Παλικάρια, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάτι και νομίζω ότι είμαι στο σωστό νήμα. Γυρνάμε πίσω καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Προφανώς θα σάς φανεί παράξενο. Κάποιες νυχτερινές, εντελώς μοναχικές και με πολύ σπαταλημένο χρόνο, μπουρδελότσαρκες, τις θυμάμαι σαν σε όνειρο. Σα να μη μπορώ να πω με σιγουριά αν τις έζησα ή ήταν ένα σκηνικό στο όνειρό μου. Σα να ήταν μία εικονική πραγματικότητα. Γυρνούσα εντελώς μόνος σε στενά που δεν ήξερα και έμπαινα σε χώρους-σπίτια που δεν ήξερες πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Άνοιγα πόρτες που δεν ήξερα πού βγάζουν. Σκοτεινοί διάδρομοι και σκάλες που τρίζουν. Μερικές φορές δεν υπήρχε κανένας άλλος πελάτης στο "σαλόνι". Θέλω να πω δηλαδή ότι η όλη φάση ήταν όχι απλά spooky, αλλά ήταν the return of the walking dead. Κι όμως ποτέ μου δεν φοβήθηκα. Σαν κουρδισμένος έβγαινα από τη μία πόρτα για να μπω στην επόμενη, ίσως και με αρκετό ποδαρόδρομο ανάμεσά τους. Και ορκίζομαι δεν είχα πιει απολύτως τίποτα. Εντελώς ξενέρα. Δεν είναι πολλά, τρία τέσσερα τέτοια βράδια θυμάμαι. Κοινό χαρακτηριστικό ότι δεν πέρασα μέσα για ξαλάφρωμα σε κανένα από τα σπίτια. Απλά περπατούσα, σαν να μην ήθελα να γυρίσω πίσω. Ίσως επειδή είχα απομακρυνθεί κάνα μισάωρο από εκεί που άφησα το αμάξι. Ειδικά μια φορά, σαλτάρισα λιγάκι. Κοντά στην πλατεία Καραϊσκάκη,σχεδόν όλα τα οικήματα προς επίσκεψη, ήταν ερείπια. Αίφνης, μπαίνω σε διόροφο τύπου νεοκλασικό, αρκετά καλύτερο εξωτερικά και ανεβαίνω στο διαμέρισμα του πρώτου. Ανοίγω πόρτα και είμαι σα να έχω μπει σε κανονικό σπίτι αλλά της δεκαετίας του 50-60. Ξύλινα έπιπλα, τραπέζι, καρέκλες και πίνακες στους τοίχους. Και απολύτως κανένας μέσα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ολομόναχος για σχεδόν 10 λεπτά. Σκέφτηκα μήπως δεν είναι ρδέλο και θα με συλλάβουνε για κλέφτη. Κάποιες παλιές τάνες δούλευαν εντελώς μόνες, χωρίς υπηρεσία (ή η υπηρεσία είχε σχολάσει). Και πιθανόν η κυρία ήταν μέσα με πελάτη, αν και δεν άκουγα ούτε ψίθυρο. Έφυγα με ελαφρά. Τέτοια σκηνικά που λέτε, τα θυμάμαι σα να τα ονειρεύτηκα. Αναρωτιόμουν κάποιες φορές γιατί συνέβαινε αυτό. Πρώτος λόγος, προφανώς επειδή το όλο σκηνικό ήταν σκοτεινό και απόκοσμο. Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος που άπτεται της επιστήμης. Ήμουν νέος και εκείνα τα βράδια, η τεστοστερόνη είχε χτυπήσει κόκκινο. Όταν η τεστοστερόνη αυξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, πρακτικά είναι σαν να ντοπάρεσαι. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί μία κάπως ομιχλώδης κατάσταση της μνήμης και των αισθήσεων γενικότερα. Σίγουρα θα το έχετε ζήσει όταν έχετε βρεθεί κοντά σε γκόμενα που σας κάβλωνε πολύ. Είναι σαν ένα θάμπωμα στα μάτια, αλλά στην πραγματικότητα είναι μία έκρηξη της τεστοστερόνης που αδρανοποιεί για λίγο τις συμβατικές λειτουργίες του εγκεφάλου. Δηλαδή, η φύση σε σπρώχνει να γαμήσεις χωρίς δεύτερες σκέψεις. Τέλος πάντων, περασμένα μεγαλεία. A dream within a dream λοιπόν, όπως έλεγε κι ο Edgar Allan Poe, αν και μάλλον δεν εννοούσε τις παρακμιακές, νυχτερινές, ερημικές μπουρδελότσαρκες. Και εις άλλα με υγεία συνάδελφοι.