Στα κρησφύγετα της οπτασίας
μας βρήκε η πνοή του χτες
που πατινάριζε στον πάγο της αδιαφορίας
και πήρε τα μαλλιά μας και τα'κανε θερινή κατασκήνωση.
Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω
να δω το πρόσωπό σου στ'ακρογιάλι.
Η συνείδησις της προχθεσινής νύχτας
κυματίζει ακόμα στον ευλαβή παπαφίγγο.
Όταν περάσει ο παγοπώλης
θα'ρθει η άνοιξη να μας φέρει λουκουμάδες.
Τα σπουργίτια που φτεροκοπάνε στις αναμνήσεις μας
άστα να πλέξουν δαντέλες.
Λύσε τα μαλλιά σου και τρέξε με γυμνά μοσχάρια
στην επιστροφή του γυρισμού.
Στα ανελέητα βάθη των μελλοντικών σχεδίων
σελαγίζουν πάντοτε οι εύθυμες αντανακλάσεις των ναυτοπροσκόπων.
Σαν τραγούδι, σαν σκιερό δειλινό
σαν απαγορευμένη ελπίδα
κι ήταν η μοναξιά ξυπόλητη στο δάσος
με τις γαλάζιες παπαρούνες
Έδεσα την ανάμνησή σου με δυό κορδέλες σιωπής
και κάθισα στη βροχή για να στεγνώσω.
