Η πάλη ενάντια στην ακροδεξιά και το φασισμό έχει αναδειχθεί, στους μήνες που πέρασαν, σε βασικό καθήκον της Αριστεράς. Κρούσματα ρατσιστικής βίας, ακροδεξιές «Επιτροπές Κατοίκων» σε συνοικίες της Αθήνας και σε άλλες πόλεις, αντιμεταναστευτικές συγκεντρώσεις, οργανωμένες φασιστικές επιθέσεις, επιθέσεις σε μικροπωλητές από ομάδες που «παίρνουν το νόμο στα χέρια τους», έχουν χτυπήσει «καμπανάκι». Από τη μεριά του αντιρατσιστικού και του αντιφασιστικού κινήματος έχουν υπάρξει μια σειρά κινητοποιήσεις και απαντήσεις στις ακροδεξιές προκλήσεις. Πρόκειται για μια μάχη η οποία θα διαρκέσει και γι’ αυτό η συζήτηση, για τα χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς και του φασισμού στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, καθώς και με ποιες τακτικές και ποια πολιτική πρέπει να τα αντιπαλέψουμε, είναι χρήσιμη.
Η περίοδος που διανύουμε, όσον αφορά τη δράση της ακροδεξιάς και την πάλη ενάντιά της, έχει σχηματικά την «αφετηρία» της στο 2007, με την είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή. Ήταν η πρώτη φορά, μετά τη δικτατορία στην Ελλάδα, που ένα κόμμα μπόρεσε να συσπειρώσει το διάσπαρτο ακροδεξιό «χώρο» και να μπει στη Βουλή. Το πέτυχε με τη σκανδαλώδη στήριξη των ΜΜΕ και με μια συστηματική προσπάθεια τότε να κρύψει τον ακροδεξιό, εθνικιστικό, ρατσιστικό χαρακτήρα της πολιτικής του. Όμως μετά από δεκαετίες στο περιθώριο, για την ακροδεξιά η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και η προκλητικά προνομιακή τηλεοπτική προβολή έδωσε δυνατότητες ανασύνταξης. Ταυτόχρονα, η προβολή στην «κεντρική πολιτική σκηνή» των ακροδεξιών ιδεών σε μόνιμη βάση, η κοινοβουλευτική νομιμοποίησή τους, δημιούργησε ένα προνομιακό πεδίο για την κλιμάκωση της δράσης των φασιστοσυμμοριών.
Το δεύτερο σημείο καμπής ήταν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Καθώς αυτή βαθαίνει και μαζί της οξύνεται η κοινωνική και πολιτική πόλωση, το ΛΑΟΣ εγκαταλείπει το μετριοπαθές προσωπείο του και βγάζει δόντια. Το προεκλογικό πρόγραμμα του Άδωνη Γεωργιάδη για την περιφέρεια Αττικής είναι χαρακτηριστικό. Υπόσχεται να εξαφανίσει τους πλανόδιους μετανάστες μικροπωλητές από τους δρόμους, να διαλύσει τα «γκέτο» στην Αθήνα, να μην επιτρέψει να χτιστεί τζαμί στο Βοτανικό… Είναι η πιο καθαρή ακροδεξιά ατζέντα: Για την ύφεση δεν φταίει το κεφάλαιο και οι κυβερνητικές πολιτικές, φταίνε οι… μικροπωλητές. Για την εγκληματικότητα δεν φταίει η φτώχεια και η εγκατάλειψη του κέντρου της Αθήνας από τις κυβερνήσεις, φταίνε οι μετανάστες. Η μεγαλύτερη απειλή δεν είναι η κρίση και η φτώχεια, αλλά οι μουσουλμάνοι.
Και μαζί με τους γραβατωμένους κρυπτοφασίστες, στη συγκυρία της κρίσης αποθρασύνονται και οι νεοναζί του δρόμου, όπως είδαμε σε μια σειρά εγκληματικές επιθέσεις (Αμπελόκηποι, Χανιά, Νέος Κόσμος κ.α.). Αυτός ο παράγοντας, η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της στην κοινωνία, είναι απόλυτα κρίσιμος και θα μας απασχολήσει πιο αναλυτικά στη συνέχεια.
Σημείο καμπής, για την κλιμάκωση που επιδιώκει όλος ο ακροδεξιός συρφετός στη δράση και την προπαγάνδα του, ήταν η διαμάχη που προκάλεσε το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια. Με αφορμή το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, είδαμε την πρώτη απόπειρα του Καρατζαφέρη να κάνει «μαζική» πολιτική (με τη συλλογή υπογραφών και την προσπάθεια να εμφανιστεί ως ο κοινοβουλευτικός εκφραστής του συνόλου του δεξιού, συντηρητικού κοινού), την κλιμάκωση των φασιστικών επιθέσεων, την ταύτιση της «καθωσπρέπει» ακροδεξιάς με τους νεοναζί του δρόμου στη συνθηματολογία τους, αλλά και την πολιτική κάλυψη των τελευταίων από το ΛΑΟΣ (π.χ. η στήριξή του στους συλληφθέντες φασίστες που επιτέθηκαν σε αντιφασιστική-αντιρατσιστική συγκέντρωση στους Αμπελόκηπους).
Η εικόνα που περιγράφηκε παραπάνω είναι ανησυχητική, δείχνει το πρόβλημα, αλλά δεν είναι ούτε πλειοψηφική, ούτε μη αναστρέψιμη. Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν βιώνουμε μια «συντηρητική στροφή της κοινωνίας» συνολικά, ούτε έχουμε απέναντί μας ένα ισχυρά ριζωμένο στην κοινωνία ακροδεξιό ρεύμα που να ενισχύεται. Η –αναιμική στο δρόμο– καμπάνια του ΛΑΟΣ για δημοψήφισμα, η μικρή συμμετοχή στα αντιμεταναστευτικά συλλαλητήρια, έδειξαν τα όρια αυτού του χώρου στο να κάνει πραγματική μαζική πολιτική μέσα στην κοινωνία. Ενώ οι νεοφασιστικές οργανώσεις παραμένουν περιθωριακές και οι ιδέες που εκφράζουν είναι το ίδιο μισητές για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Από αυτή την άποψη σήμερα βρισκόμαστε στην «αρχή» της μάχης. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμήσουμε την απειλή.
