Fun 4 Two
17717 0 6 2
Επικοινωνία
Τηλέφωνο
0031 (0)18 2378
Website
E-mail
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Χάρτης
Βαθμολογίες αξιολογητών
Γενική Εντύπωση
8.0
Καλημέρα, σύντροφοι - συναγωνιστές!
Επανέρχομαι με κριτική για το διάσημο Fun4Two, λόγω νέας επίσκεψης εκεί. Η ημερομηνία είναι ενδεικτική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, για ευνόητους λόγους.
Δεν θα επεκταθώ σε περιγραφές του χώρου και άλλες λεπτομέρειες, αφού αυτά τα έχω πει σε προηγούμενη κριτική μου.
Αυτή την φορά βρέθηκα στο 'Άμστερνταμ "επί τούτου", μια και η οικογένεια είχε εκδράμει στας Αμερικάς και ήμουν μόνος κι έρημος στην Αθήνα.
Κάτι τα delivery, που τα ‘χα δοκιμάσει όλα, κάτι η δουλειά, που είχε χαλαρώσει, αποφάσισα να υποστώ την δαπάνη και να πεταχτώ στην Ολλανδία για 48 ώρες.
Η γνωστή φίλη απ' το Λονδίνο πετάει την σκούφια της για τα "ξυνά" και χαίρεται (έτσι λέει), που θα με ξαναδεί.
Παρασκευή βραδάκι, λοιπόν, συναντιόμαστε στο Σίπχολ, νοικιάζουμε αυτοκίνητο με navigator και βουρ για 'Άμστερνταμ.
'Εχοντας καεί απ' τις τιμές την προηγούμενη φορά και έχοντας τον κατάλληλο χρόνο προετοιμασίας, φρόντισα να νοικιάσω ένα πανέμορφο διαμερισματάκι μέσω airBnB, το οποίο μου κόστισε το 1/3 των χρημάτων που ζητούσε το προηγούμενο ξενοδοχείο.
Τακτοποιηθήκαμε, λοιπόν, και βγήκαμε για φαγητό, χωρίς να συμβεί κάτι αξιοσημείωτο. Εγώ ήμουν πτώμα, αφού μετά την δουλειά πέταξα κατ' ευθείαν για 'Άμστερνταμ, με μία low cost πτήση και είχα επί 3 ώρες τα γόνατά μου στο σαγόνι.
Συνεπώς, επιστροφή στο διαμέρισμα για νανάκια. Η κυρία από τα Λονδίνα είχε καιρό να με δει και ήθελε το κάτι τις της, αλλά την ξέκοψα. Μια πιπούλα, λίγος φραπές για ξαλάφρωμα και στην συνέχεια ήμουν λιώμα, κάργα ερωτευμένος με το μαξιλάρι μου. Το πως την πάλεψε η κυρία, δεν ξέρω. Ακόμη κι αν βγήκε βόλτα, εγώ δεν το πήρα χαμπάρι, αφού ξεράθηκα ημιθανής.
'Όπως φάνηκε, έπραξα σωστά, γιατί το Σάββατο το πρωί ξύπνησα φρέσκος, ευδιάθετος και έτοιμος για όλα.
Βγήκαμε για πρωινό, ο καιρός ήταν σχετικά καλός, κάναμε μεγάλη βόλτα. Η κυρία είδε ένα ωραίο μπουφάν, εμένα δεν μου άρεσε, αλλά, τελικά, εγώ το πλήρωσα. Δεν βαριέσαι, χαλάλι της.
Μετά πήραμε το αυτοκίνητο για μια μεγάλη βόλτα, αφ' ενός για να σκοτώσουμε την ώρα, αφ' ετέρου για να πεταχτούμε μέχρι την Ουτρέχτη, όπου είχα κλείσει ένα μεσημεριανό session για μασάζ τάντρα σε κάποιον ιδιωτικό χώρο, αντί του ευτελούς ποσού των 200 ευρώ.
45 χιλιόμετρα και 1,5 ώρα μετά (γιατί χαθήκαμε αρκετές φορές), βρήκαμε το σπίτι που έπρεπε να πάμε και παρκάραμε απ' έξω. 'Ηταν κάτι σαν αγροτόσπιτο της ελληνικής επαρχίας, αλλά έλειπε ο κομμένος μισός θερμοσίφωνας για μπάρμπεκιου. Τέλος πάντων, χτυπήσαμε και μας άνοιξαν. Μπήκαμε σ' ένα σπίτι σκοτεινό, ολίγον αγριευτικό, με σκούρες κόκκινες και μπλε ταπετσαρίες, χαμηλό φωτισμό και μυρωδιά βραστού λάχανου. Το ζευγάρι που μας υποδέχθηκε ήταν πολύ κοντά στην δική μου ηλικία και πολύ μακριά από την ηλικία της συνοδού μου. Μας έκαναν ένα μικρό μπρήφινγκ περί τάντρα, εν μέσω βαριών κουρτινών, κεριών και βραστού λάχανου. Ευτυχώς, η πρακτική εξάσκηση θα γινόταν σε άλλο χώρο κι έτσι θα γλιτώναμε την απίστευτη μυρωδιά.
Βγήκαμε στον κήπο του σπιτιού και περάσαμε σε μία μεγάλη κυκλική σκηνή που ήταν στημένη εκεί. Μέσα βασίλευε το ίδιο σκοτάδι, αλλά υπήρχαν πολλά κεριά αναμμένα και μία στόφα, που έσπαγε την υγρασία. Το έδαφος ήταν στρωμένο με κάτι ταλαιπωρημένα χαλιά, αλλά τουλάχιστον δεν πατούσαμε στο χώμα.
Η διαδικασία του τάντρα μασάζ υποτίθεται ότι σκοπεύει να σε οδηγήσει από την απόλυτη χαλάρωση, με σταδιακό τρόπο, στην σεξουαλική διέγερση. Και μην αρχίσετε τώρα να μου λέτε ότι το τάντρα είναι φιλοσοφία, στάση ζωής και άλλα τέτοια, γιατί εγώ πήγα Ολλανδία για να πηδήξω κι όχι να πάρω μεταπτυχιακό στην συγκριτική θεολογία.
Τέλος πάντων, η σιτεμένη ολλανδέζα κυρία ξάπλωσε την συνοδό μου ντυμένη σ' ένα κρεβάτι μασάζ και εν μέσω σκότους και αρωματικών αναθυμιάσεων άρχισε να την πιέζει σε επιλεγμένα σημεία, αφαιρώντας σιγά-σιγά και ρούχα. Ο ολλανδός κύριος περιτριγύριζε το κρεβάτι, χωρίς ν' απλώνει χέρι κι εγώ καθόμουν σε μια γωνιά, έτοιμος να κοιμηθώ απ' το σκοτάδι και την μαστούρα των λιβανιών (μην μου πει κανείς π@@στης που βρήκα γωνιά σε κυκλική σκηνή, γιατί θα σκοτωθούμε). Φαίνεται όμως ότι η ατμόσφαιρα, οι πιέσεις και το σταδιακό γδύσιμο έφερναν αποτέλεσμα στην εκ Λονδίνου κυρία, η οποία άρχισε ν' ανασαίνει βαριά, να βγάζει κάποιες κραυγούλες ηδονής και να στριφογυρίζει κάπως πιο έντονα στο κρεβάτι. Η ολλανδέζα με φώναξε να πάω κοντά και άρχισε να μου δίνει οδηγίες για μαλάξεις και θωπείες στα σημεία που μου έλεγε. Ηθελα δεν ήθελα, υπάκουσα και επειδή, όσο να 'ναι, το αντρικό χέρι έχει άλλη επίδραση στην γυναίκα την σωστή και την πρόσβαρη, οι κραυγούλες έγιναν κραυγές και η συνοδός μου ήρθε σε καταπληκτικό οργασμό, συνοδευόμενο με έντονο squirt, ανεβάζοντας τα επίπεδα υγρασίας. Μέσα σε όλα, ξέχασα να πω ότι ο ολλανδός "αγρότης" είχε βρει την ευκαιρία και μπούκωσε την δικιά μου με το πουλί του κάποια στιγμή, ίσως γιατί φώναζε πολύ. Για να μην τα πολυλογώ, θεώρησα ότι είχα κάνει το καθήκον μου και είχα ισοφαρίσει το σκορ, μετά την περιποίηση που είχα δεχθεί το προηγούμενο βράδυ, οπότε, επειδή περνούσε και η ώρα και είχαμε άλλες "υποχρεώσεις", τα μαζέψαμε για επιστροφή στο 'Άμστερνταμ, προς μεγάλη λύπη της ολλανδέζας, που είχε ελπίσει να την περάσω ένα χέρι, πλην όμως η ηλικία μου δεν επέτρεπε υπερβολές, αφού το βράδυ θα ήμουν πιο Ι4 κι από ντακότα.
Γυρίσαμε σβέλτα στο ‘Αμστερνταμ (απ’ τα πάνω-κάτω, είχαμε μάθει το δρόμο με κλειστά μάτια), τσιμπήσαμε κάτι στο πόδι και πήγαμε σπίτι για μπανάκι και κούρα ύπνου.
‘Όταν ξυπνήσαμε, η ώρα είχε πάει 7 και με δεδομένο ότι το “πανηγύρι” ξεκινάει στο Fun4Two από τις 9, έπρεπε να βιαστούμε λίγο, αφού είχαμε και μια ώρα δρόμο μέχρι εκεί. Ντυθήκαμε, στολιστήκαμε και η συνοδός μου, για προθέρμανση, έβαλε κάτι μπαλίτσες στο μουν@κι της, δεμένες με μια κλωστή.
Κατά τα λοιπά, το πόδι της ήταν τέλειο, το στήθος της αρκούντως υψωμένο και εκτεθειμένο, τα χείλη βαμμένα καυλερά κόκκινα και το μαλλί πιασμένο σε αυστηρή αλογοουρά. Το τελευταίο με παραξένεψε, γιατί τα μαλλιά της χύνονται πολύ ωραία στους ώμους της και είναι βασικό στοιχείο της εμφάνισής της, και της το είπα. Μου απάντησε ότι την προηγούμενη φορά έλουζε φλόκια απ’ το κεφάλι της επί μία βδομάδα και δεν σκόπευε να ξαναπάθει το ίδιο. Λογική εξήγηση, συζήτηση κομμένη.
Κάναμε την γνωστή διαδρομή, δεν χαθήκαμε (αυτό κι αν είναι κατόρθωμα για μένα), βγάλαμε τις μπαλίτσες από του μ@@νί της κυρίας και τις πετάξαμε στο πάτωμα του αυτοκινήτου και κατά τις 9:15’ στεκόμασταν στο τέλος μιας ατέλειωτης ουράς (queue, όχι tail), περιμένοντας υπομονετικά να μπούμε μέσα. Στην υποδοχή ο γνωστός έλεγχος (είχα πετάξει ο μ@λ@κ@ς την κάρτα μέλους που μου είχαν δώσει την προηγούμενη φορά, φοβούμενος ότι μπορεί να την ανακαλύψει η κ. Καρτάλη), η πληρωμή, το κλειδάκι του locker και η είσοδος στα ενδότερα.
Δεν είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από την προηγούμενη φορά και ο χώρος μας φάνηκε οικείος. Επειδή ουσιαστικά είχαμε φάει μόνο πρωινό, κατευθυνθήκαμε στον μπουφέ, πήραμε τα πιατάκια μας, βάλαμε ο καθένας ό,τι του άρεσε και καθίσαμε να φάμε σε ένα απομονωμένο τραπεζάκι, σκανάροντας παράλληλα και τον χώρο και τους ανθρώπους.
Παρένθεση: ‘Όπως καταλαβαίνετε, έλαβα σοβαρά υπ’ όψη τα σχόλια που έγιναν στην προηγούμενη ανάρτησή μου. Και AirBnB, αντί για χοτέλι και νοικιάρικο αμάξι, αντί για ταξί και φαγητό στο club, που στο κάτω-κάτω είναι και πληρωμένο. Για να μην λέτε ότι δεν σας λαμβάνω υπ’ όψη μου.
‘Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, χορτασμένοι και ευδιάθετοι, ανεβήκαμε στον χώρο των lockers και απαλλαγήκαμε από τα περιττά ρούχα. Το σκηνικό στα αποδυτήρια, λίγο – πολύ, ίδιο, όπως την προηγούμενη φορά. Απλώς, σήμερα ήταν Σάββατο και ο κόσμος ήταν περισσότερος, νεώτερος και ωραιότερος.
Ξανακατεβήκαμε, φορώντας τα απολύτως απαραίτητα και στον χώρο του μπαρ επικρατούσε σχεδόν ερημιά. Λίγοι θεριακλήδες ήταν στο δωματιάκι απέναντι από την μπάρα για τσιγάρο, κάποιοι άλλοι στο μπαρ καυλάντιζαν με τις κοπέλες που σέρβιραν και οι περισσότεροι ήταν στα αποδυτήρια και στα πάνω δωμάτια.
Μη βρίσκοντας ενδιαφέρον στον κάτω όροφο, ανεβήκαμε επάνω, όπου η μάχη είχε αρχίσει, σε σημείο που δεν βρίσκαμε ελεύθερο χώρο να καθίσουμε.
