Σε ένα χωριό της Λατινικής Αμερικής ήταν ένας νεαρός με μεγάλο σουξέ στα κορίτσια, κοινώς μπήχτης.
Είχε περάσει από όλες τις συνομοταξίες του είδους: Ψηλές, κοντές, αδύνατες, χοντρές, όλες καλές!
Αλλά κατά κακή του τύχη ερωτεύθηκε σοβαρά. Με μια παρθένο άμεμπτου ηθικής που περίμενε το γάμο για να του κάτσει.
Η αθώα παρθένος, η Μαρία, δεν είχε ιδέα από αυτά.
Σκασίλα του βέβαια του Τίγρη μας, έτσι κι αλλιώς πάντα ανακουφιζόταν αλλού.
Επιτέλους παντρεύτηκαν, πέσανε και τα ρύζια και τη νύχτα του γάμου η μικρά πολύ εντυπωσιάστηκε με τα πρακτέα.
Εξομολογήθηκε μάλιστα στον άντρα της ότι δεν ήξερε ότι έτσι είναι φτιαγμένοι οι άντρες και τι ωραίο είναι αυτό το πράγμα που ευχαριστεί τα κορίτσια.
Ο Τίγρης μας δεν ήθελε να ξέρει η μικρά ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι και της είπε:
- Θα σου πω ένα μυστικό. Είμαι ο μόνος άντρας που έχει αυτό το πράγμα που σου αρέσει… Και η Μαίρη φυσικά τον πίστεψε.
Ο Τίγρης του χωριού ήταν βοσκός αγελάδων και έπρεπε να πάει στους λόφους για μια εβδομάδα.
Μετά γύρισε και έψαχνε για τη σύζυγό του.
Στο σπίτι πουθενά, δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και να την βρίσκει σε ένα στενό δίπλα.
- Μαρία, Μαρίαααααααα, μα που ήσουν;
- Ρε αϊ χάσου παλιοψευταρά!
- Μα τι σου έκανα;
- Ξέρεις τον Σάντσο τον τεμπέλη, τον γείτονα; Ε, έχει κι αυτός ένα τέτοιο ωραίο πράγμα!!!
- Μμμμμμμμ, ίσως τον είδε να κατουράει. Αλλά θα τα μπαλώσω…
- Ξέρεις αγάπη μου, κάποτε εγώ είχα δυο τέτοια και έδωσα στο φίλο μου τον Σάντσο το ένα… Χαμογελά και αγκαλιάζει τη Μαρία.
Η Μαρία τώρα είναι ακόμα πιο θυμωμένη και ρωτά:
- Βλάκα, άχρηστε, ηλίθιε και ήταν ανάγκη να ΤΟΥ ΔΩΣΕΙΣ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ;