Νεοφιλελευθερισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν μια οικονομική φιλοσοφική θεωρία που εμφανίστηκε το 1938 μεταξύ Ευρωπαίων φιλελεύθερων οικονομολόγων που προσπαθούσαν να προτείνουν έναν "Τρίτο Δρόμο" ή "Μέση Οδό" μεταξύ του κλασικού φιλελευθερισμού και του κολλεκτιβιστικού κεντρικού σχεδιασμού[1]. Κατά την αρχική του διατύπωση, στον νεοφιλελευθερισμό "προείχε η ελεύθερη λειτουργία του μηχανισμού τιμών της ανοικτής αγοράς, η ελεύθερη επιχειρηματικότητα, ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και ένα ισχυρό και άτεγκτο "Κράτος Δικαίου".[2]. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Μισέλ Φουκώ χρησιμοποίησε το 1978 και 1979 τον όρο "νεοφιλελευθερισμός" στις διαλέξεις του για τη "Βιοπολιτική" [3] ως έναν ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, ακριβώς με την έννοια που χρησιμοποιήθηκε το 1938 στο συνέδριο "Colloque Walter Lippmann" των Παρισίων.
Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη]
1 Ο Ευρωπαϊκός "Νεοφιλελευθερισμός" 1938-1978
2 "Νεοφιλελευθερισμός" στις ΗΠΑ
3 "Νεοφιλελευθερισμός" κατά τους Μαρξιστές
4 Η σύγχυση στον 21ο αιώνα
5 Μονεταρισμός/Απορρύθμιση
6 Δείτε επίσης
7 Παραπομπές
8 Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
9 Βιβλιογραφία
Ο Ευρωπαϊκός "Νεοφιλελευθερισμός" 1938-1978[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα κίνητρα των νεοφιλελευθέρων κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940 ήταν η επιθυμία να αποφύγουν τις αποτυχίες των πολιτικών που οδήγησαν στην κρίση του 1929, οι οποίες αποδίδονταν σε ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, ενώ ταυτόχρονα να αποφύγουν τον απάνθρωπο Εθνικοσοσιαλισμό. Στις δεκαετίες του 1940 και 1950, η νεοφιλελεύθερη θεωρία διέφερε αρκετά από τη laissez-faire προσέγγιση του κλασικού φιλελευθερισμού και αντιπρότεινε μία οικονομία της αγοράς που θα ελεγχόταν από τους κανόνες ενός ισχυρού κράτους δικαίου, ένα μοντέλο που τελικά ονομάστηκε Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς και αργότερα εφαρμόστηκε με επιτυχία στη Σκανδιναβία και τη Γερμανία (όπου ονομάστηκε Soziale Martkwirtschaft).
Είναι χαρακτηριστικό πως ο υπέρμαχος των laissez-faire οικονομικών της ελεύθερης αγοράς, Λούντβιχ φον Μίζες, κατέκρινε σφόδρα τη "νεοφιλελεύθερη" αντίληψη εκείνων των καιρών, που απαιτούσε μία ισχυρή κρατική παρέμβαση για να "μπαίνει τάξη στον ανταγωνισμό".[4]
Έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αυτό που οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν ως "νεοφιλελευθερισμό" προσιδιάζει σε αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως "σοσιαλδημοκρατία", και εκφράστηκε από τον Γάλλο διανοητή Μισέλ Φουκώ ο οποίος έγραφε το 1978 πως ο "νέο-φιλελευθερισμός" ήταν "η Γερμανική κοινωνική οικονομία της αγοράς: […] η αγορά, αν και αποτελεί τον μόνο ορθολογικό τρόπο εκτίμησης αξιών, είναι πολύ ασταθής από μόνη της και έτσι απαιτεί στήριξη, διαχείριση, και «ευταξία» που επιβάλλεται από το κράτος πρόνοιας (π.χ. βοήθημα ανεργίας, ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, στεγαστική πολιτική, κλπ.) [5], "ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι Άνταμ Σμιθ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κοινωνία της αγοράς",[6] και "Ο νεο-φιλελευθερισμός δεν πρέπει να συγχέεται με το laissez-faire, αλλά με την ανάγκη για συνεχή [κρατική] εποπτεία, δραστηριότητα, και ρύθμιση" [7].
"Νεοφιλελευθερισμός" στις ΗΠΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά τη δεκαετία του 1980, κι ενώ οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν τον όρο "νέο-φιλελευθερισμό" σε σχέση με τη Γερμανική κοινωνική οικονομία της αγοράς, στις ΗΠΑ εμφανίστηκε ένα άλλο κίνημα που συσχετίστηκε με τον όρο "νεοφιλελευθερισμός": ήταν εκείνο της Αμερικανικής Αριστεράς του 1981[8], το οποίο οργανώθηκε γύρω από δύο περιοδικά: το "New Republic" και το "Washington Monthly". Ο "πατέρας" αυτού του κινήματος ήταν ο δημοσιογράφος Τσαρλς Πίτερς,[9] ο οποίος δημοσίευσε το 1983 το "Μανιφέστο ενός Νεοφιλελεύθερου".[10].
Δύο εξέχοντες εκπρόσωποι του κινήματος των "νεοφιλελευθέρων" του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και ο πρώην αντιπρόεδρος Αλ Γκορ.
"Νεοφιλελευθερισμός" κατά τους Μαρξιστές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο όρος "νεο-φιλελευθερισμός" έχει ερμηνευθεί από τους Μαρξιστές οικονομολόγους τελείως διαφορετικά απ' ό,τι τον ερμήνευαν οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί "νεοφιλελεύθεροι" των δεκαετιών από το 1938 έως και τα τέλη του 20ου αιώνα.
Η Μαρξιστική θεώρηση του "νεοφιλελευθερισμού" εντάσσεται στο πλαίσιο των ψυχροπολεμικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1980, όπου τα κομμουνιστικά καθεστώτα προσπαθούσαν να εδραιώσουν μια νέα ιδεολογική ερμηνεία του καπιταλισμού. Η νέα αυτή θεώρηση βασίστηκε στη Λατινική Αμερική, και συγκεκριμένα την ανατροπή το 1973 του σοσιαλιστικού καθεστώτος Αγιέντε στη Χιλή και την άνοδο του δικτατορικού καθεστώτος Πινοσέτ. Το καθεστώς Αγιέντε είχε αποστείλει στις ΗΠΑ, και κυρίως στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ομάδα Χιλιανών οικονομολόγων που ανεκλήθησαν από το καθεστώς Πινοσέτ κι έγιναν γνωστοί με το προσωνύμιο "Chicago Boys" (Παιδιά του Σικάγο). Η χρήση του όρου "νεοφιλελευθερισμός" για να περιγράψει το καθεστώς Pinochet ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980[11]. Οι Chicago Boys, που παρουσιάζονταν από τη σοβιετική προπαγάνδα ως Αμερικανοί ενώ ήταν Χιλιανοί, εφάρμοσαν μια οικονομική μεταρρύθμιση σε αμερικανικά πρότυπα, ενώ το καθεστώς καταπίεσε κάθε αντίδραση της σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης και δημιούργησε σύγχυση για την αποτελεσματικότητα των οικονομικών μέτρων, αλλά και πρόσφορο έδαφος για τη σοβιετική προπαγάνδα.
Η εννοιολογική αυτή μετατροπή του όρου "νεοφιλελευθερισμός" διαχύθηκε σύντομα στον αγγλόφωνο κόσμο, συνδεόμενη άμεσα με τον οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν και τη Σχολή του Σικάγου,[12], δημιουργώντας έτσι μία σύγχυση που συνεχίζεται έκτοτε σ' όλον τον κόσμο σχετικά με τον όρο "νεοφιλελευθερισμός". Ισπανόφωνοι συγγραφείς από τη Νότια Αμερική, όπως η Ελίζαμπεθ Μαρτίνες,[13] έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο "νεοφιλελευθερισμός" για να περιγράψουν την εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης γενικά, επεκτείνοντας τη σύγχυση. Οι Μαρξιστές οικονομολόγοι Ντ.Χάρβεϊ [14], T.Σόλτε [15], K.Φουκς[16], κ.α. παρουσιάζουν τον "νεοφιελευθερισμό" ως μία ιδεολογία που επεβλήθη από την άρχουσα τάξη για να εδραιώσει την επικράτησή της έναντι των άλλων κοινωνικών τάξεων. Η νέο-μαρξιστική σχολή των Τ.Ντην[17], Γ.Μπράουν[18] κ.α. παρουσιάζουν τον "νεο-φιλελευθερισμό" ως εξαναγκασμό του κράτους να λειτουργεί με όρους των αγορών.
Η σύγχυση στον 21ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά τον 21ο αιώνα, έχει συμβεί αυτό για το οποίο προειδοποιούσε ο Γκαμπλ: «πρέπει να αποφευχθεί να αντιμετωπίζεται ο ‘νέο-φιλελευθερισμός’ σαν κάτι που συμβαίνει παντού και στα πάντα»[19]. Πλέον ο όρος "νεοφιλελευθερισμός" ορίζεται διαφορετικά από τον κάθε αρθρογράφο, για πολλά άσχετα πράγματα ταυτόχρονα[20]. Σύμφωνα με τον Ν.Νονίνι, ο όρος «νέο-φιλελευθερισμός» εμφανίζεται πλέον σε σχέση με οποιοδήποτε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου[21].
Αυτό που έχει καταλήξει να ονομάζεται "νεοφιλελευθερισμός", δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται εννοιολογικά με τον φιλελευθερισμό.[22] Αφενός, ο φιλελευθερισμός, με απαρχή τον 16ο αιώνα, ήταν προσπάθεια υπέρβασης των θρησκευτικών πολέμων που ταλάνισαν την ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ ιδεολογικά αντιτάχθηκε στη μοναρχία προτάσσοντας το αίτημα για δημοκρατία και ελευθερία του ατόμου, δηλαδή εξέφρασε την Αριστερά κατά τη Γαλλική Επανάσταση, και ήταν η ιδεολογία της νεογέννητης αστικής τάξης του 18ου αιώνα. Αφετέρου, αφού ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια έννοια που έχει εμφανιστεί απο το 1938, μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι ιδιαίτερα «νέος», ενώ με τον τρόπο που αποδίδεται πλέον δεν είναι ούτε και ιδιαίτερα «φιλελεύθερος».[23]
Μονεταρισμός/Απορρύθμιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αυτό που οι μαρξιστές αποδίδουν στη Σχολή του Σικάγο θα πρέπει κανονικά να λέγεται "Μονεταρισμός", για τη θεωρία του οποίου ο Φρίντμαν κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών το 1976, οπότε και τοποθετήθηκε στη θέση του βασικού οικονομικού συμβούλου του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο μονεταρισμός εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ μετά την πτώση της προεδρίας του Κάρτερ και την ανάληψη της διοίκησης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεμάτων από τον Πολ Βόλκερ, καθώς επίσης και από τη Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και ο μονεταρισμός είχε μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα, προκάλεσε βραχυπρόθεσμα ανατρεπτικά αποτελέσματα στην αγορά εργασίας, τα οποία και οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές και έντονες αντιπαραθέσεις. Εν τέλει, οι ίδιες αυτές πολιτικές της Θάτσερ υιοθετήθηκαν και από το Εργατικό Κόμμα κατά την πρωθυπουργία του Τόνι Μπλερ, ενώ οι βασικές οικονομικές πολιτικές του Ρίγκαν συνέχισαν να εφαρμόζονται και από τους διαδόχους του, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Σήμερα ο μονεταρισμός αποτελεί θεμελιώδες σκέλος των σύγχρονων οικονομικών θεωριών που εφαρμόζονται από τις αναπτυγμένες χώρες, ενώ ονομάζεται και με τον όρο νεοκλασικά οικονομικά.
Σύμφωνα με τους νεο-μαρξιστές οικονομολόγους, αυτό που ονομάζουν "νεο-φιλελευθερισμός" εμπεριέχει μια εσωτερική αντίφαση, καθώς "επιδεικνύει πάθος για παρεμβατικότητα στο όνομα της μη-παρεμβατικότητας"[24]. Σύμφωνα με άλλους, το αίτημα για περισσότερο ελεύθερη αγορά, δηλαδή περισσότερο καπιταλισμό και λιγότερο κράτος, αποτελεί πόρισμα της οικονομικής επιστήμης[25]. Το αίτημα για "Ελεύθερη Αγορά" διαφέρει από το αίτημα για "Ελεύθερο Ανταγωνισμό", καθώς έχει αποδειχθεί στην πράξη πως ο ανταγωνισμός απαιτεί ρυθμιστική παρέμβαση των αρχών, ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των πιο αδύναμων έναντι της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης των ισχυρών[26].
Την κριτική της απορρύθμισης, η οποία βασίζεται στην "Αποτυχία των Αγορών", εκφράζουν χαρακτηριστικά οι νομπελίστες οικονομολόγοι Πολ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτς.[27] Οι κύκλοι μεγάλων υφέσεων που εμφανίστηκαν ιστορικά στον σύγχρονο καπιταλισμό θεωρούνται από πολλούς οικονομολόγους ως απόδειξη της μη αποδοτικής κατανομής πόρων από τον μηχανισμό της αγοράς, μια μη αποδοτική κατανομή που μπορεί να διατηρείται για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Άλλοι θεωρούν τις υφέσεις κυρίως νομισματικά φαινόμενα (μονεταρισμός) και όχι αποτέλεσμα πραγματικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα διαταραχών της προσφοράς. Ο "νεοφιλελευθερισμός" με την έννοια των "νεοκλασικών οικονομικών" συνδέεται από αρκετούς μαρξιστές διανοητές με την γενικότερη μετάβαση του καπιταλισμού σε νέο στάδιο, αυτό του "ολοκληρωτικού καπιταλισμού". Ο μοντέρνος ακαδημαϊκός αντίλογος εκφράζεται κυρίως από τη νεοκεϋνσιανή θεωρία, που υποστηρίζει περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό και αύξηση των δαπανών σε περιπτώσεις οικονομικών κρίσεων.