Ο ήχος πλάτς-πλούτς ακούγεται, όταν ένα πλατύ αντικείμενο χτυπάει πάνω στην επίπεδη επιφάνεια του νερού, όπως είναι τα κουπιά, τα χέρια ή τα πόδια (εξ ου και το ρήμα πλατσουρίζω), ακούγεται επίσης, όταν πλατύ αντικείμενο χτυπάει πάνω σε υγρή μη επίπεδη επιφάνεια, όπως η γλώσσα στον ουρανίσκο (εξ ου το ρήμα πλαταγίζω), ακούγεται τέλος όταν οι γροθιές μας μπαινοβγαίνουν μέσα σε μείγμα χυλώδες ή ζυμώδες, όπως γίνεται στο πλάσιμο του ψωμιού (εξ ου και το ρήμα πλάθω). Όλες οι παραπάνω έννοιες και ρήματα προέρχονται από το κοινό πασίγνωστο άκουσμα πλατς.
Από το ρήμα πλάθω παίρνουμε τη λέξη πλάτος, διότι το πλάσιμο αποσκοπεί στην σχηματοποίηση του ζυμαριού σε μορφή δίσκου, δηλαδή πίτα ή σε μορφή τροχού, δηλαδή καρβέλι και όχι σε μορφές χονδροειδούς παραλληλεπιπέδου ή σφαίρας, γιατί θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο ψησίματος, δαπάνη περισσότερων ξύλων, θα καιγόταν εξωτερικά και μέσα θα παρέμενε ζυμάρι.
Η εύπλαστη ζύμη λοιπόν που διαθέτει πλαστικότητα πλάθεται πλατιά, διαπλάθεται από τον πλάστη και γίνεται πλάκα για το καλύτερο, ταχύτερο, οικονομικότερο και πιο ομοιόμορφο ψήσιμο. Έτσι έχουμε από το ρήμα πλάθω τις πιο πάνω λέξεις και ακόμα τις λέξεις πλάσμα, πλάστρον, πλαστόν, επίπλαστον, έμπλαστρον, πλάτανος κτλ.
Η αρχαία εξ άλλου λέξη πλακούς – ντος σήμαινε την από ζύμη κατασκευασμένη πίτα και όχι το δισκοειδές όργανο που συνδέει το έμβρυο με τη μήτρα, το ύστερο, που λόγω σχήματος πήρε μεταγενέστερα το ίδιο όνομα. Η ανωτέρω λέξη συνδέει το ρήμα πλάθω με την ομόρριζη λέξη πλάκα, της οποίας η ρίζα μας δίνει την λέξη πέλαγος (πλαξ – ρίζα πλαγ-ς – πέλαγ-ς – πέλαγος). Η λέξη πέλαγος δηλώνει ό,τι και η πασίγνωστη φράση «θάλασσα πλατιά» και επίσης το πινδαρικό «ες πόντου πλάκα» δηλαδή στην πλάτη του πόντου = στο πέλαγος ή το ισοδύναμο ομηρικό «ευρέα νώτα θαλάσσης» δηλαδή στην πλατειά πλάγη της θάλασσας = πάλι στο πέλαγος. Έτσι η λέξη πλάτη γίνεται συνώνυμη της λέξης νώτα, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.
Όμως το πέλαγος πελάζεται, πλάζεται, διαπλέεται από το ναυτικό Έλληνα, το ρήμα δηλαδή πλέω είναι συγκεκομμένος τύπος των ρημάτων πελάω, πελάζω και εξ’ αυτών ακόμα το ρήμα πλησιάζω.
Ο πλόος, πλούς γίνεται για εξερεύνηση, για κοινωνία, για επικοινωνία, για ανταλλαγή προϊόντων και εμπειριών και όλα τούτα επιτυγχάνονται με την δια θαλάσσης προσέγγιση. Έτσι από τα ομόρριζα ρήματα πελάω, πλέω, πελάζω προέρχεται η λέξη πέλας = ο γείτονας, ο πλησίον, η λέξη επίσης πελάτης = αυτός που προσεγγίζει που πλησιάζει.
Αυτός όμως που προσεγγίζει από το θαλάσσιο δρόμο ήρθε επιπλέοντας, είναι πλωτός, είναι επίπλοος, είναι επιπόλαιος, επιπλέει, είναι έπιπλος.
Στην αρχαιότητα η «ακίνητη και κινητή περιουσία» ονομαζόταν «πάγια και επιπόλαια κτήσις». Έτσι η λέξη επιπλέον σημαίνει το μη σταθερό, το φορητό, το επιπλέον (αυτό που επιπλέει), σε τελική ανάλυση το κινητό και η έπιπλος, η επιπόλαια κτήση είναι η κινητή περιουσία.
Ο επιπλέων όμως, ο πλωτός, είναι πλάνης, περίπλοος, περιπλανώμενος, πηγαίνει πότε εδώ και πότε εκεί. Πολλές φορές στην αρχαιότητα με τα ανύπαρκτα μέσα πλοήγησης για αλλού ξεκινούσαν και αλλού τους έβγαζε ο καιρός. Έτσι επλανώντο, δηλαδή παρεξέκλιναν του προορισμού τους, παρεπλάζοντο, περιπλανούνταν και η περιπλάνηση είναι πορεία διάφορη του ταξιδιού που έχει συγκεκριμένο προορισμό.
Ο πλάνης πλανάται την επί θαλάσσης πλάνην και εξ αυτού το σύγχρονο ρήμα πλανάρω, που σημαίνει επιπλέω, φέρομαι επί της επιφανείας, δηλαδή πάνω από την επίπεδη επιφάνεια του νερού. Από εδώ και το δεύτερο συνθετικό των λέξεων υδροπλάνο, αεροπλάνο, αλλά και το ρήμα πλανίζω (το ξύλο) και η λέξη πλάνη, που δηλώνει το εργαλείο και τούτο διότι η πλάνη διαμορφώνει επίπεδη (πλατιά) και ομαλή επιφάνεια, όπως αυτή του νερού.
Από το ρήμα πλέω προέρχεται και η λέξη πλωτήρας, που κατά τον Όμηρο σημαίνει ναύτης, και ακόμη οι λέξεις πλοίον, πλωτός, πλωτάρχης κτλ. Από την λέξη πλους ακόμη και η μετοχή πλείων ή πλέων που δηλώνει αυτόν που επιπλέει, που ταξιδεύει στη θάλασσα που αποτελεί ταυτόχρονα και παραθετικό του επιθέτου πολύς, για να δηλώσει (πλους – πλέων – πλείων) τον εκ θαλάσσης πλούτο.