Τον πάνω; Ή τον κάτω; Ιδού η απορία.
Τι είναι πλέον ευγενές; Να πάρει κανείς τον πάνω και να υποφέρει της λεκάνης τα τοξεύματα και σφενδονίσματά της, ή εις τον κάτω τα όπλα ν' αντιτάξει και να ιδεί το τέλος των με την αντίστασίν του;
Και τους δυό; Ποιος θα άντεχε να κοπιάσει τόσο, να στραγγίζει ο ιδρώτας κι η ψυχή του αν δεν ήταν ο θαυμασμός γι' αυτό που στέκεται εκεί. Εκεί που αρχίζει και τελειώνει η ηδονή. Σ' αυτήν την όμορφη σάρκα. Που σε ορίζοντα μακρινό σαν είδαν τέτοιους κώλους, ξεκίνησαν προσκυνητές. Κι εκείνοι που ξεκίνησαν και φύγαν ποτέ δεν ξαναφανήκαν στην πύλη. Το δέος ταράζει την θέληση και θέλεις να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο.