Το σχέδιο της Οδηγίας Μπολκεστάιν και η εκπαίδευση
Της Οντιλ Κορντελιε
Ι. Μερικές υπομνήσεις Πριν ενάμιση χρόνο η Επιτροπή της Ε.Ε. γνωστοποίησε το προσχέδιο Οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, οδηγία που ονομάστηκε Μπολκεστάιν (13 Ιανουαρίου 2004). Να σημειώσουμε, όμως, ότι η Οδηγία αυτή δεν έγινε γνωστή στο ευρύτερο κοινό, παρά μόνον όταν το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα κατέστησε σαφή τη σημασία της, τα διακυβεύματά της και κατήγγειλε την υπερφιλελεύθερη φιλοσοφία της (Ιανουάριος 2005). Η γενική φιλοσοφία της Οδηγίας σημαδεύεται από τη βούληση της Επιτροπής να άρει όλα τα εμπόδια σε όσους παρέχουν υπηρεσίες και να υπάρξει ελεύθερη κυκλοφορία τους μεταξύ των κρατών μελών (?) Επ' αυτού υπάρχουν δύο άρθρα-κλειδιά στο εν λόγω σχέδιο Οδηγίας. Το άρθρο 16 που εισάγει την αρχή της |χώρας προέλευσης|. Είναι αρχή που εγκυμονεί σοβαρές απειλές. Σημαίνει ότι όποιος παρέχει υπηρεσίες υπόκειται αποκλειστικά στη νομοθεσία της χώρας στην οποία έχει έδρα η επιχείρήσή του (χώρα προέλευσης) κι όχι πλέον στη νομοθεσία της χώρας στην οποία θα παρέχει τις υπηρεσίες του, της χώρας υποδοχής. Έτσι το κράτος της χώρας υποδοχής στερείται κάθε μέσου ελέγχου επί του χορηγού υπηρεσιών. Μια τέτοια αρχή συνεπάγεται, εκ των πραγμάτων, ως νόμιμο κίνητρο τη δυνατότητα μετατόπισης προς τις χώρες της Ένωσης στις οποίες οι νομοθεσίες κοινωνικού, φορολογικού και περιβαλλοντικού περιεχομένου είναι ολιγότερον προωθημένες και όπου η προστασία των καταναλωτών υπηρεσιών είναι υποδεέστερη. Το άρθρο 24 με τις ειδικές ρυθμίσεις για την απόσπαση των εργαζομένων προκαλεί τις πιο ζωηρές ανησυχίες στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος. Πράγματι, οι νομοθεσίες για την προστασία των εργαζομένων (συνθήκες εργασίας, αμοιβές), όπως οι ρυθμίσεις για την πρόσβαση σε επαγγέλματα και την εξάσκησή τους, τα οποία προστατεύει το κράτος για λόγους δημοσίου συμφέροντος (π.χ. στη Γαλλία), θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εμπόδια στην ελευθερία εγκατάστασης επιχειρήσεων υπηρεσιών σε άλλη χώρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αυτών. Πρέπει να υπενθυμίσουμε το πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται το εν λόγω σχέδιο Οδηγίας. Για την Επιτροπή της Ε.Ε. η φιλελευθεροποίηση των υπηρεσιών είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο αναθέρμανσης της στρατηγικής που εκπονήθηκε στη Λισσαβώνα για την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. Στη διάρκεια του Συμβουλίου Κορυφής στη Λισσαβώνα (2000) ο αντικειμενικός στόχος που προσδιορίστηκε με σαφήνεια ήταν να καταστεί η Ε.Ε. έως το 2010 "|η οικονομία της γνώσης ως η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική του κόσμου|". Διαβάζοντας προσεκτικά το πρώτο μέρος του σχεδίου που εξηγεί το πλαίσιο και τους αντικειμενικούς στόχους της στρατηγικής της Οδηγίας Μπολκεστάιν διαπιστώνουμε ότι εγγράφεται πλήρως το πλαίσιο της αναθέρμανσης της στρατηγικής της Λισσαβώνας. Στη στρατηγική αυτή αναγράφεται expressis verbis: "|η παρούσα πρόταση οδηγίας εγγράφεται στη διαδικασία οικονομικών μεταρρυθμίσεων που εκπονήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβώνας ώστε η Ε.Ε. να καταστεί έως το 2010 η οικονομία της γνώσης η πιο ανταγωνιστική και η πιο δυναμική του κόσμου| (?)|. Το σημαντικό δυναμικό ανάπτυξης και δημιουργίας απασχολήσεων στον τομέα των υπηρεσιών δεν κατέστη δυνατό να αξιοποιηθεί ως τώρα εξ αιτίας των πολυάριθμων εμποδίων που παρακωλύουν την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά|". ΙΙ. Τα ερωτήματα που εγείρονται: το ζήτημα της εκπαίδευσης Το εν λόγω σχέδιο Οδηγίας μπορεί να μετατρέψει την εκπαίδευση σε |εμπόρευμα| ίδιου τύπου με τις υπηρεσίες που παρέχουν οι εν γένει δημόσιες επιχειρήσεις στα κράτη μέλη της Ε.Ε.; Διατρέχουμε τον κίνδυνο να δούμε την εκπαίδευση να θεωρείται υπηρεσία οικονομικού ενδιαφέροντος και επομένως να υπάγεται στις διατάξεις που αφορούν το εμπόριο των υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά; Αγγίζουμε έτσι το πρόβλημα του |πεδίου| εφαρμογής της Οδηγίας. Πολλές παρατηρήσεις είναι αναγκαίες. 1. Το εμπόριο των υπηρεσιών εκπαίδευσης στην εσωτερική αγορά: όπως ήδη τονίσαμε, η πρόταση της Επιτροπής αποσκοπεί να καταργήσει τα εθνικά προσκόμματα τα οποία παρεμποδίζουν την εγκατάσταση των χορηγών υπηρεσιών και την παροχή υπηρεσιών στα άλλα κράτη. Η Οδηγία η σχετική με τις υπηρεσίες δεν αναφέρεται, επομένως, στις πρωτοβουλίες φιλελευθεροποίησης που θα επέβαλλαν στις δημόσιες αρχές να ανοίξουν τις αγορές τους στις ευρωπαϊκές προσφορές, αλλά αποσκοπεί να εξωθήσει τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις να προσφέρουν και να παράσχουν υπηρεσίες στα άλλα μέλη-κράτη. 2. Ποιες είναι οι υπηρεσίες που μπορούν να πωληθούν; Η Επιτροπή δεν καταρτίζει κατάλογο υπηρεσιών που εντάσσονται στην Οδηγία της, αλλά περιορίζεται να επισημάνει ότι η Οδηγία αναφέρεται στις δραστηριότητες που απορρέουν από τον ορισμό των υπηρεσιών, που προβλέπει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την έννοια, λοιπόν, της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οι υπηρεσίες είναι κι αυτές παροχές που φυσιολογικά παρέχονται έναντι αμοιβής. Οι υπηρεσίες ιδιαίτερα περιλαμβάνουν: α) δραστηριότητες βιομηχανικού χαρακτήρα β) δραστηριότητες εμπορικού χαρακτήρα γ) δραστηριότητες βιοτεχνικές δ) δραστηριότητες ελευθέρων επαγγελμάτων Ο παρέχων υπηρεσίες επωφελείται της ελευθέρας κυκλοφορίας στην εσωτερική αγορά, πράγμα που του απονέμει το δικαίωμα να ασκεί προσωρινά τις δραστηριότητές του στη χώρα υποδοχής, στην οποία παρέχεται η υπηρεσία του, με τις ίδιες συνθήκες με εκείνες που η δεδομένη χώρα προβλέπει για τους δικούς της υπηκόους. Το ζήτημα αν και άλλες δραστηριότητες καλύπτονται από το παραπάνω ορισμό, σύμφωνα με την Επιτροπή, δεν εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία αλλά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο θα εκτιμήσει αν μια δραστηριότητα είναι οικονομικής ή μη φύσεως.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρεται σε τέσσερις γενικές προϋποθέσεις για να αποφασίσει αν μια δεδομένη δραστηριότητα είναι υπηρεσία κατά την έννοια της Συνθήκης: 1. Η δραστηριότητα οφείλει να είναι οικονομικής φύσεως. 2. Η δραστηριότητα οφείλει να παρέχεται έναντι αμοιβής. 3. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας δραστηριότητας δεν εμποδίζουν να είναι οικονομικής φύσεως (π.χ. οι υπηρεσίες υγείας). 4. Η κρίση θα γίνεται κατά περίπτωση Η εκπαίδευση καλύπτεται από την Οδηγία για τις υπηρεσίες; Το σχέδιο Οδηγίας δεν καλύπτει τις υπηρεσίες μη οικονομικής φύσεως, όπως η δημόσια διοίκηση ή η δημόσια εκπαίδευση που υπάγονται στο εθνικό κράτος, στην επιτέλεση της αποστολής του ως δημοσία υπηρεσία, καίτοι δεν υπάρχει στις περιπτώσεις αυτές καμιά (οικονομική) αντιπαροχή. Ορίζεται σαφώς ότι είναι "|δραστηριότητες μη οικονομικές ή δραστηριότητες από τις οποίες απουσιάζει το χαρακτηριστικό οικονομικής αντιπαροχής, στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που το κράτος φέρνει σε πέρας χωρίς οικονομική αμοιβή στο κοινωνικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και δικαστικό πλαίσιο|".
