΄΄
ήμουν επικεφαλής με τη σημαία μπροστά΄΄
[URL unfurl="true"]http://tvxs.gr/news/%CE%B8%CE%AD%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF/%C2%AB%CE%AD%CF%86%CF%85%CE%B3%CE%B5%C2%BB-%CE%B7-%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%84%CE%AC-%CE%B7-%CE%B1%CF%86%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%81%CE%B5%CF%80%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%AC%CE%B6-%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82-%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CF%81%CE%B1[/url]
Σας ευχαριστώ καταρχάς που δεχθήκατε να μας μιλήσατε.
Εγώ ευχαριστώ που ήρθατε στο σπιτικό μου. Και κάθε χρόνο αυτή την ημέρα, την ηρωική ημέρα που την έχω ζήσει σαν κοριτσάκι, σαν η κυρία, μεγάλωνα σιγά σιγά, είναι κάτι που εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω παρόλο τα τόσα χρόνια που υπήρξα στο θέατρο.
Θέλω να μου πείτε που σας βρήκε αυτή η ηρωική μέρα.
Η ηρωική μέρα όταν λέτε του πολέμου;
Ναι, της κήρυξης του πολέμου.
Η κήρυξη του πολέμου μας βρήκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η πρώτη φορά που επιχειρούσαμε με την Μαρία να κάνουμε μια τουρνέ στην Ελλάδα. Δεν είχαμε βγει ποτέ. Ο κόσμος μας ήξερε από τις εφημερίδες και λίγο από το ραδιόφωνο. Αλλά πως ήταν οι φάτσες μας δεν μας ήξερε.
Και έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μια μεγάλη τουρνέ και ξεκινήσαμε από τη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, προφτάσαμε και παίξαμε Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Την Δευτέρα έρχεται ο συγγραφέας ο Σπυρόπουλος γιατί στο θίασό μας ακολουθούσε και αυτός για αλλαγές, για συμπληρώματα, για τέτοια πράγματα. Και μέναμε τότε στο MEDITERRANEAN, υπήρχε τότε ένα ξενοδοχείο, τώρα δεν υπάρχει. Και μας είπε πόλεμος.
Πόλεμος; Πως θα γίνει πόλεμος. Ακόμα αυτό το συναίσθημα το έχω όταν μου είπαν πόλεμος. Πως γίνεται πόλεμος βρε παιδιά; Μέχρι τώρα τα ξέραμε από τα βιβλία, από το σινεμά, από τις διηγήσεις τις ιστορικές των διαφόρων κρατών και τέτοια. Και φυσικά δεν μπορούσαμε να παίξουμε. Κλείστηκαν όλα τα θέατρα.
Φεύγουμε λοιπόν από το ξενοδοχείο, τότε ήταν και η μητέρα κοντά μας, φεύγουμε από το ξενοδοχείο και πηγαίνουμε στο θέατρο. Αλλά όλοι του θιάσου είχαν μαζευτεί στο θέατρο. Διότι δεν θα είχαμε λεφτά να πληρώσουμε τα ξενοδοχεία μας από εκεί και ήταν το εξής κωμικοτραγικό. Λέγαμε, εγώ θα πάρω την πρώτη σειρά και την δεύτερη. Εσύ θα πάρεις την πέμπτη και την έκτη, εσύ θα πάρεις την ογδόη και την ενάτη. Και τα κάναμε κρεβάτια, τρόπος του λέγειν, να κοιμηθούμε εκεί.
Εγώ τότε ήμουν αρραβωνιασμένη και βέβαια καρδιοχτυπούσα για το νεαρό τι γίνεται. Πηγαίναμε λοιπόν στους στρατηγούς, δεν μας άφηναν να κατεβούμε κάτω. Λέει, πρώτα θα φύγουν οι στρατεύσιμοι και ύστερα οι πολίτες και όσοι είναι να καταταγούν.
Εγώ δεν το άντεχα. Σηκώνομαι και φεύγω και πάω στο σταθμό μια μέρα και κάποια στιγμή βλέπω ένα συνάδελφο, τον Γιάννη, που έκανε τον Αρμένη πολύ γνωστός ηθοποιός. Είχε ξεκινήσει το τρένο, ρολάριζε. Γιάννη του λέω που πάς; Μου λέει τι θέλεις εδώ; Λέω θέλω να πάω στην Αθήνα, έλα μου λέει. Και ρολάροντας το τρένο με πιάσανε από τα χέρια με έναν άλλο κύριο με τράβηξαν επάνω, ήταν όπως το έλεγα εγώ βαγκόν κουπρί, ήταν 8 άλογα 16 άνθρωποι. Καθάρισαν λίγο κάτω με μια εφημερίδα και κάθισα και εγώ.
Να σας ρωτήσω κάτι, πριν την κήρυξη του πολέμου ποια παράσταση ανεβάζετε; Και θέλω να μου πείτε λίγο και το κλίμα στις παραστάσεις, με τι ασχολούνταν η επιθεώρηση;
Να σας πω, πριν κηρυχθεί ο πόλεμος η σάτιρα ήταν γενική και ήταν και πολύ ωραία δεν ήταν πρόστυχη όπως είναι σήμερα. Σήμερα κριτικάρουν έναν, του κάνουν τάχα ότι τον.. και τον κριτικάρουν πολύ άσχημα.
Μάλιστα προχθές με ρώτησε ο Τέρενς που είχε έρθει εδώ, μου λέει πως τα βλέπεις; Λέω Τέρενς μου, στεναχωριέμαι όταν βλέπω να βγαίνουν στα παράθυρα και ο ένας να βρίζει τον άλλον. Δεν το θέλω.
Μας βρήκε λοιπόν στο θέατρο ΜΟΥΝΤΙΑΛ με τη Σοφία Βέμπο και την Αλίκη, με τον Τραϊφόρο, ήταν κάτω στην Αθήνα. Αλλά συγνώμη, πρέπει να σας πω ότι με το τρένο κατέβηκα εγώ στην Αθήνα. Και μόλις μαθαίνει ο θίασος ότι εγώ κατάφερα και βρήκα τρόπο να φύγω ξεσηκώνονται όλοι και έρχονται στον σταθμό.
Σε κάποιο σταθμό ακούμε που λέει δεν πάει αυτό το τρένο στην Αθήνα, πάει το άλλο. Και πηδάμε τη νύχτα από εκεί που είμαστε και μπαίνουμε στο άλλο. Και κάνουμε το πρωί έτσι και βλέπουμε την μητέρα μου, το θίασο, τη Μαρία, τους ηθοποιούς, την ορχήστρα. Είχαμε μπει σε εκείνο που μπήκαν αυτοί μετά από εμάς.
Βέβαια στο δρόμο έγιναν πολύ ωραίες σκηνές. Ήταν μαζεμένος ο κόσμος, μαθαίνανε ότι περνούσε η Καλουτά, φωνάζανε να ζήσετε, πατρίδα, και τέτοια. Και έτσι φτάσαμε στην Αθήνα και μπήκαμε στο θέατρο Μακέδου, τώρα δεν υπάρχει. Τότε ήταν το μεγαλύτερο θέατρο των Αθηνών. Μπήκαμε στο θίασο αυτό, Βέμπο, Τραϊφόρος, Κοκκίνης, Αυλωνίτης, Μακρής, Λαζαρίδου, εμείς, ένας πολύ μεγάλος θίασος. Γιατί αυτό το θέατρο, αν έπαιζες σε αυτό σου έλεγε ότι α, είναι μεγάλος ηθοποιός, του Μακέδου, καλός άνθρωπος.
Και μας βρήκε ο πόλεμος και βάζαμε επιθεωρήσεις πολεμικές. Και εκεί μπαίνανε τα τραγούδια, το κορόιδο Μουσολίνι, βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, πατρίδα μου γλυκιά άντε στο καλό και η Παναγιά μαζί σου, όλα αυτά και άλλα. Και ήταν μια ηρωική εποχή. Αν δεν υπήρχαν τα σπίτια που έχαναν τους δικούς τους δεν θα υπήρχε ωραιότερη εποχή. Ο ένας κοίταζε τον άλλο και τα μάτια μας γελούσαν. Δεν είναι σαν σήμερα που ο ένας πάει να βγάλει το μάτι του άλλου και να πει κακή κουβέντα. Εκεί ήταν, τον γνώριζες δεν τον γνώριζε, άντε παιδί μου που πας; Φεύγω αύριο, στο καλό η Παναγιά μαζί σου.
Και είχαν έρθει τότε και οι Εγγλέζοι. Και μάλιστα τον Εγγλέζο τον σήκωσαν στα χέρια. Αυτός λοιπόν βαστούσε ένα τσαρούχι στο χέρι του. Ήθελε να πει ότι η Κορυτσά έπεσε, αλλά δεν μπορούσε να το πει. Και έλεγε κορίτσι μπουμ, και χτύπαγε το... Είχαμε πολλά ωραία επεισόδια.
