Νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον....
Του ΣΠΥΡΟΥ ΝΤΑΦΗ
Ομότιμου καθηγητή Δασολογίας του ΑΠΘ
Στη μεσογειακή ζώνη πάντοτε ξεσπούσαν πυρκαγιές στα δάση, ξεσπούν και θα ξεσπούν και στο μέλλον. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές και αναγεννιούνται εύκολα έπειτα από αυτές. Συνεπώς, το πρώτο μέλημά μας δεν είναι η «αναδάσωση» η οποία πολλές φορές με τον τρόπο που γίνεται προκαλεί μεγαλύτερη ζημιά απ' ό,τι η ίδια η πυρκαγιά.
Το μεγάλο πρόβλημα που χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση είναι ο κίνδυνος διάβρωσης των εδαφών τα οποία έχουν χάσει το προστατευτικό τους κάλυμμα και οι πλημμύρες που ακολουθούν.
Μετά την πυρκαγιά, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, το έδαφος δημιουργεί ένα επιφανειακό υδρόφοβο στρώμα, μια κρούστα, πάχους 5 - 6 mm, που εμποδίζει το νερό να διηθηθεί μέσα στο έδαφος και το αναγκάζει να ρέει επιφανειακά και να αποκτά μεγάλη ταχύτητα και δύναμη να παρασύρει, με αποτέλεσμα να αποσπάται το έδαφος και να προκαλείται διάβρωση και ξέπλυμα του εδάφους. Επίσης, ο συντελεστής απορροής, δηλαδή το ποσοστό του ποσού της βροχής που απορρέει επιφανειακά για δάση της μορφής της Πάρνηθας, κυμαίνεται από 2,5% - 10%, δηλαδή αν πέφτουν 100 mm βροχής μόνο τα 2,5 - 10 mm απορρέουν επιφανειακά. Τα άλλα συγκρατούνται από την κομοστέγη του δάσους, 30% καταναλώνονται για τις ανάγκες του 15% και το υπόλοιπο διηθείται στο έδαφος και συγκρατείται στο πλούσιο σύστημα πόρων του εδάφους. Ετσι, το δασικό έδαφος δρα σαν μια ρυθμιστική δεξαμενή που συγκρατεί τα νερά κατά τη διάρκεια των βροχών και τα αποδίδει κατά την ξηρή περίοδο εφοδιάζοντας τις επιφανειακές πηγές και τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Μόνο, ένα ποσοστό 2,5% - 10% απορρέει επιφανειακά.
1. Πρώτο μέλημα, το έδαφος
Μετά την πυρκαγιά αυτός ο τεράστιος φυσικός ρυθμιστικός ταμιευτήρας έχει καταστραφεί και ο κίνδυνος πλημμυρών είναι προφανής. Γι' αυτό, πριν από οποιαδήποτε αναδάσωση, πρέπει να γίνουν τα κατάλληλα έργα αποτροπής της διάβρωσης και συγκράτησης των επιφανειακών ρεόντων υδάτων. Τα έργα αυτά είναι απλά και όχι ιδιαίτερα δαπανηρά. Πρέπει αμέσως να υλοτομηθούν όλα τα καμένα δένδρα και οι κορμοί τους να διατίθενται παράλληλα προς τις ισοϋψείς με τρόπο που να λειτουργούν ως μικρά φράγματα (κορμοφράγματα). Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν κορμοί, κατασκευάζουμε κλαδοπλέγματα τα οποία επιτελούν την ίδια λειτουργία.
Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουμε δύο πράγματα: από το ένα μέρος αποτρέπουμε τη διάβρωση του εδάφους μειώνοντας την ταχύτητα του νερού και εμποδίζουμε την επιφανειακή απορροή, ενώ παράλληλα με την υλοτομία και το σύρσιμο των κορμών σπάει το υδρόφοβο στρώμα (η αδιάβροχη κρούστα) και το νερό διηθείται μέσα στο έδαφος. Από το άλλο μέρος, οι κορμοί που έρχονται σε επαφή με το έδαφος σαπίζουν γρήγορα και αποσυντίθενται εμπλουτίζοντας το έδαφος με την πολύτιμη οργανική ουσία απαραίτητη για τη βιολογική δραστηριότητα του εδάφους. Ολα αυτά πρέπει να έχουν τελειώσει πριν τα πρωτοβρόχια.
