ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Υπήρχε όμως τότε εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση της κρίσης;
Ναι, υπήρχε.
Ήθελε όμως άλλες ευρωπαϊκές ηγεσίες.
Στα τέλη Οκτωβρίου 2009, συμμετείχα στο πρώτο μου Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως Έλληνας Πρωθυπουργός.
Αντικείμενο της Συνόδου ήταν η διαπραγμάτευση των θέσεων της ΕΕ στη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης για την Κλιματική Αλλαγή.
Πρότεινα τότε πώς η Ευρώπη πρέπει να γίνει κινητήρια δύναμη και παράδειγμα πράσινης ανάπτυξης.
Αντλώντας ιδιωτικά κεφάλαια από πράσινα ευρωομόλογα και ρυθμίσεις, επενδύοντας στις απαραίτητες πράσινες πηγές ενέργειας και τις μεταφορές, για μία πραγματική πράσινη οικονομία.
Επενδύοντας επίσης, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία.
Αν θέλουμε να δούμε την μεταμνημονιακή ΕΕ, υπερασπίζομαι και σήμερα την πρόταση αυτή – κάτι που διεθνείς οικονομολόγοι όπως ο Jeff Sachs ή ο Joe Stiglitz έχουν υποστηρίξει.
Αυτό θα είχε τριπλή επίδραση:
Πρώτον, η Ευρώπη θα έπαιρνε το παγκόσμιο προβάδισμα στο πιο κρίσιμο πρόβλημα της ανθρωπότητας, την κλιματική αλλαγή.
Δεύτερον, η Ευρώπη θα γινόταν ανταγωνιστική, επενδύοντας στην ποιότητα παρά στην κούρσα προς τον πάτο.
Τρίτον, η Ευρώπη θα έλυνε το εργασιακό της πρόβλημα και θα προετοίμαζε μια γενιά για τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Επιπλέον, θα τραβούσε προς την Ευρώπη, παγκόσμια κεφάλαια.
Υπάρχει όμως και μία τέταρτη συνέπεια της αφήγησης που κυριάρχησε στην αρχή της κρίσης:
Η κυρίαρχη αυτή αφήγηση, συναισθηματικής ηθικολογίας και αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων, έχει πληγώσει βαριά την συνείδηση των πολιτών μας.
Έβαλε σε αντιπαράθεση λαούς με λαούς.
Βόρειους εναντίον νοτίων και τανάπαλιν.
Και αυτή η ρητορική, ενισχύεται από μια συντηρητική ξενοφοβική και ρατσιστική πολιτική.
Από πολιτικούς που καλλιεργούν τον φόβο αντί της αλληλεγγύης.
Που πολώνουν αντί να ενώνουν.
Ο λαϊκισμός μιας συντηρητικής αφήγησης έχει αποπροσανατολίσει την Ευρώπη από τα πραγματικά διακυβεύματα όπως και έχει τραυματίσει την ευρωπαϊκή ιδέα στα μάτια και στη συνείδηση του Ευρωπαίου πολίτη.
Ναι, η αντίδραση της Ευρώπης, κατά τη διάρκεια της κρίσης, χαρακτηρίστηκε περισσότερο από φόβο και άγνοια, εσωστρέφεια και αμυντική στάση. Θα μπορούσε, όπως μου έλεγε, ο Paul Volcker, η Ευρώπη να λύσει το πρόβλημα άμεσα. Με μικρότερες συνέπειες για όλους.
Σε κάθε περίπτωση, αν κάτι σήμερα έχει σημασία, είναι να αντιμετωπίζουμε την αλήθεια χωρίς παρωπίδες.
Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι η Ευρώπη με την οποία συνομιλούσαμε τότε.
Δεν υπήρχε άλλος πραγματικός συνομιλητής, παρά μόνον στη φαντασία κάποιων, όπως αποδείχτηκε εμπράκτως, όχι μόνον από τις επισκέψεις μου σε κάθε γωνία του πλανήτη τότε, αλλά και από τις εξελίξεις που ακολούθησαν.
Με αυτήν την Ευρώπη, έπρεπε να βρούμε λύσεις.
Όμως, μετά το μνημόνιο, ή μετά τα μνημόνια στην ΕΕ, είναι αναγκαίο να αλλάξει η αφήγηση για την Ηπειρό μας.
Η Ελλάδα στην Προεδρία της ΕΕ έχει μια ευκαιρία.
Είναι μεν συμβολική πια σήμερα.
Και πρέπει να κρατήσει στάση ουδέτερη, πόσο μάλλον ενόψει και των ευρωεκλογών.
Όμως, έχει κάθε δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να θέσει τα ζητήματα.
Να ανοίξει ένας διάλογος.
Η ελληνική φωνή δικαιωματικά μπορεί αλλά και υποχρεωτικά πρέπει να ακουστεί δυνατά.
Για μια διαφορετική Ευρώπη.
Την Ευρώπη της Δημοκρατίας, της προόδου, του δικαίου, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αντιμετώπισης των αδικιών και των ανισοτήτων.
Πιστεύω βαθιά ότι, η πολιτική δεν μπορεί να είναι φοβική, αλλά μια δύναμη φαντασίας για ένα καλύτερο αύριο.
Προσωπικά έχω καταθέσει πολλές σκέψεις – Δεν είναι ούτε αποκλειστικές ούτε μοναδικές.
Πρέπει να προχωρήσουμε – αργήσαμε βέβαια – στην τραπεζική Ένωση και στον φόρο επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, αλλά πρέπει να τολμήσουμε και πάρα πέρα.
Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας στην ΕΕ, εάν θέλουμε να προστατεύσουμε τις αξίες, την δημοκρατία, την ευημερία μας, τους πολίτες σε μια δύσκολη παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Έχω προτείνει τα Ευρωομόλογο. Και για το χρέος και για την ανάπτυξη. Κάποιοι τα φοβούνται λέγοντας ότι θα αναλάβουν συλλογικά ένα οικονομικό ρίσκο ενώ σήμερα το κουβαλάει ο καθένας μόνος του.
Διαφωνώ.
Έχουμε ήδη ενώσει τις μοίρες μας στην Ε.Ε.
Η εμπειρία της Ελλάδας, της Κύπρου, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, αποδεικνύει πως καμία χώρα δεν είναι «άτρωτη» στη νομισματική μας ένωση.
Ας ενώσουμε επιτέλους και όλες τις δυνάμεις μας.
Το να μετατρέψουμε ένα εθνικό χρέος σε Ευρωομόλογα, όχι μόνο θα έβαζε τέλος στο Σισύφειο έργο της αποπληρωμής ενός τεράστιου χρέους, αλλά θα διευκόλυνε σημαντικά τις δομικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις χώρες.
Ευρωομόλογα, δημοσιονομική υπευθυνότητα και δομικές μεταρρυθμίσεις, είναι η βιώσιμη λύση.
Προσθέτω με την ευκαιρία, και κοινές αναπτυξιακές πολιτικές, που μαζί με άλλες προοδευτικές επιλογές, θα αντιμετωπίσουν τις ανισότητες μεταξύ Βορά και Νότου, αλλά και συνολικότερα στο εσωτερικό της ΕΕ.
Πρότεινα επίσης προ έτους, σε συνέδριο στο Βερολίνο ένα πρόγραμμα erasmus – εκπαίδευσης/κατάρτισης, για τους ανέργους.
Λόγω της βαθύτατης ύφεσης και της ανεργίας, κινδυνεύουμε να χάσουμε μια ολόκληρη γενιά.
Χρειάζεται, πέραν της οικονομίας, να εμβαθύνουμε στις κοινωνικές πολιτικές.
Ένα μίνιμουμ – εγγυημένο επίπεδο ζωής για όλους.
Έχω επίσης προτείνει τη θέσπιση ευρωπαϊκής ιθαγένειας σε μετανάστες από τρίτες χώρες μετά από ένα χρονικό διάστημα νόμιμης διαμονής τους σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Με δικαιώματα.
Όπως της ψήφου στις ευρωεκλογές και στις δημοτικές εκλογές.
Συνολικά χρειάζεται – όπως αναφέρει ο φιλόσοφος Jurgen Habermas – να δημιουργηθεί ένας «ευρωπαϊκός δήμος», μια «αγορά» με τη σημασία που είχε στην αρχαιότητα, για να συζητηθούν οι μεγάλες τομές για μια μελλοντική Ευρώπη – μεταμνημονιακή.
Η ΕΕ απαιτείται να γίνει έργο πολιτών, όχι μόνο μιας ελίτ – πέραν της αναγκαίας οικονομικής εμβάθυνσης.
Ένα έργο συμμετοχικό.
Συμμετοχή – έννοια κλειδί για το μέλλον της Ευρώπης και κάθε κράτους – μέλους της.
Ήταν και ένας από τους κύριους λόγους που πρότεινα το δημοψήφισμα.
Μία πρόταση που όταν ανακοινώθηκε, αποτελούσε τη μοναδική απάντηση στη παντελή έλλειψη πολιτικής σωφροσύνης και στην κορύφωση της δημαγωγίας.
Για αυτό και ήταν πολύ χαρακτηριστικές οι αντιδράσεις.
Πολέμιοι της συμφωνίας των Βρυξελλών άρχισαν να επαινούν τις αρετές της.
Εχθροί του ευρώ άρχισαν να ανησυχούν ότι θα γυρίσουμε στη δραχμή.
Κήρυκες της επανάστασης κατά των αγορών, κραύγαζαν ότι αναστατώσαμε τις αγορές.
Μεγάλοι στα λόγια πατριώτες που κατηγορούσαν εμάς ως δήθεν προσκυνημένους, άρχισαν να ρωτάνε αν πήραμε πρώτα την άδεια της Μέρκελ.
Στις Κάννες, επανέλαβα την άποψή μου πως το δημοψήφισμα ήταν απαραίτητο για την λαϊκή υποστήριξη του σκληρού ελληνικού προγράμματος προσαρμογής.
Ο Σαρκοζί το έβλεπε διαφορετικά, “οι αγορές θα τρελαθούν”, είπε.
Του απάντησα: “η εμπιστοσύνη των αγορών δεν θα κρατήσει αν δεν κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών μας”.
Κυρίες και κύριοι, αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος στην Ευρώπη σήμερα.
Ενός προβλήματος, απολύτως συνυφασμένου και με τα δικά μας ιδιαίτερα προβλήματα, για να αναφερθώ τώρα στην Ελλάδα, υπό τον τίτλο:
«Η άρνηση της πραγματικότητας»
Και το ερώτημα: Μετά το μνημόνιο, τι;
Χρησιμοποιώ αυτό το προκλητικό ερώτημα, γιατί έχουν χτιστεί πολιτικές, κόμματα αλλά και προσωπικές στρατηγικές πάνω στην αντίθεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο.
Αλλά σε λίγο – ελπίζω – θα είμαστε χωρίς μνημόνιο. Και τότε, όλοι όσοι έχτισαν τις τύχες τους επάνω σε αυτή την αντίθεση, τι θα κάνουν;
Για να θυμηθούμε τον Καβάφη – τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;
Ήταν μια κάποια λύση!