Με τα πολλά, χωνόμαστε σ’ ένα χώρο, που τον χώριζε ένα ξύλινο χώρισμα από τον διάδρομο. Μπήκαμε μέσα, εγώ είχα ψιλογίνει τούρμπο, φόρεσα σκουφάκι και έστησα την παρτενέρ μου στα 4, αφού παραμέρισα στο στρινγκάκι της. Αυτό που ξέχασα να πω είναι ότι το ξύλινο χώρισμα είχε και τρύπες, τις γνωστές για τους μύστες glory holes, απ’ όπου οι διερχόμενοι μπορούσαν να πάρουν μάτι τα τεκταινόμενα, αλλά μπορούσαν κιόλας να χώσουν το πουλί τους μέσα, προς αναζήτηση πρόθυμου στόματος. Εγώ έχω γυρίσει, επίτηδες, την δικιά μου προς τις τρύπες και την πηδάω με χαλαρό, έως αποκοιμιστικό ρυθμό. Δεν πρόλαβα να μπω και να βγω πάνω από 10 φορές και φάτσα κάρτα στην μούρη της συνοδού μου σκάει μαύρο πουλί, εύσωμο, ζουμερό και φιδίσιο. Δεν χάνει ευκαιρία η δικιά μου και το βάζει στο στόμα, κρατώντας τον αργό ρυθμό που της έδινα εγώ. Αργός ξεαργός όμως ο ρυθμός, το φίδι από οχιά έγινε βόας και σε λίγο ανακόντα. Εβαζε στο στόμα όσο μπορούσε και πάλι αυτό που έμενε απ’ έξω ήταν μεγαλύτερο απ’ το δικό μου. Αυτό κράτησε 5 λεπτά περίπου και μετά ο ιδιοκτήτης του ανακόντα αποφάσισε να κυνηγήσει αλλού. Με το που καταλαβαίνει ότι φεύγει, η δικιά μου πετάγεται επάνω, μ’ αφήνει σύξυλο και βγαίνει έξω. Τον σταματάει, κάτι λένε στ’ αγγλικά και ξανάρχεται σε μένα. “Τί του ‘πες, μωρή κουφάλα?”, την ρωτάω. “Του ‘πα, τώρα που έχω κάνει την μισή δουλειά, να μην μ’ αφήσει παραπονεμένη”, μου απαντάει. ‘Ετσι μένει το πήδημα στην μέση και βγαίνουμε όξω να συναντήσουμε τον Τζάσπερ με τα τρία πόδια, ο οποίος προερχόταν από κάτι μακρινές και άγνωστες αποικίες της Ολλανδίας και είχε κάτι πλάτες σαν νταμάρι και ύψος μπασκετμπολίστα. Μαζί του ήταν μια αφράτη ολλανδέζα με κοτσιδάκια, η Μπριτ, που όποιος πέρναγε της έπιανε δήθεν κατά λάθος τον κώλο.
Επειδή γινόταν παντού ο κακός χαμός από κόσμο, τους μάζεψα όλους μαζί και τους οδήγησα κάτω από την στέγη, όπου έχει ένα χώρο με περιορισμένο ύψος και γι’ αυτό δεν τον προτιμούν οι πολλοί. Ο Τζάσπερ είχε ξαναφορέσει το εσώρρουχό του, αλλά περισσότερο από το μισό φίδι ήταν έξω και σημάδευε το σαγόνι του. Γελάκια η δικιά μου, που το έβλεπε, γελάκια η Μπριτ, που το ήξερε, εγώ δεν γέλαγα καθόλου.
Στη σοφίτα όμως ο Τζάσπερ αποδείχθηκε κλειστοφοβικός. Το ανακόντα έγινε σαμιαμίδι, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της δικιάς μου και της Μπριτ. Εγώ είχα μείνει στην άκρη, χάζευα τον τουρλωμένο κώλο της Μπριτ και πασπάτευα τον Περικλή, που στεκόταν στο ύψος του. Εκνευρίστηκε ο Τζάσπερ, απογοητεύτηκε η δικιά μου, χαζογέλαγε η Μπριτ κι ο μόνος χαρούμενος ήμουν εγώ, που διέθετα το μόνο “όπλο” που δεν είχε πάθει εμπλοκή.
“Fuck” και “ξανάfuck” ο Τζάσπερ, σκύψαμε, κουλουριαστήκαμε, συρθήκαμε και βγήκαμε από την χαμηλοτάβανη σοφίτα, με την δικιά μου να τρίβει τα βυζιά της στην πλάτη του Τζάσπερ, ο οποίος μόλις βγήκε στο ανοιχτό πεδίο, έκανε έπαρση σημαίας. Φοβούμενος μην του ξανατύχει καμμιά στραβή, βούτηξε απ’ τα χέρια μου ένα προφυλακτικό, το πέρασε, έστησε την δικιά μου σ’ ένα τοίχο και της τον φόρεσε ασάλιωτα. Δεν έκατσα να δω την συνέχεια, πήρα την Μπριτ με τα κοτσιδάκια και πήγα στην πισίνα. Προφυλακτικό δεν είχα, οπότε την έβαλα να κάτσει στο χείλος, εγώ μπήκα μέσα στο νερό και της έκανα ένα γλυψιματάκι σπέσιαλ, που φάνηκε ότι το είχε ανάγκη, αφού μου κρατούσε το κεφάλι και το πίεζε πάνω της είτε από ανάγκη, είτε από καύλα. ‘Ετσι όπως είχε γείρει προς τα πίσω, στηριζόμενη στα χέρια της, κάποιος περαστικός σταμάτησε, καβάλησε από πάνω της και της έδειξε το πεσμένο πουλί του. ‘Άλλο που δεν ήθελε η Μπριτ, το πήρε το στόμα για να το ζωντανέψει. Εγώ πάλι, που δεν γούσταρα να βλέπω τον σουρωμένο κώλο του, παράτησα το γλύψιμο, σκουπίστηκα και έψαξα να βρω την αγγλοθρεμένη συνοδό μου. Την βρήκα, μαζί με τον Τζάσπερ, να πίνουν τα ποτάκια τους στο ισόγειο, κουρασμένοι αλλά ευτυχείς.
Τους κοίταζα και σκεφτόμουν ότι δεν έχω πηδήξει ακόμη, ενώ η καύλα μου είχε φτάσει στο μη παρέκει. Τους πλησίασα και λέω στην δικιά μου: “Γουστάρεις μασαζάκι με 4 χέρια?” “Αμέ”, μου λέει και εξηγεί στον Τζάσπερ τι είπα. Μέσα κι ο Τζάσπερ. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τον χώρο του μασάζ και κάναμε περισσότερη ώρα απ’ όση έψαχνα το μασαζόσπιτο στην Ουτρέχτη. Περάσαμε δυο και τρεις φορές από κάθε χώρο του κλαμπ, είδαμε την Μπριτ να χαμουρεύεται με κάτι τεκνά, δεν δώσαμε σημασία, δεν μας έδωσε κι εκείνη.
Τελικά, βρήκαμε τον χώρο για το μασάζ, κονομήσαμε κάτι γλιστερά λαδάκια, ξαπλώσαμε την συνοδό μου στο μασαζοκρέβατο και την κάναμε σαν το μελομακάρονο, πριν το βάλεις στον φούρνο, όταν ξερνάει το λάδι απ’ όλους τους πόρους. Ο Τζάσπερ έκανε πλάτη, εγώ πόδια, συναντιόμασταν στα κωλομέρια και πάλι πίσω. Η δικιά μου είχε κλείσει τα μάτια κι απολάμβανε. Της άνοιγα που και που τα πόδια, πέρναγα το χέρι δήθεν τυχαία από ευαίσθητες περιοχές, εκείνη τούρλωνε το κωλαράκι, δείγμα ότι της άρεσε. Την γυρίσαμε ανάσκελα, στήθος και κοιλιά ο Τζάσπερ, πάλι πόδια εγώ. ‘Όπως ήταν ψηλός ο μαυρούλης, στεκόταν πίσω απ’ το κεφάλι της και όπως έσκυβε να της μαλάξει την κοιλιά, απλωνόταν το παπάρι του και της έκρυβε πρόσωπο, λαιμό, στήθος και το μισό στομάχι. Εγώ εκεί, σταθερός, έτριβα τα πόδια και λάδωνα τις τρυπούλες με δαχτύλιασμα.
Πόσο όμως ν’ αντέξει ο άνθρωπος? Τρίψιμο από ‘δω, τρίψιμο από ‘κει, οι ορμόνες είχαν χτυπήσει κόκκινο. ‘Ωρα για πήδημα. Ανεβαίνω στο κρεβάτι, σηκώνω τα πόδια της δικιάς μου και της προσφέρω ένα ιεραποστολικό αξέχαστο. Ο Τζάσπερ απτόητος την μπούκωνε με κρέας. Καλό, όμως, το λαδάκι, καλό το μασαζάκι, αλλά δεν κάνει καλό στα προφυλακτικά. Τρία έσπασα και τα νεύρα μου γίνανε κρόσια. Για καλή μου τύχη φάνηκε η Μπριτ, η οποία μας έψαχνε. Καλό σκούπισμα με χαρτί υγείας, νέο προφυλακτικό και ξαπλώνω ανάσκελα στο πάτωμα για cow girl με την μικρή ολλανδέζα. Η κοτσιδού ξέρει το άθλημα, όσο λίγες. Με ακινητοποιεί ανάμεσα στα πόδια της και δίνει εκείνη τον ρυθμό, πότε χαλαρά και πότε σβέλτα. Και κάπου εκεί παθαίνω την πλάκα μου. Βλέπω τον Τζάσπερ να πλησιάζει από πίσω, με το κοντάρι προτεταμένο, να γονατίζει, να ακινητοποιεί την μικρή και να ψάχνει την κωλοτρυπίδα της. Η Μπριτ ψύχραιμη, αλλά προβληματισμένη. Η ελληνοαγγλίδα φίλη μου κοιτάζει αλλού. Τελικά, ο Τζάσπερ, στην λογική του “με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί”, καταφέρνει να εισχωρήσει. Η Μπριτ παίρνει βαθειά ανάσα, εγώ νομίζω ότι κινδυνεύω να γίνω σουβλάκι, αν κάτι δεν πάει καλά. Η Μπριτ αντέχει, υποφέρει, αλλά αντέχει. Νοιώθω το καυλί του Τζάσπερ να τεντώνει αυτό το λεπτό τοίχωμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο διόδους. Δεν τολμάω ούτε να κουνηθώ. Κουνιέται η ολλανδέζα για μένα, κουνιέται και ο μαυρούλης από τις ολλανδικές αποικίες. Είναι τόση η καύλα, που έστω και ακίνητος, δεν αντέχω για πολλή ώρα και γεμίζω το προφυλακτικό με παχύ λευκό έκκριμα. Ηρεμώ, αφήνω τον Περικλή να συρρικνωθεί, κρατάω το σκουφάκι και αποχωρώ διακριτικά έρπην. Το ασπρόμαυρο ζεύγος συνεχίζει ακάθεκτο, αλλά όλα δείχνουν ότι ξέρουν τα όριά τους. Ο Τζάσπερ μπαινοβγαίνει στην πίσω τρύπα με ακρίβεια χιλιοστού. Ποτέ λιγότερο, ποτέ περισσότερο. Εκτιμώ με το μάτι ότι περίπου 15 πόντοι κρέας έχουν βρει τον δρόμο τους και άλλοι τόσοι δροσίζονται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η δικιά μου έχει κατανικήσει πλέον τους φόβους της και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς. Τότε ο μαυρούλης βγάζει την πολεμική κραυγή, βγάζει και το προφυλακτικό και σηκώνεται όρθιος, “σοβατίζοντας” το πρόσωπο της συνοδού μου. Τελικά είχε δίκιο που έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά.
Κάπως έτσι, η ώρα είχε πάει 1 μετά τα μεσάνυχτα και η κούραση ήταν εμφανής. ‘Εχοντας και δρόμο να κάνουμε για ‘Αμστερνταμ, πλυθήκαμε, συγυριστήκαμε, ντυθήκαμε, αποχαιρετίσαμε και την κάναμε.
Την άλλη μέρα, στο αεροπλάνο της επιστροφής, σκεφτόμουν την απορία του υπαλλήλου της εταιρείας που μας νοίκιασε το αυτοκίνητο, όταν θα έβρισκε τα γυαλιστερά μπαλάκια στο δάπεδο.
Επανέρχομαι με κριτική για το διάσημο Fun4Two, λόγω νέας επίσκεψης εκεί. Η ημερομηνία είναι ενδεικτική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, για ευνόητους λόγους.
Δεν θα επεκταθώ σε περιγραφές του χώρου και άλλες λεπτομέρειες, αφού αυτά τα έχω πει σε προηγούμενη κριτική μου.
Αυτή την φορά βρέθηκα στο 'Άμστερνταμ "επί τούτου", μια και η οικογένεια είχε εκδράμει στας Αμερικάς και ήμουν μόνος κι έρημος στην Αθήνα.
Κάτι τα delivery, που τα ‘χα δοκιμάσει όλα, κάτι η δουλειά, που είχε χαλαρώσει, αποφάσισα να υποστώ την δαπάνη και να πεταχτώ στην Ολλανδία για 48 ώρες.
Η γνωστή φίλη απ' το Λονδίνο πετάει την σκούφια της για τα "ξυνά" και χαίρεται (έτσι λέει), που θα με ξαναδεί.
