πούτσα
Ετυμολογία
αβέβαιης ετυμολογίας
από το τουρκικό puç
ή από το βουλγαρικό putz
ή από το ιταλικό puzzo
ή από την αρχαία ελληνική πόσθη
Ουσιαστικό
πούτσα θηλυκό
(χυδαίο) το πέος
το μυαλό του το έχει στην πούτσα του
(αργκό) η ήττα, ο εξευτελισμός
φάγατε μεγάλη πούτσα χθες
Εκφράσεις
πετάγομαι σαν την πούτσα: παρεμβαίνω και διακόπτω ενοχλητικά μια συζήτηση
πούτσες μπλε: ψέματα ή ανοησίες
ρίχνω (μια) πούτσα: γαμώ
στην πούτσα μου/στην καραπουτσακλάρα μου: αδιαφορώ πλήρως
τρώω χοντρή πούτσα: δυσκολεύομαι, τα βρίσκω σκούρα
Συνώνυμα
ανδρικό μόριο
εργαλείο
καβλί
καβλιτζέκι
κρεατόβεργα
μαλαπέρδα
ματζαφλάρι
όργανο
παλαμάρι
παλούκι
πέος
πουλί
πούτσος
τσουτσούνα και τσουτσούνι
φαλλός
ψωλή
Ταυτόσημο
πούτσος
Συγγενικές λέξεις
πουτσαράς
πουτσίζω
Σύνθετα
καραπουτσακλάρα
Δείτε επίσης
ζμπούτσαμ
Μεταφράσεις
αγγλικά : dick (en)
αλβανικά : kar (sq)*
αρμενικά : կլիր (hy)* (klir)
γαλλικά : bite (fr), paf (fr), pine (fr), queue (fr), zob (fr)
γερμανικά : Schwanz (de)
δανικά : pik (da)
εβραϊκά : זין (he) (zayn)
εσπεράντο : kaco (eo)*
ιαπωνικά : ちんこ (ja) (chinko)
ισπανικά : polla (es) θηλυκό
ιταλικά : cazzo (it)
κινεζικά : 陽具 (zh) ()
κορεατικά : 성교 (ko) (seonggo)
λευκορωσικά : хуй (be)* (houj)
λιθουανικά : bybis (lt)
μάγια του Γιουκατάν : toon (yua)
νορβηγικά : pikk (no)
ολλανδικά : lul (nl)
ουγγρικά : fasz (hu)
ουκρανικά : укол (uk) (ukol)
πολωνικά : chuj (pl)
πορτογαλικά : pau (pt)
ρουμανικά : pula (ro)
ρωσικά : член (ru) (tchlién)
σλοβακικά : kurac (sk)
σλοβενικά : kokot (sl)
σουηδικά : kuk (sv)
ταϊλανδικά : ควย (th) ()
τσεχικά : čurák (cs)
φινλανδικά : kulli (fi)