Σίγουρα ένα λάθος που πρέπει να αποφύγει η Αριστερά είναι μια μοιρολατρική εκτίμηση της περιόδου. Ιδιαίτερα στο ξέσπασμα της κρίσης, εμφανίστηκαν απαισιόδοξες εκτιμήσεις ότι η οικονομική κρίση μεταφράζεται αυτόματα σε συντηρητικοποίηση, ότι η Μεγάλη Ύφεση έφερε τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η ανάλυση ξεχνάει ότι η ίδια περίοδος «γέννησε» την επανάσταση και τον εμφύλιο στην Ισπανία, το κύμα καταλήψεων εργοστασίων στη Γαλλία, το μαχητικό εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ.
Όμως στο άλλο άκρο βρίσκεται ο εφησυχασμός (η αντιφασιστική πάλη είναι «δευτερεύουσα», οι φασίστες είναι κάποιοι «γραφικοί»...). Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει και πώς θα εξελιχθεί, και οι δύο αυτές στάσεις καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Στην απραξία που μπορεί να ανοίξει το δρόμο στην ενίσχυση της ακροδεξιάς. Γι’ αυτό και σήμερα χρειάζεται να κινηθούμε αφενός με την αυτοπεποίθηση ότι το «κοινωνικό εκκρεμές» μπορεί να πάει προς τα αριστερά, ότι υπάρχει μια συντριπτική πλειοψηφία αντιφασιστών, αντιρατσιστών, προοδευτικών ανθρώπων που μπορεί να φράξει το δρόμο στους φασίστες. Και αφετέρου με την υπενθύμιση της ομολογίας του ίδιου του Χίτλερ: «Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να αποτρέψει την τρομερή ανάπτυξή μας. Αν ο αντίπαλός μας είχε καταλάβει έγκαιρα τις αρχές και τους στόχους μας και διέλυε από την αρχή τον αρχικό μας πυρήνα».
Ο φασισμός ιστορικά έχει εμφανιστεί με διαφορετικές μορφές, ιδέες και τακτικές. Μεταμορφώνεται διαρκώς, καθώς αναζητά ανάλογα στην κάθε εθνική κουλτούρα και στην κάθε πολιτική συγκυρία το πιο προνομιακό πεδίο για να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει ένα μαζικό ρεύμα. Η μειονότητα που επιλέγεται ως αποδιοπομπαίος τράγος, το έθνος στο οποίο εντοπίζεται ο εξωτερικός εχθρός, τα σύμβολα, η συνθηματολογία, οι τακτικές αλλάζουν από χώρα σε χώρα και από ιστορική περίοδο σε ιστορική περίοδο. Όμως υπάρχουν κάποιες διαχρονικές και διεθνείς «σταθερές» που μας επιτρέπουν να διακρίνουμε την πραγματική φύση του φασισμού: Η κοινωνική του βάση, η σχέση του με την άρχουσα τάξη και το μίσος του ενάντια στην Αριστερά και το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Ο Ρώσος επαναστάτης Λέων Τρότσκι, παρακολουθώντας στενά την εμφάνιση και την άνοδο του φασισμού στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, είχε παρατηρήσει πρώτος ότι ο φασισμός προσελκύει στις γραμμές του τα πιο ξεπεσμένα και απελπισμένα τμήματα της κοινωνίας και τις φοβισμένες απέναντι στον ενδεχόμενο ξεπεσμό μικροαστικές μάζες και τις στρέφει ενάντια στην εργατική τάξη, προς όφελος τελικά του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτά τα ταξικά χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν σε κάθε έκφανση του ακροδεξιού και του φασιστικού χώρου, από τη δεκαετία του ’30 μέχρι σήμερα, επιβεβαιώνοντας τις παρατηρήσεις του Τρότσκι.
Η άκρα δεξιά μετά τον πόλεμο
Μετά την ήττα του ναζισμού το 1945, ο φασισμός και τα σύμβολά του απαξιώθηκαν διεθνώς. Πέρα από πολύ μικρές ομάδες νοσταλγών της σβάστικας, χωρίς καμία απήχηση, η ακροδεξιά έχασε κάθε έρεισμα για χρόνια. Οι προσπάθειες των νοσταλγών να κρατήσουν ζωντανό τον «εθνικοσοσιαλιστικό αγώνα» ήταν καταδικασμένες. Το σκηνικό άλλαξε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, με την εμφάνιση της «νέας Δεξιάς» στη Γαλλία και την Ιταλία. Με μπροστάρηδες διανοούμενους της άκρας Δεξιάς, ο χώρος αυτός αρχίζει να κρατά αποστάσεις από σύμβολα όπως η σβάστικα και από τη φρασεολογία του Τρίτου Ράιχ. Η «νέα Δεξιά» δανείζεται τις ιδέες του... Γκράμσι περί ηγεμονίας και κωδικοποιεί τη νέα τακτική με τη φράση «να κερδίσουμε τα μυαλά των ανθρώπων και όχι απαραίτητα τις ψήφους τους». Και στις δύο χώρες αρχίζουν να ξεπηδάνε «νεολαιίστικες κατασκηνώσεις», περιοδικά, μουσικά ρεύματα κ.λπ.
Το επόμενο βήμα στη «μετεξέλιξη» του φασισμού ήταν η εμφάνιση του Εθνικού Μετώπου του Λεπέν στη Γαλλία. Ο Λεπέν κατορθώνει να δημιουργήσει ένα «δημοκρατικό» προφίλ στην άκρα Δεξιά και να την προβάλει στην κεντρική πολιτική σκηνή ως μια «πατριωτική», «υπεύθυνη» δύναμη.
Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν ούτε ομοιογενής, ούτε γραμμική σε όλη την Ευρώπη, αλλά η παραπάνω περιγραφή δείχνει συμπυκνωμένα την αλλαγή πλεύσης που επέτρεψε στην ακροδεξιά να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Το λεπενικό μοντέλο, λόγω των εκλογικών του επιτυχιών, αντιγράφηκε σε όλη την Ευρώπη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο βρετανός αριστερός κωμικός Μαρκ Στιλ για το βρετανικό BNP: «Ίσως έκαναν συνεδρίαση και κάποιος ανέφερε πως “εντάξει, για να μοιραστώ την εμπειρία μου, κάποιες από τις πολιτικές μας, όπως η δυσπιστία απέναντι στην EE και η υποστήριξη των Βρετανών αγροτών, κερδίζουν επιδοκιμασίες. Αλλά –και μη με παρεξηγήσετε– φοβάμαι ότι η υποστήριξη στον Χίτλερ δεν δουλεύει καθόλου...”».
