Νίκος Γόδας: Εκτελέστηκε «...με την φανέλα του Ολυμπιακού, για την πατρίδα και τα ιδανικά μου»
Ο Γόδας γεννήθηκε το 1921. Ήταν παιδί ξεριζωμένων προσφύγων από το Αϊβαλί και ρίζωσε με την οικογένειά του στην Κοκκινιά. Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά μπάλα. Η μεγάλη αγάπη του Νίκου ήταν ο Ολυμπιακός. Μέσα στην Κατοχή το όνειρο του Γόδα γίνεται πραγματικότητα. Ντύνεται στα ερυθρόλευκα και δίνει αγώνες με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Όμως, δεν είναι οι μόνοι αγώνες που δίνει ο Νίκος. Ο Γόδας δίνει το «παρών» και στους αγώνες για τη λευτεριά και την κοινωνική αλλαγή. Εντάσσεται στον ΕΛΑΣ.
Από τα τέλη του ’42 είναι ο βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού. Σκοράρει στο 4-0 κατά του Εθνικού και κατά του Απόλλωνα. Είναι στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού όταν κερδίζει τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου που διοργανώνει ο δήμος Πειραιά τον Μάη του 1943 και στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων, τον Δεκέμβρη του 1943, όταν ο Θρύλος επικράτησε με 5-2 απέναντι πάλι στον Παναθηναϊκό.
Αλλά ο Γόδας είναι «βασικός» και στους αγώνες για τη λευτεριά. Εκτός από τη μάχη της Ηλεκτρικής, τον συναντάμε να ηγείται του λόχου του στη μάχη που έγινε στις 7 του Μάρτη του ’44. Τον Δεκέμβρη του ’44 ο λόχος του Νίκου Γόδα πολεμά τους Άγγλους στον Πειραιά, στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Ο Σταμάτης Σκούρτης, σύντροφος του Γόδα και ανθυπολοχαγός στον ίδιο λόχο, διηγείται: «Οι μάχες με τα τανκ του Σκόμπι και τα αεροπλάνα, μέρες τώρα, γίνονταν σώμα με σώμα. Το νεκροταφείο, όσες δυνάμεις και να ρίχνει ο εχθρός, δεν μπορεί να το πάρει. Θυμάμαι τότε τον λοχαγό μου Νίκο Γόδα, που θα πει μισοαστεία – μισοσοβαρά: “Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, εμείς απ’ όλους τους άλλους ΕΛΑΣίτες είμαστε οι πιο προνομιούχοι. Όσοι από μας σκοτωθούμε είμαστε τυχεροί, γιατί θα θαφτούμε σε κανονικό και μάλιστα προνομιούχο μνήμα”!»
Αρχές του 1945, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Γόδας, άρρωστος με πνευμονία, επιστρέφει για πρώτη φορά μετά τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Τον καρφώνουν. Συλλαμβάνεται. Αρχίζει η «περιήγηση» στους τόπους εξορίας. Ένας από τους σταθμούς, οι φυλακές της Αίγινας. Εκεί ο Νίκος παίζει μπάλα στην ποδοσφαιρική ομάδα που είχαν συγκροτήσει οι φυλακισμένοι. Κατόπιν στις φυλακές της Κέρκυρας. Στην απομόνωση. Με μοίρα προδιαγεγραμμένη: εκτέλεση. Ο Γόδας μαζί με τα άλλα Πειραιωτάκια, τους συγκρατούμενούς του, τον Λούβαρη και τον Κουφαδάκη, ακόμα και λίγο πριν από το απόσπασμα σχεδιάζουν πώς θα στήσουν την ομάδα όταν θα ’βγαιναν από τη φυλακή. Οι σύντροφοί τους τους θυμούνται, όποτε το ραδιόφωνο της φυλακής μετέδιδε κάποιον αγώνα, αυτοί να ξεχωρίζουνε από τους υπόλοιπους, να ακούνε τον αγώνα, πότε να γελάνε, πότε να βρίζουνε, πότε να μουντζώνουνε.
αράματα 19 του Νοέμβρη του ’48. Ο Γόδας εκτελέστηκε κοιτώντας τους δολοφόνους του στα μάτια και φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού. Στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει», ο Σταμάτης Σκούρτης γράφει για την εκτέλεση: «…Ο ήλιος σκάει πίσω απ’ τα βουνά και δεν ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν απ’ το αίμα, ή ο ήλιος;».
Για την απάντηση του Γόδα, όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία, ο Σκούρτης διηγείται: «Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή».