«Γιατί πρέπει να υπάρχει στην Ελλάδα μια διαδικασία για τη χορήγηση ασύλου ('διεθνούς προστασίας');»
Στην Ευρώπη, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου (Β. Αμερική, Ν. Αφρική, Μέση Ανατολή κλπ.), καταφθάνουν πολλοί υπήκοοι άλλων χωρών με πρόθεση να παραμείνουν για κάποιο χρονικό διάστημα, έχοντας αφήσει τη χώρα τους είτε επειδή εκεί κινδυνεύει η ζωή τους, η σωματική τους ακεραιότητα ή ασφάλειά τους, είτε επειδή θέλουν να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση και εν γένει τις συνθήκες της διαβίωσής τους.
Στην πρώτη περίπτωση οι χώρες στις οποίες φθάνουν, εφόσον έχουν υπογράψει τις σχετικές διεθνείς συνθήκες, έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις να τους παράσχουν «διεθνή προστασία», ενώ στη δεύτερη δεν έχουν συνήθως την υποχρέωση να τους δεχθούν. Οι υποχρεώσεις παροχής διεθνούς προστασίας πηγάζουν από διεθνείς συμβάσεις, το ευρωπαϊκό δίκαιο αλλά και εθνικούς κανόνες, [3] που με τη σειρά τους αποτυπώνουν και ενσωματώνουν πανάρχαιες αξίες για την προστασία του «ξένου» από τον κίνδυνο. Η Ελλάδα αποτέλεσε χώρα προέλευσης προσφύγων και μεταναστών για πολλές δεκαετίες. Τα τελευταία είκοσι χρόνια μετατράπηκε, όπως ήταν φυσιολογικό, σε χώρα προορισμού αλλά και εισόδου στην Ε.Ε., τόσο λόγω της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, όσο και λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η οποία την καθιστά φυσικό σταυροδρόμι μεταξύ των χωρών της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης και των χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Άρα η ύπαρξη μιας αξιόπιστης διαδικασίας ασύλου ως μέρους ενός συνολικού συστήματος διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, που να εξασφαλίζει τόσο τον πρόσφυγα από τους κινδύνους στη χώρα καταγωγής του, όσο και τη χώρα μας από τυχόν κατάχρηση της διαδικασίας αυτής από πρόσωπα που δεν δικαιούνται προστασία, είναι σημαντική.