Δυο λόγια από μια συνέντευξη που μόλις διάβασα η οποία πιστεύω ότι αξίζει να διαδοθεί. Όποιος τα διαβάσει μόνο κέρδος θα έχει.
《 Αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν από κάπου, εγκαταλείπουν κάτι – και δεν εννοώ μονάχα ένα σπίτι ή μια χώρα, αλλά μια κοινωνία που τους έχει διαμορφώσει και τους έχει σφυρηλατήσει, μια κοινωνία με αναφορές και κώδικες που τους είναι οικείοι. [...] ανακαλύπτουν λοιπόν πως είναι διπλά αναλφάβητοι. Οχι μόνο δεν μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν το κλασικό αλφάβητο, αλλά δεν μπορούν καν να αποκρυπτογραφήσουν εκείνα τα σημάδια που υφαίνουν την κοινή ζωή μιας κάποιας [...] κοινωνίας.
Οταν το καταλάβουμε αυτό, τότε μπορούμε και να συλλάβουμε τι σημαίνει για τους ξεριζωμένους προσαρμογή ή ενσωμάτωση. Σημαίνει μια διαρκή προσπάθεια που βάζει σε δοκιμασία όλες τις πτυχές της ζωής.
[...]
Ενα από τα βιβλία, που τροφοδότησε ουσιαστικά τον αναστοχασμό μου όσο έγραφα, ήταν το «La double absence» («Η διπλή απουσία») του κοινωνιολόγου Αμπντελμαλέκ Σαγιάντ.
Η διπλή απουσία είναι η συνέπεια ενός ρατσισμού πανταχού παρόντα στις καθημερινές συναλλαγές, που έχει ως αποτέλεσμα ότι από τη στιγμή που αδυνατείς να νιώσεις σαν στο σπίτι σου σε μια χώρα, τείνεις να ονειρεύεσαι την προηγούμενη, να την εξιδανικεύεις, να την ξαναχρωματίζεις με τις αποχρώσεις της νοσταλγίας.
Δεν γνωρίζω πώς μπορούμε να βοηθήσουμε όσους υποφέρουν από αυτόν τον ρατσισμό. Σκέφτομαι, αντίθετα, ότι δεν πρέπει να θεωρούμε πως κάθε άνθρωπος που έχει ακολουθήσει μια μεταναστευτική τροχιά έχει υποφέρει και χρειάζεται βοήθεια. Ο οίκτος, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ακρωτηριάζει τα αφηγήματα της ζωής των μεταναστών και δεν μπορεί να είναι η μοναδική λύση.
Οπως έλεγε το 2015 και η κοινωνική ανθρωπολόγος Νικόλ Λαπιέρ στη μαρτυρία της «Sauve qui peut la vie» («Ο σώζων την ζωήν σωθήτω»), αντί να τους λυπόμαστε, έχουμε επίσης τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες όπως τους επικούς ήρωες και το ταξίδι τους σαν οδύσσεια.
[...] στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να προκαλέσουμε την ένταξη, καθώς πρόκειται για μια υπόθεση μακράς διαρκείας, που κάποιες φορές εκτείνεται σε πολλές γενιές, και δεν κατασκευάζεται παρά μόνο διαπιστώνεται. Μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι πράγματι κάτι συνέβη. Κατά τα άλλα, η ενσωμάτωση αφορά όλες τις εκδηλώσεις της ζωής: τον τρόπο με τον οποίο κινείσαι, τρως, μιλάς, την απόσταση που κρατάς από τον άλλον στην περίπτωση μιας συναλλαγής, την ένταση της φωνής σου, τον τρόπο με τον οποίο θα σταθείς στον δρόμο, στο εστιατόριο, στο τρένο.
Πρέπει όλα να τα μάθεις, και μάλιστα από εκείνους που έχουν ξεχάσει ότι χρειάστηκαν να τα μάθουν και που ενδεχομένως δεν ξέρουν πώς να τα εξηγήσουν και πώς να τα μεταδώσουν.》