αν και ολυμπιακος ο αρθρογραφος τα λεει σωστα
Τις Κυριακές θα τις πάρεις πίσω μόνος σου
Γράφει ο Άκης Στρατόπουλος.
Μετά από 40 χρόνια επαγγελματικού ποδοσφαίρου, Έλληνα οπαδέ ακόμη περιμένεις από άλλους να φέρουν πίσω τις Κυριακές σου. Όταν καταλάβεις ότι τα πράγματα είναι πιο απλά, ίσως κάποια στιγμή δεις μπάλα.
Κυριακή απόγευμα στο γραφείο και όσοι δεν έχουν να ασχοληθούν με κάποιο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, είναι με το ένα χέρι στον καφέ και το άλλο στο... μπεγλέρι. Μια Κυριακή από αυτές που υποτίθεται ότι επέστρεψαν μαζί με την εξαφάνιση όλων των δεινών του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αλλά έτσι είναι. Μέχρι να βγουν στον αφρό τα προβλήματα, να πολωθεί η κόντρα όλων των εμπλεκομένων και να βγουν τα «πυρηνικά», όλα καλά είναι πάντα. Όταν αρχίζει και στραβώνει το πράγμα είναι που βρίσκει πάντα εφαρμογή ο νόμος του Μέρφι: όταν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει όσο πιο στραβά γίνεται.
Πιστεύω πως, τώρα, μετά τις τελευταίες δύο εβδομάδες (από τις οποίες προσπάθησα να απέχω σε επίπεδο αρθρογραφίας καθότι δεν έχω και τη φήμη του πιο ψύχραιμου τύπου στο σύμπαν) όλοι όσοι ασχολείστε με το ποδόσφαιρο σαν φίλαθλοι, σαν οπαδοί, σαν απλοί παρατηρητές τέλος πάντων, να νιώσατε ξανά φέτος -και για πολλοστή φορά- καλά στο πετσί σας, ότι στη χώρα αυτή τα πράγματα δεν αλλάζουν. Ποτέ δεν άλλαξαν. Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά πουθενά. Βασικά, λάθος. Άλλαζαν: τα ονόματα και τα πρόσωπα αυτών που έκαναν κουμάντο. Τα συστατικά της συνταγής ήταν πάντα ίδια. Όπου «συνταγή», βάλε ό,τι θες: πολιτική, οικονομία, θρησκεία, κοινωνία, μέχρι και η μπαλίτσα μας. Άλλαζαν μόνο οι «μάγειρες». Ειδικά στο τελευταίο «μενού» δε -του ποδοσφαίρου- αυτό που σερβιριζόταν πάντα στο πιάτο σου αγαπητέ αναγνώστη, ήταν πάνω κάτω και με ελάχιστες εξαιρέσεις η ίδια νερόβραστη σούπα.
Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, να με συγχωράει, αλλά δεν θα φάω. Σχεδόν 40 χρόνια επαγγελματικού ποδοσφαίρου και οι παθογένειες μένουν ίδιες. Οι οικογένειες που κάνουν κουμάντο είναι πάντα οι πιο «δυνατές», όπως και στην πολιτική ζωή. Οι πρόεδροι που «κάνουν τα πάντα για την ομάδα» είναι οι πρώτοι που έχουν πολλαπλά, προσωπικά και επαγγελματικά κέρδη και οφέλη από αυτές, αλλιώς δεν θα μαθαίναμε ποτέ καν ούτε το μικρό τους όνομα. Οι «συνταγές» της επιτυχίας παραμένουν ίδιες και απαράλλαχτες.
Μέχρι λοιπόν να έχω στα χέρια μου και μπροστά στα μάτια μου, ένα κανονικό, χειροπιαστό δείγμα γραφής για το ότι όντως κάτι αλλάζει, προσωπικά θα τους αντιμετωπίζω όλους ως υπαίτιους για αυτή την αηδία με την οποία είμαι δυστυχώς υποχρεωμένος να ασχολούμαι και σε επαγγελματικό επίπεδο. Προφανώς και δεν φταίνε όλοι το ίδιο, όμως κανείς από όσους βρίσκονται τη στιγμή που γράφεται αυτή η λέξη μέσα στο ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
Μια παραπάνω ευθύνη αποδίδω μάλιστα σε όσους έρχονται καβάλα στο άλογο σαν τον Δον Κιχώτη υποστηρίζοντας ότι θα τα «φτιάξουν» όλα, αλλά στην πραγματικότητα προσπαθούν να κάνουν ότι και ο προηγούμενος που τα «χάλασε». Πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά.
Βεβαίως, μεταξύ μας, καλά κάνουν. Στον πιο κοινωνικά απαίδευτο και πρωτόγονο λαό του σύγχρονου κόσμου, δεν αξίζει τίποτα καλύτερο. Είναι κοινή παραδοχή πως ό,τι αξίζεις, στο τέλος της ημέρας αυτό ακριβώς παίρνεις. Όπως ο Έλληνας ψηφοφόρος έχει τις κυβερνήσεις που του αξίζουν, όπως ο Έλληνας επιχειρηματίας έχει την αγορά που του αξίζει, έτσι και ο Έλληνας οπαδός έχει ακριβώς το ποδόσφαιρο που του αξίζει.
Όσο το θέμα στην Ελλάδα είναι το «ή εμείς ή κανείς», όσο το πρόβλημά σου είναι το γιατί δεν ψοφάει η ρημάδα η κατσίκα του γείτονα, όσο προσπαθείς να βολευτείς ακόμη κι αν ξαπλώνεις πάνω σε ένα βουνό πτώματα, όσο τα προβλήματα είναι προβλήματα μονάχα αν επηρεάζουν τη δική σου μικρή «φούσκα» στο σύμπαν, τόσο θα δυστυχείς κι εσύ. Νομοτελειακά.
«Φαπ» και «μπε»
Το ίδιο ισχύει και στη μπάλα. Όσο φίλε οπαδέ αγαπάς τη νίκη ή στην χειρότερη την ήττα του αντιπάλου και όχι την ομάδα, όσο δεν δίνεις δεκάρα για το σπορ που παρακολουθείς αλλά αναγνωρίζεις μόνο το χρώμα της φανέλας που στην τελική κατά 90% επέλεξε για σένα να παρακολουθείς ο μπαμπάς/θείος/νονός σου, τόσο θα παραμένεις απολύτως δεκτικός για να σε σε ταΐζουν τα ίδια και τα ίδια.
Κατ' επέκταση, όσο επιτρέπεις στους προέδρους και συνακόλουθα στις πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες συνεργάζονται να σε αντιμετωπίζουν, να σε χρησιμοποιούν και να σε αξιοποιούν όχι ως φίλαθλο, έστω οπαδό ή πολύ περισσότερο σαν άνθρωπο, αλλά σαν ένα ακόμη ψηφίο στατιστικής που λειτουργεί είτε ευεργετικά είτε επιζήμια στις μπίζνες και την πολιτική τους, εξ ορισμού τόσο θα συνεχίζουν να το κάνουν.
Όσο συνεχίζεις να απειλείς με «μαύρο» την ώρα της κάλπης όσους πάνε κόντρα στην ομαδάρα σου και όσο επιτρέπεις να σε χωρίζουν, να σε ταξινομούν κατά το δοκούν, σε «ΠΟΚ» και «μη-ΠΟΚ», σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σε Νότο – Βορρά, σε αριστερούς – δεξιούς, σε μαύρους – άσπρους, κόκκινους – πράσινους, χωρίς να αναρωτιέσαι γιατί κι ενώ στην πραγματικότητα έχεις από ελάχιστα έως απολύτως τίποτα να χωρίσεις με τον διπλανό σου, εξ ορισμού τόσο θα συνεχίζουν να το κάνουν.
Μην έχεις αυταπάτες θεωρώντας ότι ο χ πρόεδρος / επιχειρηματίας ή η χ κυβέρνηση που ψήφισες θέλουν όντως να λύσουν τα χιλιάδες προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Του ελληνικού αθλητισμού. Αντιθέτως. Όσο ασχολείσαι με αυτά και βελάζεις χαρούμενος αντί να ασχοληθείς με τα πραγματικά, τόσο το καλύτερο για όλους αυτούς.
Όσο συνεχίζεις να βλέπεις τη σχέση σου με το ποδόσφαιρο σαν έναν τρόπο εκτόνωσης, αντί να ψάξεις να βρεις απαντήσεις για αυτά που πραγματικά σε φέρνουν στο αμήν, τόσο θα αποτελείς πρόσφορο έδαφος για προπαγάνδα και για στράτευση. Όσο συνεχίζεις να παίρνεις μέρος σε αυτούς τους «στρατούς», επικοινωνιακούς ή... κυριολεκτικούς και αποτελείς το «εργαλείο», την ασπίδα του χ προέδρου, αφιλοκερδώς ή όχι, τόσο το μυαλό και η συνείδησή σου θα μπλοκάρουν ενστικτωδώς το δρόμο προς την έξοδο από τον λαβύρινθο που βρίσκεσαι. Όσο δεν βλέπεις ότι κάνεις απλά τη δουλειά τους χωρίς καν να στο ζητάνε, τόσο δεν θα βλέπεις μπάλα όπως ο Άγγλος, ο Ισπανός, ο Γερμανός. Ή ακόμη και ο Ελβετός, ή ο Σουηδός ή ο Τούρκος.
