Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το
άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ.
α`ΝΔ 118/1973, "χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοιχτόν λογαριασμόν
επ`ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte joint, joint account) είναι
εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης
λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των
λοιπών, είτε εις, είτε τινές και πάντες κατ` ιδίαν οι δικαιούχοι" (άρθρο 1
παρ. 1). "Η χρηματική κατάθεσις περί ης η προηγούμενη παράγραφος επιτρέπεται
να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό
προειδοποίησιν" (άρθρο 1 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και
με εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων
επί ανωνύμων εταιριών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε
περίπτωση χρηματικής καταθέσεως στο όνομα του ιδίου καταθέτη και τρίτου ή
τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα
ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς απ` αυτούς,
παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της
κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα
η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν
από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο
το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της
απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως
προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο
πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για
την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ
τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του
ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην
ανάληψη του ποσού. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν.
5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ`
στοιχ. α` ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι "επί των καταθέσεων τούτων
δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των
δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως
εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων". Και ότι "διάθεσις
της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν
επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ
της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων... ουδέν
δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως". Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από
τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών
σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία
έχει γίνει η κατάθεση και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με
τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους
καταθέτες, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του
έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν,
επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν
μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς την συγκατάθεση της τράπεζας. Ο
επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να
εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του
αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ` αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης
που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των
καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν 5638/1932, σε
περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως ("ιδίω
ονόματι" και "εξ ιδίου δικαίου) η κατάθεση και ο απ` αυτήν λογαριασμός στους
επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν
μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της
κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο,
ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια.