Νομίζω χρήσιμο είναι ν' ακουστεί και η άποψη των μουσουλμάνων της Ελλάδας!
ΙΔΟΥ:
Η ύπαρξη και λειτουργία ισλαμικού τεμένους είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πρόσληψη του Ισλάμ από την ελληνική εθνική ιδεολογία ως εχθρικό ή ξένο αξιακό πολιτισμικό σύστημα.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητή η δυσανεξία και αντίδραση στο ζήτημα ανέγερσης μουσουλμανικού τεμένους. Φαντάζει λοιπόν παράδοξο ότι το πολυπληθές των τζαμιών στην Θράκη (και εν μέρει στη Ρόδο και Κω) θεωρείται φυσιολογικό και απόλυτα ανεκτό τοπικό φολκλόρ, ενώ η ύπαρξη ισλαμικών θρησκευτικών χώρων προσλαμβάνεται ως συμβολική απειλή κατά του ελληνορθόδοξου πολιτισμού αλλά και προβάλλεται ως πραγματική απειλή με την διαγραφόμενη μόνιμη εγκατάσταση μουσουλμάνων, η οποία θα παραγκωνίσει το χριστιανικό στοιχείο�στην Αθήνα!
Για την ιστορία ίσως έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι παλαιότερα το ελληνικό κράτος αποπειράθηκε να ιδρύσει τέμενος στην Αθήνα, σύμφωνα με τον Νόμο ΑΩΝΑ� της 1.6.1880, όταν η κυβέρνηση διέθεσε οικόπεδο στον Πειραιά για την ανέγερση τζαμιού, η οποία βέβαια ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Το ζήτημα επανήλθε με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων: σύμφωνα με το άρθρο 4 του 3ου Πρωτοκόλλου της Συνθήκης των Αθηνών (1913), η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να οικοδομήσει ένα τζαμί στη Αθήνα και ακόμα τέσσερα, όπου απαιτούνταν, στην ύπαιθρο. Ούτε όμως και τότε η χώρα είχε επιδείξει ιδιαίτερη προθυμία να εκτελέσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, καθώς ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Αθήνας (ημεδαπός και αλλοδαπός) ήταν πολύ μικρός, και η ιδεολογική αποστροφή στο ζήτημα πολύ έντονη.
Η σχετική συζήτηση μεταξύ Καλέργη και Βενιζέλου στην Ελληνική Βουλή σχετικά με την επικύρωση της Συνθήκης του 1913 είναι ενδεικτική: από τη μια πλευρά αναγνωρίζεται η ανάγκη για την ανέγερση τζαμιού και την εφαρμογή του νόμου του 1880, από την άλλη πλευρά, θεωρείται ότι δεν θα έπρεπε να τεθεί το ζήτημα ως διεθνής υποχρέωση με την επιβάρυνση του δημόσιου προϋπολογισμού, και ότι αυτό συνέβη αναγκαστικά για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων συνομολόγησης της Συνθήκης Ειρήνης με την Τουρκία το γρηγορότερο δυνατό (28).
Η ανταλλαγή του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας με τον αντίστοιχο ορθόδοξο της Τουρκίας φαίνεται ότι επέφερε σημαντικές ιδεολογικές παγιώσεις καθώς συρρικνώνεται δραστικά η εδαφική συνύπαρξη των δύο θρησκειών: η συνύπαρξη Ισλάμ και χριστιανισμού ρυθμίζεται και πάλι θεσμικά μέσα από την οπτική του διαχωρισμού των μιλλέτ αλλά και γίνεται ειδικά ανεκτή σε περιορισμένο τόπο, όπου παρέμενε μουσουλμανικός πληθυσμός.
Η μετά το 1923/24 εποχή περιορίζει τη σχέση αυτή αυστηρά μέσα στα όρια της Θράκης και την ξεριζώνει από την υπόλοιπη Ελλάδα, με εξαίρεση την ιδιαίτερη περίπτωση Ρόδου και Κω. Αργότερα, με τον Ν. 6244/25.8.1934 (ΦΕΚ A 274) προβλέφθηκε η ανέγερση αιγυπτιακού τζαμιού και η ίδρυση Ισλαμικού Ιδρύματος για τους υπότροφους φοιτητές της αιγυπτιακής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση δώρισε οικόπεδο στο άλσος Συγγρού-Καπανίων. Ο απώτερος στόχος ήταν η σύσφιξη των δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου και τη βελτίωση της θέσης της ελληνικής κοινότητας στην Αίγυπτο (29). Ούτε ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε.
Σήμερα, εκτός από τη Θράκη (30), τη Ρόδο και την Κω, δεν υπάρχουν σε λειτουργία μουσουλμανικοί λατρευτικοί θρησκευτικοί χώροι.