Αυτές οι αλλαγές στη φρασεολογία και την τακτική φυσικά δεν σήμαιναν πως το μάχιμο τμήμα της ακροδεξιάς αποσύρθηκε από τους δρόμους. Αντίθετα, κάθε εκλογική επιτυχία της ακροδεξιάς συνοδεύεται από κλιμάκωση των φασιστικών επιθέσεων. Ιδιαίτερα στις περιοχές που καταγράφει υψηλά ποσοστά, είναι «κανόνας» η αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας.
Στην Ελλάδα, με καθυστέρηση χρόνων (λόγω των πρόσφατων εμπειριών της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης), το ρόλο αυτό ήρθε να παίξει το ΛΑΟΣ, συγκεντρώνοντας στις γραμμές του διάσπαρτους χουντικούς, βασιλικούς, νεοναζί και καλλιεργώντας στη συνέχεια ένα καθωσπρέπει δημοκρατικό προφίλ.
Η πάλη ενάντια στο χώρο αυτό είναι απόλυτα κρίσιμη. Δεν χρειάζεται μια «επίσημη» παραστρατιωτική πτέρυγα για να κάνει ένα ακροδεξιό κόμμα επικίνδυνο. Η κοινοβουλευτική στροφή και το «νέρωμα» της προπαγάνδας της άκρας Δεξιάς δημιούργησε μια σειρά αναλύσεων, που υποτιμούν τον κίνδυνο. Αρκετοί φιλελεύθεροι έσπευσαν να εκτιμήσουν ότι η άκρα Δεξιά αναγκάζεται να «ενσωματωθεί» στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και έτσι γίνεται ακίνδυνη.
Για παράδειγμα, η συγκυβέρνηση του Μπερλουσκόνι με τη Λίγκα του Βορρά και την Εθνική Συμμαχία ερμηνεύτηκε από πολλούς ως «χαλινάρι» του καβαλιέρε στους ακραίους. Σήμερα, όχι μόνο η ιταλική κυβέρνηση στρέφεται όλο και δεξιότερα, με τους ακραίους να δίνουν τον τόνο, αλλά η άκρα Δεξιά κερδίζει έδαφος στον εσωτερικό «χάρτη» της Δεξιάς. Στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, ενώ το κόμμα του Μπερλουσκόνι υπέστη φθορές, η Λίγκα του Βορρά ανέβασε τα ποσοστά της, βγήκε πρώτη δύναμη σε περιφέρειες και διεκδικεί πλέον μεγαλύτερο ρόλο στην κυβέρνηση συνασπισμού.
Ο Φίνι, ηγέτης της μεταφασιστικής Εθνικής Συμμαχίας, επέλεξε λίγα χρόνια πριν τον «εισοδισμό» στο κόμμα της Δεξιάς. Σήμερα στήνει δικό του δίκτυο «εσωκομματικής αντιπολίτευσης» και φτάνει να διεκδικεί την ηγεσία του κόμματος για την εποχή μετά τον «καβαλιέρε». Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η υπενθύμιση ότι ο κοινοβουλευτισμός και ο «σεβασμός» στην αστική δημοκρατία δεν είναι τόσο καινούργιο φαινόμενο, ότι ο πρώτος που εφάρμοσε αυτή την τακτική ήταν ο Χίτλερ.
Το διαρκές ξεσκέπασμα του ΛΑΟΣ ως κρυπτοφασιστικού κόμματος πίσω από τις δημαγωγίες του και το αγωνιστικό μέτωπο απέναντι στις ιδέες του είναι βασικό καθήκον. Σε αυτή τη μάχη χρειάζονται πολιτικά και ιδεολογικά ξεκαθαρίσματα.
Ο «αριστερός πατριωτισμός» που (όπως και η ακροδεξιά) βλέπει αμερικανικό δάκτυλο πίσω από κάθε γειτονική χώρα και το «μέτωπο κατά του κοσμοπολιτισμού», όταν αυτό γίνεται από εθνική σκοπιά και όχι ταξική, ρίχνουν νερό στο μύλο της ακροδεξιάς, ανεξαρτήτως προθέσεων.
Ένας άλλος κίνδυνος είναι μια «αμυντική» πολιτική αντιμετώπιση των ακροδεξιών κραυγών, που επιλέγει να «νερώσει» τις θέσεις της Αριστεράς στο όνομα της αναζήτησης συμμαχιών με τη μετριοπαθή κεντροαριστερά, για τη συγκρότηση ενός «συνταγματικού, δημοκρατικού τόξου». Μια τέτοια αντιμετώπιση αφήνει ανοιχτό το πεδίο στην άκρα Δεξιά και θολώνει το σήμα που στέλνει η Αριστερά. Ιδιαίτερα σε περιόδους πόλωσης σαν τη σημερινή, πρόκειται για αυτοκτονική πολιτική.
Αυτά τα προβλήματα συμπυκνώθηκαν στη μάχη που δόθηκε ενάντια στο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια. Η επιλογή του ΚΚΕ να στραφεί ενάντια στον «κοσμοπολιτισμό» που ισοπεδώνει την «εθνική και ταυτόχρονα διεθνιστική(!) ταυτότητα» και που αύριο μεθαύριο θα ανακινήσει, λέει, θέμα μειονοτήτων και για τους μετανάστες στην Αθήνα, ενίσχυσε τις συνωμοσιολογικές κινδυνολογίες του ΛΑΟΣ περί «αλλοίωσης του εθνικού μας χαρακτήρα».
Από την άλλη, μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως ο ΣΥΝ) επέλεξε ένα «δημοκρατικό μέτωπο» με το ΠΑΣΟΚ, ενάντια στην επίθεση των ΝΔ-ΛΑΟΣ. Αυτή η επιλογή θα είχε νόημα αν γινόταν με όρους κινήματος, με κόσμο του ΠΑΣΟΚ «από τα κάτω» και με αιχμή τα αιτήματα του αντιρατσιστικού κινήματος και των μεταναστών. Όμως, αντί για αυτό, έγινε με τον πιο λάθος τρόπο. Τη στιγμή που ο Καρατζαφέρης τράβαγε το σχοινί προς τα δεξιά, παρασύροντας και τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να τραβήξει το σχοινί αριστερά, εμφανίστηκε να στοιχίζεται σχεδόν «άνευ όρων» (ιδιαίτερα η κοινοβουλευτική ομάδα) στο πλευρό του ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσμα; Η μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ προς τις θέσεις του ΛΑΟΣ και η χειροτέρευση σε βάρος των μεταναστών ενός ούτως ή άλλως προβληματικού νομοσχεδίου.