Θα πρέπει να κοιταχτούμε κατάματα τώρα – όχι αύριο – και να πούμε μερικές αλήθειες.
Το μνημόνιο – όσο και αν πόνεσε, όσο και αν πονάει – ήταν η μοναδική λύση επιβίωσης, στο συγκεκριμένο περιβάλλον που είχαμε να αντιμετωπίσουμε.
Δεν ήταν αυτοσκοπός.
Οι περισσότεροι ρωτάνε «Γιατί το πήραμε;»
Ενώ θα έπρεπε να ρωτάνε «Γιατί το είχαμε ανάγκη;»
Όταν τελειώσει θα τελειώσουν και τα ψέμματα – και οι μύθοι.
Θα πρέπει να δούμε την πραγματικότητα κατάφατσα.
Είπα ήδη ότι, η ΕΕ έκανε μεγάλα σφάλματα.
Είναι πολύ εύκολο να ψάχνουμε και εμείς για αποδιοπομπαίους τράγους, αντί να αναζητήσουμε πραγματικά το τι έφταιξε που έφτασε η Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού.
Και επειδή πράγματι η ΕΕ έχει σήμερα τις αδυναμίες της – τόσο περισσότερο χρειάζεται εμείς να μην εξαρτόμαστε από δάνειες δυνάμεις ή αποφάσεις τρίτων.
Μετά το μνημόνιο τι, λοιπόν;
Το βασικό: να σταματήσουμε να αρνούμαστε κάποιες απλές αλήθειες, επειδή κάποιοι έτσι βολεύονται.
Τι ενώνει όλα αυτά που ακούστηκαν και ακούγονται ενάντια όχι μόνο σε εμένα αλλά και στην κυβέρνησή μου για τις επιλογές μας τότε;
Η άρνηση της πραγματικότητας.
Η άρνηση ότι η χώρα μας, το 2009 είχε πρόβλημα.
Πρόβλημα, που δεν ξεπερνιόταν με 2-3 μέτρα – εγώ σας λέω ότι πήραμε και με το παραπάνω.
Πρόβλημα, που δεν ξεπερνιόταν ακόμα και αν μας χάριζαν κάποιοι δισεκατομμύρια – που δεν μας χάριζε και δεν χαρίζει σε κανέναν, κανείς.
Πρόβλημα, που δεν ξεπερνιόταν ακόμα και αν μπορούσαμε να διαγράψουμε όλο το χρέος – που δεν μπορούσαμε.
Ουδείς πρόσφερε επίσημα, ούτε και ανεπίσημα, κούρεμα του χρέους το 2010. Να τελειώνουν τα αστεία.
Εκτός κι αν το κάναμε μονομερώς. Να αθετούσαμε τις υποχρεώσεις μας για τα παλιά δάνεια.
Βεβαίως, αν θέλαμε να αυτοκτονήσουμε.
Γιατί μετά, ποιος θα μας δανειοδοτούσε για να συνεχίσει να λειτουργεί το κράτος;
Πρόβλημα, που δεν ξεπερνιόταν με το να συνεχίσουμε να λέμε ψέματα για τα ελλείμματά μας, ψέματα για την ανεργία μας, ψέματα για την ύφεσή μας, ψέματα για όλα τα στατιστικά μας στοιχεία.
Πρόβλημα, που θα γινόταν εθνική τραγωδία, αν δεν σταματούσαμε τότε να φοβόμαστε να δούμε κατάματα την αλήθεια.
Η χώρα, όπως λειτουργούσε το 2009, είχε τελειώσει.
Ήμασταν ήδη εξαρτημένοι!
Όχι το 2010, με το μνημόνιο.
Το 2009.
Το 2010 απλά είχε έρθει η ώρα του λογαριασμού.
Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Γιατί αυτό είναι κομβικό;
Γιατί, σε όλα τα πράγματα, η λύση ενός προβλήματος ξεκινάει από τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχει πρόβλημα.
Η κρίση που βιώνουμε, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτής της στρεβλής αντίληψης που κυριάρχησε και αποτέλεσε την «ιδεολογία του πελατειακού κράτους». Τελειώνοντας με το μνημόνιο, θα πρέπει να έχουμε νομοθετήσει, εφαρμόσει, συνεχίσει ή έστω ξεκινήσει τις μεγάλες αλλαγές που αναμορφώνουν το Ελληνικό κράτος.
Ένα κράτος, που επέτρεψε να σπαταλώνται τα χρήματα του Έλληνα πολίτη, ο πλούτος της χώρας, στη σκοτεινή διαδρομή που το συνέδεε με τα πάσης φύσεως μεγάλα και μικρά συμφέροντα.
Η κρίση αφορά στην δυσλειτουργία του κράτους.
Που αντί να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, κατέστη αιχμάλωτο των πελατειακών ορέξεων.
Για να χρησιμοποιήσω μία φράση που άκουσα πρόσφατα – Μνημονιακοί είναι αυτοί που με τις πράξεις τους μέχρι το 2009 ανάγκασαν αυτή τη χώρα να χρειάζεται Μνημόνιο για να σταθεί στα πόδια της.
Δεν στεναχωριέμαι για αυτά που ακούω εναντίον μου.
Παρότι λίγοι πολιτικοί θα έχουν ακούσει τόσα.
Γιατί συγκρούστηκα με τις ρίζες του προβλήματος στη χώρα, ίσως γι’ αυτό τα ακούω.
Θλίβομαι όμως, γιατί πίσω από τις απλουστεύσεις, τις ύβρεις και όλες τις θεωρίες συνωμοσίας και τους μύθους, κρύβεται η άρνηση συνειδητοποίησης της πραγματικότητας.
