Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.8 4 10
Swingers Club (Abroad)
17716
Γενική Εντύπωση
8.0
Καλημέρα, σύντροφοι - συναγωνιστές!
Επανέρχομαι με κριτική για το διάσημο Fun4Two, λόγω νέας επίσκεψης εκεί. Η ημερομηνία είναι ενδεικτική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, για ευνόητους λόγους.
Δεν θα επεκταθώ σε περιγραφές του χώρου και άλλες λεπτομέρειες, αφού αυτά τα έχω πει σε προηγούμενη κριτική μου.
Αυτή την φορά βρέθηκα στο 'Άμστερνταμ "επί τούτου", μια και η οικογένεια είχε εκδράμει στας Αμερικάς και ήμουν μόνος κι έρημος στην Αθήνα.
Κάτι τα delivery, που τα ‘χα δοκιμάσει όλα, κάτι η δουλειά, που είχε χαλαρώσει, αποφάσισα να υποστώ την δαπάνη και να πεταχτώ στην Ολλανδία για 48 ώρες.
Η γνωστή φίλη απ' το Λονδίνο πετάει την σκούφια της για τα "ξυνά" και χαίρεται (έτσι λέει), που θα με ξαναδεί.
Παρασκευή βραδάκι, λοιπόν, συναντιόμαστε στο Σίπχολ, νοικιάζουμε αυτοκίνητο με navigator και βουρ για 'Άμστερνταμ.
'Εχοντας καεί απ' τις τιμές την προηγούμενη φορά και έχοντας τον κατάλληλο χρόνο προετοιμασίας, φρόντισα να νοικιάσω ένα πανέμορφο διαμερισματάκι μέσω airBnB, το οποίο μου κόστισε το 1/3 των χρημάτων που ζητούσε το προηγούμενο ξενοδοχείο.
Τακτοποιηθήκαμε, λοιπόν, και βγήκαμε για φαγητό, χωρίς να συμβεί κάτι αξιοσημείωτο. Εγώ ήμουν πτώμα, αφού μετά την δουλειά πέταξα κατ' ευθείαν για 'Άμστερνταμ, με μία low cost πτήση και είχα επί 3 ώρες τα γόνατά μου στο σαγόνι.
Συνεπώς, επιστροφή στο διαμέρισμα για νανάκια. Η κυρία από τα Λονδίνα είχε καιρό να με δει και ήθελε το κάτι τις της, αλλά την ξέκοψα. Μια πιπούλα, λίγος φραπές για ξαλάφρωμα και στην συνέχεια ήμουν λιώμα, κάργα ερωτευμένος με το μαξιλάρι μου. Το πως την πάλεψε η κυρία, δεν ξέρω. Ακόμη κι αν βγήκε βόλτα, εγώ δεν το πήρα χαμπάρι, αφού ξεράθηκα ημιθανής.
'Όπως φάνηκε, έπραξα σωστά, γιατί το Σάββατο το πρωί ξύπνησα φρέσκος, ευδιάθετος και έτοιμος για όλα.
Βγήκαμε για πρωινό, ο καιρός ήταν σχετικά καλός, κάναμε μεγάλη βόλτα. Η κυρία είδε ένα ωραίο μπουφάν, εμένα δεν μου άρεσε, αλλά, τελικά, εγώ το πλήρωσα. Δεν βαριέσαι, χαλάλι της.
Μετά πήραμε το αυτοκίνητο για μια μεγάλη βόλτα, αφ' ενός για να σκοτώσουμε την ώρα, αφ' ετέρου για να πεταχτούμε μέχρι την Ουτρέχτη, όπου είχα κλείσει ένα μεσημεριανό session για μασάζ τάντρα σε κάποιον ιδιωτικό χώρο, αντί του ευτελούς ποσού των 200 ευρώ.
45 χιλιόμετρα και 1,5 ώρα μετά (γιατί χαθήκαμε αρκετές φορές), βρήκαμε το σπίτι που έπρεπε να πάμε και παρκάραμε απ' έξω. 'Ηταν κάτι σαν αγροτόσπιτο της ελληνικής επαρχίας, αλλά έλειπε ο κομμένος μισός θερμοσίφωνας για μπάρμπεκιου. Τέλος πάντων, χτυπήσαμε και μας άνοιξαν. Μπήκαμε σ' ένα σπίτι σκοτεινό, ολίγον αγριευτικό, με σκούρες κόκκινες και μπλε ταπετσαρίες, χαμηλό φωτισμό και μυρωδιά βραστού λάχανου. Το ζευγάρι που μας υποδέχθηκε ήταν πολύ κοντά στην δική μου ηλικία και πολύ μακριά από την ηλικία της συνοδού μου. Μας έκαναν ένα μικρό μπρήφινγκ περί τάντρα, εν μέσω βαριών κουρτινών, κεριών και βραστού λάχανου. Ευτυχώς, η πρακτική εξάσκηση θα γινόταν σε άλλο χώρο κι έτσι θα γλιτώναμε την απίστευτη μυρωδιά.
Βγήκαμε στον κήπο του σπιτιού και περάσαμε σε μία μεγάλη κυκλική σκηνή που ήταν στημένη εκεί. Μέσα βασίλευε το ίδιο σκοτάδι, αλλά υπήρχαν πολλά κεριά αναμμένα και μία στόφα, που έσπαγε την υγρασία. Το έδαφος ήταν στρωμένο με κάτι ταλαιπωρημένα χαλιά, αλλά τουλάχιστον δεν πατούσαμε στο χώμα.
Η διαδικασία του τάντρα μασάζ υποτίθεται ότι σκοπεύει να σε οδηγήσει από την απόλυτη χαλάρωση, με σταδιακό τρόπο, στην σεξουαλική διέγερση. Και μην αρχίσετε τώρα να μου λέτε ότι το τάντρα είναι φιλοσοφία, στάση ζωής και άλλα τέτοια, γιατί εγώ πήγα Ολλανδία για να πηδήξω κι όχι να πάρω μεταπτυχιακό στην συγκριτική θεολογία.
Τέλος πάντων, η σιτεμένη ολλανδέζα κυρία ξάπλωσε την συνοδό μου ντυμένη σ' ένα κρεβάτι μασάζ και εν μέσω σκότους και αρωματικών αναθυμιάσεων άρχισε να την πιέζει σε επιλεγμένα σημεία, αφαιρώντας σιγά-σιγά και ρούχα. Ο ολλανδός κύριος περιτριγύριζε το κρεβάτι, χωρίς ν' απλώνει χέρι κι εγώ καθόμουν σε μια γωνιά, έτοιμος να κοιμηθώ απ' το σκοτάδι και την μαστούρα των λιβανιών (μην μου πει κανείς π@@στης που βρήκα γωνιά σε κυκλική σκηνή, γιατί θα σκοτωθούμε). Φαίνεται όμως ότι η ατμόσφαιρα, οι πιέσεις και το σταδιακό γδύσιμο έφερναν αποτέλεσμα στην εκ Λονδίνου κυρία, η οποία άρχισε ν' ανασαίνει βαριά, να βγάζει κάποιες κραυγούλες ηδονής και να στριφογυρίζει κάπως πιο έντονα στο κρεβάτι. Η ολλανδέζα με φώναξε να πάω κοντά και άρχισε να μου δίνει οδηγίες για μαλάξεις και θωπείες στα σημεία που μου έλεγε. Ηθελα δεν ήθελα, υπάκουσα και επειδή, όσο να 'ναι, το αντρικό χέρι έχει άλλη επίδραση στην γυναίκα την σωστή και την πρόσβαρη, οι κραυγούλες έγιναν κραυγές και η συνοδός μου ήρθε σε καταπληκτικό οργασμό, συνοδευόμενο με έντονο squirt, ανεβάζοντας τα επίπεδα υγρασίας. Μέσα σε όλα, ξέχασα να πω ότι ο ολλανδός "αγρότης" είχε βρει την ευκαιρία και μπούκωσε την δικιά μου με το πουλί του κάποια στιγμή, ίσως γιατί φώναζε πολύ. Για να μην τα πολυλογώ, θεώρησα ότι είχα κάνει το καθήκον μου και είχα ισοφαρίσει το σκορ, μετά την περιποίηση που είχα δεχθεί το προηγούμενο βράδυ, οπότε, επειδή περνούσε και η ώρα και είχαμε άλλες "υποχρεώσεις", τα μαζέψαμε για επιστροφή στο 'Άμστερνταμ, προς μεγάλη λύπη της ολλανδέζας, που είχε ελπίσει να την περάσω ένα χέρι, πλην όμως η ηλικία μου δεν επέτρεπε υπερβολές, αφού το βράδυ θα ήμουν πιο Ι4 κι από ντακότα.
Γυρίσαμε σβέλτα στο ‘Αμστερνταμ (απ’ τα πάνω-κάτω, είχαμε μάθει το δρόμο με κλειστά μάτια), τσιμπήσαμε κάτι στο πόδι και πήγαμε σπίτι για μπανάκι και κούρα ύπνου.
‘Όταν ξυπνήσαμε, η ώρα είχε πάει 7 και με δεδομένο ότι το “πανηγύρι” ξεκινάει στο Fun4Two από τις 9, έπρεπε να βιαστούμε λίγο, αφού είχαμε και μια ώρα δρόμο μέχρι εκεί. Ντυθήκαμε, στολιστήκαμε και η συνοδός μου, για προθέρμανση, έβαλε κάτι μπαλίτσες στο μουν@κι της, δεμένες με μια κλωστή.
Κατά τα λοιπά, το πόδι της ήταν τέλειο, το στήθος της αρκούντως υψωμένο και εκτεθειμένο, τα χείλη βαμμένα καυλερά κόκκινα και το μαλλί πιασμένο σε αυστηρή αλογοουρά. Το τελευταίο με παραξένεψε, γιατί τα μαλλιά της χύνονται πολύ ωραία στους ώμους της και είναι βασικό στοιχείο της εμφάνισής της, και της το είπα. Μου απάντησε ότι την προηγούμενη φορά έλουζε φλόκια απ’ το κεφάλι της επί μία βδομάδα και δεν σκόπευε να ξαναπάθει το ίδιο. Λογική εξήγηση, συζήτηση κομμένη.
Κάναμε την γνωστή διαδρομή, δεν χαθήκαμε (αυτό κι αν είναι κατόρθωμα για μένα), βγάλαμε τις μπαλίτσες από του μ@@νί της κυρίας και τις πετάξαμε στο πάτωμα του αυτοκινήτου και κατά τις 9:15’ στεκόμασταν στο τέλος μιας ατέλειωτης ουράς (queue, όχι tail), περιμένοντας υπομονετικά να μπούμε μέσα. Στην υποδοχή ο γνωστός έλεγχος (είχα πετάξει ο μ@λ@κ@ς την κάρτα μέλους που μου είχαν δώσει την προηγούμενη φορά, φοβούμενος ότι μπορεί να την ανακαλύψει η κ. Καρτάλη), η πληρωμή, το κλειδάκι του locker και η είσοδος στα ενδότερα.
Δεν είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από την προηγούμενη φορά και ο χώρος μας φάνηκε οικείος. Επειδή ουσιαστικά είχαμε φάει μόνο πρωινό, κατευθυνθήκαμε στον μπουφέ, πήραμε τα πιατάκια μας, βάλαμε ο καθένας ό,τι του άρεσε και καθίσαμε να φάμε σε ένα απομονωμένο τραπεζάκι, σκανάροντας παράλληλα και τον χώρο και τους ανθρώπους.
Παρένθεση: ‘Όπως καταλαβαίνετε, έλαβα σοβαρά υπ’ όψη τα σχόλια που έγιναν στην προηγούμενη ανάρτησή μου. Και AirBnB, αντί για χοτέλι και νοικιάρικο αμάξι, αντί για ταξί και φαγητό στο club, που στο κάτω-κάτω είναι και πληρωμένο. Για να μην λέτε ότι δεν σας λαμβάνω υπ’ όψη μου.
‘Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, χορτασμένοι και ευδιάθετοι, ανεβήκαμε στον χώρο των lockers και απαλλαγήκαμε από τα περιττά ρούχα. Το σκηνικό στα αποδυτήρια, λίγο – πολύ, ίδιο, όπως την προηγούμενη φορά. Απλώς, σήμερα ήταν Σάββατο και ο κόσμος ήταν περισσότερος, νεώτερος και ωραιότερος.
Ξανακατεβήκαμε, φορώντας τα απολύτως απαραίτητα και στον χώρο του μπαρ επικρατούσε σχεδόν ερημιά. Λίγοι θεριακλήδες ήταν στο δωματιάκι απέναντι από την μπάρα για τσιγάρο, κάποιοι άλλοι στο μπαρ καυλάντιζαν με τις κοπέλες που σέρβιραν και οι περισσότεροι ήταν στα αποδυτήρια και στα πάνω δωμάτια.
Μη βρίσκοντας ενδιαφέρον στον κάτω όροφο, ανεβήκαμε επάνω, όπου η μάχη είχε αρχίσει, σε σημείο που δεν βρίσκαμε ελεύθερο χώρο να καθίσουμε.
Με τα πολλά, χωνόμαστε σ’ ένα χώρο, που τον χώριζε ένα ξύλινο χώρισμα από τον διάδρομο. Μπήκαμε μέσα, εγώ είχα ψιλογίνει τούρμπο, φόρεσα σκουφάκι και έστησα την παρτενέρ μου στα 4, αφού παραμέρισα στο στρινγκάκι της. Αυτό που ξέχασα να πω είναι ότι το ξύλινο χώρισμα είχε και τρύπες, τις γνωστές για τους μύστες glory holes, απ’ όπου οι διερχόμενοι μπορούσαν να πάρουν μάτι τα τεκταινόμενα, αλλά μπορούσαν κιόλας να χώσουν το πουλί τους μέσα, προς αναζήτηση πρόθυμου στόματος. Εγώ έχω γυρίσει, επίτηδες, την δικιά μου προς τις τρύπες και την πηδάω με χαλαρό, έως αποκοιμιστικό ρυθμό. Δεν πρόλαβα να μπω και να βγω πάνω από 10 φορές και φάτσα κάρτα στην μούρη της συνοδού μου σκάει μαύρο πουλί, εύσωμο, ζουμερό και φιδίσιο. Δεν χάνει ευκαιρία η δικιά μου και το βάζει στο στόμα, κρατώντας τον αργό ρυθμό που της έδινα εγώ. Αργός ξεαργός όμως ο ρυθμός, το φίδι από οχιά έγινε βόας και σε λίγο ανακόντα. Εβαζε στο στόμα όσο μπορούσε και πάλι αυτό που έμενε απ’ έξω ήταν μεγαλύτερο απ’ το δικό μου. Αυτό κράτησε 5 λεπτά περίπου και μετά ο ιδιοκτήτης του ανακόντα αποφάσισε να κυνηγήσει αλλού. Με το που καταλαβαίνει ότι φεύγει, η δικιά μου πετάγεται επάνω, μ’ αφήνει σύξυλο και βγαίνει έξω. Τον σταματάει, κάτι λένε στ’ αγγλικά και ξανάρχεται σε μένα. “Τί του ‘πες, μωρή κουφάλα?”, την ρωτάω. “Του ‘πα, τώρα που έχω κάνει την μισή δουλειά, να μην μ’ αφήσει παραπονεμένη”, μου απαντάει. ‘Ετσι μένει το πήδημα στην μέση και βγαίνουμε όξω να συναντήσουμε τον Τζάσπερ με τα τρία πόδια, ο οποίος προερχόταν από κάτι μακρινές και άγνωστες αποικίες της Ολλανδίας και είχε κάτι πλάτες σαν νταμάρι και ύψος μπασκετμπολίστα. Μαζί του ήταν μια αφράτη ολλανδέζα με κοτσιδάκια, η Μπριτ, που όποιος πέρναγε της έπιανε δήθεν κατά λάθος τον κώλο.
Επειδή γινόταν παντού ο κακός χαμός από κόσμο, τους μάζεψα όλους μαζί και τους οδήγησα κάτω από την στέγη, όπου έχει ένα χώρο με περιορισμένο ύψος και γι’ αυτό δεν τον προτιμούν οι πολλοί. Ο Τζάσπερ είχε ξαναφορέσει το εσώρρουχό του, αλλά περισσότερο από το μισό φίδι ήταν έξω και σημάδευε το σαγόνι του. Γελάκια η δικιά μου, που το έβλεπε, γελάκια η Μπριτ, που το ήξερε, εγώ δεν γέλαγα καθόλου.
Στη σοφίτα όμως ο Τζάσπερ αποδείχθηκε κλειστοφοβικός. Το ανακόντα έγινε σαμιαμίδι, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της δικιάς μου και της Μπριτ. Εγώ είχα μείνει στην άκρη, χάζευα τον τουρλωμένο κώλο της Μπριτ και πασπάτευα τον Περικλή, που στεκόταν στο ύψος του. Εκνευρίστηκε ο Τζάσπερ, απογοητεύτηκε η δικιά μου, χαζογέλαγε η Μπριτ κι ο μόνος χαρούμενος ήμουν εγώ, που διέθετα το μόνο “όπλο” που δεν είχε πάθει εμπλοκή.
“Fuck” και “ξανάfuck” ο Τζάσπερ, σκύψαμε, κουλουριαστήκαμε, συρθήκαμε και βγήκαμε από την χαμηλοτάβανη σοφίτα, με την δικιά μου να τρίβει τα βυζιά της στην πλάτη του Τζάσπερ, ο οποίος μόλις βγήκε στο ανοιχτό πεδίο, έκανε έπαρση σημαίας. Φοβούμενος μην του ξανατύχει καμμιά στραβή, βούτηξε απ’ τα χέρια μου ένα προφυλακτικό, το πέρασε, έστησε την δικιά μου σ’ ένα τοίχο και της τον φόρεσε ασάλιωτα. Δεν έκατσα να δω την συνέχεια, πήρα την Μπριτ με τα κοτσιδάκια και πήγα στην πισίνα. Προφυλακτικό δεν είχα, οπότε την έβαλα να κάτσει στο χείλος, εγώ μπήκα μέσα στο νερό και της έκανα ένα γλυψιματάκι σπέσιαλ, που φάνηκε ότι το είχε ανάγκη, αφού μου κρατούσε το κεφάλι και το πίεζε πάνω της είτε από ανάγκη, είτε από καύλα. ‘Ετσι όπως είχε γείρει προς τα πίσω, στηριζόμενη στα χέρια της, κάποιος περαστικός σταμάτησε, καβάλησε από πάνω της και της έδειξε το πεσμένο πουλί του. ‘Άλλο που δεν ήθελε η Μπριτ, το πήρε το στόμα για να το ζωντανέψει. Εγώ πάλι, που δεν γούσταρα να βλέπω τον σουρωμένο κώλο του, παράτησα το γλύψιμο, σκουπίστηκα και έψαξα να βρω την αγγλοθρεμένη συνοδό μου. Την βρήκα, μαζί με τον Τζάσπερ, να πίνουν τα ποτάκια τους στο ισόγειο, κουρασμένοι αλλά ευτυχείς.