Παρασκευή βραδάκι, λοιπόν, συναντιόμαστε στο Σίπχολ, νοικιάζουμε αυτοκίνητο με navigator και βουρ για 'Άμστερνταμ.
'Εχοντας καεί απ' τις τιμές την προηγούμενη φορά και έχοντας τον κατάλληλο χρόνο προετοιμασίας, φρόντισα να νοικιάσω ένα πανέμορφο διαμερισματάκι μέσω airBnB, το οποίο μου κόστισε το 1/3 των χρημάτων που ζητούσε το προηγούμενο ξενοδοχείο.
Τακτοποιηθήκαμε, λοιπόν, και βγήκαμε για φαγητό, χωρίς να συμβεί κάτι αξιοσημείωτο. Εγώ ήμουν πτώμα, αφού μετά την δουλειά πέταξα κατ' ευθείαν για 'Άμστερνταμ, με μία low cost πτήση και είχα επί 3 ώρες τα γόνατά μου στο σαγόνι.
Συνεπώς, επιστροφή στο διαμέρισμα για νανάκια. Η κυρία από τα Λονδίνα είχε καιρό να με δει και ήθελε το κάτι τις της, αλλά την ξέκοψα. Μια πιπούλα, λίγος φραπές για ξαλάφρωμα και στην συνέχεια ήμουν λιώμα, κάργα ερωτευμένος με το μαξιλάρι μου. Το πως την πάλεψε η κυρία, δεν ξέρω. Ακόμη κι αν βγήκε βόλτα, εγώ δεν το πήρα χαμπάρι, αφού ξεράθηκα ημιθανής.
'Όπως φάνηκε, έπραξα σωστά, γιατί το Σάββατο το πρωί ξύπνησα φρέσκος, ευδιάθετος και έτοιμος για όλα.
Βγήκαμε για πρωινό, ο καιρός ήταν σχετικά καλός, κάναμε μεγάλη βόλτα. Η κυρία είδε ένα ωραίο μπουφάν, εμένα δεν μου άρεσε, αλλά, τελικά, εγώ το πλήρωσα. Δεν βαριέσαι, χαλάλι της.
Μετά πήραμε το αυτοκίνητο για μια μεγάλη βόλτα, αφ' ενός για να σκοτώσουμε την ώρα, αφ' ετέρου για να πεταχτούμε μέχρι την Ουτρέχτη, όπου είχα κλείσει ένα μεσημεριανό session για μασάζ τάντρα σε κάποιον ιδιωτικό χώρο, αντί του ευτελούς ποσού των 200 ευρώ.
45 χιλιόμετρα και 1,5 ώρα μετά (γιατί χαθήκαμε αρκετές φορές), βρήκαμε το σπίτι που έπρεπε να πάμε και παρκάραμε απ' έξω. 'Ηταν κάτι σαν αγροτόσπιτο της ελληνικής επαρχίας, αλλά έλειπε ο κομμένος μισός θερμοσίφωνας για μπάρμπεκιου. Τέλος πάντων, χτυπήσαμε και μας άνοιξαν. Μπήκαμε σ' ένα σπίτι σκοτεινό, ολίγον αγριευτικό, με σκούρες κόκκινες και μπλε ταπετσαρίες, χαμηλό φωτισμό και μυρωδιά βραστού λάχανου. Το ζευγάρι που μας υποδέχθηκε ήταν πολύ κοντά στην δική μου ηλικία και πολύ μακριά από την ηλικία της συνοδού μου. Μας έκαναν ένα μικρό μπρήφινγκ περί τάντρα, εν μέσω βαριών κουρτινών, κεριών και βραστού λάχανου. Ευτυχώς, η πρακτική εξάσκηση θα γινόταν σε άλλο χώρο κι έτσι θα γλιτώναμε την απίστευτη μυρωδιά.
Βγήκαμε στον κήπο του σπιτιού και περάσαμε σε μία μεγάλη κυκλική σκηνή που ήταν στημένη εκεί. Μέσα βασίλευε το ίδιο σκοτάδι, αλλά υπήρχαν πολλά κεριά αναμμένα και μία στόφα, που έσπαγε την υγρασία. Το έδαφος ήταν στρωμένο με κάτι ταλαιπωρημένα χαλιά, αλλά τουλάχιστον δεν πατούσαμε στο χώμα.
Η διαδικασία του τάντρα μασάζ υποτίθεται ότι σκοπεύει να σε οδηγήσει από την απόλυτη χαλάρωση, με σταδιακό τρόπο, στην σεξουαλική διέγερση. Και μην αρχίσετε τώρα να μου λέτε ότι το τάντρα είναι φιλοσοφία, στάση ζωής και άλλα τέτοια, γιατί εγώ πήγα Ολλανδία για να πηδήξω κι όχι να πάρω μεταπτυχιακό στην συγκριτική θεολογία.
Τέλος πάντων, η σιτεμένη ολλανδέζα κυρία ξάπλωσε την συνοδό μου ντυμένη σ' ένα κρεβάτι μασάζ και εν μέσω σκότους και αρωματικών αναθυμιάσεων άρχισε να την πιέζει σε επιλεγμένα σημεία, αφαιρώντας σιγά-σιγά και ρούχα. Ο ολλανδός κύριος περιτριγύριζε το κρεβάτι, χωρίς ν' απλώνει χέρι κι εγώ καθόμουν σε μια γωνιά, έτοιμος να κοιμηθώ απ' το σκοτάδι και την μαστούρα των λιβανιών (μην μου πει κανείς π@@στης που βρήκα γωνιά σε κυκλική σκηνή, γιατί θα σκοτωθούμε). Φαίνεται όμως ότι η ατμόσφαιρα, οι πιέσεις και το σταδιακό γδύσιμο έφερναν αποτέλεσμα στην εκ Λονδίνου κυρία, η οποία άρχισε ν' ανασαίνει βαριά, να βγάζει κάποιες κραυγούλες ηδονής και να στριφογυρίζει κάπως πιο έντονα στο κρεβάτι. Η ολλανδέζα με φώναξε να πάω κοντά και άρχισε να μου δίνει οδηγίες για μαλάξεις και θωπείες στα σημεία που μου έλεγε. Ηθελα δεν ήθελα, υπάκουσα και επειδή, όσο να 'ναι, το αντρικό χέρι έχει άλλη επίδραση στην γυναίκα την σωστή και την πρόσβαρη, οι κραυγούλες έγιναν κραυγές και η συνοδός μου ήρθε σε καταπληκτικό οργασμό, συνοδευόμενο με έντονο squirt, ανεβάζοντας τα επίπεδα υγρασίας. Μέσα σε όλα, ξέχασα να πω ότι ο ολλανδός "αγρότης" είχε βρει την ευκαιρία και μπούκωσε την δικιά μου με το πουλί του κάποια στιγμή, ίσως γιατί φώναζε πολύ. Για να μην τα πολυλογώ, θεώρησα ότι είχα κάνει το καθήκον μου και είχα ισοφαρίσει το σκορ, μετά την περιποίηση που είχα δεχθεί το προηγούμενο βράδυ, οπότε, επειδή περνούσε και η ώρα και είχαμε άλλες "υποχρεώσεις", τα μαζέψαμε για επιστροφή στο 'Άμστερνταμ, προς μεγάλη λύπη της ολλανδέζας, που είχε ελπίσει να την περάσω ένα χέρι, πλην όμως η ηλικία μου δεν επέτρεπε υπερβολές, αφού το βράδυ θα ήμουν πιο Ι4 κι από ντακότα.
Γυρίσαμε σβέλτα στο ‘Αμστερνταμ (απ’ τα πάνω-κάτω, είχαμε μάθει το δρόμο με κλειστά μάτια), τσιμπήσαμε κάτι στο πόδι και πήγαμε σπίτι για μπανάκι και κούρα ύπνου.
‘Όταν ξυπνήσαμε, η ώρα είχε πάει 7 και με δεδομένο ότι το “πανηγύρι” ξεκινάει στο Fun4Two από τις 9, έπρεπε να βιαστούμε λίγο, αφού είχαμε και μια ώρα δρόμο μέχρι εκεί. Ντυθήκαμε, στολιστήκαμε και η συνοδός μου, για προθέρμανση, έβαλε κάτι μπαλίτσες στο μουν@κι της, δεμένες με μια κλωστή.
Κατά τα λοιπά, το πόδι της ήταν τέλειο, το στήθος της αρκούντως υψωμένο και εκτεθειμένο, τα χείλη βαμμένα καυλερά κόκκινα και το μαλλί πιασμένο σε αυστηρή αλογοουρά. Το τελευταίο με παραξένεψε, γιατί τα μαλλιά της χύνονται πολύ ωραία στους ώμους της και είναι βασικό στοιχείο της εμφάνισής της, και της το είπα. Μου απάντησε ότι την προηγούμενη φορά έλουζε φλόκια απ’ το κεφάλι της επί μία βδομάδα και δεν σκόπευε να ξαναπάθει το ίδιο. Λογική εξήγηση, συζήτηση κομμένη.
Κάναμε την γνωστή διαδρομή, δεν χαθήκαμε (αυτό κι αν είναι κατόρθωμα για μένα), βγάλαμε τις μπαλίτσες από του μ@@νί της κυρίας και τις πετάξαμε στο πάτωμα του αυτοκινήτου και κατά τις 9:15’ στεκόμασταν στο τέλος μιας ατέλειωτης ουράς (queue, όχι tail), περιμένοντας υπομονετικά να μπούμε μέσα. Στην υποδοχή ο γνωστός έλεγχος (είχα πετάξει ο μ@λ@κ@ς την κάρτα μέλους που μου είχαν δώσει την προηγούμενη φορά, φοβούμενος ότι μπορεί να την ανακαλύψει η κ. Καρτάλη), η πληρωμή, το κλειδάκι του locker και η είσοδος στα ενδότερα.
Δεν είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από την προηγούμενη φορά και ο χώρος μας φάνηκε οικείος. Επειδή ουσιαστικά είχαμε φάει μόνο πρωινό, κατευθυνθήκαμε στον μπουφέ, πήραμε τα πιατάκια μας, βάλαμε ο καθένας ό,τι του άρεσε και καθίσαμε να φάμε σε ένα απομονωμένο τραπεζάκι, σκανάροντας παράλληλα και τον χώρο και τους ανθρώπους.
Παρένθεση: ‘Όπως καταλαβαίνετε, έλαβα σοβαρά υπ’ όψη τα σχόλια που έγιναν στην προηγούμενη ανάρτησή μου. Και AirBnB, αντί για χοτέλι και νοικιάρικο αμάξι, αντί για ταξί και φαγητό στο club, που στο κάτω-κάτω είναι και πληρωμένο. Για να μην λέτε ότι δεν σας λαμβάνω υπ’ όψη μου.
‘Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, χορτασμένοι και ευδιάθετοι, ανεβήκαμε στον χώρο των lockers και απαλλαγήκαμε από τα περιττά ρούχα. Το σκηνικό στα αποδυτήρια, λίγο – πολύ, ίδιο, όπως την προηγούμενη φορά. Απλώς, σήμερα ήταν Σάββατο και ο κόσμος ήταν περισσότερος, νεώτερος και ωραιότερος.
Ξανακατεβήκαμε, φορώντας τα απολύτως απαραίτητα και στον χώρο του μπαρ επικρατούσε σχεδόν ερημιά. Λίγοι θεριακλήδες ήταν στο δωματιάκι απέναντι από την μπάρα για τσιγάρο, κάποιοι άλλοι στο μπαρ καυλάντιζαν με τις κοπέλες που σέρβιραν και οι περισσότεροι ήταν στα αποδυτήρια και στα πάνω δωμάτια.
Μη βρίσκοντας ενδιαφέρον στον κάτω όροφο, ανεβήκαμε επάνω, όπου η μάχη είχε αρχίσει, σε σημείο που δεν βρίσκαμε ελεύθερο χώρο να καθίσουμε.
Με τα πολλά, χωνόμαστε σ’ ένα χώρο, που τον χώριζε ένα ξύλινο χώρισμα από τον διάδρομο. Μπήκαμε μέσα, εγώ είχα ψιλογίνει τούρμπο, φόρεσα σκουφάκι και έστησα την παρτενέρ μου στα 4, αφού παραμέρισα στο στρινγκάκι της. Αυτό που ξέχασα να πω είναι ότι το ξύλινο χώρισμα είχε και τρύπες, τις γνωστές για τους μύστες glory holes, απ’ όπου οι διερχόμενοι μπορούσαν να πάρουν μάτι τα τεκταινόμενα, αλλά μπορούσαν κιόλας να χώσουν το πουλί τους μέσα, προς αναζήτηση πρόθυμου στόματος. Εγώ έχω γυρίσει, επίτηδες, την δικιά μου προς τις τρύπες και την πηδάω με χαλαρό, έως αποκοιμιστικό ρυθμό. Δεν πρόλαβα να μπω και να βγω πάνω από 10 φορές και φάτσα κάρτα στην μούρη της συνοδού μου σκάει μαύρο πουλί, εύσωμο, ζουμερό και φιδίσιο. Δεν χάνει ευκαιρία η δικιά μου και το βάζει στο στόμα, κρατώντας τον αργό ρυθμό που της έδινα εγώ. Αργός ξεαργός όμως ο ρυθμός, το φίδι από οχιά έγινε βόας και σε λίγο ανακόντα. Εβαζε στο στόμα όσο μπορούσε και πάλι αυτό που έμενε απ’ έξω ήταν μεγαλύτερο απ’ το δικό μου. Αυτό κράτησε 5 λεπτά περίπου και μετά ο ιδιοκτήτης του ανακόντα αποφάσισε να κυνηγήσει αλλού. Με το που καταλαβαίνει ότι φεύγει, η δικιά μου πετάγεται επάνω, μ’ αφήνει σύξυλο και βγαίνει έξω. Τον σταματάει, κάτι λένε στ’ αγγλικά και ξανάρχεται σε μένα. “Τί του ‘πες, μωρή κουφάλα?”, την ρωτάω. “Του ‘πα, τώρα που έχω κάνει την μισή δουλειά, να μην μ’ αφήσει παραπονεμένη”, μου απαντάει. ‘Ετσι μένει το πήδημα στην μέση και βγαίνουμε όξω να συναντήσουμε τον Τζάσπερ με τα τρία πόδια, ο οποίος προερχόταν από κάτι μακρινές και άγνωστες αποικίες της Ολλανδίας και είχε κάτι πλάτες σαν νταμάρι και ύψος μπασκετμπολίστα. Μαζί του ήταν μια αφράτη ολλανδέζα με κοτσιδάκια, η Μπριτ, που όποιος πέρναγε της έπιανε δήθεν κατά λάθος τον κώλο.
