Η καθηγήτρια στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ρόη Παναγιωτοπούλου, έχει μελετήσει όσο λίγοι τα περιφερειακά και τοπικά κανάλια, για χρόνια.
Παθιάζεται, ξεδιπλώνοντας παραστατικά μια κωμικοτραγική ιστορία ασυδοσίας, προχειρότητας, διαπλοκής, αλλά και φιλότιμης προσπάθειας ώστε να εκφραστεί η φωνή της επαρχίας.
Πριν μπει στο ψητό, αφηγείται δυο ενδεικτικά παραδείγματα: «Δύο αδέρφια ιδιοκτήτες ψησταριάς στην Ηπειρο έχουν κι ένα κανάλι με μουσική και εικόνα τηλεμάρκετινγκ. Κάποια στιγμή τσακώνονται για το είδος της μουσικής, κι ο ένας αδερφός φτιάχνει στην άλλη πλευρά του δρόμου, απέναντι απ' τον αδελφό του, τη δική του ψησταριά και το δικό του κανάλι, για να παίζει την αγαπημένη του μουσική! Αλλο παράδειγμα: υπάρχει στη βόρειο Ελλάδα ένα μαγαζί, που έχει και τηλεοπτικό σταθμό, όπου ο δημοσιογράφος, ο ρεπόρτερ, ο καμεραμάν κι ο μοντέρ είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, ένας Αλβανός. Ουάν μαν σόου, τα κάνει όλα, κι όποτε μπορεί, δουλεύει και στο μαγαζί του αφεντικού».
Σήμερα στην Ελλάδα, εκτός από τα δέκα κανάλια εθνικής εμβέλειας, λειτουργούν περί τα 116 περιφερειακά και τοπικά κανάλια. «Από αυτά τα 52 μόνο πληρούν έστω και στο ελάχιστο τους τυπικούς κανόνες. Το ερώτημα είναι, γιατί τόσα πολλά σε μια αγορά 11 εκατομμυρίων; Πώς αντέχει τόσα πολλά, όταν στην Αγγλία τα περιφερειακά είναι μόλις έξι και στη Γερμανία 7 το πολύ 8; Μόνο στην Ισπανία και την Ιταλία υπάρχει κάτι ανάλογο με το ελληνικό φαινόμενο, όπου όμως, από τα 800 ιταλικά περιφερειακά κανάλια τα 700 ανήκουν στον Μπερλουσκόνι».
Αυτό το μοναδικό ελληνικό φαινόμενο έχει δύο ερμηνείες, υποστηρίζει η Ρόη Παναγιωτοπούλου. «Η μια είναι πολιτική, η άλλη οικονομική. Μαζί με τη μεγάλη ανάγκη να εκφραστεί η επαρχία. Υπήρχαν βέβαια το ράδιο κι οι εφημερίδες, αλλά η γοητεία της εικόνας είναι τεράστια».
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Από τότε που έσπασε το κρατικό μονοπώλιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, «ο οποιοσδήποτε νόμισε πως μπορούσε να ανοίξει ένα κανάλι - εάν αυτό του απέφερε χρήματα, ακόμα καλύτερα. Τότε δεν υπήρχε κανένα νομικό πλαίσιο κι ο καθένας τσαλαβουτούσε κυριολεκτικά, σ' ένα ελεύθερο, ασύδοτο, αδόμητο τηλεοπτικό πεδίο. Ετσι, μπήκαν κάποιοι εντελώς άσχετοι με το χώρο των ΜΜΕ. Μιλάμε για ιδιοκτήτες καναλιών που είχαν εστιατόρια, καφεκοπτεία, μάντρες αυτοκινήτων. Αλλοι ήταν φίλοι, οπαδοί ή συγγενείς πολιτικών. Επίσης, πολλοί εργολάβοι, που πιέζουν για να πάρουν έργα από το Δημόσιο».
Και με τι άδεια λειτουργούν θα αναρωτηθεί κάποιος. Η Ροη Παναγιωτοπούλου είναι παραστατική: «Πήρανε όλοι μια άδεια, ή κάνανε πως πήρανε, γιατί άδειες ακόμα και σήμερα δεν υπάρχουν. Υπάρχει σύμφωνη γνώμη λειτουργίας, αλλά άδειες όχι. Τα κανάλια έχουν μια προσωρινή άδεια, μια έγκριση, αν την έχουν κι αυτή, που λέει ότι μέχρι της αναιρέσεως του παρόντος μπορούν να λειτουργούν. Ποιος είναι σύννομος; Δεν ξέρω εάν και το κράτος είναι σύννομο. Από το 1989 κανένας δεν έχει οριστική και αμετάκλητη άδεια. Σχεδόν οι μισοί τοπικοί περιφερειακοί σταθμοί πήραν άδεια από το παράθυρο, από το νομάρχη ή από τον δασάρχη, που σε κάποιες περιοχές μπορούν να δώσουν άδεια να στηθεί κεραία-πομπός. Κι άπαξ και βγεις στον αέρα...».
