Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς
Όπως κατέθεσε, ο κ. Καΐρης ο ίδιος μετά την απώλεια της συζύγου του εκείνος δεν είχε που να μείνει. Είπε χαρακτηριστικά: «Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν, ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από το Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή αλλιώς «θα πληρώσεις». Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει φύγετε;''». Κλείνοντας την κατάθεσή του ο μάρτυρας διάβασε ένα ποίημα εις μνήμην της του συζύγου, συγκλονίζοντας το ακροατήριο.
«Κάηκε σαν ποντίκι μέσα στη φάκα»
Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε.
Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγα να πάρω τη μητέρα μου, μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχίζονταν. Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα. Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας χωρίς βοήθεια. Όλοι ήταν στη Κινέττα λόγω της Motor Oil και έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει…. Όπως και ο κατηγορούμενος, ο κ. Πορτοζούδης. Είχε πάρει το δεσμό του να πάει για καφέ. Άνθρωποι καιγόντουσαν και αυτός είχε πάει για καφέ. Ποτέ δεν θα βγάλω αυτό το ηχητικό από το κεφάλι μου. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε στο Κράτος, ούτε στην αστυνομία. Κανένας δεν μας βοήθησε. Ζήσανε μόνοι τους, όσοι έζησαν και πέθαναν μόνοι τους όσοι πέθαναν. Θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει τον κόσμο ότι κινδυνεύει, να έχουν φτιάξε ένα πλάνο για την ασφαλή διαφυγή τους».
Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική «φύγε εσύ». Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα μου. Κράτησα τη ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο και την τράβηξα με τα χέρια και την πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δυο αγγέλους. Δυο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί εκτός υπηρεσίας που ήρθαν και μας βρήκανε. Αυτοί μας σώσανε. Και σώσανε και 20 με 30 ακόμη άτομα. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Βγάλανε και άλλους από ένα σπίτι δίπλα. Δυστυχώς δεν μπορούσανε να σηκώσουν τη γυναίκα μου, να την βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό και την πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς. Εγώ μπήκα στο νοσοκομείο Δεν υπήρχε ενημέρωση από κανέναν. Τίποτα δεν υπήρχε, τίποτα. Πληρώνουμε τους φόρους τα πάντα. Δεν έπρεπε να μας βοηθήσουν; Με έσωσε ο Θεός. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι, κάτι να σωθούμε. Έχω κάνει δυο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου. Πρέπει να κάνω ακόμη δυο χειρουργεία στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά δεν με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα. 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με τη φωτιά θα είχα λιώσει. Έχω θέματα υγείας με τα χέρια και με τα νεύρα από τα καψίματα. Ζητώ Δικαιοσύνη για την αμέλεια και εύχομαι να συμβεί ποτέ ξανά αυτό».
«Ο γιος μου πρώτα λιποθύμησε από τον καπνό και μετά κάηκε»
Δίκη για Μάτι: Νέες συγκλονιστικές καταθέσεις για τη φονική πυρκαγιά - «Κάηκε σαν ποντίκι μέσα στη φάκα»