Επειδή γινόταν παντού ο κακός χαμός από κόσμο, τους μάζεψα όλους μαζί και τους οδήγησα κάτω από την στέγη, όπου έχει ένα χώρο με περιορισμένο ύψος και γι’ αυτό δεν τον προτιμούν οι πολλοί. Ο Τζάσπερ είχε ξαναφορέσει το εσώρρουχό του, αλλά περισσότερο από το μισό φίδι ήταν έξω και σημάδευε το σαγόνι του. Γελάκια η δικιά μου, που το έβλεπε, γελάκια η Μπριτ, που το ήξερε, εγώ δεν γέλαγα καθόλου.
Στη σοφίτα όμως ο Τζάσπερ αποδείχθηκε κλειστοφοβικός. Το ανακόντα έγινε σαμιαμίδι, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της δικιάς μου και της Μπριτ. Εγώ είχα μείνει στην άκρη, χάζευα τον τουρλωμένο κώλο της Μπριτ και πασπάτευα τον Περικλή, που στεκόταν στο ύψος του. Εκνευρίστηκε ο Τζάσπερ, απογοητεύτηκε η δικιά μου, χαζογέλαγε η Μπριτ κι ο μόνος χαρούμενος ήμουν εγώ, που διέθετα το μόνο “όπλο” που δεν είχε πάθει εμπλοκή.
“Fuck” και “ξανάfuck” ο Τζάσπερ, σκύψαμε, κουλουριαστήκαμε, συρθήκαμε και βγήκαμε από την χαμηλοτάβανη σοφίτα, με την δικιά μου να τρίβει τα βυζιά της στην πλάτη του Τζάσπερ, ο οποίος μόλις βγήκε στο ανοιχτό πεδίο, έκανε έπαρση σημαίας. Φοβούμενος μην του ξανατύχει καμμιά στραβή, βούτηξε απ’ τα χέρια μου ένα προφυλακτικό, το πέρασε, έστησε την δικιά μου σ’ ένα τοίχο και της τον φόρεσε ασάλιωτα. Δεν έκατσα να δω την συνέχεια, πήρα την Μπριτ με τα κοτσιδάκια και πήγα στην πισίνα. Προφυλακτικό δεν είχα, οπότε την έβαλα να κάτσει στο χείλος, εγώ μπήκα μέσα στο νερό και της έκανα ένα γλυψιματάκι σπέσιαλ, που φάνηκε ότι το είχε ανάγκη, αφού μου κρατούσε το κεφάλι και το πίεζε πάνω της είτε από ανάγκη, είτε από καύλα. ‘Ετσι όπως είχε γείρει προς τα πίσω, στηριζόμενη στα χέρια της, κάποιος περαστικός σταμάτησε, καβάλησε από πάνω της και της έδειξε το πεσμένο πουλί του. ‘Άλλο που δεν ήθελε η Μπριτ, το πήρε το στόμα για να το ζωντανέψει. Εγώ πάλι, που δεν γούσταρα να βλέπω τον σουρωμένο κώλο του, παράτησα το γλύψιμο, σκουπίστηκα και έψαξα να βρω την αγγλοθρεμένη συνοδό μου. Την βρήκα, μαζί με τον Τζάσπερ, να πίνουν τα ποτάκια τους στο ισόγειο, κουρασμένοι αλλά ευτυχείς.
Τους κοίταζα και σκεφτόμουν ότι δεν έχω πηδήξει ακόμη, ενώ η καύλα μου είχε φτάσει στο μη παρέκει. Τους πλησίασα και λέω στην δικιά μου: “Γουστάρεις μασαζάκι με 4 χέρια?” “Αμέ”, μου λέει και εξηγεί στον Τζάσπερ τι είπα. Μέσα κι ο Τζάσπερ. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τον χώρο του μασάζ και κάναμε περισσότερη ώρα απ’ όση έψαχνα το μασαζόσπιτο στην Ουτρέχτη. Περάσαμε δυο και τρεις φορές από κάθε χώρο του κλαμπ, είδαμε την Μπριτ να χαμουρεύεται με κάτι τεκνά, δεν δώσαμε σημασία, δεν μας έδωσε κι εκείνη.
Τελικά, βρήκαμε τον χώρο για το μασάζ, κονομήσαμε κάτι γλιστερά λαδάκια, ξαπλώσαμε την συνοδό μου στο μασαζοκρέβατο και την κάναμε σαν το μελομακάρονο, πριν το βάλεις στον φούρνο, όταν ξερνάει το λάδι απ’ όλους τους πόρους. Ο Τζάσπερ έκανε πλάτη, εγώ πόδια, συναντιόμασταν στα κωλομέρια και πάλι πίσω. Η δικιά μου είχε κλείσει τα μάτια κι απολάμβανε. Της άνοιγα που και που τα πόδια, πέρναγα το χέρι δήθεν τυχαία από ευαίσθητες περιοχές, εκείνη τούρλωνε το κωλαράκι, δείγμα ότι της άρεσε. Την γυρίσαμε ανάσκελα, στήθος και κοιλιά ο Τζάσπερ, πάλι πόδια εγώ. ‘Όπως ήταν ψηλός ο μαυρούλης, στεκόταν πίσω απ’ το κεφάλι της και όπως έσκυβε να της μαλάξει την κοιλιά, απλωνόταν το παπάρι του και της έκρυβε πρόσωπο, λαιμό, στήθος και το μισό στομάχι. Εγώ εκεί, σταθερός, έτριβα τα πόδια και λάδωνα τις τρυπούλες με δαχτύλιασμα.
Πόσο όμως ν’ αντέξει ο άνθρωπος? Τρίψιμο από ‘δω, τρίψιμο από ‘κει, οι ορμόνες είχαν χτυπήσει κόκκινο. ‘Ωρα για πήδημα. Ανεβαίνω στο κρεβάτι, σηκώνω τα πόδια της δικιάς μου και της προσφέρω ένα ιεραποστολικό αξέχαστο. Ο Τζάσπερ απτόητος την μπούκωνε με κρέας. Καλό, όμως, το λαδάκι, καλό το μασαζάκι, αλλά δεν κάνει καλό στα προφυλακτικά. Τρία έσπασα και τα νεύρα μου γίνανε κρόσια. Για καλή μου τύχη φάνηκε η Μπριτ, η οποία μας έψαχνε. Καλό σκούπισμα με χαρτί υγείας, νέο προφυλακτικό και ξαπλώνω ανάσκελα στο πάτωμα για cow girl με την μικρή ολλανδέζα. Η κοτσιδού ξέρει το άθλημα, όσο λίγες. Με ακινητοποιεί ανάμεσα στα πόδια της και δίνει εκείνη τον ρυθμό, πότε χαλαρά και πότε σβέλτα. Και κάπου εκεί παθαίνω την πλάκα μου. Βλέπω τον Τζάσπερ να πλησιάζει από πίσω, με το κοντάρι προτεταμένο, να γονατίζει, να ακινητοποιεί την μικρή και να ψάχνει την κωλοτρυπίδα της. Η Μπριτ ψύχραιμη, αλλά προβληματισμένη. Η ελληνοαγγλίδα φίλη μου κοιτάζει αλλού. Τελικά, ο Τζάσπερ, στην λογική του “με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί”, καταφέρνει να εισχωρήσει. Η Μπριτ παίρνει βαθειά ανάσα, εγώ νομίζω ότι κινδυνεύω να γίνω σουβλάκι, αν κάτι δεν πάει καλά. Η Μπριτ αντέχει, υποφέρει, αλλά αντέχει. Νοιώθω το καυλί του Τζάσπερ να τεντώνει αυτό το λεπτό τοίχωμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο διόδους. Δεν τολμάω ούτε να κουνηθώ. Κουνιέται η ολλανδέζα για μένα, κουνιέται και ο μαυρούλης από τις ολλανδικές αποικίες. Είναι τόση η καύλα, που έστω και ακίνητος, δεν αντέχω για πολλή ώρα και γεμίζω το προφυλακτικό με παχύ λευκό έκκριμα. Ηρεμώ, αφήνω τον Περικλή να συρρικνωθεί, κρατάω το σκουφάκι και αποχωρώ διακριτικά έρπην. Το ασπρόμαυρο ζεύγος συνεχίζει ακάθεκτο, αλλά όλα δείχνουν ότι ξέρουν τα όριά τους. Ο Τζάσπερ μπαινοβγαίνει στην πίσω τρύπα με ακρίβεια χιλιοστού. Ποτέ λιγότερο, ποτέ περισσότερο. Εκτιμώ με το μάτι ότι περίπου 15 πόντοι κρέας έχουν βρει τον δρόμο τους και άλλοι τόσοι δροσίζονται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η δικιά μου έχει κατανικήσει πλέον τους φόβους της και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς. Τότε ο μαυρούλης βγάζει την πολεμική κραυγή, βγάζει και το προφυλακτικό και σηκώνεται όρθιος, “σοβατίζοντας” το πρόσωπο της συνοδού μου. Τελικά είχε δίκιο που έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά.
Κάπως έτσι, η ώρα είχε πάει 1 μετά τα μεσάνυχτα και η κούραση ήταν εμφανής. ‘Εχοντας και δρόμο να κάνουμε για ‘Αμστερνταμ, πλυθήκαμε, συγυριστήκαμε, ντυθήκαμε, αποχαιρετίσαμε και την κάναμε.
Την άλλη μέρα, στο αεροπλάνο της επιστροφής, σκεφτόμουν την απορία του υπαλλήλου της εταιρείας που μας νοίκιασε το αυτοκίνητο, όταν θα έβρισκε τα γυαλιστερά μπαλάκια στο δάπεδο.
Πρόσβαση
Εύκολη
Parking
Άνετο και διακριτικό
Τιμή Εισόδου
€ 150
Η είσοδος επιτρέπεται
Μόνο σε ζευγάρια
Η τιμή περιλαμβάνει
Φαγητό
Γενική Εντύπωση
8.0
Μέσα εβδομάδας, βρίσκομαι στο ‘Αμστερνταμ για δουλειά, με πληρωμένα τα έξοδα, μέχρι την Παρασκευή. Η δουλειά ολοκληρώνεται Παρασκευή μεσημέρι και έχει πάει καλά.
Αποφασίζω να παρατείνω την παραμονή μου μέχρι την Κυριακή, με δικά μου όμως έξοδα. Ζητάω από το ξενοδοχείο να μου διαθέσουν το δωμάτιο για 2 ακόμη μέρες, αλλά «unfortunately, sir, is booked, but there is another one available, which you would like for sure».
Το καινούργιο δωμάτιο μου άρεσε, αλλά η χρέωση με βάρεσε κατακούτελα. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, 1.700 ευρώπουλα για δύο βραδιές. Ας πάει το παλιάμπελο, είπα και έδωσα και 5 ευρώ φιλοδώρημα στον μαυρούλη που μου κουβάλησε τις αποσκευές από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
Τώρα, να έχεις 70 τ.μ. δωμάτιο στην διάθεσή σου και να το χαίρεσαι μόνος σου είναι κουταμάρα. Είναι μια φίλη λοιπόν, που δουλεύει στο Λονδίνο και απαντάει στο κινητό της, όταν την καλούν. Είναι Παρασκευή μεσημεροαπόγευμα και τελειώνει την δουλειά. Δεν προλαβαίνω να το πω δεύτερη φορά και έχει ήδη βρει τρόπο να έρθει στο ‘Αμστερνταμ.
Αμέσως κάνω ιντερνετική κράτηση στο Fun4Two και είμαι τυχερός, γιατί δεν είναι fully booked (ναι, με 1.700 ευρώ το δωμάτιο έχει και free wi-fi). Με τον ίδιο τρόπο, κάνω κράτηση και για ταξί, που θα μας πάει και θα μας φέρει στο club. Σύνολο εξόδων 290 ευρώ, δηλαδή 90 ευρώ η κάθε διαδρομή με το ταξί και 110 ευρώ η είσοδος του ζευγαριού στο Fun4Two. Μέχρι τώρα, μου έχει στοιχίσει 1.990 ευρώ και δεν έχω πηδήξει ακόμη…
Με 60 ευρουλάκια πας από το ‘Αμστερνταμ στο Schiphol με ταξί σαν κύριος, παραλαμβάνεις το τεμάχιο και με άλλα 60 ευρουλάκια επιστρέφεις στο ξενοδοχείο σου. Χαρούλες, λοιπόν, το μωρό που με ξαναείδε μετά από καιρό, πιο πολλές χαρούλες, όταν είδε το δωμάτιο που μας φιλοξενούσε και άλμα μέχρι το ταβάνι, όταν της είπα ότι το πρόγραμμα έχει Fun4Two γι’ απόψε.
Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει όμως και επειδή η κουζίνα του ξενοδοχείου είναι κλειστή για κάτι αξιοπρεπές, παραγγέλνουμε δύο περιποιημένα burgers στο room service. Το εξ Ηνωμένου Βασιλείου μωρό θα πιεί το λευκό κρασί που μου έφεραν complimentary στο δωμάτιο, για να διασκεδάσουν λίγο την κοροϊδία των 1.700 ευρώ. Εγώ και το λευκό κρασί ήμαστε τσακωμένοι κι έτσι παραγγέλνω ένα μπουκάλι ουίσκυ, για να την βγάλουμε το τριήμερο.
Μετ’ ου πολύ, που λέγαμε και στο σχολείο, καταφθάνει μικρή Ολλανδέζα με τρόλλεϋ (σερβιρίσματος, όχι το άλλο με τις κεραίες), ζεστά burgers με πατατούλες τηγανητές, μία μπουκάλα Γιαννάκη που πορπατάει και ένα κουβά πάγο. Μου δίνει την χρέωση, για να την υπογράψω, βλέπω το ποσό και αυθόρμητα την ρωτάω: «Ο Παντελίδης, μωρό μου, τι ώρα βγαίνει?» Γελάει χαζά το μωρό (μάλλον βρήκα τον μόνο άνθρωπο που δεν ξέρει τον Παντελίδη), παίρνει την υπογραμμένη χρέωση, παίρνει και 5 ευρώπουλα φιλοδώρημα κι από ‘δω παν’ κι άλλοι. Τα μπεργκεράκια χρεώθηκαν 20 ευρώ έκαστο, το μπουκαλάκι 180 ευρώ και το σερβίρισμα (με τρόλλεϋ, παρακαλώ) άλλα 30 ευρουδάκια, σύνολο 250. Α, και 5 ευρώ το φιλοδώρημα, σύνολο 255 ευρώ. Ποιος Παντελίδης, τον Ρέμο έπρεπε να ζητήσω και για assistant την Θεοδωρίδου…
Τέλος πάντων, ντερλικώσαμε, ήπιαμε και όσο οινόπνευμα αναλογούσε στον καθένα μας και ντυθήκαμε για την έξοδο.
Το εξ Αγγλίας μωρό είχε αρκούντως ξέκωλη γκαρνταρόμπα, κατάλληλη για την περίσταση, με αποτέλεσμα, όταν γδύθηκε για να «ξαναντυθεί», ο Περικλής να γίνει τούμπανο. Κάθισα όμως κι υπολόγισα ότι μέχρι τώρα η έλευσή της μου έχει στοιχίσει 2.365 ευρώ, ποσό που δεν ξεπληρώνεται με μία ξεπέτα στα όρθια, κι έτσι κρατήθηκα.
Ο ταξιτζής στην ώρα του και το ταξίδι μακρύ μέχρι την Gouda, όπου είναι το club. Ευτυχώς, οι Ολλανδοί οδηγοί τηρούν τα όρια ταχύτητας, γιατί το μωρό που συνόδευα είχε βγάλει τα μάτια του ταρίφα, ο οποίος πιο πολύ κοιτούσε τον καθρέφτη και λιγότερο τον δρόμο. ‘Ετσι, μετά από 50’ λεπτά αγωνίας, φτάσαμε στο famous Fun4Two. Το πάρκινγκ γεμάτο, μπροστά μας άλλο taxi van που ξεφορτώνει μια παρέα 25χρονα εγγλεζόπουλα. Ξεφορτώνει κι ο δικός μας ταρίφας και μας δείχνει τον δρόμο για την είσοδο, μέσα στα σκοτάδια. Ξέχασα να πω, έτσι για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, ότι στον δρόμο, έξω απ’ το οικόπεδο του Fun4Two, ήταν παρκαρισμένο ένα βανάκι της αστυνομίας, με δύο νυσταλέους μπάτσους μέσα.
‘Όπως πηγαίναμε προς την είσοδο του κτιρίου, μας την πέφτει από κοντά ένας τυπάκος, ο οποίος σαν κάτι να θέλει να μας πει, αλλά διστάζει. Μας ακολουθεί για λίγο, το μωρό δεν τον έχει πάρει χαμπάρι, εγώ σκιάχτηκα όσο να ‘ναι, αλλά μετά από λίγο σταματάει να μας ακολουθεί και επιστρέφει από εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί. Την Παρασκευή το βράδυ στο club γίνονται δεκτά ζευγάρια, τα οποία μπορούν να φέρουν και κάποιον μόνο του άντρα για συνοδό. Ο τύπος, προφανώς, ήταν ξέμπαρκος και προσπαθούσε να καμακώσει κανένα ζευγάρι, για να τον μπάσουν μέσα.
Προφανώς, δεν ήμασταν εμείς οι άνθρωποί του κι έτσι συνεχίσαμε για την είσοδο, όπου ερωτηθήκαμε εάν ήταν η πρώτη μας φορά. Απαντήσαμε ναι, και μας υποχρέωσαν να συμπληρώσουμε μία φόρμα με κάποια ενδεικτικά στοιχεία μας, ενώ φωτοτύπησαν και το διαβατήριό μου. Στ’ @@@ μου, είπα από μέσα μου, μιας και η κα Καρτάλη δεν προβλέπεται να επισκεφθεί στο άμεσο μέλλον τον εν λόγω ευαγές ίδρυμα.
Μπροστά μας, τα εγγλεζόπουλα ήταν όλο χαρές, αγκαλιές και φιλιά με την κυρία της εισόδου, σαφής ένδειξη ότι δεν έρχονταν πρώτη φορά.
Αντιθέτως, εμείς, ως rookies, πληρώσαμε ως νέα μέλη 110 ευρώ (οι πάλιουρες πληρώνουν 95 ευρώ την Παρασκευή), πήραμε κάρτα μέλους, μας εξηγήθηκαν οι κανόνες λειτουργίας του club και μας δόθηκε ένα κλειδάκι για το locker, που θ’ αφήναμε τα πράγματά μας.
Ανεβήκαμε, λοιπόν, μία στενή σκάλα, στην οποία η συνοδός μου έκανε ασκήσεις ισορροπίας πάνω στα 12ποντα, και βρεθήκαμε στον χώρο των lockers, όπου βγάλαμε παλτά και άλλα παρελκόμενα και επιστρέψαμε κάτω, στον χώρο του μπαρ. ‘Ηταν σχετικά νωρίς και η ατμόσφαιρα δεν είχε ζεσταθεί ακόμη, αλλά γίνονταν οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις με τα μάτια. Σε μια υπερυψωμένη γωνιά υπήρχαν 5-6 τραπέζια φαγητού και ένας μπουφές, απ’ όπου μπορούσες να σερβιριστείς. Εμείς είχαμε φάει τ’ ακριβοπληρωμένα μας burgers και τον αγνοήσαμε. Αντίθετα, δεν αγνοήσαμε καθόλου το μπαρ, όπου 4 γκόμενες (η μία τούμπανο) σερβίριζαν ποτά. Το μωρό συνέχισε με λευκό κρασί κι εγώ με ουίσκυ. Τουλάχιστον εδώ δεν τα χρέωναν έξτρα, ήταν «καθαρά» και έπινες όσο ήθελες.
Νομίζω ότι μία ξενάγηση στον χώρο του μπαρ είναι απαραίτητη. ‘Όπως μπαίνεις, στα δεξιά σου έχει τουαλέτες και εν συνεχεία είναι η κουζίνα και το μπαρ. Αριστερά υπάρχει ένας lounge χώρος με άνετους καναπέδες και πολυθρόνες, καθώς και μία τηλεόραση που παίζει soft πορνό. Μετά τους καναπέδες υπάρχει ένα μικρό δωματιάκι με πόρτα, το οποίο λειτουργεί σαν καπνιστήριο. Μπάφους δεν μυρίσαμε. Ανάμεσα στο μπαρ και τον χώρο εστίασης, βρίσκεται η πίστα χορού, με καναπέδες γύρω-γύρω και στύλο στην μέση.
Οι θαμώνες είναι κάθε ηλικίας και εμφάνισης. Από τα 25χρονα εγγλεζάκια, μέχρι κάτι παππούδια Ολλανδούς γύρω στα 70, όπου ο σύζυγος φορούσε δερμάτινη φούστα με κρόσσια και δικτυωτό φανελάκι. ‘Οσο για την εμφάνιση, κυμαινόταν από το επίπεδο του μοντέλου έως το επίπεδο του κλουβιού με τις τρελλές. Στην πρώτη κατηγορία ήταν ένα ζευγάρι μαυρούκων, οι οποίοι άνετα μπορούσαν να περπατήσουν σε οποιαδήποτε πασαρέλα του μάταιου τούτου κόσμου. Στην δεύτερη κατηγορία, τόσο εγώ, όσο και η συνοδός μου, δεν αποφασίσαμε αν έπρεπε να δώσουμε το πρώτο βραβείο στον παππού με την φούστα και το φανελάκι ή σε ένα απίστευτο ντόπιο κοντό μπάζο, γένους θηλυκού, της οποίας το μπούτι ήταν πιο χοντρό από οποιαδήποτε μπυροκοιλιά, ο κώλος της, όταν έκλανε, σήκωνε κουρνιαχτό, ενώ, από φάτσα, η Ταϋγέτη μπροστά της ήταν Μις Ελλάς.
Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι το γεγονός πως όλοι είναι άνετοι και ακομπλεξάριστοι με την εμφάνισή τους.
Το ωραίο της συγκεκριμένης βραδιάς (νομίζω συμβαίνει κάθε τρίτη Παρασκευή του μήνα) ήταν ότι στον χώρο κυκλοφορούν οι λεγόμενοι gigolo, προς χρήση από τις κυρίες. Τους ξεχωρίζεις από τα παπιγιόν που φοράνε στον λαιμό, χωρίς πουκάμισο φυσικά.
Υποτίθεται ότι κάποια στιγμή (μεταξύ 10:00 και 11:00) ο dj παιανίζει ένα συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος είναι σύνθημα για απαλλαγή από τα πολλά ρούχα και εμφάνιση οι μεν γυναίκες με σέξυ εσώρρουχα, οι δε άντρες με ένα, κατά προτίμηση, μποξεράκι. Τον σκοπό αυτό εμείς δεν τον ακούσαμε ποτέ, παρ’ όλα αυτά, ακολουθώντας τους γνωστούς πάλιουρες, κάποια στιγμή πήγαμε και αλλάξαμε στον χώρο των lockers. Αυτό βοηθάει στο να αποφεύγεται ο συνωστισμός, αφού οι παλιοί ξέρουν ότι καλό είναι να γίνεται σταδιακά. Εκεί, την ώρα της αλλαγής, παθαίνεις το πρώτο σοκ. Περνάνε από δίπλα σου βυζιά, πουλιά που ανεμίζουν στον αέρα, μουν@κια ξυρισμένα και αξύριστα και γενικά επικρατεί ένα χάος. Σημειολογικά, θα έλεγα ότι κάποιες με τα εσώρρουχα έδειχναν πιο ντυμένες απ’ ότι ήταν με τα ρούχα. Για τόσο ξέκωλο ντύσιμο μιλάμε.
Επιστροφή λοιπόν στον χώρο της πίστας, όπου πλέον κυκλοφορούν στριγκάκια, καλτσοδέτες, μποξεράκια και κάποιες σαγιονάρες. Εγώ ξυπόλυτος (στ’ αγκάθια?), η συνοδός μου με τις δωδεκάποντες.
Επίσκεψη στα ανώτερα καταστρώματα του σκάφους, όπου χάνεσαι σε διάφορα δωματιάκια. Κατά την περιπλάνησή μας από δωματίου εις δωμάτιον μας την έπεφταν διάφοροι τύποι ή τύπισσες, τους οποίους αποφεύγαμε είτε γιατί δεν ήταν του γούστου μας, είτε γιατί δεν είχαμε «ζεσταθεί» αρκετά ακόμη. Το καλό σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι «no means NO».
