ Ιππόκαμπος στα νότια προάστια, και μάλιστα ο νεαρός θα είχε το δικαίωμα να επιλέξει βαγόνι και θέση, δεν θα ήταν με άλλα λόγια ένας απλός επιβάτης, κι αυτό ήταν ένδειξη της εκτίμησης που έτρεφαν άπαντες για το ποιητικό ταλέντο του. Ο μετέπειτα γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας με τα εμπνευσμένα καλλιτεχνικά αρχικά Γάμα Γάμα ζήτησε λίγο χρόνο να το σκεφτεί, μιας και επρόκειτο για μια από εκείνες τις αποφάσεις που σημαδεύουν ζωές μια για πάντα, κι έτσι μόλις τρία λεπτά αργότερα είχε προλάβει να αφήσει την παχύρρευστη λευκή υπογραφή του πάνω στην τριχωτή μπάκα του ημίγυμνου εκδότη, ο οποίος είχε επιλέξει για την περίσταση μπεζ τιράντες που κρέμονταν από ψηλές διχτυωτές κάλτσες. Δυστυχώς, το άγχος του νεαρού οδήγησε σε μάλλον κάκιστες επιδόσεις και πρόωρη εκσπερμάτιση, η οποία θεωρήθηκε απαράδεκτη από τον εκδότη και του στέρησε τόσο το πολυπόθητο συμβόλαιο όσο και την αναμενόμενη προκαταβολή που θα του εξασφάλιζε ένα φτηνό ξενοδοχείο για το επόμενο τριήμερο, μέχρι να επιστρέψει στα πάτρια. Κάθε προσπάθεια να μεταπείσει τον ανένδοτο εκδότη με το αντεπιχείρημα ότι τον κυρίευσε το άγχος της πρώτης φοράς και ότι θα έπρεπε να δοκιμαστεί και στο τρενάκι, ακόμη και χωρίς το δικαίωμα να επιλέξει βαγόνι και θέση, έπεσε στο κενό.

Σέρνοντας αποκαμωμένος το χαρτοκούτι με τα τάπερ, περιπλανήθηκε για τρεις μέρες στην αχανή Αθήνα, περνώντας από κάθε λογοτεχνικό στέκι, μα οι πόρτες σφραγίζονταν ερμητικά κλειστές πίσω του. Στο σεμινάριο κλασικής φιλολογίας των αδελφών Μιχαηλίδη, ο μεγάλος αδελφός Δημοχαρής Μιχαηλίδης με το καρό κοντομάνικο πουκάμισο και το γκρι παντελόνι εισπράκτορα ρώτησε τον νεαρό αν διάβαζε σε γραφείο ή κρεβάτι, κι όταν ο νεαρός τού απάντησε ότι στη φοιτητική εστία υπήρχε μόνο ένα μικρό τραπέζι κουζίνας σε κάθε δωμάτιο, δέχτηκε τα πυρά του έμπειρου φιλολόγου ο οποίος τον κατσάδιασε λέγοντάς του ότι το διάβασμα και το γράψιμο είναι ιερές ασχολίες και δεν μπαίνουν στον ίδιο χώρο με τα κολοκύθια και τις μελιτζάνες της νοικοκυράς, ενώ και ο μικρότερος αδελφός Χαρίδημος Μιχαηλίδης με το κοντομάνικο πουκάμισο εισπράκτορα και το καρό παντελόνι πρόσθεσε οργισμένος πως ένας σωστός ποιητής δεν μπορεί να εμφανίζεται σε τέτοια περίσταση με μπουφάν και αθλητικά παπούτσια, τόση μπασκλασαρία πραγματικά δεν αντέχεται και πραγματικά είναι τυχερός που δεν τον πετάνε έξω με τις κλοτσιές, κι ειδικά με αυτά τα φρεσκοβερνικωμένα σκαρπίνια που αγόρασαν στο Μιλάνο το περασμένο Σαββατοκύριακο θα πονούσε πολύ.

Στο σεμινάριο μεσογειακού πολιτισμού του ρηξικέλευθου συγγραφέα Σάκη Φαρμάκογλου που λάμβανε χώρα κάθε Τετάρτη στο υπόγειο του σινεμά Βαβυλωνία, η είσοδος επιτρεπόταν μόνο σε κορίτσια μεταξύ 20 και 30 ετών, μιας και μόνο αυτές ήταν επαρκώς επιμελείς ώστε να τον κοιτάνε στα μάτια όταν μιλάει και ταυτόχρονα να κρατάνε ασταμάτητα σημειώσεις, και ο κύριος Φαρμάκογλου ήταν σαφής πως πολύ θα ήθελε να συμμετέχει ένας τόσο ταλαντούχος ποιητής στα σεμινάριά του, αλλά αυτός ήταν κάτι σαν πατέρας και δάσκαλος για τα κορίτσια κι έπρεπε να τα προστατεύει, υποσχέθηκε όμως στον νεαρό να διαβάσει την ποιητική συλλογή του και να του τηλεφωνήσει, και θα του έκανε μάλιστα τη χάρη να του ελαφρύνει το φορτίο παίρνοντας τα δύο τάπερ με τα πολίτικα γεμιστά, κάτι για το οποίο δεν έφερε καμία αντίρρηση ο νεαρός, όμως όταν πήγε να του δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου του, ο δάσκαλος του απάντησε ότι θα το έβρισκε, μικρός είναι ο κόσμος, δεν χανόμαστε, μην αγχώνεσαι γιατί το στρες επιδρά αρνητικά στην έμπνευση, και του έκλεισε κάπως άκομψα την πόρτα πριν προλάβει να ψελλίσει λέξη.