2. H Φύση αναλαμβάνει την αναγέννηση σε κάποια είδη
Σε ό,τι αφορά την αναδάσωση: Στα μεσογειακά οικοσυστήματα της χαλεπίου πεύκης, της τραχείας πεύκης και των αειφύλλων πλατυφύλλων, αλλά και των θερμόβιων πλατυφύλλων δεν χρειάζεται καμία απολύτως αναδάσωση. Η χαλέπιος πεύκη διατηρεί τους κώνους, που ωριμάζουν Απρίλιο - Μάιο στον τρίτο χρόνο της ανθοφορίας, κλειστούς για 10 - 15 και μέχρι 50 έτη. Οι κώνοι αυτοί δεν καίγονται και δεν ανοίγουν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, παρά 24 - 48 ώρες έπειτα από αυτήν, όταν πια έχει κρυώσει το έδαφος και φυτρώνουν το φθινόπωρο, όταν έχουν πέσει πάνω από 25 mm βροχής και έχει διαβραχεί το έδαφος το οποίο έτσι εξασφαλίζει την επιβίωση των αρτίφυτρων. Παράλληλα, εμφανίζεται σε αφθονία η λαδανιά, ένα κατ' εξοχήν πυρόφιλο είδος το οποίο προστατεύει τα νεαρά φυτάρια σκιάζοντάς τα το καλοκαίρι. Παράλληλα ο μύκητας που δημιουργεί μυκόρριζα στη λαδανιά (δηλαδή μια συμβίωση μύκητα και ριζών η οποία αυξάνει την ικανότητα προσρόφησης νερού και θρεπτικών στοιχείων των ριζών από το έδαφος πάνω από 100 φορές) δημιουργεί μυκόρριζα και στη χαλέπιο πεύκη. Ετσι, η φυσική αναγέννηση της χαλεπίου πεύκης είναι εξασφαλισμένη σε δάση ηλικίας μεγαλύτερης των 15 - 20 ετών. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, όπως και στην περίπτωση της τραχείας πεύκης, δεν πρέπει να κάνουμε απολύτως τίποτα παραπάνω από τα έργα προστασίας του εδάφους από διάβρωση και αποτροπής πλημμυρών. Τα πλατύφυλλα είδη, τόσο τα αείφυλλα όσο και τα φυλλοβόλα, πρεμνοβλασταίνουν και ριζοβλασταίνουν έντονα μετά την πυρκαγιά, ήδη από το φθινόπωρο, οπότε και εδώ η αναγέννηση είναι εξασφαλισμένη και η αποκατάσταση του οικοσυστήματος και του τοπίου γίνεται με γρήγορους ρυθμούς. Το πουρνάρι, το φιλύκι, ο σχίνος, οι κουμαριές, τα ρείκια σε ένα χρόνο φθάνουν και ξεπερνούν το ένα μέτρο, η αριά και οι φυλλοβόλες δρύες το 1,5 μ., η δάφνη τα 2 - 2,5 μ. και η Καστανιά τα 3 μ. Συνεπώς στη ζώνη αυτή δεν έχουμε κανένα πρόβλημα φυσικής αναγέννησης αρκεί να προστατευθεί από τη βοσκή και τους καταπατητές που καραδοκούν.
3. Αναδάσωση από την δασική υπηρεσία
Το πρόβλημα δημιουργείται στα ορεινά μεσογειακά κωνοφόρα, δηλαδή στην ελάτη και τη μαύρη πεύκη. Η μαύρη πεύκη με τον χονδρό φλοιό της είναι προσαρμοσμένη σε έρπουσες πυρκαγιές, οι οποίες διευκολύνουν τη φυσική αναγέννησή της αλλά δεν αντέχει σε επικόρυφες πυρκαγιές και δεν αναγεννάται φυσικά έπειτα από αυτές. Η ελάτη δεν είναι προσαρμοσμένη ούτε στις έρπουσες ούτε στις επικόρυφες πυρκαγιές. Στην περίπτωση αυτών των ειδών είναι απαραίτητη η αναδάσωση με υλικό που προέρχεται από σπόρους της ίδιας ή γειτονικής περιοχής. Μπορούν να εφαρμοσθούν σπορές σε πινάκια ή φύτευση διετών φυτωρίων για τη μαύρη πεύκη και τετραετών για την ελάτη. Οι αναδασώσεις πρέπει να γίνουν με την ευθύνη και την εποπτεία της δασικής υπηρεσίας και της αρμόδιας διεύθυνσης αναδασώσεων ή των οικείων δασαρχείων. Η αναδάσωση είναι ένα λεπτό και δαπανηρό εγχείρημα και πρέπει να γίνεται από τους ειδικούς και σύμφωνα με τις αρχές της αναδάσωσης.
Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι οι πυρκαγιές αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο που μπορεί βέβαια να προληφθεί. Οταν όμως ξεσπάσει πρέπει να σχεδιάζουμε με ψυχραιμία και γνώση τις απαραίτητες ενέργειες για την κατά το δυνατόν ταχύτερη και καλύτερη αποκατάσταση της καταστροφής και ιδιαίτερα την αποτροπή της διάβρωσης του εδάφους και των πλημμυρών.