Όσο συνεχίζεις να θεοποιείς και να αντιμετωπίζεις τις «γνώμες», τα «ρεπορτάζ», τις «αναλύσεις» που προσπαθούν να σε κατευθύνουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά σαν αξιώματα ή δομικά συστατικά της πραγματικότητας, εξ ορισμού τόσο θα συνεχίζουν να το κάνουν. Όταν περιμένεις να ακούσεις ή να διαβάσεις τι έχει να σου πει ο κάθε Στρατόπουλος, το κάθε SDNA, ο χ διευθυντής επικοινωνίας ή ο ψ πρόεδρος για να δεις αν η γνώμη αυτή «σου κάνει» ώστε να την ενστερνιστείς χωρίς να φιλτράρεις το παραμικρό, τότε δεν υπάρχει σωτηρία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει αγαπητέ σχολιαστή και για εσένα που βαράς οχτάωρα στο Disqus για να βγεις νικητής στον πόλεμο «επιχειρημάτων».
Συνέχισε να κάνεις όλα τα παραπάνω και τα αυτά τα «ΦΑΠ» και τα «ΜΠΕ» που εύγλωττα χρησιμοποιείς για να απαντήσεις στους... αλλόθρησκους, είναι όσα θα χαρακτηρίζουν πρώτα τη δική σου οπαδική ζωή. Γιατί αφενός οι καρπαζιές θα συνεχίζουν να πέφτουν στον ανυποψίαστο σβέρκο σου ενώ απλώς περιμένεις αόριστα να αλλάξει κάτι, αφετέρου γιατί θα συνεχίζεις να ανοίγεις το στόμα και να μασουλάς ευτυχισμένος τη σανόσουπα που σε ταΐζουν σταθερά εδώ και δεκαετίες.
* «...όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες»
Στο σημείο αυτό -σαν παρένθεση- να τονιστεί ότι προφανώς υπάρχουν και αυτοί που απλά δεν γουστάρουν να αλλάξει κάτι. Τη βρίσκουν έτσι για τους δικούς τους λόγους. Θεωρούν ότι αν η «ομάδα τους» νικήσει την ομάδα του δίπλα, αυτομάτως γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. Αυτομάτως είναι ανώτερες μορφές ύπαρξης. Το DNA τους είναι πιο ισχυρό, πιο... κατάλληλο για να διαιωνίσει την ανθρωπότητα. Η ζωή τους όλη αποκτά νόημα. Αυτοί προφανώς και δεν μπορούν να αλλάξουν τώρα, το 2018. Οπότε απλώς τους αφήνουμε στην άκρη. Ούτως ή άλλως πάντα μειονότητα ήταν. Απλά ήταν η πιο εύκολα κατευθυνόμενη μειονότητα. Η κουβέντα γίνεται για όλους τους υπόλοιπους.
JFK από τα Lidl
Φτάνοντας λοιπόν σιγά σιγά στον επίλογο του κειμένου, μην περιμένεις από τον Άκη Στρατόπουλο από το Λιθοβούνι Αιτωλοακαρνανίας να σου πει τι πρέπει να κάνεις για να αλλάξει κάτι, κάποτε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αυτό θα πρέπει να το βρεις επιτέλους μόνος σου. Όπως σοφά έχει γράψει και ο σπουδαίος Λένος Χρηστίδης «...αυτές κι άλλες απορίες δε λύνονται με αυτό το μυθιστόρημα, διατυπώνονται όμως και αυτό είναι κάτι, δεν είναι;». Κοινώς, μην περιμένεις πάντα να κάνουν οι άλλοι αυτό που θες, για σένα. Θα μου πεις κι ο Κένεντι τις ίδιες μαλακίες έλεγε και τον επιβράβευσαν με μια σφαίρα στην πλάτη και μια στο κεφάλι. Δε βαριέσαι. Shit happens.
Εγώ από την πλευρά μου θέλω μόνο να σου ζητήσω ένα πράγμα, έτσι σαν βάση στην κουβέντα.
Κάποια στιγμή, όταν βρεις ελεύθερο χρόνο και κάνεις διάλειμμα από το μίσος, την αγανάκτηση, την κόντρα, την κόντρα στην κόντρα, τη γκρίνια, τη μιζέρια και καταλήξεις στο ότι «όντως, κάτι πρέπει να αλλάξει», προβληματίσου για όλα όσα διάβασες σήμερα. Απλά, αντί να προβληματιστείς μόνος σου, με τη σειρά σου προσπάθησε να προβληματίσεις και έναν φίλο σου για να κάνει το ίδιο. Τότε και μόνο τότε, με τη βοήθεια του διπλανού σου, ίσως τελικά σου φανεί ότι σα να αχνοβλέπεις λίγο φως, κάπου βαθιά στην άκρη του τούνελ.
Ίσως καταλάβεις ότι, εξ αρχής, όλες οι απαντήσεις, όλες οι λύσεις ήταν ακριβώς μπροστά σου.
Ίσως καταφέρεις να ζήσεις μια ποδοσφαιρική Κυριακή, όπως ακριβώς τη φαντάζεσαι.