Όταν ο Καζαντζάκης ονειρεύτηκε το Χόλιγουντ
Μέσα δεκαετίας του '50.
Τα βιβλία του διαβάζονται πια σε όλο τον κόσμο και οι κριτικές του έργου του από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του εξωτερικού είναι διθυραμβικές.
Το όνομά του βρίσκεται στις λίστες της Σουηδικής Ακαδημίας.
Ο Ζυλ Ντασσέν εξασφαλίζει τα δικαιώματα του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και επισκέπτεται μαζί με τη Μερκούρη τον συγγραφέα στο σπίτι του στην Αντίμπ, στη νότια Γαλλία, όπου κουβεντιάζουν μαζί του για τα επικείμενα γυρίσματα.
Την ίδια περίοδο, το Χόλιγουντ του χτυπάει την πόρτα:
ο πρόεδρος της 20th Century Fox, ο ελληνικής καταγωγής Σπύρος Σκούρας, του προτείνει να γράψει ένα σενάριο με ελληνικό περιεχόμενο.
Ο Καζαντζάκης στρώνεται στη δουλειά.
Ένα παλιό του όνειρο έχει μόλις ξυπνήσει.
Η επιθυμία του Καζαντζάκη να γράψει σενάρια για το σινεμά είχε γεννηθεί δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα.
Το «μικρόβιο» του το κόλλησε ο Ρουμάνος συγγραφέας Παναΐτ Ιστράτι, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1920 τον έφερε σε επαφή με την πανίσχυρη τότε σοβιετική κινηματογραφική εταιρεία VUFKU, η οποία του παρήγγειλε ένα σενάριο για την Επανάσταση του 1821.
Όσο έγραφε, ο Καζαντζάκης εντυπωσιάστηκε με τις δυνατότητες και τις προκλήσεις της συγγραφής ενός σεναρίου και σε μια επιστολή του στον Παντελή Πρεβελάκη ανέφερε τα εξής:
«Σε κυριεύει μια πικρότατη ηδονή και υπερηφάνεια να δημιουργείς με τις σκιές πάθη, έρωτες, ορμές, να σμίγεις και να χωρίζεις, και να δημιουργείς ανθρώπους και σιωπηλά, σε μια στιγμή, να εξαφανίζουνται.
Καθώς ξέρετε και πρώτος ανακαλύψατε, αυτή η σκληρή ηδονή της τεράστιας ορμής και της απότομης εξαφάνισης χαραχτηρίζει ό,τι ως τώρα έγραψα».
Το σενάριο που παρέδωσε είχε τίτλο «Το κόκκινο μαντίλι», αλλά δεν έγινε ποτέ ταινία. Ούτε κάποιο από τα συνολικά οκτώ σενάρια που έγραψε με μεγάλη ορμή από το 1928 μέχρι το 1932.
Η ιδιότητα του Καζαντζάκη ως σεναριογράφου δεν είναι μυστική ούτε ακριβώς άγνωστη, αλλά ασφαλώς δεν είναι ιδιαίτερα προβεβλημένη.
Γι’ αυτό και είναι τόσο ενδιαφέρουσα η ανάγνωση της εξαιρετικής μελέτης «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο» (εκδ. Gutenberg) του Θανάση Αγάθου, επίκουρου καθηγητή του τμήματος Φιλολογίας, ο οποίος μελέτησε σφαιρικά τη σχέση του Κρητικού συγγραφέα με το σινεμά, από την προσπάθειά του να γράψει σενάρια μέχρι το πώς τελικά το έργο του μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, από το «Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ντασσέν και τον «Ζορμπά» του Κακογιάννη μέχρι τον «Τελευταίο πειρασμό» του Σκορσέζε και την πρόσφατη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, η οποία επί της ουσίας βασίζεται στην «Αναφορά στον Γκρέκο».
Μια ελληνική οικογένεια
«O Καζαντζάκης ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε να πειραματίζεται», λέει στο «Κ» ο κ. Αγάθος.
«Τον ενδιέφερε να δει πώς μπορεί ο λόγος να είναι εικονοποιήσιμος.