Αν και στην Ελλάδα υπάρχουν διάσπαρτα πολυάριθμα τζαμιά, τμήματα της οθωμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας (31) , κανένα δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες των μεταναστών μουσουλμάνων που βρίσκονται σε μόνιμη εγκατάσταση στην μητροπολιτική Αθήνα.
Η πρώτη φορά που ζητήθηκε άδεια για την ανέγερση τεμένους ήταν το 1984 από Σουδανούς φοιτητές για τη λειτουργία τζαμιού/μετζίτ στο Γουδί. Στο πρωτόγνωρο για την εποχή, αίτημα οι ελληνικές αρχές απάντησαν με τρόπο ομολογουμένως και παραδόξως διφορούμενο: από την μια πλευρά, αρνήθηκαν την έκδοση άδειας, αλλά, από την άλλη εγγυήθηκαν την λειτουργία του τζαμιού με την προϋπόθεση της εξασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης στις περιοχές λειτουργίας τους.
Η μη παροχή άδειας σε συνδυασμό με τη σιωπηρή συναίνεση ελληνικών αρχών συνεχίστηκε όσο δημιουργούνταν νέοι χώροι λατρείας, με αποτέλεσμα να παγιωθεί ως επιλογή της διοίκησης. Έτσι, μέχρι σήμερα κανένας χώρος από αυτούς που λειτουργούν ως τεμένη δεν έχει άδεια με αποτέλεσμα ανά πάσα στιγμή να κινδυνεύουν να κλείσουν. Έκτοτε, σταδιακά, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των μουσουλμάνων που εγκαθίστανται στην περιοχή της Αθήνας αυξάνεται και ο αριθμός των ημι-παράνομων λατρευτικών χώρων: το 1988 τα μετζίτ σε λειτουργία ήταν πέντε.
Σήμερα, τις λατρευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων της Αθήνας ικανοποιούν περισσότεροι από 60 χώροι λατρείας στους οποίους ιερουργούν περισσότεροι από 40 ιμάμηδες και επισκέπτονται περισσότεροι από 40.000 πιστοί. Τα μετζίτ λειτουργούν σε υπόγεια, γκαράζ, μαγαζιά ή διαμερίσματα τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά (το
Μεταξουργείο, το Γουδί, τον Νέο Κόσμο, την Ομόνοια, τις Τζιτζιφιές, τον ’γιο Νικόλαο και αλλού). Οι �σε κάθε περίπτωση ακατάλληλοι� χώροι αυτοί χρησιμοποιούνται ως τζαμιά μόνιμα ή περιστασιακά με την πρωτοβουλία των κοινοτήτων ή μεμονωμένων θρησκευόμενων ατόμων.
Περίπου πέντε από τα άτυπα μετζίτ συντηρούνται από Μπαγκλαντεσιανούς μετανάστες και άλλα πέντε από Πακιστανούς, ενώ κατά κανόνα τα υπόλοιπα συγκεντρώνουν μουσουλμάνους χωρίς εθνική διάκριση. Ένας από τους πιο πρόσφατα οργανωμένους χώρους λατρείας δημιουργήθηκε το 2007, στο Μοσχάτο ύστερα από δωρεά κτηρίου από Σαουδάραβα επιχειρηματία (32) το οποίο διαχειρίζεται το δυναμικό Ελληνο-αραβικό Μορφωτικό Κέντρο.
Ορισμένα μεζτζίτ λειτουργούν και σε άλλε περιοχές της Ελλάδας (33) σε αντίστοιχες εγκαταστάσεις, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τον διαμορφωμένο χώρο σε τζαμί που βρίσκεται στο Κάραβελ (Αθήνα) που αφορά τους πελάτες του ξενοδοχείου. Τέλος, ένας χώρος σε όροφο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έχει παραχωρηθεί για τις λατρευτικές ανάγκες φοιτητών του πανεπιστημίου.
Η δυνατότητα ανέγερσης τζαμιού στην Αθήνα αντιμετωπίστηκε με καχυποψία και αναβλητικότητα από όλες τις κυβερνήσεις, αλλά και μείζον τμήμα της κοινής γνώμης. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, η εγκατάσταση περισσότερων από 200.000 αλλοδαπών μουσουλμάνων αλλά και 15.000 Θρακιωτών μουσουλμάνων στην Αττική θέτει το ζήτημα ασφαλώς σε νέα βάση. Η απουσία κρατικής πολιτικής βούλησης ως προς την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα εδράζεται ασφαλώς και στην ανυπαρξία οποιουδήποτε πολιτικού μέσου πίεσης από την πλευρά των μεταναστευτικών κοινοτήτων, ενώ την προώθηση του ζητήματος έχει αναλάβει η Σαουδική Αραβία και τα υπόλοιπα αραβικά κράτη που αντιπροσωπεύονται στην Ελλάδα.
Από την πλευρά τους, οι ελληνικές κυβερνήσεις σταθμίζουν το ζήτημα με τη στάση και την αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και σημαντικού τμήματος της κοινής γνώμης, σιωπηρά ή ενεργητικά αντίθετης στην θέαση ισλαμικού τεμένους στην περιοχή του.
Από την πλευρά τους οι αλλοδαποί Μουσουλμάνοι κρατούν ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους στη συζήτηση, γνωρίζοντας βέβαια το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα που θα μπορούσε να δημιουργήσει για αυτούς μια δυναμικού χαρακτήρα διεκδίκηση. Σύμφωνα με την άποψη μουσουλμάνου ιερουργού της Αθήνας «είναι ιδιαίτερα δύσκολο να πάρουμε άδεια για τζαμί στην Ελλάδα καθώς οι αρχές φαίνονται απρόθυμες ακόμα και να το προσπαθήσουν. Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει και η Ελλάδα να καταλάβει ότι οι μουσουλμάνοι και η θρησκεία τους πρέπει να βρουν μια θέση στην κοινωνία» (34).
Το αίτημα για την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα εκφράστηκε για πρώτη φορά από τον Σαουδάραβα Βασιλιά Χάλιντ το 1978, στον οποίο ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ανταποκρίθηκε θετικά. Στη συνέχεια ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις το Συμβούλιο της Ένωσης Αραβικών Κρατών στην Αθήνα το οποίο υποκαταστάθηκε από το Συμβούλιο των Πρέσβεων των Αραβικών Κρατών που αντιπροσωπεύονται διπλωματικά στην Ελλάδα. Παράλληλα, το αίτημα περί ίδρυσης τεμένους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη εκφράστηκε και από την πολιτική ηγεσία της μειονότητας της Θράκης (35).
Το ελληνικό ΥΠΕΞ απαντώντας θετικά πρόσφερε ένα οικόπεδο για το τζαμί στο Μαρούσι. Μετά από τις έντονες αντιρρήσεις του οικείου δήμου, το ΥΠΕΞ πρότεινε το 1992 την ανέγερση τεμένους στο Κορωπί, το οποίο κρίθηκε ακατάλληλο από τους άραβες πρέσβεις. Το αίτημα συνδέθηκε με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, στο πλαίσιο των οποίων θα έπρεπε να διατεθεί χώρος λατρείας και στους μουσουλμάνους, όπως και σε όλες τις υπόλοιπες θρησκείες.
Η ελληνική κυβέρνηση με πρόταση της Σαουδικής Αραβίας συμφώνησε για την ανέγερση ενός τζαμιού και την ίδρυση Ισλαμικού Πολιτιστικού Κέντρου.
Έτσι, σύμφωνα με τον Νόμο 2833/2000 (άρθρο 7, ΦΕΚ A 150), προβλέπεται η ανέγερση τζαμιού και Ισλαμικού Κέντρου με σκοπό την προώθηση των διμερών ελληνο-αραβικών σχέσεων, καθώς και της μελέτης του Ισλαμικού πολιτισμού και θρησκείας.
Το τζαμί και το Κέντρο προβλέπεται να ανεγερθούν στην Παιανία, αρκετά μακριά από τους τόπους διαμονής των μουσουλμάνων της Αθήνας, ακυρώνοντας ουσιαστικά την καθημερινή χρησιμότητά του ή έστω για την προσευχή της Παρασκευής, αφού οι εργοδότες θα έπρεπε να παρέχουν ειδικές άδειες στους μουσουλμάνους εργαζόμενους για να μεταβούν στην Παιανία για τις θρησκευτικές τους ανάγκες.
Ωστόσο οι εργασίες ανέγερσης του τζαμιού και πάλι αναβλήθηκαν, καθώς νέες διαπραγματεύσεις λαμβάνουν μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του σαουδαραβικού Ιδρύματος «Βασιλιάς Φάχντ», το οποίο και χρηματοδοτεί το εγχείρημα (36).
Επίσης, οι άμεσες ή έμμεσες πιέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος παίζουν ασφαλώς σημαντικό ρόλο στην άκαρπη έκβαση της πολυετούς προσπάθειας. «Η Εκκλησία σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθένα, και καθώς το Ισλάμ είναι πολύ γνωστή θρησκεία, δεν έχει αντιρρήσεις στην δημιουργία ενός τζαμιού αλλά με προϋποθέσεις, δηλαδή, ότι το τζαμί δεν θα κτιστεί στο κέντρο της Αθήνας, καθώς ο μέσος Έλληνας δεν μπορεί να ανεχτεί την ιδέα ενός μιναρέ στο κέντρο της πόλης»
Η Εκκλησία είναι επίσης αντίθετη με τη δημιουργία ενός Ισλαμικού Κέντρου, καθώς «δεν υπάρχει λόγος για ένα τέτοιο κέντρο στην Ελλάδα».
