Οξαποδω
Ανώτατος
- Εγγρ.
- 19 Αυγ 2009
- Μηνύματα
- 3.926
- Κριτικές
- 25
- Like
- 11.786
- Πόντοι
- 14.615
Χθες βράδυ ο υπέργηρος πατέρας μου, ενώπιον της συζύγου του και μητέρας μου, αφηγήθηκε το εξής περιστατικό:
Το 1951, ο πατέρας μου ήταν λοχίας στην Καστοριά.
Ο εμφύλιος είχε τελειώσει, αλλά ο στρατός συνέχιζε να είναι σε επιφυλακή.
Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί κυκλοφορούσαν οπλισμένοι στους δρόμους και στα μαγαζιά της Καστοριάς.
Ο πατέρας μου είχε επάνω του ένα υποπολυβόλο Thompson (γνωστό ως «τόμιγκαν») και στα μανίκια του τα γαλόνια του λοχία.
Τη νύχτα, μαζί με άλλους, μπήκαν σε ένα μπουρδέλο.
Ο χώρος αναμονής και επιδείξεων του μπουρδέλου ήταν μικρός, αλλά γεμάτος οπλισμένους φαντάρους που στριμώχνονταν για να δουν την εταίρα.
Η εταίρα, νεαρή και ευειδής, φορούσε ένα μωβ ριχτάρι, με πλούμια και χάντρες που γυάλιζαν στο μισοσκόταδο.
Ανάμεσα στα δεκάδες πρόσωπα, η εταίρα απευθύνθηκε στον πατέρα μου:
- Εσύ, εσύ τσαούση (σ.σ. λοχία), για έλα στο μέσα δωμάτιο να σου πω.
(Μπαίνουν στο δωμάτιο και η εταίρα κλείνει την πόρτα).
- Δε μου λες λοχία, μήπως έχεις έναν αδερφό που τον λένε Κίτσο;
- Ναι, έχω, πως το ξέρεις;
- Μοιάζετε πάρα πολύ, το κατάλαβα. Αχ…
- Τι αχ…
- Ο Κίτσος είναι αξέχαστος, μου λείπει, που είναι τώρα;
- Είναι στην Αθήνα, δουλεύει, όταν σχολάσεις μπορώ να σε πάω στο τηλεφωνείο για να τον καλέσουμε και να του μιλήσεις.
- Μπράβο τσαούση μου, μπράβο, θα πάμε να του τηλεφωνήσουμε, έλα το τώρα στην αγκαλιά μου.
(Ο πατέρας μου αποθέτει το πολυβόλο και συνουσιάζονται δωρεάν).
Μετά από ώρες, συναντιούνται στο τηλεφωνείο.
Καλούν τον Κίτσο.
Η συνομιλία δεν κράτησε πολύ.
Η εταίρα δεν καταλάβαινε τις αρλούμπες που της έλεγε ο Κίτσος.
Κάποια στιγμή εκείνη έβαλε το ακουστικό στο αυτί του πατέρα μου, μπας και καταλάβει αυτός.
Ούτε εκείνος κατάλαβε.
- Πατέρα, τι έλεγε ο θείος Κίτσος;
- Έλεγε κάτι λόγια μαζί με επιφωνήματα, κάτι πσιαφ, πσιουφ, δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Γιατί πρότεινες στην εταίρα να τηλεφωνήσετε στον Κίτσο;
- Για να τη γαμήσω τζιάμπα…
Το 1951, ο πατέρας μου ήταν λοχίας στην Καστοριά.
Ο εμφύλιος είχε τελειώσει, αλλά ο στρατός συνέχιζε να είναι σε επιφυλακή.
Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί κυκλοφορούσαν οπλισμένοι στους δρόμους και στα μαγαζιά της Καστοριάς.
Ο πατέρας μου είχε επάνω του ένα υποπολυβόλο Thompson (γνωστό ως «τόμιγκαν») και στα μανίκια του τα γαλόνια του λοχία.
Τη νύχτα, μαζί με άλλους, μπήκαν σε ένα μπουρδέλο.
Ο χώρος αναμονής και επιδείξεων του μπουρδέλου ήταν μικρός, αλλά γεμάτος οπλισμένους φαντάρους που στριμώχνονταν για να δουν την εταίρα.
Η εταίρα, νεαρή και ευειδής, φορούσε ένα μωβ ριχτάρι, με πλούμια και χάντρες που γυάλιζαν στο μισοσκόταδο.
Ανάμεσα στα δεκάδες πρόσωπα, η εταίρα απευθύνθηκε στον πατέρα μου:
- Εσύ, εσύ τσαούση (σ.σ. λοχία), για έλα στο μέσα δωμάτιο να σου πω.
(Μπαίνουν στο δωμάτιο και η εταίρα κλείνει την πόρτα).
- Δε μου λες λοχία, μήπως έχεις έναν αδερφό που τον λένε Κίτσο;
- Ναι, έχω, πως το ξέρεις;
- Μοιάζετε πάρα πολύ, το κατάλαβα. Αχ…
- Τι αχ…
- Ο Κίτσος είναι αξέχαστος, μου λείπει, που είναι τώρα;
- Είναι στην Αθήνα, δουλεύει, όταν σχολάσεις μπορώ να σε πάω στο τηλεφωνείο για να τον καλέσουμε και να του μιλήσεις.
- Μπράβο τσαούση μου, μπράβο, θα πάμε να του τηλεφωνήσουμε, έλα το τώρα στην αγκαλιά μου.
(Ο πατέρας μου αποθέτει το πολυβόλο και συνουσιάζονται δωρεάν).
Μετά από ώρες, συναντιούνται στο τηλεφωνείο.
Καλούν τον Κίτσο.
Η συνομιλία δεν κράτησε πολύ.
Η εταίρα δεν καταλάβαινε τις αρλούμπες που της έλεγε ο Κίτσος.
Κάποια στιγμή εκείνη έβαλε το ακουστικό στο αυτί του πατέρα μου, μπας και καταλάβει αυτός.
Ούτε εκείνος κατάλαβε.
- Πατέρα, τι έλεγε ο θείος Κίτσος;
- Έλεγε κάτι λόγια μαζί με επιφωνήματα, κάτι πσιαφ, πσιουφ, δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Γιατί πρότεινες στην εταίρα να τηλεφωνήσετε στον Κίτσο;
- Για να τη γαμήσω τζιάμπα…