Γιατί τέτοιος συνωστισμός στην τηλεοπτική επαρχιακή πιάτσα; Για την εξουσία και για τα λεφτά, γιατί άλλο; Το πόσο αλληλεξαρτώμενοι είναι αυτοί οι δύο πυλώνες, το διευκρινίζει η κυρία Παναγιωτοπούλου.
«Τα κανάλια έγιναν μετά το 1991, αλλά η μεγάλη άνθιση έγινε το 1993-94, όταν ήταν πλέον φανερό πόσο μεγάλη σημασία έχει η τηλεόραση στην πολιτική επικοινωνία. Εμείς εκλογές έχουμε κάθε δύο χρόνια, χοντρικά - εθνικές και τοπικής αυτοδιοίκησης, που είναι πολύ σημαντικές για τα τοπικά και περιφερειακά κανάλια. Υπάρχουν πάνω από 12.000 υποψήφιοι. Κάθε υποψήφιος αναγκάζεται να παρουσιαστεί σε κάποιο απ' αυτά. Τα κανάλια προσφέρουν τώρα πακέτα παρουσίασης. Θα εμφανιστείς, λένε στον υποψήφιο, μία φορά στο κεντρικό δελτίο, μία φορά σε μια συνέντευξη τύπου, μία φορά μόνος σου, μία φορά με κάποιον άλλον, θα μπεις και στην εφημερίδα του καναλάρχη, θα σε βάλουμε και σε 4-5 εκδηλώσεις ήσσονος σημασίας όπως εγκαίνια κ.λπ. Στις εκλογές του 2000, ένα καλό πακέτο με αρκετές εμφανίσεις κόστιζε εκατ. δραχμές».
Οι τοπικοί και περιφερειακοί σταθμοί είναι ακόμα στον αέρα γιατί βγάζουν λεφτά. Μια μεγάλη πηγή εισοδήματος είναι βέβαια η διαφήμιση. «Ακόμα κι όταν παίζουν πολιτιστικές εκπομπές, περνάει ένα κρόουλ με διαφημιστικό μήνυμα. Η οθόνη κόβεται σε κομμάτια σαν τα οικόπεδα! Οταν έχουμε τηλεμάρκετινγκ, η οθόνη είναι χωρισμένη στα εφτά ή στα οχτώ, που είναι οκτώ διαφορετικές πηγές εσόδων. Βάζουν μουσική και διαφημίσεις. Η τηλεόραση ως οπτικό ραδιόφωνο. Ο ιδιοκτήτης δουλεύει στην άλλη του επιχείρηση, και το κανάλι του παίζει μουσική με κάρτα. Αυτά τα κανάλια έμαθαν τον απλό άνθρωπο να αγοράζει πράγματα από την τηλεόραση. Επιασε αυτό, αν δεν είχε πιάσει θα είχαν κλείσει. Η οποιαδήποτε κυρά στη Κάτω Ραχούλα, ανοίγει την τηλεόραση, βλέπει τις κατσαρόλες ή το κουβερλί που θέλει να αγοράσει, και το πληρώνει με αντικαταβολή. Η τηλεόραση σήμερα είναι σαν τον παλιό γυρολόγο που γύριζε τα χωριά».
Πρέπει να τονίσουμε πως, σύμφωνα με την κυρία Παναγιωτοπούλου, οι σοβαροί σταθμοί παράγουν και ενημερωτικό έργο. «Υπάρχουν μερικοί που είναι καλύτεροι από τους εθνικής εμβέλειας».
Το τοπίο όμως θα αλλάξει άρδην σε λίγα χρόνια, με την πλήρη καθιέρωση της ψηφιακής τηλεόρασης. «Στην Ελλάδα είχαμε κάτι σαν τεχνολογική ανακωχή, γιατί ενώ όλες οι ευρωπαϊκές χώρες περνάνε στην ψηφιακή, εμείς βρήκαμε μια πατέντα ότι μπορείς να έχεις ψηφιακή παραγωγή, που είναι φτηνή, αλλά να εκπέμπεις αναλογικά. Και να λαμβάνεις το σήμα σε αναλογικούς δέκτες. Ομως, Το 2012, άντε το πολύ μέχρι το 2015, πρέπει να έχουν γίνει όλοι οι σταθμοί ψηφιακοί.
»Ο ανταγωνισμός θα είναι τεράστιος - δεν θα έχει πια "δε βαριέσαι, στήνω την κάμερα στον Ιερό Ναό να τραβάει και πάω για καφέ». Αυτό που δεν κατάφερε το κράτος, δηλαδή να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι, θα το κάνει η τεχνολογία. Οι πολύ μικροί τοπικοί σταθμοί δεν θα μπορούν να κρατηθούν στο νέο τοπίο. Κι από τους περιφερειακούς, οι μεγάλοι θα προσπαθήσουν σκληρά να το καταφέρουν. Το τοπίο θα αλλάξει άρδην».