Τους κοίταζα και σκεφτόμουν ότι δεν έχω πηδήξει ακόμη, ενώ η καύλα μου είχε φτάσει στο μη παρέκει. Τους πλησίασα και λέω στην δικιά μου: “Γουστάρεις μασαζάκι με 4 χέρια?” “Αμέ”, μου λέει και εξηγεί στον Τζάσπερ τι είπα. Μέσα κι ο Τζάσπερ. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τον χώρο του μασάζ και κάναμε περισσότερη ώρα απ’ όση έψαχνα το μασαζόσπιτο στην Ουτρέχτη. Περάσαμε δυο και τρεις φορές από κάθε χώρο του κλαμπ, είδαμε την Μπριτ να χαμουρεύεται με κάτι τεκνά, δεν δώσαμε σημασία, δεν μας έδωσε κι εκείνη.
Τελικά, βρήκαμε τον χώρο για το μασάζ, κονομήσαμε κάτι γλιστερά λαδάκια, ξαπλώσαμε την συνοδό μου στο μασαζοκρέβατο και την κάναμε σαν το μελομακάρονο, πριν το βάλεις στον φούρνο, όταν ξερνάει το λάδι απ’ όλους τους πόρους. Ο Τζάσπερ έκανε πλάτη, εγώ πόδια, συναντιόμασταν στα κωλομέρια και πάλι πίσω. Η δικιά μου είχε κλείσει τα μάτια κι απολάμβανε. Της άνοιγα που και που τα πόδια, πέρναγα το χέρι δήθεν τυχαία από ευαίσθητες περιοχές, εκείνη τούρλωνε το κωλαράκι, δείγμα ότι της άρεσε. Την γυρίσαμε ανάσκελα, στήθος και κοιλιά ο Τζάσπερ, πάλι πόδια εγώ. ‘Όπως ήταν ψηλός ο μαυρούλης, στεκόταν πίσω απ’ το κεφάλι της και όπως έσκυβε να της μαλάξει την κοιλιά, απλωνόταν το παπάρι του και της έκρυβε πρόσωπο, λαιμό, στήθος και το μισό στομάχι. Εγώ εκεί, σταθερός, έτριβα τα πόδια και λάδωνα τις τρυπούλες με δαχτύλιασμα.
Πόσο όμως ν’ αντέξει ο άνθρωπος? Τρίψιμο από ‘δω, τρίψιμο από ‘κει, οι ορμόνες είχαν χτυπήσει κόκκινο. ‘Ωρα για πήδημα. Ανεβαίνω στο κρεβάτι, σηκώνω τα πόδια της δικιάς μου και της προσφέρω ένα ιεραποστολικό αξέχαστο. Ο Τζάσπερ απτόητος την μπούκωνε με κρέας. Καλό, όμως, το λαδάκι, καλό το μασαζάκι, αλλά δεν κάνει καλό στα προφυλακτικά. Τρία έσπασα και τα νεύρα μου γίνανε κρόσια. Για καλή μου τύχη φάνηκε η Μπριτ, η οποία μας έψαχνε. Καλό σκούπισμα με χαρτί υγείας, νέο προφυλακτικό και ξαπλώνω ανάσκελα στο πάτωμα για cow girl με την μικρή ολλανδέζα. Η κοτσιδού ξέρει το άθλημα, όσο λίγες. Με ακινητοποιεί ανάμεσα στα πόδια της και δίνει εκείνη τον ρυθμό, πότε χαλαρά και πότε σβέλτα. Και κάπου εκεί παθαίνω την πλάκα μου. Βλέπω τον Τζάσπερ να πλησιάζει από πίσω, με το κοντάρι προτεταμένο, να γονατίζει, να ακινητοποιεί την μικρή και να ψάχνει την κωλοτρυπίδα της. Η Μπριτ ψύχραιμη, αλλά προβληματισμένη. Η ελληνοαγγλίδα φίλη μου κοιτάζει αλλού. Τελικά, ο Τζάσπερ, στην λογική του “με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί”, καταφέρνει να εισχωρήσει. Η Μπριτ παίρνει βαθειά ανάσα, εγώ νομίζω ότι κινδυνεύω να γίνω σουβλάκι, αν κάτι δεν πάει καλά. Η Μπριτ αντέχει, υποφέρει, αλλά αντέχει. Νοιώθω το καυλί του Τζάσπερ να τεντώνει αυτό το λεπτό τοίχωμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο διόδους. Δεν τολμάω ούτε να κουνηθώ. Κουνιέται η ολλανδέζα για μένα, κουνιέται και ο μαυρούλης από τις ολλανδικές αποικίες. Είναι τόση η καύλα, που έστω και ακίνητος, δεν αντέχω για πολλή ώρα και γεμίζω το προφυλακτικό με παχύ λευκό έκκριμα. Ηρεμώ, αφήνω τον Περικλή να συρρικνωθεί, κρατάω το σκουφάκι και αποχωρώ διακριτικά έρπην. Το ασπρόμαυρο ζεύγος συνεχίζει ακάθεκτο, αλλά όλα δείχνουν ότι ξέρουν τα όριά τους. Ο Τζάσπερ μπαινοβγαίνει στην πίσω τρύπα με ακρίβεια χιλιοστού. Ποτέ λιγότερο, ποτέ περισσότερο. Εκτιμώ με το μάτι ότι περίπου 15 πόντοι κρέας έχουν βρει τον δρόμο τους και άλλοι τόσοι δροσίζονται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η δικιά μου έχει κατανικήσει πλέον τους φόβους της και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς. Τότε ο μαυρούλης βγάζει την πολεμική κραυγή, βγάζει και το προφυλακτικό και σηκώνεται όρθιος, “σοβατίζοντας” το πρόσωπο της συνοδού μου. Τελικά είχε δίκιο που έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά.
Κάπως έτσι, η ώρα είχε πάει 1 μετά τα μεσάνυχτα και η κούραση ήταν εμφανής. ‘Εχοντας και δρόμο να κάνουμε για ‘Αμστερνταμ, πλυθήκαμε, συγυριστήκαμε, ντυθήκαμε, αποχαιρετίσαμε και την κάναμε.
Την άλλη μέρα, στο αεροπλάνο της επιστροφής, σκεφτόμουν την απορία του υπαλλήλου της εταιρείας που μας νοίκιασε το αυτοκίνητο, όταν θα έβρισκε τα γυαλιστερά μπαλάκια στο δάπεδο.
Επανέρχομαι με κριτική για το διάσημο Fun4Two, λόγω νέας επίσκεψης εκεί. Η ημερομηνία είναι ενδεικτική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, για ευνόητους λόγους.
Δεν θα επεκταθώ σε περιγραφές του χώρου και άλλες λεπτομέρειες, αφού αυτά τα έχω πει σε προηγούμενη κριτική μου.
Αυτή την φορά βρέθηκα στο 'Άμστερνταμ "επί τούτου", μια και η οικογένεια είχε εκδράμει στας Αμερικάς και ήμουν μόνος κι έρημος στην Αθήνα.
Κάτι τα delivery, που τα ‘χα δοκιμάσει όλα, κάτι η δουλειά, που είχε χαλαρώσει, αποφάσισα να υποστώ την δαπάνη και να πεταχτώ στην Ολλανδία για 48 ώρες.
Η γνωστή φίλη απ' το Λονδίνο πετάει την σκούφια της για τα "ξυνά" και χαίρεται (έτσι λέει), που θα με ξαναδεί.
Παρασκευή βραδάκι, λοιπόν, συναντιόμαστε στο Σίπχολ, νοικιάζουμε αυτοκίνητο με navigator και βουρ για 'Άμστερνταμ.
'Εχοντας καεί απ' τις τιμές την προηγούμενη φορά και έχοντας τον κατάλληλο χρόνο προετοιμασίας, φρόντισα να νοικιάσω ένα πανέμορφο διαμερισματάκι μέσω airBnB, το οποίο μου κόστισε το 1/3 των χρημάτων που ζητούσε το προηγούμενο ξενοδοχείο.
Τακτοποιηθήκαμε, λοιπόν, και βγήκαμε για φαγητό, χωρίς να συμβεί κάτι αξιοσημείωτο. Εγώ ήμουν πτώμα, αφού μετά την δουλειά πέταξα κατ' ευθείαν για 'Άμστερνταμ, με μία low cost πτήση και είχα επί 3 ώρες τα γόνατά μου στο σαγόνι.
Συνεπώς, επιστροφή στο διαμέρισμα για νανάκια. Η κυρία από τα Λονδίνα είχε καιρό να με δει και ήθελε το κάτι τις της, αλλά την ξέκοψα. Μια πιπούλα, λίγος φραπές για ξαλάφρωμα και στην συνέχεια ήμουν λιώμα, κάργα ερωτευμένος με το μαξιλάρι μου. Το πως την πάλεψε η κυρία, δεν ξέρω. Ακόμη κι αν βγήκε βόλτα, εγώ δεν το πήρα χαμπάρι, αφού ξεράθηκα ημιθανής.
'Όπως φάνηκε, έπραξα σωστά, γιατί το Σάββατο το πρωί ξύπνησα φρέσκος, ευδιάθετος και έτοιμος για όλα.
Βγήκαμε για πρωινό, ο καιρός ήταν σχετικά καλός, κάναμε μεγάλη βόλτα. Η κυρία είδε ένα ωραίο μπουφάν, εμένα δεν μου άρεσε, αλλά, τελικά, εγώ το πλήρωσα. Δεν βαριέσαι, χαλάλι της.
Μετά πήραμε το αυτοκίνητο για μια μεγάλη βόλτα, αφ' ενός για να σκοτώσουμε την ώρα, αφ' ετέρου για να πεταχτούμε μέχρι την Ουτρέχτη, όπου είχα κλείσει ένα μεσημεριανό session για μασάζ τάντρα σε κάποιον ιδιωτικό χώρο, αντί του ευτελούς ποσού των 200 ευρώ.
45 χιλιόμετρα και 1,5 ώρα μετά (γιατί χαθήκαμε αρκετές φορές), βρήκαμε το σπίτι που έπρεπε να πάμε και παρκάραμε απ' έξω. 'Ηταν κάτι σαν αγροτόσπιτο της ελληνικής επαρχίας, αλλά έλειπε ο κομμένος μισός θερμοσίφωνας για μπάρμπεκιου. Τέλος πάντων, χτυπήσαμε και μας άνοιξαν. Μπήκαμε σ' ένα σπίτι σκοτεινό, ολίγον αγριευτικό, με σκούρες κόκκινες και μπλε ταπετσαρίες, χαμηλό φωτισμό και μυρωδιά βραστού λάχανου. Το ζευγάρι που μας υποδέχθηκε ήταν πολύ κοντά στην δική μου ηλικία και πολύ μακριά από την ηλικία της συνοδού μου. Μας έκαναν ένα μικρό μπρήφινγκ περί τάντρα, εν μέσω βαριών κουρτινών, κεριών και βραστού λάχανου. Ευτυχώς, η πρακτική εξάσκηση θα γινόταν σε άλλο χώρο κι έτσι θα γλιτώναμε την απίστευτη μυρωδιά.
Βγήκαμε στον κήπο του σπιτιού και περάσαμε σε μία μεγάλη κυκλική σκηνή που ήταν στημένη εκεί. Μέσα βασίλευε το ίδιο σκοτάδι, αλλά υπήρχαν πολλά κεριά αναμμένα και μία στόφα, που έσπαγε την υγρασία. Το έδαφος ήταν στρωμένο με κάτι ταλαιπωρημένα χαλιά, αλλά τουλάχιστον δεν πατούσαμε στο χώμα.
Η διαδικασία του τάντρα μασάζ υποτίθεται ότι σκοπεύει να σε οδηγήσει από την απόλυτη χαλάρωση, με σταδιακό τρόπο, στην σεξουαλική διέγερση. Και μην αρχίσετε τώρα να μου λέτε ότι το τάντρα είναι φιλοσοφία, στάση ζωής και άλλα τέτοια, γιατί εγώ πήγα Ολλανδία για να πηδήξω κι όχι να πάρω μεταπτυχιακό στην συγκριτική θεολογία.
