Κριτικές από Φανούρης Τζούρας
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
5.0
Τρίτη, ώρα 17:46
Η υπηρεσία με το καρό πουκάμισο ήταν εκεί.
«Γεια σας!... (δεν υπήρχε κάποιος άλλος στο σαλονάκι) Δέκα ευρώ είναι. Η κοπέλα κάνει τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα. Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο».
«Γεια σου!», εμφανίστηκε μία Ρουμάνα στο τέλος της τρίτης δεκαετίας της ζωής της (τρίτη δεκαετία: 21-30), με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι τους ώμους, γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοφτιαγμένο κορμάκι μ' ένα ταττού —μια λέξη— δεξιά χαμηλά στην κοιλιά, μέτριο ανάστημα. «Γεια σου». «Τι κάνεις;». «Καλά... Η Νικόλ δεν είσαι;». «Νικόλ!», ενθουσιάστηκε η τσατσά. «Νικόλ είμαι!», επιβεβαίωσε και η πόρνη εντυπωσιασμένη.
«Γεια σου!», ξαναευχήθηκε η Νικόλ μπαίνοντας στο ψιλοσυμπαθητικό, μισοφωτισμένο δωμάτιο ύστερα από τέσσερα λεπτά. «Γεια σου, τι κάνεις;», της χαμογέλασα απ' τον καλόγερο. «Καλά είμαι, εσύ;», κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι. «Καλά είμαι επίσης», πλησίασα και του λόγου μου.
Ξάπλωσα κι εκείνη γονάτισε ανάμεσα στα σκέλια μου.
«Εσύ εδώ δουλεύεις πρωί και απόγευμα, ε;», παρατήρησα μιας και σε πρόσφατη τσάρκα την είχα συναντήσει πρωί. «Ναι... καμία φορά δουλεύω και βράδια», πρόσθεσε. «Α...». «'Έντεκα μέχρι πέντε», και με την πληροφορία αυτή έσκισε, με τα δόντια, το περίβλημα του προφυλακτικού που κρατούσε. «Θα το βάλω εγώ αυτό!», απαίτησα απλώνοντας το χέρι. «Μη σπάσεις!», μου επέστησε την προσοχή δίνοντάς το μου. «Μη φοβάσαι, τα νύχια μου είναι κομμένα...», την καθησύχασα και βρίσκοντας τη σωστή πλευρά προσπάθησα να το ξετυλίξω κατά μήκος του σε ηρεμία πέους μου. «Αλλά δεν έχω καυλώσει, πώς θα μπει;», την κοίταξα και συνέχισα, «κανονικά, πρέπει–». «Να καυλώσεις πρώτα», συμπλήρωσε εκείνη. «Ναι, αλλά πώς θα καυλώσω; Χε χε». «Πως θες εσύ!». «Μπορείς να με φιλήσεις, εδώ (θηλές) κι εδώ (λαιμό);». «Να φιλήσω όχι, μόνο θα κάνω έτσι». «Πώς;», δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε. «Θα κάτσω εδώ...», μετακινήθηκε δίπλα μου. «Μπράβο!... Και τι θα κάνεις;...».
'Ηθελε μόνο να με χαϊδεύει. Τελικά όμως δέχτηκε να με... ψευτοφιλήσει στις θηλές, όπως και λίγο στον λαιμό, χωρίς όμως καθόλου γλείψιμο — ούτε καν ακρογλώσσιο. Ευτυχώς που δεν είχε αντίρρηση να της ρουφήξω τα βυζάκια, να τη φιλήσω – γλείψω στον λαιμό, στα μάγουλα, λίγο στ' αυτία, να της χουφτώσω τον κώλο, να "εξερευνήσω" την κωλοχαράδρα και λίγο τη μουνοχαραμάδα της.
Δεν ήμουν όμως αρκετά καυλωμένος οπότε προχωρήσαμε σε μια μέτρια πίπα η οποία συμπεριλάμβανε και κάποιους εξωτερικούς γλωττισμούς.
«Δε θες να σηκώνεται ο πούτσος σου;», ρώτησε ύστερα από κάμποσα ρουφήγματα. «Είμαι μετά τη δουλειά και είμαι λίγο κουρασμένος», δικαιολογήθηκα. «Συνέχισε όμως την προσπάθεια...», της ζήτησα για να τη ρωτήσω κι εγώ αμέσως μετά (κάνοντας χιούμορ), «καλά, στους υπόλοιπους πελάτες σου αμέσως τους σηκώνεται;». «'Οταν είναι στο... έξω (τους είναι ήδη σηκωμένες, μου έδειξε) και (όταν) θα μπει στο δωμάτιο είναι...», έκαμψε το αντιβράχιο σφίγγοντας τη γροθιά της! «Πω πω! Χα χα», έκανα τάχα μου εντυπωσιασμένος. «Από σαλόνι!», επανέλαβε. «Μωρέ μπράβο...». Και με αυτά συνέχισε να πιπώνει.
«Κάτσε στα τέσσερα», της ζήτησα ύστερα από λίγο — η ψωλή μου συνέχιζε να είναι μισοκαυλωμένη. «Ναι, εντάξει», συμφώνησε πρόθυμα. «'Ετσι;», πήρε μια θέση κάπως ψηλά, που δεν με βόλευε, οπότε της ζήτησα να χαμηλώσει. «'Ετσι;», ξαναρώτησε όταν ήρθε στο κατάλληλο ύψος. «Ναι ναι ναι, έτσι είναι πολύ καλά!... Α, ωραίο κωλαράκι...». «Χι χι...».
Τρίβοντας τη μελάτη λαστιχοντυμένη πούτσα μου ανάμεσα στα μεγάλα χείλη του μουνιού της και σφίγγοντάς τη στη βάση της, έτσι ώστε να εμποδίζω τη διαρροή του αίματος, την έχωσα... 'Αρχισα να μπαινοβγαίνω, σιγά σιγά κερδίζοντας σε στύση, αλλά στο τέλος δεν κατάφερα να ολοκληρώσω...
«'Ασε Νικόλ, θα έρθω κάποια άλλη φορά που θα είμαι ξεκούραστος!», τραβήχτηκα σκαμπιλίζοντάς της ελαφρά το κωλομάγουλο. «'Αλλη φορά πρέπει να σηκώσει το πούτσο, γιατί θέλω τον πούτσο σου!», μου είπε γυρίζοντας προς το μέρος μου. «Ξέρεις όμως κάτι;... Να σου πω κάτι. Για να σηκωθεί καλά ο πούτσος, πρέπει να βοηθάει λίγο και η κοπέλα». «Ναι. Και 'γω δεν σε βοηθάω;», με κοίταξε με απορία. «Ε, δεν βοηθάς όσο πρέπει».
«Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ αγάπη μου», την άκουσα να μου λέει βγαίνοντας.
Δεν ξέρω, στο φινάλε ίσως να έφταιγε και η δική μου κούραση για την αδυναμία επιτυχούς ολοκλήρωσης της συνεύρεσης...
Η υπηρεσία με το καρό πουκάμισο ήταν εκεί.
«Γεια σας!... (δεν υπήρχε κάποιος άλλος στο σαλονάκι) Δέκα ευρώ είναι. Η κοπέλα κάνει τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα. Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο».
«Γεια σου!», εμφανίστηκε μία Ρουμάνα στο τέλος της τρίτης δεκαετίας της ζωής της (τρίτη δεκαετία: 21-30), με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι τους ώμους, γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοφτιαγμένο κορμάκι μ' ένα ταττού —μια λέξη— δεξιά χαμηλά στην κοιλιά, μέτριο ανάστημα. «Γεια σου». «Τι κάνεις;». «Καλά... Η Νικόλ δεν είσαι;». «Νικόλ!», ενθουσιάστηκε η τσατσά. «Νικόλ είμαι!», επιβεβαίωσε και η πόρνη εντυπωσιασμένη.
«Γεια σου!», ξαναευχήθηκε η Νικόλ μπαίνοντας στο ψιλοσυμπαθητικό, μισοφωτισμένο δωμάτιο ύστερα από τέσσερα λεπτά. «Γεια σου, τι κάνεις;», της χαμογέλασα απ' τον καλόγερο. «Καλά είμαι, εσύ;», κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι. «Καλά είμαι επίσης», πλησίασα και του λόγου μου.
Ξάπλωσα κι εκείνη γονάτισε ανάμεσα στα σκέλια μου.
«Εσύ εδώ δουλεύεις πρωί και απόγευμα, ε;», παρατήρησα μιας και σε πρόσφατη τσάρκα την είχα συναντήσει πρωί. «Ναι... καμία φορά δουλεύω και βράδια», πρόσθεσε. «Α...». «'Έντεκα μέχρι πέντε», και με την πληροφορία αυτή έσκισε, με τα δόντια, το περίβλημα του προφυλακτικού που κρατούσε. «Θα το βάλω εγώ αυτό!», απαίτησα απλώνοντας το χέρι. «Μη σπάσεις!», μου επέστησε την προσοχή δίνοντάς το μου. «Μη φοβάσαι, τα νύχια μου είναι κομμένα...», την καθησύχασα και βρίσκοντας τη σωστή πλευρά προσπάθησα να το ξετυλίξω κατά μήκος του σε ηρεμία πέους μου. «Αλλά δεν έχω καυλώσει, πώς θα μπει;», την κοίταξα και συνέχισα, «κανονικά, πρέπει–». «Να καυλώσεις πρώτα», συμπλήρωσε εκείνη. «Ναι, αλλά πώς θα καυλώσω; Χε χε». «Πως θες εσύ!». «Μπορείς να με φιλήσεις, εδώ (θηλές) κι εδώ (λαιμό);». «Να φιλήσω όχι, μόνο θα κάνω έτσι». «Πώς;», δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε. «Θα κάτσω εδώ...», μετακινήθηκε δίπλα μου. «Μπράβο!... Και τι θα κάνεις;...».
'Ηθελε μόνο να με χαϊδεύει. Τελικά όμως δέχτηκε να με... ψευτοφιλήσει στις θηλές, όπως και λίγο στον λαιμό, χωρίς όμως καθόλου γλείψιμο — ούτε καν ακρογλώσσιο. Ευτυχώς που δεν είχε αντίρρηση να της ρουφήξω τα βυζάκια, να τη φιλήσω – γλείψω στον λαιμό, στα μάγουλα, λίγο στ' αυτία, να της χουφτώσω τον κώλο, να "εξερευνήσω" την κωλοχαράδρα και λίγο τη μουνοχαραμάδα της.
Δεν ήμουν όμως αρκετά καυλωμένος οπότε προχωρήσαμε σε μια μέτρια πίπα η οποία συμπεριλάμβανε και κάποιους εξωτερικούς γλωττισμούς.
«Δε θες να σηκώνεται ο πούτσος σου;», ρώτησε ύστερα από κάμποσα ρουφήγματα. «Είμαι μετά τη δουλειά και είμαι λίγο κουρασμένος», δικαιολογήθηκα. «Συνέχισε όμως την προσπάθεια...», της ζήτησα για να τη ρωτήσω κι εγώ αμέσως μετά (κάνοντας χιούμορ), «καλά, στους υπόλοιπους πελάτες σου αμέσως τους σηκώνεται;». «'Οταν είναι στο... έξω (τους είναι ήδη σηκωμένες, μου έδειξε) και (όταν) θα μπει στο δωμάτιο είναι...», έκαμψε το αντιβράχιο σφίγγοντας τη γροθιά της! «Πω πω! Χα χα», έκανα τάχα μου εντυπωσιασμένος. «Από σαλόνι!», επανέλαβε. «Μωρέ μπράβο...». Και με αυτά συνέχισε να πιπώνει.
«Κάτσε στα τέσσερα», της ζήτησα ύστερα από λίγο — η ψωλή μου συνέχιζε να είναι μισοκαυλωμένη. «Ναι, εντάξει», συμφώνησε πρόθυμα. «'Ετσι;», πήρε μια θέση κάπως ψηλά, που δεν με βόλευε, οπότε της ζήτησα να χαμηλώσει. «'Ετσι;», ξαναρώτησε όταν ήρθε στο κατάλληλο ύψος. «Ναι ναι ναι, έτσι είναι πολύ καλά!... Α, ωραίο κωλαράκι...». «Χι χι...».
Τρίβοντας τη μελάτη λαστιχοντυμένη πούτσα μου ανάμεσα στα μεγάλα χείλη του μουνιού της και σφίγγοντάς τη στη βάση της, έτσι ώστε να εμποδίζω τη διαρροή του αίματος, την έχωσα... 'Αρχισα να μπαινοβγαίνω, σιγά σιγά κερδίζοντας σε στύση, αλλά στο τέλος δεν κατάφερα να ολοκληρώσω...
«'Ασε Νικόλ, θα έρθω κάποια άλλη φορά που θα είμαι ξεκούραστος!», τραβήχτηκα σκαμπιλίζοντάς της ελαφρά το κωλομάγουλο. «'Αλλη φορά πρέπει να σηκώσει το πούτσο, γιατί θέλω τον πούτσο σου!», μου είπε γυρίζοντας προς το μέρος μου. «Ξέρεις όμως κάτι;... Να σου πω κάτι. Για να σηκωθεί καλά ο πούτσος, πρέπει να βοηθάει λίγο και η κοπέλα». «Ναι. Και 'γω δεν σε βοηθάω;», με κοίταξε με απορία. «Ε, δεν βοηθάς όσο πρέπει».
«Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ αγάπη μου», την άκουσα να μου λέει βγαίνοντας.