Ο διεθνισμός, οι ταξικές αναφορές, η πλήρης ανεξαρτησία από τη σοσιαλδημοκρατία και τις πολιτικές της είναι ιδρυτικές αρχές της Αριστεράς. Είναι αυτές που τη συγκροτούν ως αντίπαλο δέος στο σύστημα και την κρίση του. Καθώς μπαίνουμε σε μια εποχή των «άκρων», κάτι που η άκρα Δεξιά έχει κατανοήσει και κινείται ανάλογα, αυτές οι αρχές θα αποτελέσουν πολύτιμα εφόδια στον αγώνα να κινηθεί το εκκρεμές αριστερά. Αλλιώς, υπάρχει ο κίνδυνος να δούμε το ΛΑΟΣ να μη διεκδικεί πια μόνο τον κόσμο της παραδοσιακής Δεξιάς. Η διείσδυση του Εθνικού Μετώπου στη βάση του ΚΚ Γαλλίας τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές του ’90 και η σημερινή εμφάνιση της ιταλικής άκρας Δεξιάς στα κάποτε «κόκκινα κάστρα» του βορρά, έγιναν εφικτές χάρη στην πολιτική υποχώρηση της Αριστεράς.
Η αντιπαράθεση με το ΛΑΟΣ είναι κρίσιμη, γιατί αποτελεί το μαζικό τμήμα της ακροδεξιάς, το κόμμα που κατεξοχήν «βάζει στα σπίτια» το εθνικιστικό, ρατσιστικό δηλητήριο, που προσφέρει «δημοκρατική νομιμοποίηση» σε αυτές τις ιδέες και πρακτικές. Όμως αν οι κρυπτοφασίστες «με γραβάτα» είναι η μεγάλη απειλή, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η πάλη ενάντια στους «φασίστες με μπότα», που κάνουν τη βρόμικη δουλειά στους δρόμους.
Μαζί με την εμφάνιση και εδραίωση του ΛΑΟΣ στην κεντρική πολιτική σκηνή, τα τελευταία χρόνια είτε εμφανίστηκαν είτε κλιμάκωσαν τη δράση τους μια σειρά από φασιστικές συμμορίες. Και σε αυτό το φαινόμενο, ο παράγοντας κρίση είναι καθοριστικός. Πέρα από τη Χρυσή Αυγή, που γνωρίζαμε όλοι ως κλασικό εκφραστή του δολοφονικού νεοναζισμού των δρόμων, βλέπουμε σήμερα ομάδες όπως οι Αυτόνομοι Εθνικιστές ή ο Μαύρος Κρίνος. Πιο «αντικαπιταλιστικές» στη φρασεολογία και με ένα πιο νεολαιίστικο, οργισμένο, «κινηματικό» ύφος.
Για αρκετούς αγωνιστές και αντιφασίστες το φαινόμενο προκάλεσε εντύπωση. Η ενδυματολογική μίμηση του «μαύρου μπλοκ», οι «θολές» αναφορές από τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ ως τη Βενεζουέλα και τον IRA, οι «εθνικιστικές» καταλήψεις, συνολικά η οικειοποίηση και προσαρμογή συμβόλων της Αριστεράς ή του αναρχισμού (όπως η Anti-Antifa που «δανείζεται» τη σημαία της αντιφασιστικής δράσης) προκάλεσαν σοκ.
Η τακτική δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο. Από την ίδρυσή του ήδη, ο φασισμός εκμεταλλεύτηκε τα σύμβολα και τη συνθηματολογία της Αριστεράς. Ο Μουσολίνι εκμεταλλεύτηκε κάθε εμπειρία που είχε από την εποχή που ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Και ο Χίτλερ διάλεξε το κόκκινο χρώμα για τη ναζιστική σημαία, τον όρο «εθνικοσοσιαλισμός» για να περιγράψει ένα πρόγραμμα που δεν είχε τίποτα το σοσιαλιστικό και το όνομα «εργατικό» για ένα κόμμα που εκπροσωπούσε όλες οι τάξεις εκτός από την εργατική.
Σήμερα, που τα παλιά σύμβολα όπως η σβάστικα δεν αποτελούν πόλο έλξης, ξαναβλέπουμε την ίδια διαδικασία. Το φαινόμενο, που βλέπουμε στην Ελλάδα, ξεκίνησε χρόνια πριν στη Γερμανία, όπου για ιστορικούς λόγους η απομάκρυνση από τα σύμβολα του Τρίτου Ράιχ ήταν επιτακτική ανάγκη για όποια νεοναζιστική ομάδα ήθελε να βγει από το περιθώριο και να ψαρέψει στα θολά νερά της αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικοποίησης.
Η τακτική αυτή, εκτός από τη συμβολική της προέκταση (η «κατάληψη» των συμβόλων του εχθρού), έχει ιδιαίτερη σημασία και πρέπει να την προσέξουμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε ένα χαρακτηριστικό του φασισμού, που δεν πρέπει να υποτιμούμε: Ο φασισμός προσπαθούσε πάντα να εκμεταλλευτεί την αντικαπιταλιστική οργή των νέων για να τους μαζέψει στις γραμμές του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χίτλερ, την επομένη της νίκης του, για να καθησυχάσει την άρχουσα τάξη, χρειάστηκε να προχωρήσει στη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», στη φυσική εξόντωση των Ταγμάτων Εφόδου (SA), τα οποία μετά την κατάληψη της εξουσίας απαιτούσαν την «ολοκλήρωση της επανάστασης», την υλοποίηση των αντικαπιταλιστικών υποσχέσεων του εθνικοσοσιαλισμού.