Ακόμη χειρότερα, η προσπάθεια συγκάλυψης πραγματικών προβλημάτων και κατεστημένων καταστάσεων στη χώρα μας.
Για αυτό δεν θα σταματήσω να συγκρούομαι με αυτά.
Συγκρούστηκα με νοοτροπίες, με συμφέροντα, κατεστημένα.
Είμαι όμως περήφανος γιατί έδωσα μια σκληρή μάχη.
Ούτε και στεναχωριέμαι που έχασα μια μάχη.
Ο αγώνας για τη Δημοκρατία, δεν έχει ποτέ τελευταία μάχη, είναι διαρκής, είναι στάση ζωής.
Αυτό ίσως δεν μπορούν να κατανοήσουν όσοι αναρωτιούνται αν έφυγα ή αν θα επανέλθω.
Είμαι πάντα εδώ.
Αλλά το διακύβευμα δεν αφορά εμένα.
Αφορά το μέλλον της χώρας.
Και για αυτό το μέλλον, χρειάζονται βαθιές τομές.
Γιατί, σας το λέω ξεκάθαρα: Αν θεωρούμε ότι, δεν υπήρχαν βαθύτατα προβλήματα στην οικονομία και το κράτος, μέχρι το 2009, τότε η απάντηση στο ερώτημα «Μετά το Μνημόνιο, τι;», είναι απλή:
Ξανά Μνημόνιο.
Γιατί; Γιατί θα έχουμε αρνηθεί, τώρα που βρεθήκαμε στην άκρη του γκρεμού και γλυτώσαμε μία εθνική τραγωδία την τελευταία στιγμή, θα έχουμε αρνηθεί να κάνουμε την κρίση ευκαιρία και να αντιμετωπίσουμε την πραγματική ρίζα του κακού που μας έφερε ως εδώ.
Άρα πρώτο μέλημά μας – συλλογικά – να μην αρνηθούμε αλλά να κατανοήσουμε το πραγματικό πρόβλημα.
Δεύτερον, απαιτείται να νιώθουμε περήφανοι ως Έλληνες. Και πρέπει να είμαστε περήφανοι – ειδικά ο Ελληνικός λαός, ο πολίτης, για αυτά που καταφέραμε.
Παρά τις δυσκολίες, τα λάθη της ΕΕ, ο Ελληνικός λαός με τεράστιες θυσίες, κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα σε χρόνο ρεκόρ για τα διεθνή δεδομένα.
Παρά τις δυσκολίες, ο ΟΟΣΑ έχει αναδείξει τη χώρα μας μετά το 2009 πρώτη σε μεταρρυθμίσεις ανάμεσα στα μέλη της.
Και πρέπει και ο κόπος μας και τα επιτεύγματά μας, να αποτελέσουν βάση για την ενότητα του λαού μας, για να συνεχίσουμε αλλαγές, ριζικές στη χώρα μας.
Όπως και βάση διαπραγματεύσεων για την ελάφρυνση του χρέους.
Αλλά έχουμε μπροστά μας πολύ δουλειά.
Απαιτείται να ξαναδημιουργηθεί μια ριζοσπαστική, μεταρρυθμιστική δομή.
Η κυβέρνηση μου, παρά το γεγονός ότι είχε να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κρίση, δεν δίστασε να αγγίξει τα πραγματικά προβλήματα και τις αιτίες που τα προκαλούσαν, σε όλα σχεδόν τα μέτωπα της δημόσιας ζωής.
Και αυτό, αρχικά, με ευρεία συμμετοχή πολιτών.
Παντού, κάναμε μια αρχή προς την σωστή κατεύθυνση.
Με λάθη και παραλήψεις, ναι.
Αλλά την κάναμε. Παρά το ότι, λιτότητα και αλλαγές δεν είναι εύκολο να πάνε μαζί. (Schroeder)
Αρχή που αν είχε γίνει λίγα χρόνια πριν το 2009, δεν θα είχαμε ποτέ ανάγκη από Μνημόνια.
Είναι αλήθεια ότι δεν μπορέσαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα όσο είχαμε δεσμευτεί.
Δεν προκάναμε.
Και αυτό το φέρω βαρέως μέσα μου.
Αλλά κάπου εκεί, έστω η προσπάθεια πραγματικής αλλαγής που έγινε στη διετία μας, σταμάτησε.