Όταν στο θέατρο μαθαίναμε ότι κάποια πόλη από την Αλβανία έπεφτε, η Κορυτσά, η Πρεμετή, οι ’γιοι Σαράντα, όλα αυτά, σταματούσε η παράσταση και βγαίναμε όλοι οι ηθοποιοί στη σκηνή και τραγουδούσαμε τον εθνικό ύμνο. Και σηκωνόταν ο κόσμος όρθιος και τραγουδούσε μαζί μας. Ήταν στον πόλεμο ηρωική εποχή.
Μετά βέβαια το 1941, ήρθε το φρικτό 1941 που ο κόσμος πέθαινε από την πείνα. Έβλεπες γνωστούς ανθρώπους και δεν τους γνώριζε γιατί είχε κατέβει ο λαιμός τους είχε πάει εκεί σαν αγελάδα, από την πείνα. Οι άνθρωποι πουλάγανε, μόνον τον εαυτό μας που δεν πουλούσαμε. Η μητέρα μου και εμείς δεν ταλαιπωρηθήκαμε από φαί; Γιατί; Γιατί η μάνα πούλαγε, ότι είχαμε. Κοσμήματα, πιάνο, ταμπλό. Όταν άκουγε και έλεγε αυτός έχει ένα αυγό, φέρε το αυγό εδώ. Αυτός έχει αλεύρι, φέρτο. Γιατί ήμασταν επάνω στην ανάπτυξη και τότε τα θέατρα τελειώνανε νωρίς. Και έπρεπε ορισμένη ημερομηνία να βρεθούμε μέσα κλεισμένοι. Γιατί υπήρχε η πολιτοφυλακή, μας έβαζαν μέσα.
Μετά όταν ήρθε η κατοχή εκεί ήταν το δράμα, διότι 11 η ώρα ακουγόταν η κανονιά και αν σε έβρισκε ο Γερμανός ή ο Ιταλός στο δρόμο ή σε συλλάμβανε ή έπεφτε ξύλο και γροθιές, τέτοια πράγματα.
Δηλαδή τι ώρες λειτουργούσε το θέατρο;
Λειτουργούσε από τις 16:00 με 19:00 και 20:00 με 22:00.
Ο κόσμος ερχόταν;
Γεμάτα ήταν τα θέατρα. Γιατί τον καιρό εκείνο δεν μπορούσαν να πάνε στο εξωτερικό να ταξιδέψουν. Αν ταξίδευαν θα ταξίδευαν σε κανένα χωριουδάκι. Θα ήταν κάποιος που θα είχε ένα κτηματάκι, ένα χωραφάκι και πήγαινε και έφερνε αλεύρι, έφερνε φρούτα. ’σε που τα έπαιρναν οι Γερμανοί και δεν μας άφηναν τίποτα.
Με τους Ιταλούς περνούσαμε καλά, ήσαν άνθρωποι. Και θα έχετε ακούσει αυτό που λένε, ούνα φάτσα ούνα ράτσα. Για αυτό όταν έπεσε η Ιταλία πολλά σπίτια ελληνικά έκρυψαν Ιταλούς. Διότι στη μεγάλη πείνα οι Ιταλοί έδιναν το μερίδιό τους στα παιδιά, σε σπίτια, φτωχούς. Ενώ ο Γερμανός σου έσπαγε το χέρι.
Είχα δει, θυμάμαι, σκηνή που ένα παιδάκι έψαχνε στα σκουπίδια να βρει κάτι να φάει και του παίρνει ο Γερμανός το χέρι και του το σπάει. Δεν αφήνανε τίποτα, σκουπιδόχορτο, τα έπαιρναν όλα ότι ερχόντουσαν να τραφεί ο γερμανικός στρατός. Και αν βρίσκαμε εμείς να φάμε βρήκαμε.
Όσοι πεθαίνανε το 1941 δεν υπήρχε αυτοκίνητο, νεκροφόρα να τον πας να τον θάψεις. Τον έβαζαν σε αυτά τα καροτσάκια με τα χέρια και τους πήγαιναν τότε.
Αυτή η πείνα είχε επιπτώσεις στο θέατρο;
Καμία. Το 1941 ταλαιπωρηθήκαμε πολύ. Από το 1942 και έπειτα οι Έλληνες είχανε μάθει την τέχνη της μαύρης αγοράς.
Για μιλήστε μου για αυτό.