Εκτός απ’ αυτό, όμως, η αρχική του ενασχόληση με το σινεμά οφείλεται και στην προσπάθειά του να λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, αλλά και να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του να γίνει το όνομά του γνωστό διεθνώς».
Μέχρι το 1932, λοιπόν, γράφει πυρετωδώς, υπάρχουν σενάρια που ολοκληρώνονται σε 20 μέρες.
Όμως τεχνικά δεν είναι άρτια, πρόκειται περισσότερο για εκτενείς συνόψεις και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι θα χρειαζόταν καθοδήγηση.
«Το ενδιαφέρον γι’ αυτά τα κείμενα σήμερα δεν είναι αποκλειστικά ακαδημαϊκό», λέει ο κ. Αγάθος, «και θα μπορούσαν να διαβαστούν από οποιονδήποτε, καθώς δεν παύουν να φέρουν τη σφραγίδα του».
Ο συγγραφέας απογοητεύεται που τα σενάριά του πάνε χαμένα, αλλά προχωράει («είχε το πλεονέκτημα να τον ενδιαφέρουν πολλά διαφορετικά πράγματα», σχολιάζει ο κ. Αγάθος) και αποφασίζει να ολοκληρώσει το magnum opus του, την «Οδύσεια».
Έπειτα αφιερώνεται στη συγγραφή των μεγάλων του μυθιστορημάτων, με πρώτο το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» το 1946.
Το ενδιαφέρον του για τον κινηματογράφο, τουλάχιστον ως θεατή, δεν φαίνεται πάντως να ατονεί.
Σύμφωνα με τον Κακογιάννη, ο συγγραφέας τον συνόδευε κάποιες χρονιές στο Φεστιβάλ των Καννών.
Και όταν ήρθε η πρόταση της 20th Century Fox, ο Καζαντζάκης την αντιμετώπισε θετικά. Αρχικά, βέβαια, πρότεινε στον Σκούρα να διασκευάσει τον «Καπετάν Μιχάλη», και μάλιστα υπέδειξε τον Ελία Καζάν ως τον ιδανικό σκηνοθέτη.
Αυτό το σχέδιο δεν προχώρησε και ο Καζαντζάκης ξεκίνησε να γράφει ένα πρωτότυπο σενάριο με προσωρινό τίτλο «Μια ελληνική οικογένεια»:
πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας στην Ιθάκη, με σαφείς παραπομπές στην Οδύσσεια και στοιχεία από την ελληνική πραγματικότητα των δεκαετιών του ’40 και του ’50.
«Η Fox ήθελε να εκμεταλλευτεί την παγκόσμια φήμη του Καζαντζάκη, καθώς τα βιβλία του είχαν ήδη γίνει μπεστ σέλερ», σχολιάζει ο κ. Αγάθος.
Ο συγγραφέας αλληλογραφεί με τον Σκούρα για μήνες.
Δέχεται τις υποδείξεις του και προσπαθεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του χολιγουντιανού στούντιο.
Το σενάριο που τελικά παραδίδει (στα αγγλικά) είναι «επαγγελματικό» και δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες απόπειρές του.
Δεν είναι σαφές γιατί τελικά η Fox το απορρίπτει.
«Το πακέτο “Καζαντζάκης – Οδύσσεια – Ελληνικό νησί” ήταν πολύ ελκυστικό», παρατηρεί ο κ. Αγάθος προσθέτοντας ότι η Fox ήθελε πράγματι κάτι «ελληνικό» εκείνη την περίοδο, εξ ου και επένδυσε στην ταινία «Το παιδί και το δελφίνι».
Λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του (Οκτώβριος 1957), ο Καζαντζάκης θα προλάβει να δει το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στις Κάννες (ο κ. Αγάθος παραθέτει δημοσίευμα της «Καθημερινής» που περιγράφει τον συγγραφέα να κλαίει συγκινημένος έξω από την αίθουσα), αλλά όχι και την τεράστια επιτυχία που είχαν οι επόμενες ταινίες που βασίστηκαν στα μυθιστορήματά του, οι οποίες έφτασαν μέχρι τα Όσκαρ και προσέθεσαν στη δημιουργία του παγκόσμιου μύθου του.