Γιατί;
Αυτό θέλουμε μετά το μνημόνιο;
Πάλι παρόν το πελατειακό σύστημα, έστω με λίγο διαφορετικές διευθετήσεις;
Πάλι παρόντα τα κατεστημένα;
Πάλι άνομες σχέσεις μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, πάλι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ πολιτικής και επιχειρηματικών, τραπεζικών και μιντιακών συμφερόντων;
Πάλι παρόν ένα κράτος – δυνάστης;
Μια διοίκηση για εξυπηρετήσεις;
Μια αυτοδιοίκηση για διευθετήσεις;
Γιατί όχι μάχη καθημερινή, διαρκή, για μια ευνομούμενη πολιτεία;
Γιατί σταματήσαμε;
Αν δεν αλλάξουμε το πολιτικό σύστημα, πως θα κόψουμε τον ομφάλιο λώρο με το πελατειακό κράτος;
Αν δεν ολοκληρώσουμε την αλλαγή στο κράτος, αν δεν αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η διοίκηση, πρόκειται να αλλάξει τίποτα σε αυτήν την χώρα;
Αν δεν ενισχύσουμε δραστικά την τοπική αυτοδιοίκηση και τον «Καλλικράτη», ώστε να οικοδομήσουμε πολιτικές ουσιαστικής στήριξης και αλληλεγγύης προς τους πολίτες, ώστε να αφήσουμε πίσω μας τις επιδοματικές πολιτικές για να προχωρήσουμε στη δημιουργία κοινωνικών δομών για όλους;
Αν δεν επιβάλουμε τη διαφάνεια σε όλες, ανεξαιρέτως, τις συναλλαγές με το κράτος, πώς θα πάψουν να ωφελούνται οι λίγοι;
Γιατί σταματήσαμε να ακούμε για όλα αυτά κάπου το 2012;
Τι κοστίζει η αλλαγή;
Πόσο κοστίζει να αλλάξουμε δομές στην εκπαίδευση, ώστε να αξιοποιήσουμε και να επενδύσουμε στους ανθρώπους, την έρευνα, την τεχνολογία, τη γνώση, τον άνθρωπο και σε ένα υψηλό επίπεδο δημόσιας εκπαίδευσης;
Πόσο κοστίζει να αξιοποιήσουμε σωστότερα τα κοινοτικά κονδύλια στον αγροτικό τομέα, ώστε να εγγυηθούμε ελληνικά προϊόντα ποιότητας, αξίας, την κρητική ή μεσογειακή δίαιτα που αποτελεί brand ανά τον κόσμο, προϊόντα ανταγωνιστικά, με νέους αγρότες επιχειρηματίες, αντί να πουλάμε χύμα το λάδι μας στους ιταλούς.
Κοστίζει τίποτα η προκήρυξη των συχνοτήτων εκπομπής ραδιοτηλεοπτικού σήματος;
Πώς θα νιώσει ο εργαζόμενος δημιουργικός, αν το κράτος δεν μπορεί να διασφαλίσει ένα σύστημα Πρόνοιας, όχι πελατειακό, αλλά που να εγγυάται ένα ελάχιστο επίπεδο ζωής, σιγουριά και ασφάλεια, αν δεν μπορεί να διασφαλίσει τα δικαιώματά του;
Πως θα εμπεδωθεί σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, αν δεν επικρατήσει ευνομία και κράτος δικαίου; Πόσο κοστίζει;
Πόσο κοστίζει να προχωρήσει η Ελλάδα στην αξιοποίηση των φυσικών της πόρων, της ηλιακής, της αιολικής, της πράσινης ενέργειας – όπως κάναμε με την γεωθερμική ενέργεια στη Θράκη;
Κόστισε τίποτα η υποχρεωτική δημοσίευση όλων των αποφάσεων της διοίκησης στο διαδίκτυο; Να ξέρει ο πολίτης πώς και που ξοδεύονται τα χρήματά του, τι αποφάσεις παίρνουν εκείνοι που τον υπηρετούν.
Κόστισε τίποτα η μηχανογράφηση όλων των υπηρεσιών του δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης;
Κόστισε τίποτα η ηλεκτρονική συνταγογράφηση;
Κοστίζει και πόσο η ηλεκτρονική διακυβέρνηση;
Πόσο κοστίζει ένα φορολογικό σύστημα που θα λειτουργεί, αποδοτικά, δίκαια, με διαφάνεια, καλλιεργώντας όχι τον φόβο αλλά την εμπιστοσύνη στον έλληνα πολίτη;
Κοστίζει τίποτα ένας νέος εκλογικός νόμος, που θα επιφέρει ένα γερό χτύπημα στο μαύρο πολιτικό χρήμα;
Πόσο κοστίζει να αναδιοργανώσουμε την Δικαιοσύνη ώστε να λειτουργεί γρήγορα, ανεπηρέαστα, με διαφάνεια;
Κοστίζουν τίποτα όλα αυτά;
Πόσο κοστίζει να αναδιοργανώσουμε την κρατική γραφειοκρατία, να χτυπήσουμε την πολυνομία, τις αλληλοεπικάλυψεις αρμοδιοτήτων, που εμποδίζουν τις επενδύσεις και ταλαιπωρούν τον πολίτη.
Το κόστος, είναι κόστος πολιτικό
Γιατί δεν τα συζητάμε όλα αυτά;
Γιατί δεν δίνουμε μάχες μαζί για όλα αυτά;
Γιατί δεν διορθώνουμε τα λάθη και δεν πιάνουμε το νήμα να συνεχίσουμε την προσπάθεια σε όλα αυτά, νήμα που χάθηκε κάπου στις εκλογές του 2012 – αν όχι στα τέλη του 2011, ως αποτέλεσμα της θεωρίας περί κυβέρνησης «ειδικού σκοπού»;
Όχι μόνον δεν κοστίζουν όλα αυτά, αλλά αντιθέτως, με την πλήρη εφαρμογή τους θα δώσουν ολοκληρωμένα θετικά αποτελέσματα και στο οικονομικό πεδίο και στο πεδίο της εμπιστοσύνης με τους πολίτες.
Κεντρικός πυρήνας μιας διαφορετικής Ελλάδας, μετα-μνημονιακής, είναι η αλλαγή στο κράτος.
Και αυτή η αλλαγή απαιτεί άλλες αντιλήψεις.
Γιατί η κρίση αφορά και αντιλήψεις, νοοτροπίες και τις συμπεριφορές ενός μοντέλου οικοδομημένου να ικανοποιεί όχι όσους πρέπει, αλλά όλους εκείνους που θα έπρεπε να υπηρετούν τον πολίτη.
Η αλλαγή απαιτεί μία άλλη πολιτική συμπεριφορά.