Τέλος πάντων, η σιτεμένη ολλανδέζα κυρία ξάπλωσε την συνοδό μου ντυμένη σ' ένα κρεβάτι μασάζ και εν μέσω σκότους και αρωματικών αναθυμιάσεων άρχισε να την πιέζει σε επιλεγμένα σημεία, αφαιρώντας σιγά-σιγά και ρούχα. Ο ολλανδός κύριος περιτριγύριζε το κρεβάτι, χωρίς ν' απλώνει χέρι κι εγώ καθόμουν σε μια γωνιά, έτοιμος να κοιμηθώ απ' το σκοτάδι και την μαστούρα των λιβανιών (μην μου πει κανείς π@@στης που βρήκα γωνιά σε κυκλική σκηνή, γιατί θα σκοτωθούμε). Φαίνεται όμως ότι η ατμόσφαιρα, οι πιέσεις και το σταδιακό γδύσιμο έφερναν αποτέλεσμα στην εκ Λονδίνου κυρία, η οποία άρχισε ν' ανασαίνει βαριά, να βγάζει κάποιες κραυγούλες ηδονής και να στριφογυρίζει κάπως πιο έντονα στο κρεβάτι. Η ολλανδέζα με φώναξε να πάω κοντά και άρχισε να μου δίνει οδηγίες για μαλάξεις και θωπείες στα σημεία που μου έλεγε. Ηθελα δεν ήθελα, υπάκουσα και επειδή, όσο να 'ναι, το αντρικό χέρι έχει άλλη επίδραση στην γυναίκα την σωστή και την πρόσβαρη, οι κραυγούλες έγιναν κραυγές και η συνοδός μου ήρθε σε καταπληκτικό οργασμό, συνοδευόμενο με έντονο squirt, ανεβάζοντας τα επίπεδα υγρασίας. Μέσα σε όλα, ξέχασα να πω ότι ο ολλανδός "αγρότης" είχε βρει την ευκαιρία και μπούκωσε την δικιά μου με το πουλί του κάποια στιγμή, ίσως γιατί φώναζε πολύ. Για να μην τα πολυλογώ, θεώρησα ότι είχα κάνει το καθήκον μου και είχα ισοφαρίσει το σκορ, μετά την περιποίηση που είχα δεχθεί το προηγούμενο βράδυ, οπότε, επειδή περνούσε και η ώρα και είχαμε άλλες "υποχρεώσεις", τα μαζέψαμε για επιστροφή στο 'Άμστερνταμ, προς μεγάλη λύπη της ολλανδέζας, που είχε ελπίσει να την περάσω ένα χέρι, πλην όμως η ηλικία μου δεν επέτρεπε υπερβολές, αφού το βράδυ θα ήμουν πιο Ι4 κι από ντακότα.
Γυρίσαμε σβέλτα στο ‘Αμστερνταμ (απ’ τα πάνω-κάτω, είχαμε μάθει το δρόμο με κλειστά μάτια), τσιμπήσαμε κάτι στο πόδι και πήγαμε σπίτι για μπανάκι και κούρα ύπνου.
‘Όταν ξυπνήσαμε, η ώρα είχε πάει 7 και με δεδομένο ότι το “πανηγύρι” ξεκινάει στο Fun4Two από τις 9, έπρεπε να βιαστούμε λίγο, αφού είχαμε και μια ώρα δρόμο μέχρι εκεί. Ντυθήκαμε, στολιστήκαμε και η συνοδός μου, για προθέρμανση, έβαλε κάτι μπαλίτσες στο μουν@κι της, δεμένες με μια κλωστή.
Κατά τα λοιπά, το πόδι της ήταν τέλειο, το στήθος της αρκούντως υψωμένο και εκτεθειμένο, τα χείλη βαμμένα καυλερά κόκκινα και το μαλλί πιασμένο σε αυστηρή αλογοουρά. Το τελευταίο με παραξένεψε, γιατί τα μαλλιά της χύνονται πολύ ωραία στους ώμους της και είναι βασικό στοιχείο της εμφάνισής της, και της το είπα. Μου απάντησε ότι την προηγούμενη φορά έλουζε φλόκια απ’ το κεφάλι της επί μία βδομάδα και δεν σκόπευε να ξαναπάθει το ίδιο. Λογική εξήγηση, συζήτηση κομμένη.
Κάναμε την γνωστή διαδρομή, δεν χαθήκαμε (αυτό κι αν είναι κατόρθωμα για μένα), βγάλαμε τις μπαλίτσες από του μ@@νί της κυρίας και τις πετάξαμε στο πάτωμα του αυτοκινήτου και κατά τις 9:15’ στεκόμασταν στο τέλος μιας ατέλειωτης ουράς (queue, όχι tail), περιμένοντας υπομονετικά να μπούμε μέσα. Στην υποδοχή ο γνωστός έλεγχος (είχα πετάξει ο μ@λ@κ@ς την κάρτα μέλους που μου είχαν δώσει την προηγούμενη φορά, φοβούμενος ότι μπορεί να την ανακαλύψει η κ. Καρτάλη), η πληρωμή, το κλειδάκι του locker και η είσοδος στα ενδότερα.
Δεν είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από την προηγούμενη φορά και ο χώρος μας φάνηκε οικείος. Επειδή ουσιαστικά είχαμε φάει μόνο πρωινό, κατευθυνθήκαμε στον μπουφέ, πήραμε τα πιατάκια μας, βάλαμε ο καθένας ό,τι του άρεσε και καθίσαμε να φάμε σε ένα απομονωμένο τραπεζάκι, σκανάροντας παράλληλα και τον χώρο και τους ανθρώπους.
Παρένθεση: ‘Όπως καταλαβαίνετε, έλαβα σοβαρά υπ’ όψη τα σχόλια που έγιναν στην προηγούμενη ανάρτησή μου. Και AirBnB, αντί για χοτέλι και νοικιάρικο αμάξι, αντί για ταξί και φαγητό στο club, που στο κάτω-κάτω είναι και πληρωμένο. Για να μην λέτε ότι δεν σας λαμβάνω υπ’ όψη μου.
‘Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, χορτασμένοι και ευδιάθετοι, ανεβήκαμε στον χώρο των lockers και απαλλαγήκαμε από τα περιττά ρούχα. Το σκηνικό στα αποδυτήρια, λίγο – πολύ, ίδιο, όπως την προηγούμενη φορά. Απλώς, σήμερα ήταν Σάββατο και ο κόσμος ήταν περισσότερος, νεώτερος και ωραιότερος.
Ξανακατεβήκαμε, φορώντας τα απολύτως απαραίτητα και στον χώρο του μπαρ επικρατούσε σχεδόν ερημιά. Λίγοι θεριακλήδες ήταν στο δωματιάκι απέναντι από την μπάρα για τσιγάρο, κάποιοι άλλοι στο μπαρ καυλάντιζαν με τις κοπέλες που σέρβιραν και οι περισσότεροι ήταν στα αποδυτήρια και στα πάνω δωμάτια.
Μη βρίσκοντας ενδιαφέρον στον κάτω όροφο, ανεβήκαμε επάνω, όπου η μάχη είχε αρχίσει, σε σημείο που δεν βρίσκαμε ελεύθερο χώρο να καθίσουμε.