Στις συνθήκες της κρίσης, αυτή η οργή ενάντια στο σύστημα είναι διάχυτη, αλλά χωρίς πολιτικό προσανατολισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιες «άγριες» ομάδες βγαίνουν σήμερα στο προσκήνιο. Η Χρυσή Αυγή, αν και παραμένει «σημείο αναφοράς», είναι πολύ «στρατιωτικοποιημένη» και με πολύ εμφανείς δεσμούς με το κράτος και την αστυνομία, για να προσελκύσει τμήμα της «άγριας νεολαίας». Οι πιο «αντικαπιταλιστικές» ομάδες αναπτύσσονται για να καλύψουν αυτό το κενό. Πιο απλά, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι κάποιοι μαθητές, που το Δεκέμβρη του ’08 πέταγαν πέτρες στην αστυνομία, μπορεί να καταλήξουν στις γραμμές των νεοναζιστικών ομάδων.
Και το φαινόμενο της ποικιλίας φασιστο-ομάδων δεν περιορίζεται εκεί. Τελευταίο κρούσμα ήταν η εμφάνιση της ομάδας «Παρεμπόριο ΣΤΟΠ», που κυνήγησε μετανάστες μικροπωλητές στην οδό Ερμού. Πρόκειται για την προσπάθεια της ακροδεξιάς να διεισδύσει σε άλλη μια κοινωνική ομάδα που πλήττεται από την κρίση, δηλαδή να συσπειρώσει τους εμπόρους και να τους πείσει ότι για τα προβλήματά τους ευθύνονται οι μετανάστες.
Κρίση και κοινωνική πόλωση
Η ανάλυση των χαρακτηριστικών αυτών δεν έχει κάποιο αφηρημένο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Δείχνει πώς μεταφράζεται σήμερα, στην πράξη, η αφηρημένη έκφραση: «Σε περιόδους κρίσης η πόλωση και η οργή ενάντια στο σύστημα θα ενισχύσει τα άκρα». Η εκτίμηση αυτή πατάει σε ιστορικά γεγονότα. Ο φασισμός εμφανίστηκε ως μαζικό ρεύμα στο Μεσοπόλεμο, στη διάρκεια της μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλισμού. Πιο εμφατικό παράδειγμα της σχέσης κρίσης-φασισμού είναι σίγουρα το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας. Ανυπόληπτο εκλογικά πριν το 1929, βρέθηκε στην εξουσία το 1933. Όμως την ίδια ακριβώς περίοδο εμφανίστηκαν οι φαλαγγίτες και ο Φράνκο στην Ισπανία, οι «ακροδεξιοί σύνδεσμοι» που πέτυχαν την ανατροπή της κυβέρνησης το 1934 στη Γαλλία, οι φασίστες του Μόσλεϊ την Αγγλία, το καθεστώς Μεταξά στην Ελλάδα κ.λπ.
Για την επανεμφάνιση του φασισμού μεταπολεμικά δεν θα αρκούσαν οι αλλαγές τακτικής των διανοούμενων της άκρας Δεξιάς, αν δεν υπήρχε η επόμενη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70.
Σήμερα η διαπίστωση αυτή αποκτά έντονη σημασία. Για δεκαετίες, η πολιτική υποχώρηση της Αριστεράς συνοδεύτηκε από εκτιμήσεις ότι οι επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, ο φασισμός, είναι «αγριάδες» του παρελθόντος, ότι στο σύγχρονο, αναπτυγμένο καπιταλισμό, στην «εδραιωμένη» πια φιλελεύθερη δημοκρατία όλα αυτά, τάχα, έχουν ξεπεραστεί. Οι πολιτικές ανατροπές, που πυροδοτεί η κρίση, σαρώνουν πλέον τέτοιες απόψεις.
Αν οι εκλογικές επιτυχίες της άκρας Δεξιάς σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες (Ελβετία, Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Αγγλία) δεν ήταν αρκετές, το παράδειγμα της Ουγγαρίας ήταν πραγματικός σεισμός. Το Γιόμπικ, που βρισκόταν εκτός βουλής και κατέκτησε το 17% στις εκλογές, είναι ένα νεοφασιστικό κόμμα που κάνει τον Λεπέν και τον Καρατζαφέρη να φαντάζουν «περιστέρια». Διατηρεί παραστρατιωτική πτέρυγα, την «Ουγγρική Φρουρά», η οποία οργανώνει στρατιωτικές, δολοφονικές επιθέσεις σε καταυλισμούς Ρομά, και χρησιμοποιεί το σήμα του ουγγρικού ναζιστικού κόμματος, που συνεργάστηκε με τον Χίτλερ το 1944. Αυτοί οι «ακραίοι γραφικοί» μπόρεσαν να συγκεντρώσουν το 17% και να φτάσουν να διεκδικούν τη 2η θέση, πατώντας στο κενό της Αριστεράς και δημαγωγώντας ενάντια στους Ρομά και τους Εβραίους, αλλά και στην ΕΕ και το ΔΝΤ, τα οποία είχε φέρει στην Ουγγαρία μια κεντροαριστερή κυβέρνηση.
Σίγουρα η κοινοβουλευτική δημοκρατία, για δεκαετίες μετά το παγκόσμιο 1968, έζησε μέρες σταθερότητας και αποδοχής. Και από αυτή την άποψη, η κατάσταση είναι διαφορετική από το Μεσοπόλεμο, όταν το πολιτικό σύστημα έβγαινε συγκλονισμένο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επαναστατική έκρηξη που ακολούθησε πανευρωπαϊκά, μετά τη νίκη του 1917 στη Ρωσία. Όμως αυτή η πραγματικότητα δεν είναι μονόδρομος και θεωρίες που αναρωτιόντουσαν αν υπάρχει προοπτική για τις «ακραίες ιδεολογίες» στον καπιταλισμό του 21ου αιώνα διαψεύδονται, καθώς η οικονομική κρίση οξύνει και την πολιτική κρίση που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ήδη από τα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού.
Ακόμα και τα αστικά ΜΜΕ πια αναφέρονται συνεχώς στην «κρίση εκπροσώπησης» ή «κρίση δυσπιστίας απέναντι στο σύνολο των θεσμών και του πολιτικού συστήματος». Και στην Ελλάδα το φαινόμενο το ζούμε με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια, με τα δημοσκοπικά «φταίνε όλοι» ή «καλύτερος ο κανένας».
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αριστερά δεν πρέπει να φοβάται μη γίνει «ακραία», ούτε να διστάζει να χαρακτηριστεί «αντικαπιταλιστική». Αν δεν εκφράσει αυτή από τα αριστερά αυτό το ρεύμα για να το κατευθύνει ενάντια στην άρχουσα τάξη, θα το κάνουν άλλοι από τα δεξιά για να το κατευθύνουν ενάντια στην ίδια και το εργατικό κίνημα. Στη Γερμανία του ’30, το SPD έκανε επίδειξη υπευθυνότητας και πίστης στην αστική δημοκρατία και το πλήρωσε με πογκρόμ από τα Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ (και με τις ευλογίες των αστών «δημοκρατών»).