Αν κάτι με έθλιψε καθώς διαχειριζόμουν την κρίση ήταν το γεγονός ότι ήμασταν μόνοι.
Μόνοι στην ΕΕ, αλλά ακόμα χειρότερο, μόνος εγώ, μόνη η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που σήκωσε το πολιτικό βάρος της κρίσης.
Καμία βοήθεια από αυτούς που είχαν και τις ευθύνες για την δημιουργία του ελλειμματος, καμία βοήθεια από αυτούς που ευελπιστούσαν να πάρουν μια μέρα την εξουσία.
Απόντες από τη μάχη για τη σωτηρία της χώρας, σήμερα οι μεν κάνουν ότι δεν θυμούνται τι έλεγαν τότε και οι δε, διαγωνίζονται μεταξύ τους στο ποιος θα κάνει την καλύτερη προσαρμογή μεταξύ των εύκολων λόγων του χθες και της σκληρής πραγματικότητας που τους περιμένει στη γωνία.
Και αυτό με έθλιψε, γιατί με αυτή τους τη στάση και πλήρωσε περισσότερα ο Ελληνικός λαός και καθυστερήσαμε τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που θα μπορούσαν ήδη να έχουν γίνει.
Και δεν καταφέραμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας μπροστά σε μία εθνική προσπάθεια.
Ακόμα περισσότερο με έθλιψε, διότι οι αλλαγές αυτές, που αφορούν θεσμούς, νοοτροπίες, αντιλήψεις, θέλουν χρόνο.
Θέλουν συνέπεια, θέλουν συνέχεια.
Δεν θα ολοκληρωθούν από ένα υπουργό, ούτε από μια κυβέρνηση.
Και δεν περίμενα ποτέ ότι θα συμφωνούσαμε σε όλα.
Ζητούσα να συνεργαστούμε. Ναι, να κάνουμε μεταξύ μας συμβιβασμούς και να βρούμε λύσεις. Όχι όμως να συμβιβαστούμε με τα προβλήματα της χώρας. Σήμερα, με την πόλωση, γίνεται το αντίθετο. Η αντιπαράθεση μεταξύ μας, αφήνει άθικτα τα προβλήματα.
Με έθλιψε ακόμη, ότι μπορέσαμε να περάσουμε με την μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία και συναίνεση στην Βουλή έναν νόμο για την παιδεία – και μόλις άλλαξε Υπουργός και Κυβέρνηση, το πρώτο νομοσχέδιο, όχι το δεύτερο, το πρώτο νομοσχέδιο που ήρθε στη Βουλή ήταν για να τον αλλάξει, για να ικανοποιήσει τις πελατειακές πιέσεις κάποιων ισχυρών πανεπιστημιακών.
Συνεργασία – συναίνεση
Κυρίες και κύριοι,
Οι πολιτικές δυνάμεις δεν είναι εφικτό, ούτε καν θεμιτό να συμφωνούν σε όλα.
Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε στα αυτονόητα.
Μπορεί τα κόμματα να διαφωνούμε στο ποιοι πρέπει να πληρώνουν φόρους και πόσο, αλλά μπορούμε κάλλιστα να συμφωνήσουμε για το πώς θα παταχθεί η φορολογική ανομία.
Μπορεί τα κόμματα να διαφωνούμε στο ρόλο που πρέπει να έχει το δημόσιο στην οικονομία, αλλά μπορούμε κάλλιστα να συμφωνήσουμε στο ότι πρέπει να λειτουργεί ηλεκτρονικά, με διαφάνεια και διαύγεια.
Μπορεί τα κόμματα να διαφωνούμε για το πώς πρέπει να λειτουργεί η δημόσια υγεία. Σίγουρα όμως μπορούμε να συμφωνήσουμε στην ανάγκη πλήρους σεβασμού του κάθε ευρώ που δαπανάται εκεί.
Συμφωνημένο πλαίσιο πάταξης φοροδιαφυγής.
Ολοκλήρωση ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Ολοκλήρωση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
Πόσο δύσκολο είναι έστω αυτά τα τρία να συμφωνηθούν με ευρύτατη διακομματική συναίνεση και να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του έτους;
Δεν χρειάζεται να μας το επιβάλλει κανείς.
Ξέρουμε ότι είναι ανάγκη να γίνουν αυτά.
Ας δεσμευτούμε εμείς οι ίδιοι.
Πέρα από Μνημόνια.
Σας έδωσα τρία παραδείγματα.
Επαναλαμβάνω: Δεν χρειάζεται και ούτε συμφωνούμε σε όλα.
Στα αυτονόητα όμως που όλοι συμφωνούμε, όποια κι αν είναι αυτά, ας προχωρήσουμε μπροστά.
Η χώρα θα αναπνεύσει και ο δρόμος για την οριστική αλλαγή της θα ανοίξει διάπλατα.
Και μαζί, θα αρχίσουν να οικοδομούνται οι προϋποθέσεις για να εγκαταλείψουμε οριστικά τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που πλήττουν αδιακρίτως τους πολίτες.
Ας προχωρήσουμε μόνοι μας στις αλλαγές, πέρα από τα μνημόνια.
Πιστεύω, όμως, ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε σε πολλά περισσότερα.
Όμως, θεωρώ ότι η αλλαγή στο κράτος πρέπει να έρθει από τον λαό.
Και εξηγούμαι:
Πρώτα, το ελληνικό κράτος από τη γέννηση του, ήταν ξένο σώμα για τον έλληνα.
Οι Βαυαροί επέβαλαν ένα νομοθετικό πλαίσιο.
Εμείς οι έλληνες είδαμε το κράτος και σαν δυνάστη αλλά και σαν πηγή πελατειακών διευθετήσεων.