Με τα πολλά, χωνόμαστε σ’ ένα χώρο, που τον χώριζε ένα ξύλινο χώρισμα από τον διάδρομο. Μπήκαμε μέσα, εγώ είχα ψιλογίνει τούρμπο, φόρεσα σκουφάκι και έστησα την παρτενέρ μου στα 4, αφού παραμέρισα στο στρινγκάκι της. Αυτό που ξέχασα να πω είναι ότι το ξύλινο χώρισμα είχε και τρύπες, τις γνωστές για τους μύστες glory holes, απ’ όπου οι διερχόμενοι μπορούσαν να πάρουν μάτι τα τεκταινόμενα, αλλά μπορούσαν κιόλας να χώσουν το πουλί τους μέσα, προς αναζήτηση πρόθυμου στόματος. Εγώ έχω γυρίσει, επίτηδες, την δικιά μου προς τις τρύπες και την πηδάω με χαλαρό, έως αποκοιμιστικό ρυθμό. Δεν πρόλαβα να μπω και να βγω πάνω από 10 φορές και φάτσα κάρτα στην μούρη της συνοδού μου σκάει μαύρο πουλί, εύσωμο, ζουμερό και φιδίσιο. Δεν χάνει ευκαιρία η δικιά μου και το βάζει στο στόμα, κρατώντας τον αργό ρυθμό που της έδινα εγώ. Αργός ξεαργός όμως ο ρυθμός, το φίδι από οχιά έγινε βόας και σε λίγο ανακόντα. Εβαζε στο στόμα όσο μπορούσε και πάλι αυτό που έμενε απ’ έξω ήταν μεγαλύτερο απ’ το δικό μου. Αυτό κράτησε 5 λεπτά περίπου και μετά ο ιδιοκτήτης του ανακόντα αποφάσισε να κυνηγήσει αλλού. Με το που καταλαβαίνει ότι φεύγει, η δικιά μου πετάγεται επάνω, μ’ αφήνει σύξυλο και βγαίνει έξω. Τον σταματάει, κάτι λένε στ’ αγγλικά και ξανάρχεται σε μένα. “Τί του ‘πες, μωρή κουφάλα?”, την ρωτάω. “Του ‘πα, τώρα που έχω κάνει την μισή δουλειά, να μην μ’ αφήσει παραπονεμένη”, μου απαντάει. ‘Ετσι μένει το πήδημα στην μέση και βγαίνουμε όξω να συναντήσουμε τον Τζάσπερ με τα τρία πόδια, ο οποίος προερχόταν από κάτι μακρινές και άγνωστες αποικίες της Ολλανδίας και είχε κάτι πλάτες σαν νταμάρι και ύψος μπασκετμπολίστα. Μαζί του ήταν μια αφράτη ολλανδέζα με κοτσιδάκια, η Μπριτ, που όποιος πέρναγε της έπιανε δήθεν κατά λάθος τον κώλο.
Επειδή γινόταν παντού ο κακός χαμός από κόσμο, τους μάζεψα όλους μαζί και τους οδήγησα κάτω από την στέγη, όπου έχει ένα χώρο με περιορισμένο ύψος και γι’ αυτό δεν τον προτιμούν οι πολλοί. Ο Τζάσπερ είχε ξαναφορέσει το εσώρρουχό του, αλλά περισσότερο από το μισό φίδι ήταν έξω και σημάδευε το σαγόνι του. Γελάκια η δικιά μου, που το έβλεπε, γελάκια η Μπριτ, που το ήξερε, εγώ δεν γέλαγα καθόλου.
Στη σοφίτα όμως ο Τζάσπερ αποδείχθηκε κλειστοφοβικός. Το ανακόντα έγινε σαμιαμίδι, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της δικιάς μου και της Μπριτ. Εγώ είχα μείνει στην άκρη, χάζευα τον τουρλωμένο κώλο της Μπριτ και πασπάτευα τον Περικλή, που στεκόταν στο ύψος του. Εκνευρίστηκε ο Τζάσπερ, απογοητεύτηκε η δικιά μου, χαζογέλαγε η Μπριτ κι ο μόνος χαρούμενος ήμουν εγώ, που διέθετα το μόνο “όπλο” που δεν είχε πάθει εμπλοκή.
“Fuck” και “ξανάfuck” ο Τζάσπερ, σκύψαμε, κουλουριαστήκαμε, συρθήκαμε και βγήκαμε από την χαμηλοτάβανη σοφίτα, με την δικιά μου να τρίβει τα βυζιά της στην πλάτη του Τζάσπερ, ο οποίος μόλις βγήκε στο ανοιχτό πεδίο, έκανε έπαρση σημαίας. Φοβούμενος μην του ξανατύχει καμμιά στραβή, βούτηξε απ’ τα χέρια μου ένα προφυλακτικό, το πέρασε, έστησε την δικιά μου σ’ ένα τοίχο και της τον φόρεσε ασάλιωτα. Δεν έκατσα να δω την συνέχεια, πήρα την Μπριτ με τα κοτσιδάκια και πήγα στην πισίνα. Προφυλακτικό δεν είχα, οπότε την έβαλα να κάτσει στο χείλος, εγώ μπήκα μέσα στο νερό και της έκανα ένα γλυψιματάκι σπέσιαλ, που φάνηκε ότι το είχε ανάγκη, αφού μου κρατούσε το κεφάλι και το πίεζε πάνω της είτε από ανάγκη, είτε από καύλα. ‘Ετσι όπως είχε γείρει προς τα πίσω, στηριζόμενη στα χέρια της, κάποιος περαστικός σταμάτησε, καβάλησε από πάνω της και της έδειξε το πεσμένο πουλί του. ‘Άλλο που δεν ήθελε η Μπριτ, το πήρε το στόμα για να το ζωντανέψει. Εγώ πάλι, που δεν γούσταρα να βλέπω τον σουρωμένο κώλο του, παράτησα το γλύψιμο, σκουπίστηκα και έψαξα να βρω την αγγλοθρεμένη συνοδό μου. Την βρήκα, μαζί με τον Τζάσπερ, να πίνουν τα ποτάκια τους στο ισόγειο, κουρασμένοι αλλά ευτυχείς.
Τους κοίταζα και σκεφτόμουν ότι δεν έχω πηδήξει ακόμη, ενώ η καύλα μου είχε φτάσει στο μη παρέκει. Τους πλησίασα και λέω στην δικιά μου: “Γουστάρεις μασαζάκι με 4 χέρια?” “Αμέ”, μου λέει και εξηγεί στον Τζάσπερ τι είπα. Μέσα κι ο Τζάσπερ. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τον χώρο του μασάζ και κάναμε περισσότερη ώρα απ’ όση έψαχνα το μασαζόσπιτο στην Ουτρέχτη. Περάσαμε δυο και τρεις φορές από κάθε χώρο του κλαμπ, είδαμε την Μπριτ να χαμουρεύεται με κάτι τεκνά, δεν δώσαμε σημασία, δεν μας έδωσε κι εκείνη.
Τελικά, βρήκαμε τον χώρο για το μασάζ, κονομήσαμε κάτι γλιστερά λαδάκια, ξαπλώσαμε την συνοδό μου στο μασαζοκρέβατο και την κάναμε σαν το μελομακάρονο, πριν το βάλεις στον φούρνο, όταν ξερνάει το λάδι απ’ όλους τους πόρους. Ο Τζάσπερ έκανε πλάτη, εγώ πόδια, συναντιόμασταν στα κωλομέρια και πάλι πίσω. Η δικιά μου είχε κλείσει τα μάτια κι απολάμβανε. Της άνοιγα που και που τα πόδια, πέρναγα το χέρι δήθεν τυχαία από ευαίσθητες περιοχές, εκείνη τούρλωνε το κωλαράκι, δείγμα ότι της άρεσε. Την γυρίσαμε ανάσκελα, στήθος και κοιλιά ο Τζάσπερ, πάλι πόδια εγώ. ‘Όπως ήταν ψηλός ο μαυρούλης, στεκόταν πίσω απ’ το κεφάλι της και όπως έσκυβε να της μαλάξει την κοιλιά, απλωνόταν το παπάρι του και της έκρυβε πρόσωπο, λαιμό, στήθος και το μισό στομάχι. Εγώ εκεί, σταθερός, έτριβα τα πόδια και λάδωνα τις τρυπούλες με δαχτύλιασμα.
Πόσο όμως ν’ αντέξει ο άνθρωπος? Τρίψιμο από ‘δω, τρίψιμο από ‘κει, οι ορμόνες είχαν χτυπήσει κόκκινο. ‘Ωρα για πήδημα. Ανεβαίνω στο κρεβάτι, σηκώνω τα πόδια της δικιάς μου και της προσφέρω ένα ιεραποστολικό αξέχαστο. Ο Τζάσπερ απτόητος την μπούκωνε με κρέας. Καλό, όμως, το λαδάκι, καλό το μασαζάκι, αλλά δεν κάνει καλό στα προφυλακτικά. Τρία έσπασα και τα νεύρα μου γίνανε κρόσια. Για καλή μου τύχη φάνηκε η Μπριτ, η οποία μας έψαχνε. Καλό σκούπισμα με χαρτί υγείας, νέο προφυλακτικό και ξαπλώνω ανάσκελα στο πάτωμα για cow girl με την μικρή ολλανδέζα. Η κοτσιδού ξέρει το άθλημα, όσο λίγες. Με ακινητοποιεί ανάμεσα στα πόδια της και δίνει εκείνη τον ρυθμό, πότε χαλαρά και πότε σβέλτα. Και κάπου εκεί παθαίνω την πλάκα μου. Βλέπω τον Τζάσπερ να πλησιάζει από πίσω, με το κοντάρι προτεταμένο, να γονατίζει, να ακινητοποιεί την μικρή και να ψάχνει την κωλοτρυπίδα της. Η Μπριτ ψύχραιμη, αλλά προβληματισμένη. Η ελληνοαγγλίδα φίλη μου κοιτάζει αλλού. Τελικά, ο Τζάσπερ, στην λογική του “με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί”, καταφέρνει να εισχωρήσει. Η Μπριτ παίρνει βαθειά ανάσα, εγώ νομίζω ότι κινδυνεύω να γίνω σουβλάκι, αν κάτι δεν πάει καλά. Η Μπριτ αντέχει, υποφέρει, αλλά αντέχει. Νοιώθω το καυλί του Τζάσπερ να τεντώνει αυτό το λεπτό τοίχωμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο διόδους. Δεν τολμάω ούτε να κουνηθώ. Κουνιέται η ολλανδέζα για μένα, κουνιέται και ο μαυρούλης από τις ολλανδικές αποικίες. Είναι τόση η καύλα, που έστω και ακίνητος, δεν αντέχω για πολλή ώρα και γεμίζω το προφυλακτικό με παχύ λευκό έκκριμα. Ηρεμώ, αφήνω τον Περικλή να συρρικνωθεί, κρατάω το σκουφάκι και αποχωρώ διακριτικά έρπην. Το ασπρόμαυρο ζεύγος συνεχίζει ακάθεκτο, αλλά όλα δείχνουν ότι ξέρουν τα όριά τους. Ο Τζάσπερ μπαινοβγαίνει στην πίσω τρύπα με ακρίβεια χιλιοστού. Ποτέ λιγότερο, ποτέ περισσότερο. Εκτιμώ με το μάτι ότι περίπου 15 πόντοι κρέας έχουν βρει τον δρόμο τους και άλλοι τόσοι δροσίζονται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η δικιά μου έχει κατανικήσει πλέον τους φόβους της και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς. Τότε ο μαυρούλης βγάζει την πολεμική κραυγή, βγάζει και το προφυλακτικό και σηκώνεται όρθιος, “σοβατίζοντας” το πρόσωπο της συνοδού μου. Τελικά είχε δίκιο που έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά.
Κάπως έτσι, η ώρα είχε πάει 1 μετά τα μεσάνυχτα και η κούραση ήταν εμφανής. ‘Εχοντας και δρόμο να κάνουμε για ‘Αμστερνταμ, πλυθήκαμε, συγυριστήκαμε, ντυθήκαμε, αποχαιρετίσαμε και την κάναμε.
Την άλλη μέρα, στο αεροπλάνο της επιστροφής, σκεφτόμουν την απορία του υπαλλήλου της εταιρείας που μας νοίκιασε το αυτοκίνητο, όταν θα έβρισκε τα γυαλιστερά μπαλάκια στο δάπεδο.
Πρόσβαση
Εύκολη
Parking
Άνετο και διακριτικό
Τιμή Εισόδου
€ 150
Η είσοδος επιτρέπεται
Μόνο σε ζευγάρια
Η τιμή περιλαμβάνει
Φαγητό
Σχόλια
4 αποτελέσματα - εμφανίζονται 1 - 4
Διάταξη
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού
24 Οκτωβρίου, 2017
The Kraang
24 Οκτωβρίου, 2017
Συνηθως τα μακροσκελη κειμενα τα βαριεμαι.Ευτυχως ομως υπαρχουν κι αυτα (εξαιρεσεις) , που κανουν τους κανονες να ισχυουν.Να 'σαι καλα αδελφε , σουπερ περιγραφη και με πολυ χιουμορ.
sersegas
24 Οκτωβρίου, 2017
Σε απάντηση ενός προηγούμενου σχολίου
bull4cuck
28 Νοεμβρίου, 2017
Bravo
fortune
4 αποτελέσματα - εμφανίζονται 1 - 4