κλείνοντας με τις ΠΙΠΕΣ σας
και δεδομένου ότι καιρό ΤΩΡΑ μιλάω για τη [size=18pt]
ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΧΕΤΕ ΠΛΗΡΩΣ ΣΟΔΟΜΗΣΕΙ στη ΓΑΜΩΧΩΡΑ ΜΟΥ[/size]
πάρε μπας και σταματήσεις να μας πρήζεις τα παπάρια με τη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΤΑΤΗ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ και το ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ.
Κυριακή, Φεβρουάριος 14, 2010
Η βουλευτική ασυλία ως περιορισμός ανθρώπινου δικαιώματος
Ο θεσμός του ανεύθυνου και ακαταδίωκτου των βουλευτών που προβλέπεται στο Σύνταγμα (άρθρα 61 και 62) συνιστά στην ουσία έναν περιορισμό του ατομικού δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ.). Διότι ο πολίτης όταν έχει θιγεί από κάποιον που απέκτησε τη βουλευτική ιδιότητα, δεν μπορεί να έχει δικαστική προστασία αν προηγούμενως η Βουλή δεν δώσει την σχετική άδεια. Αυτός ο κανόνας όμως δεν μπορεί να είναι ανεξαίρετος, δεδομένου ότι πρόκειται για περιορισμό ατομικού δικαιώματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να προβλέπονται από το Σύνταγμα (ή το νόμο) και “να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Επομένως ακόμα και οι συνταγματικά προβλεπόμενοι περιορισμοί ατομικών δικαιωμάτων, όπως εν προκειμένω η βουλευτική ασυλία, πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση, ως προς τη συμβατότητά τους προς την αρχή της αναλογικότητας.
Διότι η ορθή εφαρμογή του Συντάγματος επιβάλλει, όταν οι διατάξεις του – που έχουν όλες τις ίδια τυπική ισχύ, άρα δεν επιτρέπεται ο πλήρης εξοβελισμός της μίας υπέρ της άλλης – έρχονται σε “σύγκρουση”, να επιδιώκει ο ερμηνευτής τη διάσωση του περιεχομένου, με σκοπό την ισόρροπη συνεφαρμογή τους.
Η αρχή της αναλογικότητας θέτει ως κριτήριο απόφασης τον σκοπό της θέσπισης μιας διάταξης, σε σχέση με τη συγκεκριμένη εφαρμογή της. Ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας αφορά την προστασία του κύρους του πολιτεύματος -στην Κοινοβουλευτική του διάσταση- από καταχρηστικές μηνύσεις ή ακόμα και “προσβλητικές” δικαστικές αποφάσεις (!) που θα οδηγούσαν στην φυλακή τους βουλευτές. Γι' αυτό τίθεται ως “φίλτρο” η απόφαση του Σώματος των βουλευτών.
Ωστόσο, για τις πράξεις που τέλεσε κάποιος πριν λάβει τη βουλευτική ιδιότητα, αμφισβητείται σοβαρά κατά πόσον ο σκοπός προστασίας του κύρους του πολιτεύματος υπηρετείται από την βουλευτική ασυλία. Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί μάλιστα δύο φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επειδή η άκαμπτη εφαρμογή του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως το ανθρώπινο αυτό δικαίωμα κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται για την αντανάκλαση του άρθρου 20 του δικού μας Συντάγματος, στην ορολογία του ευρωπαϊκού δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Συγκεκριμένα, στην υπόθεση “Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας”, το ΕΔΔΑ ανέφερε στην απόφασή του:
«48. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αίτηση προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του Κ.Τ., υπεβλήθη για τα αδικήματα της εκβιάσεως, της παραβάσεως καθήκοντος και της δωροδοκίας. Τα αδικήματα αυτά διαπράχθηκαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, το 1997, δηλαδή πριν από την εκλογή, το 2000, του Κ.Τ. ως βουλευτή. Έτσι, οι αποδιδόμενες στον Κ.Τ. πράξεις τελέσθηκαν περίπου τρία χρόνια πριν από την εκλογή του ως βουλευτή. Ως εκ τούτου, οι επίμαχες πράξεις δεν ηδύναντο να σχετίζονται με την άσκηση, από τον Κ.Τ., κοινοβουλευτικών καθηκόντων. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αποδιδόμενη στον Κ.Τ. συμπεριφορά μάλλον εμπίπτει στο πεδίο του ποινικού σκέλους διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, σχετικά με την τέλεση αδικημάτων με ιδιαιτέρως άνομο περιεχόμενο. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά του Κ.Τ. προδήλως δεν ενέπιπτε στο πεδίο των βουλευτικών καθηκόντων του. Ωστόσο, σε παρόμοια περίπτωση, δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογηθεί άρνηση προσβάσεως στη δικαιοσύνη ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που η διαφορά μεταξύ του προσφεύγοντος και του Κ.Τ. θα εντασσόταν σε πολιτικό πλαίσιο (βλ., προς την κατεύθυνση αυτή, Cordova κατά της Ιταλίας (no 1), προαναφερθείσα, § 62).
Κατά το Δικαστήριο, η απουσία προφανούς σχέσεως με βουλευτική δραστηριότητα απαιτεί μία κατά γράμμα ερμηνεία της έννοιας της αναλογικότητας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και στα χρησιμοποιούμενα μέσα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία οι περιορισμοί στο δικαίωμα προσβάσεως απορρέουν από μία απόφαση πολιτικού οργάνου. Ένα διαφορετικό συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με περιορισμό, κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως, του δικαιώματος προσβάσεως των ιδιωτών σε δικαστήριο κάθε φορά που οι καταγγελλόμενες ενώπιον της δικαιοσύνης πράξεις έχουν τελεσθεί από βουλευτή (mutatis mutandis, Cordova κατά της Ιταλίας (no 1), προαναφερθείσα, § 63).
50. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Κυβέρνηση δεν αναπτύσσει επαρκώς το επιχείρημά της, σύμφωνα με το οποίο ο προσωρινός χαρακτήρας της βουλευτικής ασυλίας δεν θα εμπόδιζε τον προσφεύγοντα να ανανεώσει το αίτημά του, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη, μετά τη λήξη της θητείας του Κ.Τ. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό ερείδεται επί της υποθέσεως ότι ο Κ.Τ. θα έπαυε πλέον να είναι βουλευτής. Ωστόσο, η Κυβέρνηση δεν παρέχει κάποιο στοιχείο ως προς την ισχύουσα κατάσταση του Κ.Τ. Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει περιορισμό ως προς την ανανέωση της κοινοβουλευτικής θητείας. Ως εκ τούτου, μπορούσε ο Κ.Τ. να εκλέγεται συνεχώς βουλευτής στο μέλλον, αποστερώντας έτσι οριστικώς τον προσφεύγοντα από το δικαίωμά του να αιτηθεί την άσκηση ποινικής διώξεως. Τέλος, το Δικαστήριο φρονεί ότι η αναστολή πάσης ποινικής διώξεως σε βάρος βουλευτού κατά την κοινοβουλευτική θητεία του, θα είχε ως συνέπεια την παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος ανάμεσα στην τέλεση των επίμαχων πράξεων και στην έναρξη της ποινικής διώξεως, καθιστώντας την ποινική δίωξη αβέβαιη, ειδικότερα όσον αφορά την απόδειξη. Όπως έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο σε άλλη περίπτωση, ο χρόνος ο οποίος απαιτείται για την εξέταση προσφυγής, μπορούσε να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητά της (βλ., mutatis mutandis, Ganci κατά της Ιταλίας, no 41576/98, § 30, CEDH 2003-XI).
51. Εν όψει των όσων εκτίθενται ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι η άρνηση του Προέδρου της Βουλής να άρει τη βουλευτική ασυλία του Κ.Τ. παραβίασε το δικαίωμα προσβάσεως του προσφεύγοντος σε δικαστήριο. Υπήρξε, επομένως, παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως.»
Επιπλέον, στην πρόσφατη απόφαση Συγγελίδης κατά Ελλάδος, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ασυλία πρέπει να αφορά πράξεις που συνδέονται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Αναφέρει λοιπόν:
«46. Σε σχέση με αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει πως, αν ερμηνευθεί σωστά στα πλαίσια του Άρθρου 6.1, το Άρθρο 62 του Συντάγματος της Ελλάδας επιτρέπει στη Βουλή των Ελλήνων να αρνείται τη χορήγηση άδειας για ποινική δίωξη μόνο όταν οι ενέργειες στις οποίες βασίζεται η δίωξη έχουν εμφανή σχέση με τα βουλευτικά καθήκοντα.»
Καθίσταται έτσι σαφές ότι η ορθή εφαρμογή του Συντάγματος επιβάλλει αυτό τον έλεγχο αναλογικότητας έτσι ώστε να διασφαλίζεται τόσο το κύρος του πολιτεύματος, όσο και η ενάσκηση του ανθρώπινου δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. H βουλευτική ασυλία δεν είναι λοιπόν ανεξαίρετος κανόνας, πράγμα που ο εφαρμοστής του δικαίου στην ολότητά του (Σύνταγμα + ΕΣΔΑ) δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να παραβλέπτει χωρίς να οδηγείται σε αντιεπιστημονικά συμπεράσματα που θίγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.