Πέρα από τη μάχη των ιδεών και της πολιτικής επιρροής όμως, η ύπαρξη και η δράση των φασιστικών συμμοριών έχει ανοίξει τη συζήτηση για την αντιμετώπισή τους σήμερα.
Δημοκρατία για όλους;
Δυστυχώς επιχειρήματα της φιλελεύθερης παράδοσης έχουν διαπεράσει και την Αριστερά. Πρόκειται για την άποψη που ξεκινάει από μια θέση αρχής, σύμφωνα με την οποία έχουμε καθήκον να υπερασπιστούμε την ελευθερία του καθένα να λέει τη γνώμη του. Το πρόβλημα αυτής της άποψης ξεκινάει από μια «καθολική» –στην ουσία «ταξικά ουδέτερη»– αντίληψη για τη δημοκρατίας και την ελευθερία. Για μας οι ταξικές και πολιτικές διαχωριστικές έχουν καθοριστική σημασία σε όλα τα ζητήματα. Έτσι και στο αφηρημένο αίτημα για «δημοκρατία και ελευθερία», το ερώτημα «για ποιους;» είναι κρίσιμο.
Ο φασισμός είναι απειλή για τα δημοκρατικά δικαιώματα όλων και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ακόμα περισσότερο για την Αριστερά, το εργατικό κίνημα, το αντιρατσιστικό κίνημα, ο φασισμός είναι ο ορκισμένος εχθρός τους, που συγκροτείται με βασικό σκοπό να τα συντρίψει βίαια. Κανένας διάλογος δεν θα αλλάξει αυτό το χαρακτηριστικό του. Πέρα από το γενικό επίπεδο, ακόμα και στα «συγκεκριμένα», όταν μια ομάδα νεοναζί επιτίθεται σε μια αντιρατσιστική συγκέντρωση, ή εξαπολύει πογκρόμ σε γειτονιές μεταναστών, είναι προφανές ότι δεν αφήνει περιθώρια για «συζήτηση». Η αποτελεσματική υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων μας απαιτεί την εξαφάνιση αυτών των δικαιωμάτων για τους ορκισμένους εχθρούς τους. Το σύνθημα «καμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας» παραμένει κεντρικής σημασίας.
Για πολλούς ειλικρινείς αγωνιστές η άποψη του «διαλόγου» γίνεται αποδεκτή στηριγμένη περισσότερο στο επιχείρημα της ηλιθιότητας των φασιστικών ιδεών και της υπεροχής των ιδεών της Αριστεράς. Η παρατήρηση είναι σωστή. Όμως υποτιμάει τη δυνατότητα του φασισμού να κερδίζει ακροατήρια σε ανθρώπους που απελπισμένοι, μέσα στην κρίση, αναζητούν στηρίγματα, απαιτούν «δράση». Ιδιαίτερα στην παραδοσιακή βάση του φασισμού, που είναι τα μεσοστρώματα και νιώθουν να απειλούνται και από τους μεγάλους καπιταλιστές και από το εργατικό κίνημα ή τους ανέργους και τους εξαθλιωμένους που δεν έχουν συλλογικότητες, όπως τα σωματεία, για να στηριχθούν.
Επίσης η –πιο ισχυρή– επίσημη προπαγάνδα των ΜΜΕ και της άρχουσας τάξης είναι ρατσιστική, στρέφεται ενάντια στα συνδικάτα και την Αριστερά και δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για τους ακροδεξιούς. Σε τέτοιες συνθήκες, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της ακροδεξιάς προπαγάνδας είναι να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μη φτάνει αυτή στην κοινωνία.
Στο άλλο άκρο βρίσκεται η αντίληψη που έχουν κυρίως αναρχικές ομάδες, που βλέπουν τη λύση στο βίαιο τσάκισμα των φασιστών, «όπου τους πετύχουμε». Η άποψη αυτή αναγνωρίζει ότι ο φασισμός είναι ορκισμένος εχθρός και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Μερίδα της νεολαίας στηρίζει αυτή την άποψη χάρη στο βαθύ μίσος που τρέφει για τους φασίστες και την αίσθηση της «άμεσης δράσης». Όμως αυτή η πρακτική, που στρατιωτικοποιεί την αντιπαράθεση, είναι εντελώς αναποτελεσματική. Κάνει την αντιφασιστική πάλη «μονοπώλιο» των «αποφασισμένων» και των «μάχιμων», αποκλείοντας τη μεγάλη πλειοψηφία των αντιφασιστών. Στερεί από τη μεριά μας το μεγάλο όπλο της μαζικότητας και περιορίζει τη σύγκρουση σε στρατιωτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο «μάχιμες» ομάδες. Αυτό όχι μόνο δεν πετυχαίνει το στόχο της διάλυσης των φασιστο-ομάδων, αλλά πολλές φορές καταλήγει να τις συσπειρώνει.
Οι βίαιες συγκρούσεις στο δρόμο είναι βασικό «περιεχόμενο» των φασιστών, πάνω σε αυτό «χτίζουν» τα μέλη τους. Και όταν ο απέναντί τους είναι μερικές εκατοντάδες αναρχικοί ή αριστεροί, μπορούν να το αξιοποιήσουν για να τονωθεί η αυτοπεποίθηση των μελών τους, λέγοντας «είμαστε δυνατοί», «μας φοβούνται», να παρουσιαστούν ως ρεύμα με δυναμική στην κοινωνία, που απέναντί του στέκονται μόνο «τα αναρχοκομούνια». Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι η επιλογή της κλιμάκωσης της βίας είναι συνήθως στρατηγική επιλογή των φασιστών (και σε πολλές περιπτώσεις του κράτους).