Αλλά αυτή η διάταξη είναι ανεπαρκής, δεν ικανοποιεί. Το κείμενο δεν προστατεύει τις υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος (της εκπαιδεύσεως συμπεριλαμβανομένης) από τον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, η Οδηγία δεν προβλέπει καμιάν άμεση εξαίρεση εφαρμογής της για την εκπαίδευση. Θα έπρεπε το κείμενο να ξεκαθαρίζει ότι ανήκει στο Δημόσιο η υπευθυνότητα για τις θεμελιώδεις υπηρεσίες κοινής ωφελείας, ιδιαίτερα στον εκπαιδευτικό τομέα, τον πολιτιστικό, τον κοινωνικό και την υγεία. Το κριτήριο που δικαιολογεί μιαν εξαίρεση της Οδηγίας πρέπει να αναφέρεται στις παρεχόμενες από το Δημόσιο υπηρεσίες, όπως επίσης τις χρηματοδοτούμενες και ρυθμιζόμενες, εν μέρει ή εν όλω, με τη βοήθεια δημοσίων χρηματοδοτήσεων. Ο δεύτερος λόγος που δικαιολογεί μια γενική εξαίρεση για την εκπαίδευση είναι ότι οι διατάξεις του σχεδίου Οδηγίας για την εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών από ένα κράτος στα υπόλοιπα κράτη-μέλη δεν είναι συμβατές με την ευρωπαϊκή πολιτική για την εκπαίδευση, η οποία ευρωπαϊκή πολιτική προβλέπει ότι η νομοθεσία και η ρύθμιση της εκπαίδευσης υπάγονται αποκλειστικά στην δικαιοδοσία του εθνικού κράτους. Ο τρίτος λόγος που επιβάλλει την εξαίρεση είναι ότι οι δημόσιες εκπαιδευτικές δραστηριότητες υπάγονται, φυσιολογικά, στην κατηγορία των υπηρεσιών γενικού συμφέροντος. Το ζήτημα όμ
ως είναι ότι δεν υπάρχει σαφές όριο μεταξύ υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ - SIEG) και τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος (ΥΓΣ - SIG). Όλα αυτά τα στοιχεία οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Συνδικαλιστική Επιτροπή (ΕΕΣΕ - CSEE), ήδη από τον περασμένο Μάρτη τρέχοντος έτους, να κηρύξει μια εκστρατεία ώστε να απαιτηθεί η εξαίρεση από το σχέδιο Οδηγίας των εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Για το CSEE οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες είναι "|φορείς πολιτιστικών αξιών και αξιών ταυτότητας, προάγουν την κοινωνική συνοχή, την ενεργό ιδιότητα του πολίτη, τη γλωσσική διαφορετικότητα και τη δημοκρατία. Οι εκπαιδευτικές αξίες δεν θα έπρεπε να εμπορευματοποιηθούν στο πλαίσιο μιας γενικής Οδηγίας για τις εν ευρεία έννοια υπηρεσίες|" (...) ΙΙΙ. Πέρα από το σχέδιο Οδηγίας Μπολκεστάιν 1. Στο σχέδιο της Συνταγματικής Συνθήκης, με όρους αρμοδιότητας, η εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση παραμένουν οι τομείς όπου "|η Ε.Ε. μπορεί ν' αποφασίσει μέτρα στήριξης, συντονισμού και συμπλήρωσης|". Είναι πολύ περιορισμένα τα όρια των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.~ δεν μπορεί να επιβάλλει εναρμόνιση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων. Πρόκειται για αρμοδιότητες αυστηρά προσδιορισμένες (άρθρα ΙΙΙ-282 και ΙΙΙ-283), δεδομένου ότι τα κράτη-μέλη διατηρούν, μεταξύ άλλων, την υπευθυνότητά τους για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της εκπαίδευσης και της οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Μόνη απόχρωση --κι αυτό δεν αποτελεί νεωτερισμό-- είναι η επαγγελματική κατάρτιση, τομέας στον οποίο η Ένωση προωθεί μια πολιτική που έρχεται να στηρίξει και να συμπληρώσει τις δραστηριότητες των κρατών-μελών. 