Ναι, η μαύρη αγορά χάλαγε κόσμο τότε. Αν ήθελες να πιάσεις λεφτά γινόσουνα μαυραγορίτης. Έπειτα υπήρχαν και σπίτια με χρήματα και πουλούσαν όπως η Μαρίκα η Κοτοπούλη, θυμάμαι, ότι πούλησε όλα της τα κοσμήματα και τα βρήκε επάνω σε μια κοπελίτσα, να μην την βρίσουμε την κακομοίρα τη δουλειά της έκανε και αυτή, που είχε δεσμό με έναν Γερμανό, με έναν Ιταλό και τα πήρε και τα βρήκε στο χέρι της.
Δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε σάτιρα ελληνική. Γιατί μόλις άκουγαν α, η πατρίδα, η ελληνική σημαία, η γαλάζια θάλασσα, ο γαλάζιος ουρανός, ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες. Και αυτοί ψυλλιαζόντουσαν γιατί στο θέατρο ερχόντουσαν πάρα πολλοί Γερμανοί και πάρα πολλοί Ιταλοί. Δεν καταλάβαιναν τίποτα. Ακούγανε τους άλλους που χειροκροτούσανε, χειροκροτούσανε και αυτοί από πίσω.
Ήσαν οι πιο καλοί θεατές βέβαια, ήταν τυπικοί. Ενώ οι δικοί μας, προτού κλείσει η αυλαία ο ένας πηδούσε από τον άλλον ποιος θα βγει πρώτος από εκεί. Δεν μας επέτρεπαν, λοιπόν, να κάνουμε σάτιρα ελληνική. Και τα περισσότερα θέατρα αναγκάστηκαν να βγάλουν τις επιθεωρήσεις και να παίζουν έργα. Ας πούμε ο Μουσούρης έπαιζε, έβγαλε το έργο και έβαλε σκετς. Κομμάτια, κομμάτια, κομμάτια. Τα επιθεωρησιακά θέατρα όπως ήταν ο Μακέδος όπως και κάποιο άλλο ακόμα, έκαναν την ίδια δουλειά.
Υπήρχαν οι προδότες που τους είχαν οι Γερμανοί και τους έλεγαν, πως, τι, γιατί χειροκροτεί ο κόσμος και γιατί τούτο και γιατί το άλλο. Θυμάμαι ένα περιστατικό δικό μου που ήρθε η γερμανική γκεστάπο και μου απαγόρευσε να φοράω τη στολή του τσολιά. Εγώ λοιπόν του τσολιά δεν την έβγαζα. Μια, δυο, τρεις έρχονται ένα βράδυ οι Γερμανοί αυτοί με τα πλακάτ, ερχόντουσαν για σύλληψη. Προφταίνει ένας ταξιθέτης και με ειδοποιεί και πίσω στην πλάτη της σκηνής υπήρχε ένα παράθυρο που ήταν χαμηλά. Αυτό το παράθυρο άνοιξα εγώ και πήδηξα, αλλά το θέμα ήταν κωμικοτραγικό γιατί έβλεπες ένα τσολιαδάκι μέσα στη νύχτα να τρέχει και να μην ξέρω που πάω από εκεί.
Και άλλα τέτοια. Σκοτώσανε και ηθοποιούς. Σκοτώσανε τον Κάση, σκοτώσανε έναν δυο που τους έπιασαν να έχουν μηνύματα, να στέλνουν στο ΕΑΜ. Εμείς σε όλη την κατοχή ήμασταν στο ΕΑΜ και μια φορά την εβδομάδα δίναμε παράσταση. Ήταν ο μεγάλος θίασος των ΑΣΣΩΝ. Δηλαδή ’ννα, Μαρία Καλουτά, Φιλιππίδης, Αυλωνίτης, Κοκκίνης, Μαυρέας και μας έγραφε έργο ο Αλέκος Σακελάριος. Δίναμε λοιπόν μια φορά την εβδομάδα δίναμε και στέλναμε τα λεπτά επάνω στο ΕΑΜ.
Όπου κάποια μέρα βέβαια μας πήραν χαμπάρι. Ήρθαν στο θέατρο, εμείς κάναμε τις πάπιες, δεν ξέρουμε. Και ευτυχώς μας έσωσε ένας πολύ μεγάλος δημοσιογράφος, δεν θα πω το όνομά του γιατί εργαζόταν με τους Γερμανούς με την καλή έννοια, έκανε καλά. Τράβηξε τη δικογραφία και έτσι γλιτώσαμε εκείνη την περιπέτεια με τους Γερμανούς.
Ουσιαστικά δηλαδή έβγαλε τη δικογραφία και ξεχάστηκε από τους Γερμανούς.
Την έσκισε, δεν υπήρχε. Γιατί υπήρχαν και οι κακοί Έλληνες που πρόδιδαν. Φορούσαν τη μάσκα και πρόδιδαν, εσύ, εσύ, εσύ.
Τα λεγόμενα τάγματα ασφαλείας;
Όχι, δεν ήταν αυτά. Τα τάγματα ασφαλείας ήταν αυτοί ή ήταν μετά; Όταν δε τελείωνε το θέατρο συγκοινωνία δεν υπήρχε. Υπήρχαν τα γκαγκοζέμ, μερικά, που κυκλοφορούσαν με πετρέλαιο. Και τα τότε ταξί, τα αυτοκίνητα, είχαν μαρσπιέ. Είχαν το σκαλοπάτι, πατούσες και έμπαινες μέσα. Λοιπόν, τρέχαμε όλοι να προλάβουμε το γκαγκοζέμ.
Μπαίναμε μέσα όσοι έμπαιναν και πόσοι κρεμασμένοι απέξω. Κάποια βραδιά σπάει το μαρσπιέ, το σκαλοπάτι, κάτω όλοι βρεθήκαμε, είχαμε και κωμικά. Όταν δεν μπορούσαμε να βρούμε συγκοινωνία πηγαίναμε φυσικά με τα πόδια. Και το τραγικό ήταν ότι άκουγες μέσα στη νύχτα τακ, τακ, τακ, τα βήματά μας. Και λέγαμε, Βασίλη εσύ είσαι; Ο Αυλωνίτης. Κορίτσια εσείς είσαστε; Ναι.
Ο Αυλωνίτης καθόταν τέρμα Πατησίων. Η Γεωργία η Βασιλειάδου τέρμα Πατησίων. Εμείς στην πλατεία εδώ πιο πάνω, Φωκίωνος Νέγρη. ’λλοι ηθοποιοί. Και προφταίναμε ως τις 23:00 να μην είναι κανείς έξω. Αφήστε δε όταν έπεφτε βροχή και χαλάζι που φτάναμε σπίτι μας μούσκεμα. Και εκεί η μάνα μας, η καλή μάνα στις περιπτώσεις αυτές στάθηκε σαν μάνα σωστή. Πούλαγε, πούλαγε, πούλαγε, χαλιά, κάδρα, πιάνα, κοσμήματα, ότι είχαμε τα πούλαγε γιατί ήμασταν και πάνω στην ανάπτυξη.
Και τους μαυραγορίτες τους ξέρατε, ήταν γείτονές σας;
Και βέβαια τους ξέραμε. Και εγώ μπορεί να ήμουν μαυραγορίτισα αν είχα ένα χωραφάκι στο χωριό. Και έλεγε λοιπόν, θα πάω στο χωριό. Βρε εσύ τι θα φέρεις; Να έρθεις σε εμένα πρώτα να μου φέρεις ή αλεύρι ή ζάχαρη ή τα φασολάκια ή τα φρούτα, όλα αυτά τα πράγματα.
Και όταν έπεσε η Ιταλία πολλοί Έλληνες έκρυψαν τους Ιταλούς, οι οικογένειες. Και μετά από καιρό μάθαμε ότι η τάδε κοπελιά παντρεύτηκε έναν Ιταλό και την πήρε στην Ιταλία. Είχαμε πολλά τέτοια αισθηματικά. Δηλαδή αν εμείς οι Έλληνες περνούσαμε με τους Ιταλούς στην κατοχή θα ήμασταν πάρα πολύ καλά. Αλλά δεν περνούσαμε, περνούσαμε με τους Γερμανούς.
Που αυτοί δεν ήταν καλοί.
Όχι, οι Γερμανοί ήσαν σκληροί. Οι Ιταλοί δεν σκοτώσανε παρά μονάχα έναν, τον Θανάση το Σκούρα. Ο Σκούρας ήταν ανιψιός του Σκούρα που είναι στην Αμερική, της ΦΟΞ. Και αυτό γιατί τους πίεσαν οι Γερμανοί και τον πήραν χαμπάρι ότι ήταν στην αντίσταση και τον σκότωσαν. Έναν μόνον σκοτώσανε, ειδάλλως από αυτή την άποψη δεν ταλαιπωρούσαν.
Ή αν σε έπιαναν τη νύχτα το πολύ πολύ τους έδιναν ένα χαστούκι και τους άφηναν τους Έλληνες.