Ούτε στου μπαρμπα-Λίγδα τού χαμογέλασε η τύχη, καθώς έπεσε πάνω σε αλκοολικούς ημιπαράφρονες καταστασιακούς που του πήραν τα τάπερ, τα έκαναν κράνη για τα ήδη λιγδωμένα κεφάλια τους και άρχισαν να κάνουν αναπαράσταση των επεισοδίων του Μάη του 68 με οδοντογλυφίδες για καδρόνια. Στην ανηφόρα για την ταβέρνα του καπετάν-Αγλέορα, όπου είχε μάθει πως συχνάζουν αναρχοαριστεροί διανοούμενοι που είναι σαφώς πιο ανοιχτοί στη νέα γενιά, ο μάγειρας-μπράβος τού ξεκαθάρισε ότι μόνο παρέες των τεσσάρων επιτρέπονται στο μαγαζί και ότι, αν δεν έχει παρέες, καλύτερα να κατέβει στου μπαρμπα-Λίγδα όπου μαζεύονται οι αυτόνομοι, κι επιπλέον του άρπαξε και το άδειο χαρτοκούτι, γιατί κάπου έπρεπε να μαζέψει τα αποφάγια και τις γόπες, μην κάνει δέκα διαδρομές μέχρι τον κάδο.

Fast forward στο 2033, κι ο μεγαλοεκδότης Χρυσουλίδης έχει ήδη αποτεφρωθεί φορώντας τις τιράντες και τις κάλτσες του, οι αδελφοί Μιχαηλίδη συνεχίζουν ακάθεκτοι τα σεμινάρια χωρίς την παραμικρή αλλαγή στην γκαρνταρόμπα τους, μιας και έχουν σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθούν, όπως η αναθεωρημένη τους κριτική που επιτίθεται στην προπέρσινη δική τους κριτική στη δική τους μετάφραση του Τζόις, τα σεμινάρια μεσογειακού πολιτισμού του Σάκη Φαρμάκογλου για γυναίκες μεταξύ 20 και 30 ετών έχουν αποκτήσει ακόμη πιο επιλεκτικό χαρακτήρα αφού πλέον γίνονται δεκτές μόνο κοκκινομάλλες 20-25 ετών με ύψος άνω του 1.75, το ουζερί του μπαρμπα-Λίγδα έχει μετατραπεί σε ανεξάρτητη καταστασιακή εκκλησία όπου οι πιστοί έχουν καπαρωμένο το ψάθινο στασίδι τους από το πρωί μέχρι το βράδυ ενώ έχει στηθεί και παγκάρι υπέρ αλκοολισμού, στου καπετάν-Αγλέορα επιτρέπονται πλέον μόνο παρέες των μίνιμουμ 8 ατόμων και ο πρώην μπράβος-μάγειρας έχει γίνει πια ιδιοκτήτης αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το ίδιο χαρτοκούτι για την αποκομιδή των σκουπιδιών τονίζοντας έτσι τον οικολογικό χαρακτήρα της επιχείρησης, ενώ ο ήρωάς μας εργάζεται για 25η συνεχόμενη χρονιά ως αναπληρωτής καθηγητής φιλολογίας σε Γυμνάσιο των Γρεβενών, ετοιμάζεται να παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο την εξηντάχρονη ζωντοχήρα συνάδελφό του Βούλα Χορτιάτη, η οποία καθημερινά του ετοιμάζει τάπερ από τα χεράκια της, και σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει κάποια στιγμή σε είκοσι αριθμημένα αντίτυπα την αυτοέκδοση των πρώιμων ποιημάτων του, για συγγενείς και φίλους.
χαχα η 60άρα Βούλα φαντάζει παράδεισος μετά απόλα αυτά!
Είναι τεράστιας σημασίας μια γυναίκα να στηρίξει το έργο του έστω κι αργά θάλεγα αυτό είναι ένα χάππυ έντ οφ δη στόρυ,μια χαρά,από τα πιό σισιόδοξά σου:2funny:
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom