Σε ένα φτωχό χωριό της Ελλάδας της δεκαετίας του 1950 (μα ΠΟΛΥ φτωχό μιλάμε, μόνο πέτρες είχε), γεννήθηκε ένα παιδί.
Όταν το καλοκοίταξαν, είδαν ότι είχε τρία @@@ ! ! !
(Γι αυτό και το βάζω εδώ – κανονικά έπρεπε να πάει στο "ανεκδοτάκια").
Ο πατέρας του παιδιού, ένας πολύ φτωχός αγρότης, έπαθε κατάθλιψη.
Σταμάτησε το καφενείο, σταμάτησε τα χαρτιά, έκοψε με τους φίλους του, σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Ρόζους έβγαλαν τα χέρια του φτωχού αγρότη από το αλέτρι.
Εν τω μεταξύ το παιδί μεγάλωνε, και δεν είχε κανένα πρόβλημα.
Όταν μάλιστα έγινε 14, 15, 16, άρχισε να στριμώχνει τις κοπελίτσες του χωριού, αλλά και των διπλανών χωριών. (Χώρια οι γίδες και οι προβατίνες). Καμιά δε του ξέφευγε.
Ο πατέρας όμως, μέσα στη μαύρη θλίψη. Είχε πάθει ταράκουλο με τη "συφορά" του παιδιού του. Έτσι την είχε δει.
Όταν το παιδί έγινε 20 χρονώνε, το φώναξε και του είπε:
-Κοίτα, παιδί μου, εγώ σ’ όλη μου τη ζωή σακατεύτηκα, και μάζεψα αυτά τα λεφτά (του έδωσε 50,000 δρχ). Πάρ’ τα, και πήγαινε στην Αμερική να φτιαχτείς.
-Εν τάξει πατέρα.
-Πρόσεξε κακομοίρη μου όμως, μη μου γυρίσεις πίσω έτσι, θα πάρω το δίκανο και θα σε σκοτώσω (ήταν και γλεντζές ο μικρός και τό ‘ξερε ο πατέρας του).
Φεύγει ο μικρός, πάει Αθήνα, κατεβαίνει Πειραιά, βρίσκει το υπερωκεάνιο, μπαίνει, σε 20 μέρες βγαίνει στη Νέα Υόρκη.
Πω – Πω !!! Τι πόλη! Φώτα, μαγαζιά, γυναίκες, σε ένα μήνα τα 50 χιλιάρικα είχαν γίνει ατμός. Κάνει έτσι στο πορτοφόλι, τι να δει, ένα δολάριο του είχε μείνει!
-Ω ρε συφορά! Τι να κάνω τώρα! Λεφτά δεν έχω να κάνω την εγχείρηση, άμα γυρίσω πίσω ο πατέρας μου θα με σκοτώσει, δε μου μένει τίποτα άλλο, θα αυτοκτονήσω!
(Κάτι σα Ζαχόπουλος δηλαδή).
Πάει στο λιμάνι, και ψάχνει να βρει μια πέτρα να τη δέσει στο λαιμό του να φουντάρει.
Καθώς περπάταγε, βλέπει έναν που παιδευότανε με μια βάρκα και τα σκοινιά της.
-Φίλε, θα σου δώσω ένα δολάριο, με πάς στη μέση του λιμανιού να αυτοκτονήσω?
-Κράτα το $, και εγώ θέλω να αυτοκτονήσω, πάμε παρέα, του λέει ο άλλος.
Κάνουνε κουπί, φτάνουνε στη μέση του λιμανιού και αρχίζουνε να δένουνε τα σχοινιά για να φουντάρουν.
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο λιμάνι το Queen Elisabeth II, το μεγαλύτερο πλοίο στον κόσμο. Ο καπετάνιος ήταν μπροστά-μπροστά και κοίταζε κάτω. Ήταν και μεθυσμένος όμως, την προηγούμενη το βράδυ είχαν μεγάλο πάρτυ στο πλοίο, επειδή έφταναν στην Ν. Υόρκη. Κοίταζε τη βάρκα που ήταν σα καρυδότσουφλο μπροστά στην τεράστια πλώρη του. Και (μίλαγε το κρασί), λέει στους 2 της βάρκας :
-Ρε σεις, αν έχετε και οι δυο μαζί πέντε αρχίδια, θα σας το χαρίσω το υπερωκεάνιο!
Με το που το ακούει ο δικός μας, πηδάει πάνω και πιάνει τον άλλο και τον ταρακουνάει:
-Ρε συ, το άκουσες, το πήραμε το πλοίο:
Ο άλλος σοβαρός, τον απωθεί σεμνά...
-Γιατί ρε φίλε, μπας και έχεις τέσσερα?
Σόρι ψολαρά μου, πρώτα τόγραψα και μετά είδα το δικό σου που μοιάζει!