Επίσης, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει εκφράσει τις αντιρρήσεις της σε μια τέτοια προοπτική, ενώ ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ανέφερε ρητά ότι είναι αντίθετος με την ίδρυση τζαμιού, εφόσον αυτό «πρόκειται να ανεγερθεί στο κέντρο της Αθήνας»(37).
Πιο μετριοπαθή στάση τήρησαν οι εκκλησιαστικές αρχές όταν ερωτήθηκαν σχετικά από τον Αρμοστή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα.
Στην σχετική έκθεση, ο Αρμοστής Alvaro Gil-Robles υπογράμμισε ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τον διαβεβαίωσε ότι δεν έχει αντίρρηση να χτιστεί τζαμί στην Αθήνα για τους μουσουλμάνους. Ωστόσο, αν και ο Αρμοστής συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση να τροποποιήσει τη σχετική με την ίδρυση ιερών ναών νομοθεσία (38), ο Αρχιεπίσκοπος επανήλθε δηλώνοντας ρητά την αντίθεση της Ιεράς Συνόδου με την ανέγερση τζαμιού πλησίον του αερολιμένος Αθηνών, καθώς θα αλλοιώνει την εντύπωση των επισκεπτών ως προς την Ελλάδα, «ευρισκόμενοι αμέσως ενώπιον εντυπωσιακού μεγέθους Μουσουλμανικού Τεμένους» (39).
Έτσι παραδόξως, η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται τους όρους ανέγερσης μουσουλμανικού τεμένους όχι με τους φυσικούς αποδέκτες του δικαιώματος που πραγματώνει την έκφραση της θρησκευτικής τους ελευθερίας αλλά με τη Σαουδική Αραβία της οποίας η εξωτερική πολιτική επικεντρώνεται στην τόνωση των θρησκευτικών ισλαμικών υποδομών όπου υπάρχουν μουσουλμάνοι.
Δεν θα ήταν αυθαίρετο λοιπόν να εικάσει κανείς ότι η ανάδειξη της Σ. Αραβίας ως βασικό συνομιλητή για την ανέγερση του τζαμιού αλλά και την ίδρυση και διαχείριση από μικτά ελληνο-αραβικά συμβούλια του Ισλαμικού Κέντρου δεν στοχεύει μόνο στην ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών των μουσουλμάνων της Αθήνας, αλλά κυρίως στην αναβάθμιση των πολιτικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Σ. Αραβίας και άλλων ισλαμικών κρατών.
Ύστερα από έντονες συζητήσεις στο Κοινοβούλιο (40), με νέο νόμο η ελληνική κυβέρνηση θέσπισε την ίδρυση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα (ν. 3512/2006) με έξοδα του ελληνικού κράτους. Ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ιδρύεται που θα διοικείται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο στο οποίο συμμετάσχει ένας εκπρόσωπος μουσουλμανικών κοινοτήτων. Ο νόμος με πολλά προβλήματα στην σύλληψή του τελικά δεν έχει εφαρμοστεί ούτε μέχρι τα μέσα του 2009, προκαλώντας τα βάσιμα παράπονα των μουσουλμάνων της Αθήνας αλλά και των διεθνών οργανισμών (41).
Ωστόσο, μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα αναδεικνύονται ως προς τη βιωσιμότητα του υπό ανέγερση τεμένους: Το πρώτο συνέχεται με την έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας των μουσουλμανικών μεταναστευτικών κοινοτήτων της Ελλάδας, κατά τις διεργασίες τις σχετικής συζήτησης. Το δεύτερο αφορά στην ελάχιστη πρακτική χρησιμότητα ενός μόνο τεμένους στην Αθήνα. Ένα τζαμί δεν είναι δυνατόν να καλύψει τις ανάγκες των δεκάδων χιλιάδων πιστών, όσο μεγάλο και να είναι, ούτε να συμβάλει στη μείωση του αριθμού των ημι-παράνομων λατρευτικών χώρων που χρησιμοποιούνται ως τζαμιά μέχρι σήμερα.
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να παρατηρήσει κανείς ότι με τις επιλογές των μέχρι σήμερα ελληνικών κυβερνήσεων, η πολιτεία καθίσταται ουραγός στις εξελίξεις ενώ, δεν τίθενται στοιχειώδεις όροι και προϋποθέσεις στην λειτουργία των υπόλοιπων θρησκευτικών χώρων που λειτουργούν σήμερα σε μια ζώνη αφάνειας από το δημόσιο χώρο. Με αυτό τον τρόπο, αφήνεται ανέλεγκτη η πιθανότητα παρείσφρησης φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών κύκλων και η παρεπόμενη ανακύκλωση της τρομοϋστερίας ή ισλαμοφοβίας που ήδη έχει παρατηρηθεί σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας των ίδιων των μουσουλμάνων και άλλα χειρότερα.