Τελικά, καταλήξαμε σ’ ένα μεγαλούτσικο δωμάτιο, το οποίο είχε 4-5 πεδία δράσης (λέγονται και κρεβάτια) και στο οποίο παιζόταν το εξής σκηνικό: Στο ένα κρεβάτι ήταν μία milf τούμπανο, την οποία περιποιόντουσαν δύο νταβραντισμένοι. Σ’ ένα κεντρικό πουφ, ένα ξανθό πιπίνι ξεσκιζόταν μ’ έναν μαυρούλη, την ώρα που ένας άλλος μαυρούλης της τον έδινε στο στόμα. Τέλος, σ’ ένα γωνιακό κρεβάτι, ένα ζευγάρι την έβρισκε μοναχικά με διάφορους τρόπους. Βρήκαμε και ‘μεις λίγο χώρο και χωθήκαμε, αρχίζοντας να «παίζουμε» μεταξύ μας. ‘Οντας ακόμη στα προκαταρκτικά, εμφανίζεται 40άρης αθλητικός, με λευκό παπιονάκι στον λαιμό και σηκωμένο εργαλείο, το οποίο και φοράει στο στόμα της δικιάς μου ανερυθρίαστα. Μπουκωμένη εκείνη, με κοιτάει ερωτηματικά, εγώ σηκώνω τους ώμους, αυτή το εκλαμβάνει ως κατάφαση και συνεχίζει την πίπα με ζήλο. Ενώ προσπαθώ να την φέρω σε κατάλληλη θέση για ν’ αρχίσω να αποσβένω τα έξοδα, ο τύπος βγαίνει απ’ το στόμα της και την αρχίζει σ’ ένα ιεραποστολικό παλαιάς σχολής. Στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι παντού γύρω μας υπήρχαν μικρά δοχεία με κλειστά προφυλακτικά, ρολλά χαρτιού και δοχεία απορριμάτων. Κλείνει η παρένθεση.
Τέλος πάντων, τελειώνει ο παπιονάκιας μέσα σε βογκητά, ωραία, λέω εγώ, θα πάρω σειρά τώρα, αφήνω την δικιά μου να πάρει δυο ανάσες πριν περάσω στην δράση, αλλά μεταξύ πρώτης ανάσας και δεύτερης εμφανίζεται έτερος παπιονάκιας και εκμεταλλευόμενος την στάση της δικιάς μου, η οποία τραγουδάει στο μικρόφωνό μου εκείνη την στιγμή, της τον φερμάρει πισωκολλητά κι ασάλιωτα.
Ανοίγω παρένθεση, για να προσφέρω στον λαό μου δύο διδάγματα εκ πείρας. 1ον Σ’ αυτά τα μέρη δεν πας για να πηδήξεις την γυναίκα που συνοδεύεις, αλλά για να «γευτείς» την γυναίκα κάποιου άλλου. 2ον Η δικιά μου κατείχε το άθλημα σε ικανοποιητικό βαθμό, με αποτέλεσμα να πέσει σύνθημα μεταξύ των παπιονάκηδων, οι οποίοι ήθελαν όλοι να την περάσουν ένα χέρι. Κλείνει η παρένθεση.
Στην διάρκεια που γίνονταν όλ’ αυτά, από το δωμάτιο παρήλαυναν διάφοροι και διάφορες, άλλοι για να πάρουν μάτι, άλλοι για να πάρουν μέρος, άλλοι για να τον πάρουν και άλλοι για να τον δώσουν. Μάλιστα, στην διάρκεια του session της δικιάς μου με τον δεύτερο παπιονάκια, κάθισε δίπλα μας ο γνωστός παππούς με την φούστα και το φανελάκι και άπλωσε το χέρι του, όχι προς το μέρος της συνοδού μου, αλλά προς το μέρος του Περικλή. Δεν ξέρω τι ύφος είχα όταν γύρισα και τον κοίταξα, πάντως εξαφανίστηκε από μπροστά μου για όλο το υπόλοιπο βράδυ.
Κάποια στιγμή η εξ Ηνωμένου Βασιλείου συνοδός μου αποτίναξε τον ζυγό του παπιονάκια, ο οποίος το είχε βάλει σκοπό να ξεχειμωνιάσει μέσα της, και με πήρε απ’ το χέρι για να συνεχίσουμε την εξερεύνηση. Στην βόλτα μας, περάσαμε κι από το «υγρό» μέρος του club, όπου υπήρχε κάτι μεταξύ μικρής πισίνας και μεγάλης μπανιέρας, στο οποίο πλατσούριζαν διάφορα ζευγαράκια. Το αξιοσημείωτο είναι ότι όλοι οι κύριοι έβγαιναν από το νερό με το μαλλί και το πουλί όρθια. Τράβηξα την δικιά μου προς τα εκεί, αλλά εκείνη, μάλλον σωστά, με απέτρεψε, για να αποφύγουμε μολύνσεις του ουροποιητικού και λοιπές δερματικές παθήσεις.
Περιδιαβαίνοντας, φτάνουμε σ’ ένα χώρο κάτω από την στέγη, κάτι σαν σοφίτα, όπου σε μία επιφάνεια περίπου 50 τ.μ. είναι απλωμένα στρώματα για συγκεκριμένη χρήση. Εκείνη την ώρα μόνο ένα ζευγάρι βρισκόταν εκεί, ενώ, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, ο χώρος ήταν άνετος για τουλάχιστον σαράντα άτομα. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία κι έριξα το πρώτο «μανίκι» της βραδιάς, με αποτέλεσμα οι φωνές της συντρόφου μου να προσελκύσουν περίεργα ζευγαράκια που μας πλαισίωσαν.
‘Ένα απ’ αυτά (τα ζευγαράκια, ντε) μας ακολούθησε κατά την αποχώρησή μας κι έκατσε μαζί μας στο μπαρ, όπου πήγαμε για ποτό, τσιγαράκι και ανάσες. Ο τυπάκος ήταν λίγο τα μαύρα του τα χάλια, με σοφιστικέ γυαλιά, κοιλίτσα έως κοιλάρα, μικρό πουλί και αραιά δόντια. Η τύπισσα (σύζυγος, όπως προέκυψε αργότερα) ήταν έως θεόμουνο. Ψηλή, μελαχροινή, με πίσω σύστημα to die for, αχλαδόσχημα βυζάκια και… αξύριστο έως θαμνώδες μουν@κι.
Παρέβλεψα το γεγονός και μετά τα ποτάκια μας και τα τσιγαράκια μας, την πήρα απ’ το χέρι και, ακολουθούμενος από την υπόλοιπη κουστωδία, την έμπασα σ’ ένα δωμάτιο με καρέκλα γυναικολόγου και κάποια άλλα «εργαλεία». ‘Όταν άπλωσα το χέρι μου χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια της, διαπίστωσα ότι ήταν πιο υγρή κι απ’ το Λονδίνο, οπότε της τον έδωσα στο στόμα για να κερδίσω χρόνο και ψηλαφώντας αριστερά – δεξιά, βρήκα το δοχείο με τα προφυλακτικά. Τραβήχτηκα και φόρεσα το σκουφάκι μου, ροζ χρώματος παρακαλώ, την έστησα ανάσκελα, της σήκωσα τα πόδια ψηλά και της έκανα το πρώτο τεστ Παπ. Ο σύζυγος από την άλλη παιδευόταν με την δικιά μου στο όρθιο και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, όπως αργότερα πληροφορήθηκα, αφού όλη την ώρα είχε τον νου του στην δικιά του, η οποία τον είχε γράψει κανονικά και είχε αφεθεί στα χέρια της ιατρικής επιστήμης. Καθόλου δεν λυπήθηκα την δικιά μου για την περιπέτειά της με τον γυαλάκια κοιλαρά, αφού στο μεταξύ είχε ξεψωλιάσει τους μισούς παπιονάκηδες του club. Κάποια στιγμή, γύρισα την σύζυγο στα τέσσερα, προσπάθησα να συνεχίσω με κωλονοσκόπηση, ως γαστρεντερολόγος, αλλά δεν μου το επέτρεψε, οπότε επανήλθα στα γυναικολογικά καθήκοντά μου και της τον φόρεσα εκ νέου, προτιθέμενος να συνεχίσω με σφυροκόπημα ως αγριεμένος εμβρυουλκός. Στο δεύτερο χτύπημα ένοιωσα το χέρι της να με φρενάρει, δείχνοντας ότι πονούσε. Απόρησα, γιατί ούτε μπάμια είναι ο Περικλής, αλλά ούτε ξαδελφάκι του αειμνήστου John Holmes, αλλά γύρισα και κοίταξα το ψόφιο γαριδάκι του συζύγου και αντιλήφθηκα πως ο,τιδήποτε πάνω από 5 πόντους ήταν θεόρατο εργαλείο για την κυρία. Μ’ αυτά και με ‘κείνα όμως δεν άργησα να καταθέσω, συγχρόνως με την κυρία, η οποία πολύ με ηράσθη, αδιαφορώντας για τις ανύπαρκτες επιδόσεις του συζύγου της. Από την άλλη, η δικιά μου έκανε την θυσία της, αρκούμενη σε δαχτύλιασμα, το οποίο, κατά την γνώμη μου, είχε περισσότερο ενδιαφέρον από μία απόπειρα πηδήματος με τον μικροψώλη γυαλάκια.
Η ώρα είχε περάσει όμως, οι αντοχές τελείωναν και ο ταρίφας απ’ έξω περίμενε νυσταγμένος, μη έχοντας την διάθεση ούτε να πάρει μάτι τα πόδια της συνοδού μου, τα οποία, από συνήθεια πλέον, παρέμεναν ανοιχτά από μόνα τους και σε κοινή θέα.
Συμπέρασμα: Μάλλον δικαίως το μαγαζί συγκαταλέγεται μέσα στα κορυφαία του είδους, απλά για να δεις όλες τις πτυχές και να ξεψαρώσεις πρέπει να πας 2-3 φορές ακόμα. Σημειωτέον ότι την επόμενης ημέρα είχε θεματικό πάρτυ υπό τον τίτλο Eyes Wide Shut, το οποίο είχε ξεπουλήσει προ πολλού και κατά συνέπεια πολλοί τακτικοί θαμώνες κρατούσαν δυνάμεις για την επαύριο.
Αν με ρωτάτε, ναι, θα ξαναπήγαινα και μάλιστα με την ίδια συνοδό, η οποία, παρ’ ότι επίσης πρωτάρα, ήταν συνεχώς ένα βήμα μπροστά από εμένα.
Αν έχει κανείς καμμιά δουλίτσα για ‘Αμστερνταμ, ευχαρίστως να την αναλάβω. Στην αμοιβή θα τα βρούμε, γιατί αυτή την φορά όσα έβγαλα τα έφαγα σε μερικές ώρες.
Αποφασίζω να παρατείνω την παραμονή μου μέχρι την Κυριακή, με δικά μου όμως έξοδα. Ζητάω από το ξενοδοχείο να μου διαθέσουν το δωμάτιο για 2 ακόμη μέρες, αλλά «unfortunately, sir, is booked, but there is another one available, which you would like for sure».
Το καινούργιο δωμάτιο μου άρεσε, αλλά η χρέωση με βάρεσε κατακούτελα. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, 1.700 ευρώπουλα για δύο βραδιές. Ας πάει το παλιάμπελο, είπα και έδωσα και 5 ευρώ φιλοδώρημα στον μαυρούλη που μου κουβάλησε τις αποσκευές από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
Τώρα, να έχεις 70 τ.μ. δωμάτιο στην διάθεσή σου και να το χαίρεσαι μόνος σου είναι κουταμάρα. Είναι μια φίλη λοιπόν, που δουλεύει στο Λονδίνο και απαντάει στο κινητό της, όταν την καλούν. Είναι Παρασκευή μεσημεροαπόγευμα και τελειώνει την δουλειά. Δεν προλαβαίνω να το πω δεύτερη φορά και έχει ήδη βρει τρόπο να έρθει στο ‘Αμστερνταμ.
Αμέσως κάνω ιντερνετική κράτηση στο Fun4Two και είμαι τυχερός, γιατί δεν είναι fully booked (ναι, με 1.700 ευρώ το δωμάτιο έχει και free wi-fi). Με τον ίδιο τρόπο, κάνω κράτηση και για ταξί, που θα μας πάει και θα μας φέρει στο club. Σύνολο εξόδων 290 ευρώ, δηλαδή 90 ευρώ η κάθε διαδρομή με το ταξί και 110 ευρώ η είσοδος του ζευγαριού στο Fun4Two. Μέχρι τώρα, μου έχει στοιχίσει 1.990 ευρώ και δεν έχω πηδήξει ακόμη…
Με 60 ευρουλάκια πας από το ‘Αμστερνταμ στο Schiphol με ταξί σαν κύριος, παραλαμβάνεις το τεμάχιο και με άλλα 60 ευρουλάκια επιστρέφεις στο ξενοδοχείο σου. Χαρούλες, λοιπόν, το μωρό που με ξαναείδε μετά από καιρό, πιο πολλές χαρούλες, όταν είδε το δωμάτιο που μας φιλοξενούσε και άλμα μέχρι το ταβάνι, όταν της είπα ότι το πρόγραμμα έχει Fun4Two γι’ απόψε.
Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει όμως και επειδή η κουζίνα του ξενοδοχείου είναι κλειστή για κάτι αξιοπρεπές, παραγγέλνουμε δύο περιποιημένα burgers στο room service. Το εξ Ηνωμένου Βασιλείου μωρό θα πιεί το λευκό κρασί που μου έφεραν complimentary στο δωμάτιο, για να διασκεδάσουν λίγο την κοροϊδία των 1.700 ευρώ. Εγώ και το λευκό κρασί ήμαστε τσακωμένοι κι έτσι παραγγέλνω ένα μπουκάλι ουίσκυ, για να την βγάλουμε το τριήμερο.
Μετ’ ου πολύ, που λέγαμε και στο σχολείο, καταφθάνει μικρή Ολλανδέζα με τρόλλεϋ (σερβιρίσματος, όχι το άλλο με τις κεραίες), ζεστά burgers με πατατούλες τηγανητές, μία μπουκάλα Γιαννάκη που πορπατάει και ένα κουβά πάγο. Μου δίνει την χρέωση, για να την υπογράψω, βλέπω το ποσό και αυθόρμητα την ρωτάω: «Ο Παντελίδης, μωρό μου, τι ώρα βγαίνει?» Γελάει χαζά το μωρό (μάλλον βρήκα τον μόνο άνθρωπο που δεν ξέρει τον Παντελίδη), παίρνει την υπογραμμένη χρέωση, παίρνει και 5 ευρώπουλα φιλοδώρημα κι από ‘δω παν’ κι άλλοι. Τα μπεργκεράκια χρεώθηκαν 20 ευρώ έκαστο, το μπουκαλάκι 180 ευρώ και το σερβίρισμα (με τρόλλεϋ, παρακαλώ) άλλα 30 ευρουδάκια, σύνολο 250. Α, και 5 ευρώ το φιλοδώρημα, σύνολο 255 ευρώ. Ποιος Παντελίδης, τον Ρέμο έπρεπε να ζητήσω και για assistant την Θεοδωρίδου…
Τέλος πάντων, ντερλικώσαμε, ήπιαμε και όσο οινόπνευμα αναλογούσε στον καθένα μας και ντυθήκαμε για την έξοδο.
Το εξ Αγγλίας μωρό είχε αρκούντως ξέκωλη γκαρνταρόμπα, κατάλληλη για την περίσταση, με αποτέλεσμα, όταν γδύθηκε για να «ξαναντυθεί», ο Περικλής να γίνει τούμπανο. Κάθισα όμως κι υπολόγισα ότι μέχρι τώρα η έλευσή της μου έχει στοιχίσει 2.365 ευρώ, ποσό που δεν ξεπληρώνεται με μία ξεπέτα στα όρθια, κι έτσι κρατήθηκα.
Ο ταξιτζής στην ώρα του και το ταξίδι μακρύ μέχρι την Gouda, όπου είναι το club. Ευτυχώς, οι Ολλανδοί οδηγοί τηρούν τα όρια ταχύτητας, γιατί το μωρό που συνόδευα είχε βγάλει τα μάτια του ταρίφα, ο οποίος πιο πολύ κοιτούσε τον καθρέφτη και λιγότερο τον δρόμο. ‘Ετσι, μετά από 50’ λεπτά αγωνίας, φτάσαμε στο famous Fun4Two. Το πάρκινγκ γεμάτο, μπροστά μας άλλο taxi van που ξεφορτώνει μια παρέα 25χρονα εγγλεζόπουλα. Ξεφορτώνει κι ο δικός μας ταρίφας και μας δείχνει τον δρόμο για την είσοδο, μέσα στα σκοτάδια. Ξέχασα να πω, έτσι για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, ότι στον δρόμο, έξω απ’ το οικόπεδο του Fun4Two, ήταν παρκαρισμένο ένα βανάκι της αστυνομίας, με δύο νυσταλέους μπάτσους μέσα.
‘Όπως πηγαίναμε προς την είσοδο του κτιρίου, μας την πέφτει από κοντά ένας τυπάκος, ο οποίος σαν κάτι να θέλει να μας πει, αλλά διστάζει. Μας ακολουθεί για λίγο, το μωρό δεν τον έχει πάρει χαμπάρι, εγώ σκιάχτηκα όσο να ‘ναι, αλλά μετά από λίγο σταματάει να μας ακολουθεί και επιστρέφει από εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί. Την Παρασκευή το βράδυ στο club γίνονται δεκτά ζευγάρια, τα οποία μπορούν να φέρουν και κάποιον μόνο του άντρα για συνοδό. Ο τύπος, προφανώς, ήταν ξέμπαρκος και προσπαθούσε να καμακώσει κανένα ζευγάρι, για να τον μπάσουν μέσα.
Προφανώς, δεν ήμασταν εμείς οι άνθρωποί του κι έτσι συνεχίσαμε για την είσοδο, όπου ερωτηθήκαμε εάν ήταν η πρώτη μας φορά. Απαντήσαμε ναι, και μας υποχρέωσαν να συμπληρώσουμε μία φόρμα με κάποια ενδεικτικά στοιχεία μας, ενώ φωτοτύπησαν και το διαβατήριό μου. Στ’ @@@ μου, είπα από μέσα μου, μιας και η κα Καρτάλη δεν προβλέπεται να επισκεφθεί στο άμεσο μέλλον τον εν λόγω ευαγές ίδρυμα.
Μπροστά μας, τα εγγλεζόπουλα ήταν όλο χαρές, αγκαλιές και φιλιά με την κυρία της εισόδου, σαφής ένδειξη ότι δεν έρχονταν πρώτη φορά.
Αντιθέτως, εμείς, ως rookies, πληρώσαμε ως νέα μέλη 110 ευρώ (οι πάλιουρες πληρώνουν 95 ευρώ την Παρασκευή), πήραμε κάρτα μέλους, μας εξηγήθηκαν οι κανόνες λειτουργίας του club και μας δόθηκε ένα κλειδάκι για το locker, που θ’ αφήναμε τα πράγματά μας.
Ανεβήκαμε, λοιπόν, μία στενή σκάλα, στην οποία η συνοδός μου έκανε ασκήσεις ισορροπίας πάνω στα 12ποντα, και βρεθήκαμε στον χώρο των lockers, όπου βγάλαμε παλτά και άλλα παρελκόμενα και επιστρέψαμε κάτω, στον χώρο του μπαρ. ‘Ηταν σχετικά νωρίς και η ατμόσφαιρα δεν είχε ζεσταθεί ακόμη, αλλά γίνονταν οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις με τα μάτια. Σε μια υπερυψωμένη γωνιά υπήρχαν 5-6 τραπέζια φαγητού και ένας μπουφές, απ’ όπου μπορούσες να σερβιριστείς. Εμείς είχαμε φάει τ’ ακριβοπληρωμένα μας burgers και τον αγνοήσαμε. Αντίθετα, δεν αγνοήσαμε καθόλου το μπαρ, όπου 4 γκόμενες (η μία τούμπανο) σερβίριζαν ποτά. Το μωρό συνέχισε με λευκό κρασί κι εγώ με ουίσκυ. Τουλάχιστον εδώ δεν τα χρέωναν έξτρα, ήταν «καθαρά» και έπινες όσο ήθελες.
Νομίζω ότι μία ξενάγηση στον χώρο του μπαρ είναι απαραίτητη. ‘Όπως μπαίνεις, στα δεξιά σου έχει τουαλέτες και εν συνεχεία είναι η κουζίνα και το μπαρ. Αριστερά υπάρχει ένας lounge χώρος με άνετους καναπέδες και πολυθρόνες, καθώς και μία τηλεόραση που παίζει soft πορνό. Μετά τους καναπέδες υπάρχει ένα μικρό δωματιάκι με πόρτα, το οποίο λειτουργεί σαν καπνιστήριο. Μπάφους δεν μυρίσαμε. Ανάμεσα στο μπαρ και τον χώρο εστίασης, βρίσκεται η πίστα χορού, με καναπέδες γύρω-γύρω και στύλο στην μέση.
Οι θαμώνες είναι κάθε ηλικίας και εμφάνισης. Από τα 25χρονα εγγλεζάκια, μέχρι κάτι παππούδια Ολλανδούς γύρω στα 70, όπου ο σύζυγος φορούσε δερμάτινη φούστα με κρόσσια και δικτυωτό φανελάκι. ‘Οσο για την εμφάνιση, κυμαινόταν από το επίπεδο του μοντέλου έως το επίπεδο του κλουβιού με τις τρελλές. Στην πρώτη κατηγορία ήταν ένα ζευγάρι μαυρούκων, οι οποίοι άνετα μπορούσαν να περπατήσουν σε οποιαδήποτε πασαρέλα του μάταιου τούτου κόσμου. Στην δεύτερη κατηγορία, τόσο εγώ, όσο και η συνοδός μου, δεν αποφασίσαμε αν έπρεπε να δώσουμε το πρώτο βραβείο στον παππού με την φούστα και το φανελάκι ή σε ένα απίστευτο ντόπιο κοντό μπάζο, γένους θηλυκού, της οποίας το μπούτι ήταν πιο χοντρό από οποιαδήποτε μπυροκοιλιά, ο κώλος της, όταν έκλανε, σήκωνε κουρνιαχτό, ενώ, από φάτσα, η Ταϋγέτη μπροστά της ήταν Μις Ελλάς.
Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι το γεγονός πως όλοι είναι άνετοι και ακομπλεξάριστοι με την εμφάνισή τους.
Το ωραίο της συγκεκριμένης βραδιάς (νομίζω συμβαίνει κάθε τρίτη Παρασκευή του μήνα) ήταν ότι στον χώρο κυκλοφορούν οι λεγόμενοι gigolo, προς χρήση από τις κυρίες. Τους ξεχωρίζεις από τα παπιγιόν που φοράνε στον λαιμό, χωρίς πουκάμισο φυσικά.
Υποτίθεται ότι κάποια στιγμή (μεταξύ 10:00 και 11:00) ο dj παιανίζει ένα συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος είναι σύνθημα για απαλλαγή από τα πολλά ρούχα και εμφάνιση οι μεν γυναίκες με σέξυ εσώρρουχα, οι δε άντρες με ένα, κατά προτίμηση, μποξεράκι. Τον σκοπό αυτό εμείς δεν τον ακούσαμε ποτέ, παρ’ όλα αυτά, ακολουθώντας τους γνωστούς πάλιουρες, κάποια στιγμή πήγαμε και αλλάξαμε στον χώρο των lockers. Αυτό βοηθάει στο να αποφεύγεται ο συνωστισμός, αφού οι παλιοί ξέρουν ότι καλό είναι να γίνεται σταδιακά. Εκεί, την ώρα της αλλαγής, παθαίνεις το πρώτο σοκ. Περνάνε από δίπλα σου βυζιά, πουλιά που ανεμίζουν στον αέρα, μουν@κια ξυρισμένα και αξύριστα και γενικά επικρατεί ένα χάος. Σημειολογικά, θα έλεγα ότι κάποιες με τα εσώρρουχα έδειχναν πιο ντυμένες απ’ ότι ήταν με τα ρούχα. Για τόσο ξέκωλο ντύσιμο μιλάμε.
Επιστροφή λοιπόν στον χώρο της πίστας, όπου πλέον κυκλοφορούν στριγκάκια, καλτσοδέτες, μποξεράκια και κάποιες σαγιονάρες. Εγώ ξυπόλυτος (στ’ αγκάθια?), η συνοδός μου με τις δωδεκάποντες.
Επίσκεψη στα ανώτερα καταστρώματα του σκάφους, όπου χάνεσαι σε διάφορα δωματιάκια. Κατά την περιπλάνησή μας από δωματίου εις δωμάτιον μας την έπεφταν διάφοροι τύποι ή τύπισσες, τους οποίους αποφεύγαμε είτε γιατί δεν ήταν του γούστου μας, είτε γιατί δεν είχαμε «ζεσταθεί» αρκετά ακόμη. Το καλό σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι «no means NO».
Τελικά, καταλήξαμε σ’ ένα μεγαλούτσικο δωμάτιο, το οποίο είχε 4-5 πεδία δράσης (λέγονται και κρεβάτια) και στο οποίο παιζόταν το εξής σκηνικό: Στο ένα κρεβάτι ήταν μία milf τούμπανο, την οποία περιποιόντουσαν δύο νταβραντισμένοι. Σ’ ένα κεντρικό πουφ, ένα ξανθό πιπίνι ξεσκιζόταν μ’ έναν μαυρούλη, την ώρα που ένας άλλος μαυρούλης της τον έδινε στο στόμα. Τέλος, σ’ ένα γωνιακό κρεβάτι, ένα ζευγάρι την έβρισκε μοναχικά με διάφορους τρόπους. Βρήκαμε και ‘μεις λίγο χώρο και χωθήκαμε, αρχίζοντας να «παίζουμε» μεταξύ μας. ‘Οντας ακόμη στα προκαταρκτικά, εμφανίζεται 40άρης αθλητικός, με λευκό παπιονάκι στον λαιμό και σηκωμένο εργαλείο, το οποίο και φοράει στο στόμα της δικιάς μου ανερυθρίαστα. Μπουκωμένη εκείνη, με κοιτάει ερωτηματικά, εγώ σηκώνω τους ώμους, αυτή το εκλαμβάνει ως κατάφαση και συνεχίζει την πίπα με ζήλο. Ενώ προσπαθώ να την φέρω σε κατάλληλη θέση για ν’ αρχίσω να αποσβένω τα έξοδα, ο τύπος βγαίνει απ’ το στόμα της και την αρχίζει σ’ ένα ιεραποστολικό παλαιάς σχολής. Στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι παντού γύρω μας υπήρχαν μικρά δοχεία με κλειστά προφυλακτικά, ρολλά χαρτιού και δοχεία απορριμάτων. Κλείνει η παρένθεση.
Τέλος πάντων, τελειώνει ο παπιονάκιας μέσα σε βογκητά, ωραία, λέω εγώ, θα πάρω σειρά τώρα, αφήνω την δικιά μου να πάρει δυο ανάσες πριν περάσω στην δράση, αλλά μεταξύ πρώτης ανάσας και δεύτερης εμφανίζεται έτερος παπιονάκιας και εκμεταλλευόμενος την στάση της δικιάς μου, η οποία τραγουδάει στο μικρόφωνό μου εκείνη την στιγμή, της τον φερμάρει πισωκολλητά κι ασάλιωτα.