2. Σύγκλιση των εκπαιδευτικών πολιτικών που προωθεί η Ε.Ε. Αν σε επίπεδο εκπαίδευσης το πεδίο επέμβασης της Ε.Ε., σύμφωνα με τα καταστατικά κείμενα, είναι πολύ περιορισμένο, πώς εξηγούνται ορισμένες συγκλίσεις στην εξέλιξη της εκπαιδευτικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες; Στη σύνοδο κορυφής της Λισσαβώνας (2000) η εκπαίδευση ορίστηκε ως ένα μέγιστο εργαλείο που επιτρέπει την πραγματοποίηση των καθέκαστα οικονομικών στόχων, δηλαδή όπως ήδη τονίστηκε "|να γίνει η οικονομία της γνώσης στην Ε.Ε. το 2010, η πιο δυναμική και η πιο ανταγωνιστική του κόσμου|". Αυτό που ονομάζεται στην τρέχουσα γλώσσα στρατηγική της Λισσαβώνας έχει μια ιδιαίτερη κλίση ως προς την εκπαίδευση. Οι ευρωπαϊκοί προσανατολισμοί διατυπώνονται με σαφήνεια στο πρόγραμμα εργασίας που υιοθετήθηκε το 2002 για τα εκπαιδευτικά συστήματα και την επαγγελματική κατάρτιση στην Ευρώπη. Με τη μέθοδο του συντονισμού αυτοί οι προσανατολισμοί μπορεί να τεθούν σε εφαρμογή. Πρόκειται για μια μέθοδο συνεργασίας μεταξύ υπουργών Παιδείας που θα αποτιμήσει την ποιότητα των "αποδόσεων" των εκπαιδευτικών συστημάτων, με βάση τους στόχους που ορίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπάρχουν κριτήρια ευρωπαϊκής αναφοράς που χρησιμεύουν ως "μπούσουλας", δεδομένου ότι κάθε χώρα αποτιμά τα αποτελέσματά της σε σχέση με τα αποτελέσματα των άλλων χωρών. Η μέθοδος, λοιπόν, συντονισμού επιτρέπει να καταστρατηγούνται τα κείμενα που περιορίζουν τις κοινοτικές εξουσίες σε εκπαιδευτικό επίπεδο. Έτσι προωθείται ένας μηχανισμός χάρη στον οποίο συνεννοούνται τα κράτη για να συγκλίνουν τις εκπαιδευτικές πολιτικές και για να εμπνέουν μεταρρυθμίσεις που επεξεργάζονται οι ειδικοί. Ωστόσο με τη μέθοδο αυτή αποφεύγεται ο δημοκρατικός, εθνικός και ευρωπαϊκός διάλογος. Έτσι ο Φρανσουά Φιγιόν, υπουργός Παιδείας της Γαλλίας, παρουσίασε τη μεταρρύθμισή του ως εφαρμογή μας ευρωπαϊκής πολιτικής που επιβάλλεται με τη δύναμη του αυτονόητου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν, αδιαμφισβήτητα, θεμελιωμένη σε ιδεολογικές επιλογές. Μια πολιτική εκπαιδευτικής πολιτικής νεοφιλελεύθερης έμπνευσης Δεν είναι η συνεργασία και ο συντονισμός που δημιουργούν προβλήματα αλλά η νεοφιλελεύθερη πολιτική σε επίπεδο εκπαιδευτικό που υποβαστάζει και καθοδηγεί τις μεταρρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αντίληψη για το σχολείο αποβαίνει ευθέως ωφελιμιστική και εγγράφεται σε μια λογική καθαρά οικονομική-εμπορευματική. Κατάρτιση και εκπαίδευση θεωρούνται πάνω απ' όλα εργαλεία στην υπηρεσία της οικονομίας, της ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης. Δεν θεωρούνται ως οικουμενικό δικαίωμα και δημόσιο αγαθό. Το σχέδιο Οδηγίας Μπολκεστάιν δεν μπορεί να εξετασθεί ερήμην των εξελίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στην εκπαιδευτική πολιτική. Θέλησα να δώσω μερικά ενημερωτικά και αναλυτικά στοιχεία, ώστε να φανεί ότι, στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, η ισχύουσα κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών-μελών και Κοινότητας πρέπει να διατηρηθεί κι ότι μια Οδηγία, όπως η Οδηγία Μπολκεστάιν, είναι φορέας σοβαρών κινδύνων για τον εκπαιδευτικό τομέα και τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας γενικότερα.