pornopapos
Ενεργό Μέλος
- Εγγρ.
- 9 Ιαν 2009
- Μηνύματα
- 42.180
- Like
- 34
- Πόντοι
- 366
Το έγκλημα – ο βιασμός.
Ο βιασμός της 16χρονης μετανάστριας είναι γενικά γνωστός. Στις αρχές Νοέμβρη 2006 στην Αμάρυνθο, στο σχολείο του χωριού, τέσσερις Έλληνες μαθητές (δύο εκ’ των οποίων ο ένας γιος μπάτσου και ο άλλος δασκάλου) βίασαν την κοπέλα στις τουαλέτες. Επίσης βιντεοσκόπησαν την πράξη του βιασμού. Κάποια άλλα «καλά κορίτσια» υποστήριξαν τους βιαστές λέγοντας ότι «τα ήθελε…» κ.λπ. Κάποιοι άλλοι βγήκαν αμέσως να πούνε ότι δεν ήταν βιασμός. Ενώ η μητέρα της κοπέλας έκανε μήνυση κάποιοι κακόπιστοι άντρακλες ελληναράδες της ντόπιας κοινωνίας ή γενικότερα συνέχισαν να αμφισβητούν το γεγονός. Ο σύλλογος των καθηγητών του σχολείου με πλήρη ομοφωνία αποφάσισε να αποβάλει τους μαθητές μαζί με την μαθήτρια(!!!). Την ίδια ευθύνη, δηλαδή, απέδωσαν στους θύτες και στο θύμα...θα είπαν: «τσ τσ τσ…Κακά παιδιά, δεν πρέπει να κάνετε τέτοια κακά πράγματα στο σχολείο μας» τσουβαλιάζοντας έτσι το θύμα με τους βιαστές μαθητές. Φυσικά πίσω από αυτή την πράξη τους (των καθηγητών) δεν κρύβεται μόνο η αυθαιρεσία της εξουσίας τους αλλά και ο απροκάλυπτος σεξισμός και ρατσισμός τους! Έτσι, ύστερα από την παρέμβαση κάποιων πολιτικάντηδων και των μμε, αποφάσισαν να πάρουν πίσω τις αποβολές τόσο από την κοπέλα όσο και από τους βιαστές (!!!)… Θα είπαν: «Ας μην δημιουργούμε ζητήματα, ας γίνουν όλα όπως πριν, σαν να μην έγινε τίποτα». Φυσικά η κοπέλα με την μητέρα της αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό το οποίο, με τη σιωπηρή ή ανοιχτή ταύτιση του με τους βιαστές, απειλούσε να ξεσπάσει πάνω τους. Και αυτό γιατί οι ντόπιοι μίσησαν ακόμη περισσότερο την μετανάστρια και την μητέρα της οι οποίες «τόλμησαν να δυσφημήσουν» το κωλοχώρι τους. Στην ουσία δηλαδή ήταν αυτοί οι οποίοι ταύτισαν τους εαυτούς τους και το χωριό τους (που «δυσφημίστηκε») με τους βιαστές και κανείς άλλος! Εξ’ αρχής έδειξαν την συν-ενοχή τους!
Η πορεία των αόρατων – το πογκρόμ
Χαλκίδα Κυριακή 19/11/06: Στο σταθμό των τρένων 120-130 αναρχικοί-αντιεξουσιαστές κυρίως από Θεσσαλονίκη και Αθήνα μαζεμένοι συζητάμε για το ποιόν της πορείας μας στην Αμάρυνθο, για το τι θα κάνουμε ακριβώς. Έχουμε αποφασίσει να μην απαντήσουμε με βία σε προκλήσεις των κατοίκων. Θα πετάξουμε τα τρικάκια μας, θα φωνάξουμε συνθήματα, θα γράψουμε σε δημόσιους τοίχους, θα μοιράσουμε προκηρύξεις και το πιο επίφοβο: θα γράψουμε με σπρέι πάνω στο φασιστικό μνημείο του χωριού. Με αυτό δεν θέλαμε φυσικά να γίνει κάποιος συνειρμός σε σχέση με τον εμφύλιο ή το ΕΑΜ (που πολιτικά δεν έχουμε σχέση) αλλά να το θίξουμε ως ένα ακόμη σύμβολο της εθνικιστικής μισαλλοδοξίας και παράδοσης της περιοχής. Όπως και να έχει, όσες παραμέτρους κι αν δεν σκεφτήκαμε, αυτά αποφασίσαμε.
Φτάσαμε με δύο πούλμαν στην Αμάρυνθο το μεσημέρι. Η πορεία στην αρχή έβαινε ομαλά. Γράψαμε συνθήματα στο σχολείο και προχωρήσαμε. Μια πρώτη λεκτική αντίδραση, ότι «Δεν ήταν βιασμός…» κ.λπ. συναντήσαμε εκεί. Η πορεία είχε πολύ παλμό και αρκετά πρωτότυπα συνθήματα για τα δεδομένα του «χώρου» στην ελλάδα: «Η πατριαρχία σε αυτήν την κοινωνία τελειώνει στα μπουρδέλα, αρχίζει στα σχολεία», «Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άνδρες καθημερινοί», «Ξένοι δεν είναι οι μετανάστες, ξένοι είναι οι βιαστές και όσοι τους κάνουν πλάτες», «Εγκληματίες είναι οι εθνικιστές και όχι οι μετανάστες και οι μετανάστριες» κ.α. Προχωρήσαμε και φτάσαμε κανονικά ως το μνημείο του χωριού όπου συγκεντρωθήκαμε μέχρι να γραφτεί αυτό που είχε συμφωνηθεί. Εκεί άρχισαν οι πρώτοι σκληροί διαπληκτισμοί. Ένας ντόπιος άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Δεν έλεγε, όμως, για το μνημείο αλλά για την κοπέλα που βιάστηκε: «Καλά της κάναμε!», «Έπρεπε να την γ…. μέχρι το μεδούλι» κ.α. που δεν έχει κανένα νόημα να απαριθμήσουμε. Αρχίσανε, τότε, και οι πρώτες απειλές εναντίον μας. Ένας πήγε να βγάλει κάτι από το αυτοκίνητο του (…) αλλά τελικά μας απείλησε ότι θα μας περιμένουν στο τέλος του χωριού. Καθώς φεύγαμε από το μνημείο, παραλιακά, διάφοροι έβριζαν και έκαναν την προσπάθεια να μπούνε στο μπλοκ μας με σκοπό να χτυπήσουν ή παρασυρμένοι από την οργή τους εναντίον των γυναικών του μπλοκ μας βρίζοντας τες παράλληλα αισχρά. Ευτυχώς δεν εκτράπηκε η πορεία όπως είχε συμφωνηθεί και προχωρήσαμε απωθώντας τους. Κάποιοι και κάποιες μεγάλοι και μικροί έβγαιναν στα μπαλκόνια και στις αυλές τους και μας έβριζαν. Εμείς συνεχίσαμε. Κάποια στιγμή ενημερωθήκαμε μέσω τηλεφώνου ότι τα πούλμαν με τα οποία ήρθαμε τα είχαν διώξει από την περιοχή που τα αφήσαμε. Πλέον βιαζόμασταν να φύγουμε… Καθώς βγαίναμε από το κύριο μέρος του χωριού μπροστά μας στα εκατό μέτρα είχαν ήδη μαζευτεί οι πρώτοι απ’ αυτούς. Το σκηνικό θύμιζε από μακριά συγκέντρωση παρακρατικών. Κρατούσανε ξύλα και άλλα. Αρχίσανε το πετροβολητό… Συνεχίσαμε. Ο πανικός είχε ήδη αρχίσει να ανάβει. Μας πήραν από πίσω, σε κάποια απόσταση στην αρχή, ύστερα πιο κοντά. Από έναν λόφο δεξιά μας, κόσμος μαζεμένος άρχισε να πετάει και αυτός πέτρες. Και ήμασταν ακόμη στην αρχή… Οι πέτρες μας περνούσαν ξυστά, δεν είχε τραυματιστεί κανείς ακόμη. Δεν βλέπαμε πουθενά μπροστά μας τα πούλμαν… Συγκροτηθήκαμε σε αλυσίδες. Ο πετροβολισμός από πίσω συνεχιζόταν για πολύ ώρα. Κάποιοι προσπαθούσαμε να τις αποκρούσουμε με τις σημαίες μας. Μπροστά μας είδαμε ότι είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι με αμάξια, ξύλα, λοστούς. Αυτοί έκαναν το εξής: Όσο τους πλησιάζαμε πήγαιναν και πιο πίσω για να έχουν ελεύθερο χώρο βολής. Αυτοί που ήταν από πίσω μας πλησίαζαν. Είχανε μαζί τους ξύλα, λοστούς, φτυάρια, τσουγκράνες, σούβλες και βρίζανε ανηλεώς: «Τι ήρθατε να κάνετε εδώ ρε …..», «Δεν θα φύγετε ζωντανοί». Οι βρισιές εναντίον των γυναικών ήταν τόσο αηδιαστικές…Δεν τις απαριθμούμε. Κάποια στιγμή από πίσω μας άρχισε ένα άγριο πετροβολητό από τα δύο μέτρα εναντίον μας, ένας σύντροφος έπεσε κάτω αναίσθητος από χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού… Αυτοί το μόνο που είπαν είναι: «καλά έπαθε», «ας πεθάνει, δεν μας νοιάζει». Κάποιοι σύντροφοι τον πήραν στα χέρια. Τότε άρχισε και το ξύλο σώμα με σώμα. Εμείς προσπαθούσαμε να αμυνθούμε. Αυτοί, γενικά, όποιον έβλεπαν να αμύνεται τόσο πιο βίαια τον χτυπούσαν. Δεν υπολόγιζαν απολύτως τίποτα, ένοιωθες ότι δεν είχες να κάνεις με ανθρώπους αλλά με μια μηχανή που σκορπάει αλόγιστα πέτρες, ξύλο και βωμολοχίες. Δεν υπήρχε περίπτωση να πειστούν να σταματήσουν ώστε να φύγουμε, ήθελαν εκδίκηση. Κανείς δεν ήξερε ποια θα ήταν τα όρια τους και αν θα υπήρχαν. Οι σύντροφοι που ήταν μπροστά τους και αμύνονταν ή προσπάθησαν να μιλήσουν έφαγαν πολύ ξύλο. Έριχναν κόσμο κάτω και τον χτυπούσαν. Χτύπησαν χωρίς οίκτο κάποιες συντρόφισσες. Απομόνωναν κόσμο στα χωράφια δεξιά και αριστερά και τον έδερναν αλύπητα. Κλοτσιές, μπουνιές, χτυπήματα με ξύλα και σίδερα. Εντωμεταξύ συνεχίζαμε να πορευόμαστε και τα πούλμαν πουθενά ακόμη. Νοιώθαμε πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Σταματούσαμε τα αμάξια που έρχονταν ώστε να φράξουν τον δρόμο στους εξαγριωμένους άντρες, αλλά τίποτα. Ένας από αυτούς μάλιστα, πρέπει να ήταν ντόπιος, άνοιξε γκάζι και χτύπησε μια κοπέλα. Οι τραυματισμοί πολλαπλασιάζονταν. Από τις πέτρες είχαν ανοίξει και άλλα κεφάλια. Ακούστηκε ότι τα πούλμαν ήταν στο επόμενο βενζινάδικο, είχαμε ήδη περπατήσει ένα ή δύο χιλιόμετρα. Αλλά δεν ήταν εκεί. Οι τύποι μπροστά συνέχισαν να πετάνε πέτρες και να βρίζουν ανηλεώς. Στο σημείο που ήταν το βενζινάδικο θέλησαν να μας στριμώξουν μέσα, για να μας δείρουν μέχρι θανάτου, για να μας κάψουν, ποιος ξέρει… Φώναζαν να πετάξουμε τις σημαίες μας: «Θέλετε να μας δείρετε ρε ….. γι’ αυτό τις φέρατε;». Οι περισσότερες σημαίες πετάχτηκαν στον δρόμο ενώ αυτοί συνέχιζαν να βαράνε και να ουρλιάζουν πιο λυσσασμένα. Στο βάθος κάποια στιγμή φάνηκε το ένα λεωφορείο. Μας τρομοκρατούσαν φωνάζοντας «Τρέξτε ρε!…..». Μια ολόκληρη πορεία έτρεχε και αυτοί από πίσω μας κυνηγούσαν. Κόσμος έπεφτε στο δρόμο και έτρωγε ξύλο, υπήρχε κίνδυνος να ποδοπατηθούμε. Τρόμος και ελπίδα που φτάνουμε επιτέλους στο πούλμαν. Αυτοί έφτασαν ως έξω από το πούλμαν, μέχρι κ’ εκεί βαρούσαν και έβριζαν. Μπήκαμε όπως-όπως μέσα, κάτσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Υπήρχε κίνδυνος μην ρίξουν πέτρες στα τζάμια και τα καλύψαμε με τα μπουφάν μας. Έβριζαν και έφτυναν τον οδηγό. Το λεωφορείο προχωρούσε και έμπαινε ακόμη κόσμος. Σε λίγο καταλάβαμε ότι είχαμε αφήσει κόσμο πίσω. Το παιδί που είχε χτυπήσει άσχημα το κεφάλι του ήρθε ασθενοφόρο από την Χαλκίδα και τον πήρε. Άφησε όμως πίσω του όλους αυτούς που τον κουβαλούσαν με τα χέρια. Αργότερα μάθαμε ότι κάποιοι μπάτσοι μάζεψαν τους συντρόφους που είχαν μείνει πίσω και τους έφεραν στο πούλμαν. Πολύ παρακάτω βρήκαμε και το άλλο πούλμαν και οι συντρόφισσες/οι από Αθήνα μπήκαν σε αυτό. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Όλοι ήμασταν σοκαρισμένοι από το εξοντωτικό μένος που αντιμετωπίσαμε.
Ο βιασμός της 16χρονης μετανάστριας είναι γενικά γνωστός. Στις αρχές Νοέμβρη 2006 στην Αμάρυνθο, στο σχολείο του χωριού, τέσσερις Έλληνες μαθητές (δύο εκ’ των οποίων ο ένας γιος μπάτσου και ο άλλος δασκάλου) βίασαν την κοπέλα στις τουαλέτες. Επίσης βιντεοσκόπησαν την πράξη του βιασμού. Κάποια άλλα «καλά κορίτσια» υποστήριξαν τους βιαστές λέγοντας ότι «τα ήθελε…» κ.λπ. Κάποιοι άλλοι βγήκαν αμέσως να πούνε ότι δεν ήταν βιασμός. Ενώ η μητέρα της κοπέλας έκανε μήνυση κάποιοι κακόπιστοι άντρακλες ελληναράδες της ντόπιας κοινωνίας ή γενικότερα συνέχισαν να αμφισβητούν το γεγονός. Ο σύλλογος των καθηγητών του σχολείου με πλήρη ομοφωνία αποφάσισε να αποβάλει τους μαθητές μαζί με την μαθήτρια(!!!). Την ίδια ευθύνη, δηλαδή, απέδωσαν στους θύτες και στο θύμα...θα είπαν: «τσ τσ τσ…Κακά παιδιά, δεν πρέπει να κάνετε τέτοια κακά πράγματα στο σχολείο μας» τσουβαλιάζοντας έτσι το θύμα με τους βιαστές μαθητές. Φυσικά πίσω από αυτή την πράξη τους (των καθηγητών) δεν κρύβεται μόνο η αυθαιρεσία της εξουσίας τους αλλά και ο απροκάλυπτος σεξισμός και ρατσισμός τους! Έτσι, ύστερα από την παρέμβαση κάποιων πολιτικάντηδων και των μμε, αποφάσισαν να πάρουν πίσω τις αποβολές τόσο από την κοπέλα όσο και από τους βιαστές (!!!)… Θα είπαν: «Ας μην δημιουργούμε ζητήματα, ας γίνουν όλα όπως πριν, σαν να μην έγινε τίποτα». Φυσικά η κοπέλα με την μητέρα της αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό το οποίο, με τη σιωπηρή ή ανοιχτή ταύτιση του με τους βιαστές, απειλούσε να ξεσπάσει πάνω τους. Και αυτό γιατί οι ντόπιοι μίσησαν ακόμη περισσότερο την μετανάστρια και την μητέρα της οι οποίες «τόλμησαν να δυσφημήσουν» το κωλοχώρι τους. Στην ουσία δηλαδή ήταν αυτοί οι οποίοι ταύτισαν τους εαυτούς τους και το χωριό τους (που «δυσφημίστηκε») με τους βιαστές και κανείς άλλος! Εξ’ αρχής έδειξαν την συν-ενοχή τους!
Η πορεία των αόρατων – το πογκρόμ
Χαλκίδα Κυριακή 19/11/06: Στο σταθμό των τρένων 120-130 αναρχικοί-αντιεξουσιαστές κυρίως από Θεσσαλονίκη και Αθήνα μαζεμένοι συζητάμε για το ποιόν της πορείας μας στην Αμάρυνθο, για το τι θα κάνουμε ακριβώς. Έχουμε αποφασίσει να μην απαντήσουμε με βία σε προκλήσεις των κατοίκων. Θα πετάξουμε τα τρικάκια μας, θα φωνάξουμε συνθήματα, θα γράψουμε σε δημόσιους τοίχους, θα μοιράσουμε προκηρύξεις και το πιο επίφοβο: θα γράψουμε με σπρέι πάνω στο φασιστικό μνημείο του χωριού. Με αυτό δεν θέλαμε φυσικά να γίνει κάποιος συνειρμός σε σχέση με τον εμφύλιο ή το ΕΑΜ (που πολιτικά δεν έχουμε σχέση) αλλά να το θίξουμε ως ένα ακόμη σύμβολο της εθνικιστικής μισαλλοδοξίας και παράδοσης της περιοχής. Όπως και να έχει, όσες παραμέτρους κι αν δεν σκεφτήκαμε, αυτά αποφασίσαμε.
Φτάσαμε με δύο πούλμαν στην Αμάρυνθο το μεσημέρι. Η πορεία στην αρχή έβαινε ομαλά. Γράψαμε συνθήματα στο σχολείο και προχωρήσαμε. Μια πρώτη λεκτική αντίδραση, ότι «Δεν ήταν βιασμός…» κ.λπ. συναντήσαμε εκεί. Η πορεία είχε πολύ παλμό και αρκετά πρωτότυπα συνθήματα για τα δεδομένα του «χώρου» στην ελλάδα: «Η πατριαρχία σε αυτήν την κοινωνία τελειώνει στα μπουρδέλα, αρχίζει στα σχολεία», «Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άνδρες καθημερινοί», «Ξένοι δεν είναι οι μετανάστες, ξένοι είναι οι βιαστές και όσοι τους κάνουν πλάτες», «Εγκληματίες είναι οι εθνικιστές και όχι οι μετανάστες και οι μετανάστριες» κ.α. Προχωρήσαμε και φτάσαμε κανονικά ως το μνημείο του χωριού όπου συγκεντρωθήκαμε μέχρι να γραφτεί αυτό που είχε συμφωνηθεί. Εκεί άρχισαν οι πρώτοι σκληροί διαπληκτισμοί. Ένας ντόπιος άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Δεν έλεγε, όμως, για το μνημείο αλλά για την κοπέλα που βιάστηκε: «Καλά της κάναμε!», «Έπρεπε να την γ…. μέχρι το μεδούλι» κ.α. που δεν έχει κανένα νόημα να απαριθμήσουμε. Αρχίσανε, τότε, και οι πρώτες απειλές εναντίον μας. Ένας πήγε να βγάλει κάτι από το αυτοκίνητο του (…) αλλά τελικά μας απείλησε ότι θα μας περιμένουν στο τέλος του χωριού. Καθώς φεύγαμε από το μνημείο, παραλιακά, διάφοροι έβριζαν και έκαναν την προσπάθεια να μπούνε στο μπλοκ μας με σκοπό να χτυπήσουν ή παρασυρμένοι από την οργή τους εναντίον των γυναικών του μπλοκ μας βρίζοντας τες παράλληλα αισχρά. Ευτυχώς δεν εκτράπηκε η πορεία όπως είχε συμφωνηθεί και προχωρήσαμε απωθώντας τους. Κάποιοι και κάποιες μεγάλοι και μικροί έβγαιναν στα μπαλκόνια και στις αυλές τους και μας έβριζαν. Εμείς συνεχίσαμε. Κάποια στιγμή ενημερωθήκαμε μέσω τηλεφώνου ότι τα πούλμαν με τα οποία ήρθαμε τα είχαν διώξει από την περιοχή που τα αφήσαμε. Πλέον βιαζόμασταν να φύγουμε… Καθώς βγαίναμε από το κύριο μέρος του χωριού μπροστά μας στα εκατό μέτρα είχαν ήδη μαζευτεί οι πρώτοι απ’ αυτούς. Το σκηνικό θύμιζε από μακριά συγκέντρωση παρακρατικών. Κρατούσανε ξύλα και άλλα. Αρχίσανε το πετροβολητό… Συνεχίσαμε. Ο πανικός είχε ήδη αρχίσει να ανάβει. Μας πήραν από πίσω, σε κάποια απόσταση στην αρχή, ύστερα πιο κοντά. Από έναν λόφο δεξιά μας, κόσμος μαζεμένος άρχισε να πετάει και αυτός πέτρες. Και ήμασταν ακόμη στην αρχή… Οι πέτρες μας περνούσαν ξυστά, δεν είχε τραυματιστεί κανείς ακόμη. Δεν βλέπαμε πουθενά μπροστά μας τα πούλμαν… Συγκροτηθήκαμε σε αλυσίδες. Ο πετροβολισμός από πίσω συνεχιζόταν για πολύ ώρα. Κάποιοι προσπαθούσαμε να τις αποκρούσουμε με τις σημαίες μας. Μπροστά μας είδαμε ότι είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι με αμάξια, ξύλα, λοστούς. Αυτοί έκαναν το εξής: Όσο τους πλησιάζαμε πήγαιναν και πιο πίσω για να έχουν ελεύθερο χώρο βολής. Αυτοί που ήταν από πίσω μας πλησίαζαν. Είχανε μαζί τους ξύλα, λοστούς, φτυάρια, τσουγκράνες, σούβλες και βρίζανε ανηλεώς: «Τι ήρθατε να κάνετε εδώ ρε …..», «Δεν θα φύγετε ζωντανοί». Οι βρισιές εναντίον των γυναικών ήταν τόσο αηδιαστικές…Δεν τις απαριθμούμε. Κάποια στιγμή από πίσω μας άρχισε ένα άγριο πετροβολητό από τα δύο μέτρα εναντίον μας, ένας σύντροφος έπεσε κάτω αναίσθητος από χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού… Αυτοί το μόνο που είπαν είναι: «καλά έπαθε», «ας πεθάνει, δεν μας νοιάζει». Κάποιοι σύντροφοι τον πήραν στα χέρια. Τότε άρχισε και το ξύλο σώμα με σώμα. Εμείς προσπαθούσαμε να αμυνθούμε. Αυτοί, γενικά, όποιον έβλεπαν να αμύνεται τόσο πιο βίαια τον χτυπούσαν. Δεν υπολόγιζαν απολύτως τίποτα, ένοιωθες ότι δεν είχες να κάνεις με ανθρώπους αλλά με μια μηχανή που σκορπάει αλόγιστα πέτρες, ξύλο και βωμολοχίες. Δεν υπήρχε περίπτωση να πειστούν να σταματήσουν ώστε να φύγουμε, ήθελαν εκδίκηση. Κανείς δεν ήξερε ποια θα ήταν τα όρια τους και αν θα υπήρχαν. Οι σύντροφοι που ήταν μπροστά τους και αμύνονταν ή προσπάθησαν να μιλήσουν έφαγαν πολύ ξύλο. Έριχναν κόσμο κάτω και τον χτυπούσαν. Χτύπησαν χωρίς οίκτο κάποιες συντρόφισσες. Απομόνωναν κόσμο στα χωράφια δεξιά και αριστερά και τον έδερναν αλύπητα. Κλοτσιές, μπουνιές, χτυπήματα με ξύλα και σίδερα. Εντωμεταξύ συνεχίζαμε να πορευόμαστε και τα πούλμαν πουθενά ακόμη. Νοιώθαμε πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Σταματούσαμε τα αμάξια που έρχονταν ώστε να φράξουν τον δρόμο στους εξαγριωμένους άντρες, αλλά τίποτα. Ένας από αυτούς μάλιστα, πρέπει να ήταν ντόπιος, άνοιξε γκάζι και χτύπησε μια κοπέλα. Οι τραυματισμοί πολλαπλασιάζονταν. Από τις πέτρες είχαν ανοίξει και άλλα κεφάλια. Ακούστηκε ότι τα πούλμαν ήταν στο επόμενο βενζινάδικο, είχαμε ήδη περπατήσει ένα ή δύο χιλιόμετρα. Αλλά δεν ήταν εκεί. Οι τύποι μπροστά συνέχισαν να πετάνε πέτρες και να βρίζουν ανηλεώς. Στο σημείο που ήταν το βενζινάδικο θέλησαν να μας στριμώξουν μέσα, για να μας δείρουν μέχρι θανάτου, για να μας κάψουν, ποιος ξέρει… Φώναζαν να πετάξουμε τις σημαίες μας: «Θέλετε να μας δείρετε ρε ….. γι’ αυτό τις φέρατε;». Οι περισσότερες σημαίες πετάχτηκαν στον δρόμο ενώ αυτοί συνέχιζαν να βαράνε και να ουρλιάζουν πιο λυσσασμένα. Στο βάθος κάποια στιγμή φάνηκε το ένα λεωφορείο. Μας τρομοκρατούσαν φωνάζοντας «Τρέξτε ρε!…..». Μια ολόκληρη πορεία έτρεχε και αυτοί από πίσω μας κυνηγούσαν. Κόσμος έπεφτε στο δρόμο και έτρωγε ξύλο, υπήρχε κίνδυνος να ποδοπατηθούμε. Τρόμος και ελπίδα που φτάνουμε επιτέλους στο πούλμαν. Αυτοί έφτασαν ως έξω από το πούλμαν, μέχρι κ’ εκεί βαρούσαν και έβριζαν. Μπήκαμε όπως-όπως μέσα, κάτσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Υπήρχε κίνδυνος μην ρίξουν πέτρες στα τζάμια και τα καλύψαμε με τα μπουφάν μας. Έβριζαν και έφτυναν τον οδηγό. Το λεωφορείο προχωρούσε και έμπαινε ακόμη κόσμος. Σε λίγο καταλάβαμε ότι είχαμε αφήσει κόσμο πίσω. Το παιδί που είχε χτυπήσει άσχημα το κεφάλι του ήρθε ασθενοφόρο από την Χαλκίδα και τον πήρε. Άφησε όμως πίσω του όλους αυτούς που τον κουβαλούσαν με τα χέρια. Αργότερα μάθαμε ότι κάποιοι μπάτσοι μάζεψαν τους συντρόφους που είχαν μείνει πίσω και τους έφεραν στο πούλμαν. Πολύ παρακάτω βρήκαμε και το άλλο πούλμαν και οι συντρόφισσες/οι από Αθήνα μπήκαν σε αυτό. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Όλοι ήμασταν σοκαρισμένοι από το εξοντωτικό μένος που αντιμετωπίσαμε.