Ανοίγω παρένθεση, για να προσφέρω στον λαό μου δύο διδάγματα εκ πείρας. 1ον Σ’ αυτά τα μέρη δεν πας για να πηδήξεις την γυναίκα που συνοδεύεις, αλλά για να «γευτείς» την γυναίκα κάποιου άλλου. 2ον Η δικιά μου κατείχε το άθλημα σε ικανοποιητικό βαθμό, με αποτέλεσμα να πέσει σύνθημα μεταξύ των παπιονάκηδων, οι οποίοι ήθελαν όλοι να την περάσουν ένα χέρι. Κλείνει η παρένθεση.
Στην διάρκεια που γίνονταν όλ’ αυτά, από το δωμάτιο παρήλαυναν διάφοροι και διάφορες, άλλοι για να πάρουν μάτι, άλλοι για να πάρουν μέρος, άλλοι για να τον πάρουν και άλλοι για να τον δώσουν. Μάλιστα, στην διάρκεια του session της δικιάς μου με τον δεύτερο παπιονάκια, κάθισε δίπλα μας ο γνωστός παππούς με την φούστα και το φανελάκι και άπλωσε το χέρι του, όχι προς το μέρος της συνοδού μου, αλλά προς το μέρος του Περικλή. Δεν ξέρω τι ύφος είχα όταν γύρισα και τον κοίταξα, πάντως εξαφανίστηκε από μπροστά μου για όλο το υπόλοιπο βράδυ.
Κάποια στιγμή η εξ Ηνωμένου Βασιλείου συνοδός μου αποτίναξε τον ζυγό του παπιονάκια, ο οποίος το είχε βάλει σκοπό να ξεχειμωνιάσει μέσα της, και με πήρε απ’ το χέρι για να συνεχίσουμε την εξερεύνηση. Στην βόλτα μας, περάσαμε κι από το «υγρό» μέρος του club, όπου υπήρχε κάτι μεταξύ μικρής πισίνας και μεγάλης μπανιέρας, στο οποίο πλατσούριζαν διάφορα ζευγαράκια. Το αξιοσημείωτο είναι ότι όλοι οι κύριοι έβγαιναν από το νερό με το μαλλί και το πουλί όρθια. Τράβηξα την δικιά μου προς τα εκεί, αλλά εκείνη, μάλλον σωστά, με απέτρεψε, για να αποφύγουμε μολύνσεις του ουροποιητικού και λοιπές δερματικές παθήσεις.
Περιδιαβαίνοντας, φτάνουμε σ’ ένα χώρο κάτω από την στέγη, κάτι σαν σοφίτα, όπου σε μία επιφάνεια περίπου 50 τ.μ. είναι απλωμένα στρώματα για συγκεκριμένη χρήση. Εκείνη την ώρα μόνο ένα ζευγάρι βρισκόταν εκεί, ενώ, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, ο χώρος ήταν άνετος για τουλάχιστον σαράντα άτομα. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία κι έριξα το πρώτο «μανίκι» της βραδιάς, με αποτέλεσμα οι φωνές της συντρόφου μου να προσελκύσουν περίεργα ζευγαράκια που μας πλαισίωσαν.
‘Ένα απ’ αυτά (τα ζευγαράκια, ντε) μας ακολούθησε κατά την αποχώρησή μας κι έκατσε μαζί μας στο μπαρ, όπου πήγαμε για ποτό, τσιγαράκι και ανάσες. Ο τυπάκος ήταν λίγο τα μαύρα του τα χάλια, με σοφιστικέ γυαλιά, κοιλίτσα έως κοιλάρα, μικρό πουλί και αραιά δόντια. Η τύπισσα (σύζυγος, όπως προέκυψε αργότερα) ήταν έως θεόμουνο. Ψηλή, μελαχροινή, με πίσω σύστημα to die for, αχλαδόσχημα βυζάκια και… αξύριστο έως θαμνώδες μουν@κι.
Παρέβλεψα το γεγονός και μετά τα ποτάκια μας και τα τσιγαράκια μας, την πήρα απ’ το χέρι και, ακολουθούμενος από την υπόλοιπη κουστωδία, την έμπασα σ’ ένα δωμάτιο με καρέκλα γυναικολόγου και κάποια άλλα «εργαλεία». ‘Όταν άπλωσα το χέρι μου χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια της, διαπίστωσα ότι ήταν πιο υγρή κι απ’ το Λονδίνο, οπότε της τον έδωσα στο στόμα για να κερδίσω χρόνο και ψηλαφώντας αριστερά – δεξιά, βρήκα το δοχείο με τα προφυλακτικά. Τραβήχτηκα και φόρεσα το σκουφάκι μου, ροζ χρώματος παρακαλώ, την έστησα ανάσκελα, της σήκωσα τα πόδια ψηλά και της έκανα το πρώτο τεστ Παπ. Ο σύζυγος από την άλλη παιδευόταν με την δικιά μου στο όρθιο και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, όπως αργότερα πληροφορήθηκα, αφού όλη την ώρα είχε τον νου του στην δικιά του, η οποία τον είχε γράψει κανονικά και είχε αφεθεί στα χέρια της ιατρικής επιστήμης. Καθόλου δεν λυπήθηκα την δικιά μου για την περιπέτειά της με τον γυαλάκια κοιλαρά, αφού στο μεταξύ είχε ξεψωλιάσει τους μισούς παπιονάκηδες του club. Κάποια στιγμή, γύρισα την σύζυγο στα τέσσερα, προσπάθησα να συνεχίσω με κωλονοσκόπηση, ως γαστρεντερολόγος, αλλά δεν μου το επέτρεψε, οπότε επανήλθα στα γυναικολογικά καθήκοντά μου και της τον φόρεσα εκ νέου, προτιθέμενος να συνεχίσω με σφυροκόπημα ως αγριεμένος εμβρυουλκός. Στο δεύτερο χτύπημα ένοιωσα το χέρι της να με φρενάρει, δείχνοντας ότι πονούσε. Απόρησα, γιατί ούτε μπάμια είναι ο Περικλής, αλλά ούτε ξαδελφάκι του αειμνήστου John Holmes, αλλά γύρισα και κοίταξα το ψόφιο γαριδάκι του συζύγου και αντιλήφθηκα πως ο,τιδήποτε πάνω από 5 πόντους ήταν θεόρατο εργαλείο για την κυρία. Μ’ αυτά και με ‘κείνα όμως δεν άργησα να καταθέσω, συγχρόνως με την κυρία, η οποία πολύ με ηράσθη, αδιαφορώντας για τις ανύπαρκτες επιδόσεις του συζύγου της. Από την άλλη, η δικιά μου έκανε την θυσία της, αρκούμενη σε δαχτύλιασμα, το οποίο, κατά την γνώμη μου, είχε περισσότερο ενδιαφέρον από μία απόπειρα πηδήματος με τον μικροψώλη γυαλάκια.
Η ώρα είχε περάσει όμως, οι αντοχές τελείωναν και ο ταρίφας απ’ έξω περίμενε νυσταγμένος, μη έχοντας την διάθεση ούτε να πάρει μάτι τα πόδια της συνοδού μου, τα οποία, από συνήθεια πλέον, παρέμεναν ανοιχτά από μόνα τους και σε κοινή θέα.
Συμπέρασμα: Μάλλον δικαίως το μαγαζί συγκαταλέγεται μέσα στα κορυφαία του είδους, απλά για να δεις όλες τις πτυχές και να ξεψαρώσεις πρέπει να πας 2-3 φορές ακόμα. Σημειωτέον ότι την επόμενης ημέρα είχε θεματικό πάρτυ υπό τον τίτλο Eyes Wide Shut, το οποίο είχε ξεπουλήσει προ πολλού και κατά συνέπεια πολλοί τακτικοί θαμώνες κρατούσαν δυνάμεις για την επαύριο.
Αν με ρωτάτε, ναι, θα ξαναπήγαινα και μάλιστα με την ίδια συνοδό, η οποία, παρ’ ότι επίσης πρωτάρα, ήταν συνεχώς ένα βήμα μπροστά από εμένα.
Αν έχει κανείς καμμιά δουλίτσα για ‘Αμστερνταμ, ευχαρίστως να την αναλάβω. Στην αμοιβή θα τα βρούμε, γιατί αυτή την φορά όσα έβγαλα τα έφαγα σε μερικές ώρες.
Πρόσβαση
Εύκολη
Parking
Άνετο και διακριτικό
Τιμή Εισόδου
110 €
Η είσοδος επιτρέπεται
Μόνο σε ζευγάρια
Η τιμή περιλαμβάνει
Φαγητό
Γενική Εντύπωση
10.0
Τι να πουμε για το fun....Το καλυτερο swingers club στην ευρωπη!!!Τεραστιο παρκινγκ ανετη προσβαση και απο αμστερνταμ και απο ροτερνταμ,πισινα εξω που λειτουργει τις κυριακες το καλοκαιρι...Τριτη επισκεψη για φετος,για το χωρο οτι και να πουμε θα ειναι λιγο...Club-restaurant στο ισογειο με εναν χωρο που λειτουργει για τους καπνιζοντες ,μουσικη εξαιρετικη το φαγητο επισης!Ανεβαινοντας πανω εχεις πανοραμικη θεα του κλαμπ και ξεκινας την εξερευνηση...Τζακουζι 30 ατομων,σαουνα χαμαμ και λιγο πιο περα τα tantra rooms με ambient μουσικη ημιδιαφανες κουρτινες και διακοσμηση αναλογη για αυτους που επιζητουν μασαζ με λαδια και γενικως πιο διαλογιστικο σεξ...Απο την αλλη πλευρα το maze με glory holes ,καρεκλες γιατρου και κρεβατια για εξεταση ,σοφιτες κρυμενες,επικρατει το μαυρο χρωμα και η διαθεση πιο kinky...Ανεβαινοντας καποια σκαλακια φτανεις σε ενα χωριουδακι με σπιτακια νανων στα οποια μπορεις να παιξεις χωρις αδιακριτα ματια η να αφησεις τη πορτα ανοιχτη προσκαλοντας κοσμο....Πεντακαθαρο παντου,με αντισηπτικα σπαρμενα σε ολο το χωρο ,πετσετες και οτι αλλο χρειαζεται μεχρι και λακ σε ολες τις τουαλετες για τις κυριεςΦυσικα και παντου υπαρχουν καμερες μεχρι και στα αποδυτηρια το οποιο το θεωρουμε απαραιτητο για να ειναι ασφαλες ο χωρος,προσωπικο που ειναι διακριτικο αλλα προθυμο να βοηθησει για τα παντα συν του οτι ολα γινονται σε ταχεις ρυθμους αψογοι οι οικοδεσποτεςΚοσμος για ολα τα γουστα ολων των ηλικιων,νομιζουμε οτι ειναι κατι που οσοι ειναι στο χωρο πρεπει να το ζησουν εστω και για μια φορα,εμεις φυσικα και θα ξαναπαμε
Πρόσβαση
Εύκολη
Parking
Άνετο και διακριτικό
Τιμή Εισόδου
90
Η είσοδος επιτρέπεται
Μόνο σε ζευγάρια
Η τιμή περιλαμβάνει
Φαγητό
CPL
Γενική Εντύπωση
1.0
Χάλια μαύρα!
Γεμάτο γέρους και γριές, ή γέρους με πουτανάκια που τους τρώγαν τα λεφτά.
Βρώμικο μέρος, άσχημο φαγητό, κακή εξυπηρέτηση. Παραλίγο να πλακωθώ με κάτι ιταλούς που μας την έπεφταν αδιάκριτα.
Η ιδιοκτήτρια, ένα ξόανο-τοτέμ ινδιάνικο, σαν τσατσά της τρούμπας έβγαζε μια αηδία μόνο που σου μίλαγε στην είσοδο.
Άσε που σε φακελώνουν κανονικά όταν πας, έχει κάμερες παντού, μέχρι και στααποδυτήρια, στη πισίνα κολύμπαγες στα χύσια του κάθε μαλάκα...
μακρυά αδέρφια...
Γερμανία καλύτερα με μεγάλη διαφορά
Γεμάτο γέρους και γριές, ή γέρους με πουτανάκια που τους τρώγαν τα λεφτά.
Βρώμικο μέρος, άσχημο φαγητό, κακή εξυπηρέτηση. Παραλίγο να πλακωθώ με κάτι ιταλούς που μας την έπεφταν αδιάκριτα.
Η ιδιοκτήτρια, ένα ξόανο-τοτέμ ινδιάνικο, σαν τσατσά της τρούμπας έβγαζε μια αηδία μόνο που σου μίλαγε στην είσοδο.
Άσε που σε φακελώνουν κανονικά όταν πας, έχει κάμερες παντού, μέχρι και στααποδυτήρια, στη πισίνα κολύμπαγες στα χύσια του κάθε μαλάκα...
μακρυά αδέρφια...
Γερμανία καλύτερα με μεγάλη διαφορά
Πρόσβαση
Δύσκολη
Parking
Μικρό και άβολο
Τιμή Εισόδου
120
Η είσοδος επιτρέπεται
Μόνο σε ζευγάρια
Η τιμή περιλαμβάνει
Φαγητό