και πατριωτική η
Katerina Sakellaropoulou
Βρέθηκα το σαββατοκύριακο στα Γιάννενα, τα «γυάλινα και μαλαματένια», όπως τα ονομάζει ένας αγαπητός μου ποιητής, ο Μιχάλης Γκανάς. Στον ανθότοπο των ονείρων, όπως τα χαρακτήριζε σε ένα ποίημά του ο Γιοσέφ Ελιγιά. Στην πόλη των θρύλων, των παραδόσεων, της ποίησης, των δημοτικών τραγουδιών, της μυστηριακής γοητείας, αλλά και την πόλη τη ζυμωμένη με το αίμα των ανυπότακτων Ελλήνων. Στην κοιτίδα των δασκάλων του Γένους, των ηρωικών υπερασπιστών του αγώνα «της σπάθης και της διανοίας», των εθνικών ευεργετών, των πολυμήχανων εμπόρων, των επιδέξιων τεχνουργών, του ελληνικού διαφωτισμού, της αναγέννησης του νεότερου ελληνισμού. Ήρθα, με αφορμή την 108η επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, για να τιμήσω όλους εκείνους που αγωνίστηκαν ώστε να επιστρέψει η πόλη στους κόλπους της μητέρας πατρίδας. Τους νέους που πολέμησαν ασταμάτητα 85 μέρες ώσπου να καταλάβουν την πόλη, και τις γυναίκες που τάχθηκαν στο πλευρό των ανδρών μαχόμενες σαν λέαινες, όπως έγραψε η Καλιρρόη Παρέν στην Εφημερίδα των Κυριών το φθινόπωρο του 1913. Εκείνες που από την ίδρυση της Ηπειρωτικής Εταιρίας, το 1906, εντάχθηκαν στις τάξεις της από την πρώτη στιγμή. Εκείνες που προσχώρησαν εθελοντικά στο Μεικτό Στράτευμα Ηπείρου. Την καπετάνισσα Μαρία Ναστούλη Κιτσοπούλου. Τη Λαμπρινή Λώλη. Τη νοσοκόμα Ασπασία Ράλλη, που πολέμησε γενναία στη μάχη του Δρίσκου. Τις «άντρισσες» των Τσεριτσάνων που κουβάλησαν όπλα, πυρομαχικά και τρόφιμα, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, στα δυο βουνά της Ολύτσικας, όταν ο ελληνικός στρατός έδινε την κρίσιμη μάχη για να πέσει η Μανωλιάσα και το Μπιζάνι.
Διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο, τα αποσπάσματα από τα ημερολόγια των μαχητών του Μπιζανίου που διασώθηκαν στο χρόνο, βλέπει κανείς ολοκάθαρα πόσο μεγάλη, συμβολική σημασία είχε για τους Έλληνες η ενσωμάτωση των Ιωαννίνων στον εθνικό κορμό. Κι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι τα Γιάνεννα συνέλαβαν από πολύ νωρίς την ιδέα της εθνεγερσίας, αλλά στην δυναμική της παιδείας τους, που ενίσχυε ήθος, πνεύμα και φρόνημα και ενέπνεε εθνική ανάταση. Γι’ αυτό και έσπευσαν εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα να πολεμήσουν στο ηπειρωτικό μέτωπο, κάνοντας με τον ηρωισμό τους την Θάλεια Φλωρά-Καραβία –τη σπουδαία ζωγράφο που εγκατέλειψε την ασφάλεια του σπιτιού της στην Αλεξάνδρεια, ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στην Ήπειρο, αποτύπωσε με συγκλονιστική ζωντάνια στο χαρτί στρατιωτικούς, νοσοκόμες, κληρικούς, απλούς στρατιώτες, σκηνές από τα πεδία μάχης και τα νοσοκομεία εκστρατείας, και μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη, μαζί με τους νικητές– να γράψει στο ημερολόγιό της: «Το Μπιζάνι παραδόθηκε με τριάντα χιλιάδες Τούρκων! Εδώ παύει πλέον η δύναμη της πέννας και των λόγων».
Όμως όχι, η δύναμη των λόγων δεν παύει. Για όλους εμάς τους μεταγενέστερους, τα γραπτά όσων έζησαν από κοντά τις ηρωικές μάχες και την αγαλλίαση της νίκης είναι ένας αγωγός μνήμης, μέσα από τον οποίο περνάει και σε μας η βιωμένη εμπειρία τους, μας συγκινεί και μας συνεγείρει. Και κάθε φορά που τιμάμε τις κορυφαίες στιγμές και τα ηρωικά πρόσωπα της ιστορίας μας επιβεβαιώνουμε τη συνεχή παρουσία του παρελθόντος στο παρόν μας, το αναζωογονούμε με το νόημά του, βαθαίνουμε την ιστορική μας συνείδηση. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, κορυφαία στιγμή της νεότερης ιστορίας μας, δεν είναι μόνο μια στρατιωτική και πολιτική επιτυχία. Είναι, κυρίως, επιτυχία πνευματική.
Αυτή την πνευματικότητα, την καλαισθησία, την αγάπη για την πρόοδο συναντά και σήμερα κανείς σε κάθε του βήμα στην πόλη των Ιωαννίνων. Κι όταν ο τόπος επανέλθει σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, η Ήπειρος μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη προς όφελος όλης της χώρας. Το εγγυάται το ρηξικέλευθο, βαθιά προοδευτικό πνεύμα των Ηπειρωτών. Πιστεύω ότι όπως άλλοτε, έτσι και σήμερα, θα κάνει το θαύμα.