Τα κόμματα, έβλεπαν την εξουσία ως ευκαιρία λαφυραγώγησης. Ένα πλιάτσικο μετά τις εκλογές.
Το μοίρασμα της εξουσίας.
Το δε κράτος έβλεπε τον πολίτη με καχυποψία.
Θα πάω ακόμη παραπέρα. Για να αλλάξουμε την χώρα πρέπει η κρίση αυτή να γίνει ευκαιρία.
Προτείνω να βρούμε έναν κοινό αξιακό τόπο.
Μπορεί να μας χωρίζουν πολλά, αλλά θα πρέπει να μας ενώσει ένας κοινός αξιακός τόπος.
Ένα πλαίσιο βασικών αρχών, πρακτικών και αντιλήψεων που θα σεβαστούμε όλοι.
Όλα τα κόμματα.
Αρχές βασισμένες στην διαφάνεια, τη λογοδοσία, τη συμμετοχή, την προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτισμού, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη βιωσιμότητα της οικονομίας μας.
Αν είναι να αλλάξουμε το κράτος, απαιτείται να αισθανθεί ο έλληνας ότι είναι δικό του το κράτος.
Κανενός άλλου.
Θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να το θεσπίσει, αλλά και την υποχρεώση να το υπερασπιστεί.
Πιστεύω ότι αυτό μπορεί να γίνει όχι απλά με αλλαγές στο Σύνταγμα, αλλά με μια διαδικασία που θα καταλήγει σε σειρά δημοψηφισμάτων.
Να συζητηθούν όλα τα μεγάλα θέματα, από την παιδεία μέχρι το πολιτικό σύστημα, από την αυτοδιοίκηση μέχρι την δικαιοσύνη, διεξοδικά όλες οι εναλλακτικές προτάσεις.
Αν δεν θέλουμε λοιπόν, και κανένας δεν θέλει, η απάντηση στο «Μετά το Μνημόνιο, τι;» να είναι, αργά ή γρήγορα, και πάλι ένα νέο Μνημόνιο, τότε ας προχωρήσουμε με δική μας πρωτοβουλία, με όσο το δυνατόν ευρύτερη διακομματική συναίνεση σε ένα Εθνικό Συμβόλαιο που θα κινήσει τις παραπάνω διαδικασίες
Με χρονοδιαγράμματα και συγκεκριμένα μετρήσιμα αποτελέσματα.
Αρκετά με τη διχόνοια.
Αρκετά διαιρεθήκαμε.
Σήμερα, που ζούμε ακόμη μία κορύφωση διακομματικής υστερίας, όλοι εναντίον όλων, σήμερα προτείνω να καθίσουμε στο τραπέζι για ένα Εθνικό Συμβόλαιο.
Δύσκολο; Δύσκολο.
Μπορούμε; Ναι αν αγαπάμε αυτόν τον τόπο.
Αν δεν θέλουμε οι θυσίες που έγιναν να πάνε χαμένες.
«Μπορούμε»
Κάποια στιγμή, μιλώντας με τον Dean (τον Πρόεδρο) του Kennedy School, τον David Ellwood, τον ρώτησα τι θεωρεί μοναδικό στο ίδρυμα που υπηρετεί.
Μου απάντησε ότι, στο Χάρβαρντ – αλλά και σε όλο το πανεπιστημιακό σύστημα της Αμερικής – υπάρχει μια αντίληψη που θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να διαφυλαχθεί.
Είναι η αισιοδοξία ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο προς το καλύτερο.
Είναι η πίστη στις δυνάμεις του ανθρώπου.
Στις δυνατότητες του.
Στο «ναι μπορούμε».
Και από αυτό το «ναι μπορούμε», απορρέει φυσιολογικά η συνεχής αναζήτηση, η ελευθερία σκέψης και έκφρασης, η διαρκής έρευνα, όπως και μάθηση.
Η έννοια της αποτυχίας δεν υπάρχει – είναι και η αποτυχία μια εμπειρία, ένα βήμα μάθησης για να γίνουμε ακόμα καλύτεροι.
Μάλιστα – όσοι είσαστε επιχειρηματίες – ξέρετε καλά ότι δεν θεωρείται «ώριμος» ένας επιχειρηματίας στην Αμερική εάν δεν έχει αποτύχει μια – δυό φορές στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
H αντίληψη ότι τίποτα δεν είναι ανυπέρβλητο, από την εξεύρεση θεραπείας για τον καρκίνο μέχρι την εξάλειψη της φτώχειας, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ή την δημιουργία μιας κοινωνίας πιο δίκαιης και ευτυχισμένης, αποτελεί κινητήρια δύναμη στα Πανεπιστήμια αυτά.
Οι αρχαίοι και η πολιτική
Ίσως να μας φαίνεται ξένη αυτή η αντίληψη.
Ειδικά αυτή την εποχή.
Όμως, ως έλληνες που είμαστε δεν θα έπρεπε.
Στον χρόνο που μου δόθηκε μετά την πρωθυπουργία μου, θέλησα να ψάξω παραδόσεις.
Απευθύνθηκα στους αρχαίους Ελληνες.
Όχι ως φυγή – ούτε για απομόνωση.
Αλλά σαν μια άσκηση αναζήτησης.
Εντυπωσιάστηκα όταν ένας Καθηγητής του Yale, ο Donald Kagan, μου μίλησε για την ανακάλυψη των αρχαίων προγόνων μας: την ανακάλυψη της έννοιας της πολιτικής.
Οι Έλληνες, μου είπε, κάποια στιγμή ήρθαν σε ρήξη με την μοιρολατρεία.
