Ο Οδυσσέας ακούγοντας τα λόγια αυτά του Θερσίτη δεν χάνει καιρό. Τρέχει προς το μέρος του, του ρίχνει ένα απειλητικό βλέμμα και του λέει άγρια:
«Θερσίτη φαφλατά, βούλωσέ το κι ας έχεις βροντερή φωνή. Μόνο σε σένα αρέσει να τα βάζεις με τους βασιλιάδες. Δεν ήρθε στην Τροία πιο ποταπός άνδρας από όλους όσους ακολούθησαν τους Ατρείδες, έτσι μου φαίνεται. Κι όταν μιλάς, να μη λερώνεις το στόμα σου κατηγορώντας τους βασιλιάδες και να μην παραμονεύεις πότε θα γυρίσεις στην πατρίδα. Ακόμα δεν ξέρουμε πώς θα πάει ο πόλεμος κι αν θα επιστρέψουμε με το καλό ή με το κακό. Κάθεσαι τώρα εσύ και βρίζεις και κακολογείς τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, γιατί οι γενναίοι μας πολεμιστές του δίνουν πολλά δώρα. Λοιπόν μια φορά θα στο πω και βάλε το καλά στο μυαλό σου: αν σε πετύχω να λες πάλι, όπως τώρα, τέτοιες αηδίες, να μη με λένε Οδυσσέα, αν δεν σε βουτήξω από τα ρουχαλάκια σου και δεν στα βγάλω όλα ένα-ένα, ακόμα κι όσα κρύβουν τα αχαμνά σου, και δεν σε ξαποστείλω στα καράβια κλαμένο και δαρμένο αλύπητα».
Μετά από αυτές τις απειλές ο Οδυσσέας σηκώνει το σκήπτρο και ρίχνει στο Θερσίτη μερικές δυνατές στην πλάτη και στους ώμους. Ο Θερσίτης κουβαριάζεται κλαίγοντας, πέφτει κάτω και όλοι βλέπουν τις μελανιές και το πρήξιμο της πλάτης του από τα χτυπήματα. Τρομαγμένος και πονεμένος κάθεται ξανά στη θέση του, σκουπίζει τα δάκρυά του και κοιτάζει γύρω του σαν χαμένος. Οι άλλοι Αχαιοί αν και ενοχλημένοι με το θέαμα, ξεσπούν σε γέλια και λένε μεταξύ τους:
«Πω πω, αυτός ο Οδυσσέας! Πολλά σπουδαία πράγματα έχει κάνει και ξεχωρίζει για τις φρόνιμες συμβουλές και για τις προετοιμασίες του στον πόλεμο. Λοιπόν πάλι έκανε σπουδαία δουλειά που βούλωσε το στόμα αυτού του τιποτένιου συκοφάντη. Δεν θα τολμήσει πια ο θρασύς να προσβάλει με πρόστυχα λόγια τους βασιλιάδες».