Η «στρατηγική της έντασης» τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία, στην οποία στο πλευρό της κρατικής καταστολής αξιοποιήθηκαν και οι φασίστες, ήταν επιλογή της άρχουσας τάξης απέναντι στις ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις της περιόδου. Η λογική της ήταν οι διαδηλώσεις να φτάσουν να γίνουν «επικίνδυνες» σε τέτοιο βαθμό, που να αποκλείουν τη συμμετοχή του κόσμου. Στο δρόμο να μείνει η άκρα Αριστερά, την οποία το κράτος μπορούσε να απομονώσει και να τσακίσει πιο εύκολα. Οι λόγοι που τότε το ιταλικό κράτος τα κατάφερε είναι πολλοί και οι συνθήκες διαφορετικές και δεν υπάρχει ο χώρος να αναπτυχθούν σε αυτό το άρθρο. Όμως το παράδειγμα της επιλογής που έκαναν οι Ιταλοί καπιταλιστές, σε μια περίοδο που είχαν να αντιμετωπίσουν ένα ριζοσπαστικό κίνημα από τα κάτω, είναι χαρακτηριστικό.
Στην Ελλάδα σήμερα, απέχουμε από μια τέτοια κατάσταση. Αλλά η πολιτική Χρυσοχοΐδη, που εμφανίζεται ως «δημοκράτης» που κάνει «πόλεμο και στα δύο άκρα», εξυπηρετείται, όταν εγκαταλείπουμε το όπλο της μαζικότητας απέναντι στους φασίστες.
Μια από τις πιο επιτυχημένες στιγμές της αντιφασιστικής παράδοσης είναι η δημιουργία και η δράση της Anti-Nazi League στην Αγγλία του ’70, ενάντια στην άνοδο τότε του Εθνικού Μετώπου. Όταν ένας από τους οργανωτές της ANL ρωτήθηκε χρόνια μετά ποιο είναι το «μάθημα» αυτής της εμπειρίας για την αντιφασιστική πάλη σήμερα, είπε: «Γύρω από το σκληρό πυρήνα των νεοναζί, συγκεντρώνονται ρατσιστές, οργισμένοι νέοι, χούλιγκανς, και το ζήτημα είναι να μάθουμε να τους διαχωρίζουμε και η δράση μας να τους αποσυσπειρώνει, να απομακρύνει την «πλατιά βάση» και να απομονώνει το σκληρό πυρήνα». Πρόκειται για μια πολύτιμη παρατήρηση.
Η έμφαση που δίνουμε στη μαζικότητα των αντιφασιστικών και αντιρατσιστικών δράσεων λογοδοτεί σε αυτό το στόχο. Οι φασίστες στρατολογούν, πείθοντας με το σύνθημα «είμαστε δυνατοί». Το αντιφασιστικό κίνημα χρειάζεται να αποδεικνύει διαρκώς ότι είναι λίγοι και αδύναμοι, μια μειοψηφία που έχει απέναντί της μεγάλες δυνάμεις της κοινωνίας.
Από τη δράση της ANL, στην ιστορία έχουν μείνει οι δυναμικές αντισυγκεντρώσεις που οργάνωνε. Δικαιολογημένα, καθώς κάποιες από αυτές, που έκλεισαν το δρόμο στις παρελάσεις του FN, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να αντιστραφεί το κλίμα φόβου και να συζητιούνται μέχρι σήμερα στην Αγγλία. Όμως η επιτυχία της ANL στηρίχτηκε στη συγκλονιστική μαζικότητα των αντισυγκεντρώσεων (όπου κινητοποιούνταν δεκάδες χιλιάδες Άγγλοι και μετανάστες), αλλά και στην καθημερινή της δράση. Οι αντιρατσιστικές συναυλίες της πρωτοβουλίας Rock Against Racism, η συμμετοχή των κοινοτήτων των μεταναστών στις κινητοποιήσεις, η ένταξη στην ANL χιλιάδων αγωνιστών που ήθελαν να παλέψουν το φασισμό και το ρατσισμό, η στήριξη αντιφασιστικών κινητοποιήσεων από σωματεία και ιδιαίτερα από χώρους που βρίσκονταν σε απεργίες.
Το λιγότερο «κινηματικό», αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα του μαζικού αντιφασιστικού ρεύματος της εποχής ήταν η ιστορία με τις κονκάρδες. Το συνδικάτο των πανεπιστημιακών έβγαλε κονκάρδες, με το σύνθημα «Καθηγητής ενάντια στο φασισμό», τις οποίες φορούσαν τα μέλη του, όπου κι αν βρίσκονταν. Σε λίγους μήνες, η Αγγλία είχε γεμίσει από κονκάρδες με συνθήματα «Απεργός ενάντια στο φασισμό», «Ανθρακωρύχος ενάντια στο φασισμό», μέχρι «Θαμώνας της τάδε παμπ ενάντια στο φασισμό».
Υποχώρηση της Αριστεράς
Αν η μαζικότητα, η συσπείρωση σωματείων, φορέων, κοινοτήτων είναι το ένα κρίσιμο όπλο στην αντιφασιστική δράση, το άλλο είναι η «τοπικοποίησή» της. Αναφέραμε νωρίτερα ότι η εμφάνιση της Λίγκας στην Ιταλία ή του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία πάτησε στην πολιτική υποχώρηση της Αριστεράς στις χώρες αυτές. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε όμως και η οργανωτική υποχώρηση, η εξαφάνιση των σωματείων, των τοπικών οργανώσεων, των συλλόγων.
Το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζουμε και στην Ελλάδα. Η εμφάνιση «Επιτροπών Κατοίκων» τύπου Αγίου Παντελεήμονα πάτησε στην απουσία της Αριστεράς από υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας. Η ορατή παρουσία και η συστηματική παρέμβαση στις γειτονιές αποτελεί βασικό καθήκον σήμερα. Χρειάζεται η δημιουργία ενός «δικτύου» αντιρατσιστών σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά, το οποίο θα συσπειρώνει τον κόσμο που θέλει να παλέψει, θα δίνει απαντήσεις στα προβλήματα της γειτονιάς από την πλευρά της Αριστεράς και των «από κάτω», δεν θα αφήνει περιθώρια στην ακροδεξιά παρουσία και δημαγωγία, θα είναι σε θέση να κινητοποιήσει τη γειτονιά με μαζικούς όρους, όταν οι φασίστες επιχειρούν είτε «εξορμήσεις» είτε πογκρόμ.