Έννοια κυρίαρχη στις κοινωνίες της εποχής εκείνης, από τους Φαραώ της Αιγύπτου μέχρι τους βασιλείς της Περσίας.
Την υποταγή στην απολυτότητα των τυράννων, στον εντυπωσιασμό των μάγων ή στην εξουσία των ιερατείων και των δογμάτων τους.
Οι Έλληνες νίκησαν τον φόβο.
Και κατανόησαν ότι μπορούν να φανταστούν – ακόμα περισσότερο – να κάνουν πραγματικότητα μια διαφορετική κοινωνία.
Έτσι γεννήθηκε η έννοια του πολίτη και της πολιτικής.
Ως δύναμη της φαντασίας και της δημιουργίας.
Κάτι το οποίο μας υπενθυμίζει και ένας σύγχρονος Έλληνας φιλόσοφος:
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Για την δημοκρατική θέσμιση της κοινωνίας.
Μια καταπληκτική φιλέλληνας, η Edith Hamilton, εξηγεί με αγάπη και θαυμασμό ότι για τον λόγο αυτό, δηλαδή, την πίστη στις δυνατότητες του ανθρώπου, αναπτύχθηκαν η φιλοσοφία, η επιστήμη, ο διάλογος, η άσκηση του σώματος και του πνεύματος, τα παίγνια, οι αγώνες, το θέατρο και η τέχνη.
Αυτονόητο δεν είναι;
Αν εμείς έχουμε την τύχη μας στα χέρια μας, τότε όσο καλύτεροι γινόμαστε τόσο οι δυνατότητές μας να θεσπίσουμε, να αλλάξουμε, να καλυτερεύσουμε την κοινωνία μας μεγαλώνουν.
Αυτή η πίστη είναι που κυριαρχεί στα ινστιτούτα όπου εσείς σπουδάσατε.
Αλλά αυτή είναι η δική μας ελληνική παράδοση που ενέπνευσε την Αναγέννηση και τελικά, μια ολόκληρη πνευματική κοινότητα ακόμα και σήμερα.
Θα μου πείτε, και τι έγινε;
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ελλάδα του σήμερα;
Αν σήμερα ρωτήσουμε έναν πολίτη -και όχι μόνο στην Ελλάδα- για την «πολιτική», η απάντησή του δεν θα έχει καμία σχέση με την αρχαιοελληνική έννοια όπως σας την περιέγραψα.
Η συνηθισμένη αντίδραση, είναι το λιγότερο η βαθιά απογοήτευση με την πολιτική.
Και επίσης, στη σημερινή Ελλάδα κυριαρχεί η μοιραλατρεία.
Και μάλιστα με τρεις εκδοχές.
Η πρώτη εκδοχή είναι αυτή που λέει: «ωχ ρε αδελφέ, εμείς οι Έλληνες ποτέ δεν θα αλλάξουμε, αυτή η χώρα έτσι πάντα θα’ναι».
Απολύτως συμπληρωματική αυτής της μοιρολατρικής άποψης, είναι αυτή που ευκολόπιστα ελπίζει σε σωτήρες: πολιτικούς, χώρες, δόγματα, θρησκείες.
Η τρίτη εκδοχή είναι αυτή που λέει: «για όλα φταίει ο άλλος, ο ξένος, ο διπλανός, ο πολιτικός, μια άλλη χώρα, η τρόϊκα». Άρα, η λύση είναι απλή: «αν φύγει ο «κακός άλλος» και μείνουμε εμείς οι σωστοί, γνήσιοι, καθαροί έλληνες, όλα θα’ναι καλά».
Και οι τρεις εκδοχές εντείνουν την εξάρτηση της Ελλάδας, γιατί ακινητοποιούν τις δημιουργικές δυνάμεις στην κοινωνία μας, γιατί περιμένουν να σωθούμε από δάνειες δυνάμεις, και διαιρούν – πολώνουν τους πολίτες σε μια εποχή που χρειάζεται μια συλλογική απάντηση.
Και οι τρεις αυτές αντιλήψεις αποτέλεσαν και αποτελούν εμπόδιο για το ξεπέρασμα της κρίσης αλλά και για την μετα-μνημονιακή Ελλάδα.
Πατριωτισμός και παράδοση
Υπάρχει μια διαφορετική εκδοχή.
Ένας νέος πατριωτισμός.
Ένας πατριωτισμός που δεν φοβάται να μιλήσει για τις δικές μας αδυναμίες, που σπάει την μοιρολατρεία και πιστεύει στις δυνατότητές μας.
Ένας πατριωτισμός που ψύχραιμα αξιολογεί και τα συν αλλά και τα πλην άλλων εθνών.
Δεν ψάχνει για έξωθεν σωτήρες ούτε για αποδιοπομπαίους τράγους αλλά αξιοποιεί ό,τι καλύτερο έχουμε εμείς και τις όποιες καλές πρακτικές έχουν οι εταίροι μας ή άλλοι λαοί.
Πατριωτισμός που δεν καπηλεύεται τα σύμβολά μας, αλλά υπηρετεί τις αξίες μας.
Πατριωτισμός που δεν χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος κάθε τι το ελληνικό, αλλά προσφέρει και δημιουργεί, εργάζεται για μια διαφορετική Ελλάδα.
Αυτό πιστεύω χρειαζόμαστε για την Ελλάδα.
Και σε αυτή την κατεύθυνση καλώ και εσάς να συνεισφέρετε.
Η αλλαγή, η πρόοδος δεν είναι ποτέ υπόθεση ενός.
Είναι καθήκον όλων.
Σας ευχαριστώ.