Η αριστερή απάντηση στα υπαρκτά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων και το «ρίζωμα» στις γειτονιές αποτελεί, σε συνθήκες κρίσης, κομμάτι της πάλης ενάντια στην ακροδεξιά. Στη Βρετανία του ‘30, δόθηκαν μεγάλες μάχες ενάντια στην άνοδο της «Βρετανικής Ένωσης Φασιστών» του Μόσλεϊ. Και πάλι η στιγμή που έμεινε στην ιστορία, ήταν η αντισυγκέντρωση στην Cable Street το 1936, όταν 100.000 άνθρωποι εμπόδισαν τους φασίστες να παρελάσουν στο υποβαθμισμένο East End. Όμως η δράση της Αριστεράς δεν περιορίστηκε σε αντιφασιστική προπαγάνδα και αντισυγκεντρώσεις. Εκείνη την εποχή, το ΚΚ Βρετανίας επικεντρώθηκε στα προβλήματα των υποβαθμισμένων συνοικιών, όπου οι φασίστες επιχειρούσαν να στρατολογήσουν μέλη. Οργάνωσε μάχες για επισκευές στα κτίρια, μειώσεις στα νοίκια, καλύτερο φωτισμό. Συγκροτήθηκαν τοπικές ομάδες που υπερασπίζονταν με κινητοποιήσεις όσους απειλούνταν με έξωση. Στις συνθήκες της κρίσης, αυτή η παρουσία και δράση έπαιξε καθοριστικό ρόλο και αργότερα οδήγησε σε εκλογικές επιτυχίες του ΚΚ σε αυτές τις περιοχές.
Ακόμα και στο ζήτημα της φυσικής αντιπαράθεσης στις φασιστικές επιθέσεις, η τοπικοποίηση της δράσης μας, το ρίζωμα της Αριστεράς παίζει καθοριστικό ρόλο. Αρκετοί υπέρμαχοι των συγκρούσεων, χρησιμοποιούν το παράδειγμα της Ιταλίας του ’60, όταν οι κομματικές οργανώσεις του Ιταλικού ΚΚ και τα συνδικάτα οργάνωναν ομάδες άμυνας και πολλές φορές απαντούσαν στους φασίστες με δικές τους επιθέσεις. Αυτό που «ξεχνάνε» όμως είναι ότι η προϋπόθεση για να υλοποιηθεί μια τέτοια τακτική με επιτυχία, ήταν η ύπαρξη και ζωντανή δράση χιλιάδων μαζικότατων κομματικών οργανώσεων, η παρουσία ισχυρών μαχητικών συνδικάτων, που ήταν σε θέση με ένα κάλεσμα να κινητοποιήσουν χιλιάδες ανθρώπους.
Σήμερα δυστυχώς δεν είμαστε σε αυτό το σημείο. Αλλά σε αυτό πρέπει να στοχεύουμε. Θα χρειαστεί να κάνουμε τη «δύσκολη», αλλά μόνη αποτελεσματική δουλειά: Να ριζώσουμε στις γειτονιές, να συσπειρώσουμε όσο το δυνατό περισσότερους αντιρατσιστές που θέλουν να κάνουν κάτι, να αποκτήσουμε δεσμούς –πολιτικούς και οργανωτικούς– με τον κόσμο που πλήττεται από την κρίση και ψάχνει στήριγμα.
Αυτό το καθήκον, πέρα από την αντιφασιστική-αντιρατσιστική μας δράση, είναι κεντρικό ούτως ή άλλως για την Αριστερά. Το στοίχημα να μην πληρώσουμε εμείς την κρίση τους, η αντίσταση στα μέτρα κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ περνάει από την επιστροφή της Αριστεράς στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς, από το στήσιμο και τη μαζικοποίηση των σωματείων. Η σημασία αυτών των παραγόντων φάνηκε στην Ουγγαρία. Εδώ είμαστε σε θέση να τα καταφέρουμε.
Προφανώς οι αγώνες από μόνοι τους δεν είναι εγγύηση ότι θα εξαφανίσουν τους φασίστες. Τα δύο άκρα μπορούν να ενισχυθούν ταυτόχρονα, όπως έδειξε η Γερμανία ή η Ισπανία της δεκαετίας του ’30. Όσο πιο απειλητικοί γίνονται οι «από κάτω» για τους καπιταλιστές, τόσο πιο πρόθυμοι θα είναι αυτοί να εμπιστευτούν τους Καρατζαφέρηδες και τους Μιχαλολιάκους. Αυτό το ενδεχόμενο, μακρινό ίσως, αλλά ανοιχτό όσο συνεχίζεται η κρίση, θα ανοίξει πολύ μεγαλύτερες συζητήσεις και θα βάλει πολύ μεγαλύτερα καθήκοντα.
Ένα δυνατό εργατικό κίνημα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Ο Τρότσκι, βλέποντας τις εκλογικές επιτυχίες των Ναζί, διατηρούσε την αισιοδοξία του, στηριγμένος στις κοινωνικές δυνάμεις που αντιπαρατίθενται: «Στη ζυγαριά των εκλογικών στατιστικών χίλιοι φασιστικοί ψήφοι έχουν το ίδιο βάρος με χίλιους κομουνιστικούς. Όμως στη ζυγαριά της επαναστατικής πάλης, χίλιοι εργάτες σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αντιπροσωπεύουν μια δύναμη εκατό φορές μεγαλύτερη από χίλιους μικρο-αξιωματούχους, υπάλληλους, τις συζύγους και τις πεθερές τους. Ο μεγάλος όγκος των φασιστών αποτελείται από ανθρώπινη σκόνη». Αλλά επέμενε στην ανάγκη του Ενιαίου Μετώπου για να μπορέσει αυτή η δύναμη να νικήσει.
«Προς το παρόν η δύναμη των εθνικοσοσιαλιστών δεν βρίσκεται τόσο στο δικό τους στρατό όσο στο σχίσμα στο στρατό του θανάσιμου εχθρού τους».
Όμως σε τέτοιες αποφασιστικές στιγμές της ιστορίας, μαζί με ένα μαχητικό εργατικό κίνημα, μαζί με την πολύτιμη τακτική του Ενιαίου Μετώπου, χρειάζεται μια Αριστερά που, όταν το δίλημμα φτάνει στο «φασισμός ή εργατική επανάσταση», δεν διστάζει να δώσει τη δικιά της απάντηση.
Ένα τέτοιο εργατικό κίνημα και αυτή την Αριστερά χρειάζεται να χτίσουμε στους μικρούς και μεγάλους αγώνες που έρχονται. Αυτή είναι η δύναμη που «εγγυάται» το «Ποτέ ξανά φασισμός».
Απ' το περιοδικό "Διεθνιστική Αριστερά" τ.19