Δεν ξέρω, στο φινάλε ίσως να έφταιγε και η δική μου κούραση για την αδυναμία επιτυχούς ολοκλήρωσης της συνεύρεσης...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 29, 2015
Όνομα κοπέλας
Νικόλ
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.1
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
4.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
4.0
Δευτέρα, ώρα 13:44
«Μαίρη!...», άκουσα την υπηρεσία να φωνάζει καθώς ανέβαινα τη σκάλα του δεξιού μπουρδέλου. Φτάνοντας είδα έναν ημεδαπό να περιμένει στην είσοδο του σαλονιού. Απ' το κουζινάκι βγήκε —και στάθηκε δίπλα στην τσατσά— μία μετρίου αναστήματος νεαρή ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι τη μέση, όμορφο σοβαρό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, καλοσχηματισμένο κορμί στολισμένο από διάφορα έγχρωμα ταττού˙ με πιο χαρακτηριστικό εκείνο στο δεξί μπούτι.
«Μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό. Πάρα πολύ καλή! Δέκα ευρώ, θα περάσετε πολύ όμορφα».
Δεν έδωσα τα χρήματα αμέσως. Μόνο όταν ο συναγωνιστής έκανε να φύγει —ψιθυρίζοντας ένα «ευχαριστώ»—, τότε πλήρωσα το δεκάρικο. «Oρίστε!». «Πέρασε σ' αυτό το δωμάτιο», μου έδειξε η υπηρεσία. Πέρασα σε μία σκοτεινή, ψιλοάθλια κάμαρα, στην οποία η Μαίρη εισήλθε αμίλητη ύστερα από δώδεκα λεπτά. Επίτηδες δεν μίλησα για να έβλεπα εάν θα έλεγε κάτι. Εκείνη παραμένοντας σιωπηλή έβγαλε τα πορνοπάπουτσα και ξαπλώνοντας —στο πλευρό— πλάι μου άρχισε να παίζει τον πούτσο μου χρησιμοποιώντας τρία δάχτυλα (αντίχειρα, δείκτη, μέσο).
«Πώς σε λένε;», τελικά έσπασα εγώ τη σιωπή. "What?", με κοίταξε. "What is your name?". "Mary", ξαναστύλωσε το βλέμμα στο πουλί μου και στο χέρι της που ανεβοκατέβαινε αργά. "Ok... Where are you from?". "Russia", συνέχιζε να κοιτάζει χαμηλά στο υπογάστριο μου. "Mary, do you speak english?". "A little", απάντησε χωρίς να πάρει το βλέμμα της απ' την περιοχή. 'Ηταν ανέκφραστη —θλιμμένη, για κάποιους— και μιλούσε σιγανά.
Δέχτηκε να με φιλήσει – γλείψει στις θηλές και στον λαιμό, αλλά το έκανε με τρόπο που δεν αισθανόμουν σχεδόν τίποτα, ενώ υπέμεινε και τα δικά μου φιλιά – γλείψιμο σε θηλές, λαιμό, λίγο στ' αυτιά της καθώς και τις θωπείες μου σε μεγάλο μέρος του κορμιού της.
Εγώ ήμουν εκείνος που της ζήτησα να βάλουμε το προφυλακτικό — το οποίο ξετύλιξα ο ίδιος, στο μισοσηκωμένο καυλί μου, μιας και το συνηθίζω τελευταία.
"Nice tattoo", σχολίασα, παρατηρώντας τον δεξιό της ώμο, λίγο πριν ξεκινήσει το τσιμπούκι. Το "thank you" που ψιθύρισε μόλις που το άκουσα. Η πίπα ήταν άνευρη. Της το είπα, "this is not a good blowjob". Πήρε μία έκφραση σαν να μου έλεγε, «και τι παραπάνω να κάνω;».
«Κρακ κρακ κρακ!...», αφού γονάτισα της έδειξα να στηθεί στα τέσσερα. Το έκανε στηριζόμενη στους αγκώνες με το κεφάλι να κρέμεται — οι πατούσες της ήταν λερωμένες. "Mmm, nice...", θαύμασα το καλοσχηματισμένο ξυρισμένο αιδοίο.
Κατά τη διάρκεια της γάμευσης η νεαρή πόρνη δεν έβγαζε κανέναν ήχο. Εγώ πάλι ένιωθα καλά μέσα της. Χωρίς αντίρρηση, όταν της το ζήτησα, ξάπλωσε ανάσκελα απάγοντας τα μπούτια, με τις κνήμες σε κάμψη και τη γάμησα ιεραποστολικά μέχρι που ολοκλήρωσα.
'Ενα "bye", καθώς έφευγε λίγο αργότερα, το είπε μέσα απ' τα δόντια.
«Μαίρη!...», άκουσα την υπηρεσία να φωνάζει καθώς ανέβαινα τη σκάλα του δεξιού μπουρδέλου. Φτάνοντας είδα έναν ημεδαπό να περιμένει στην είσοδο του σαλονιού. Απ' το κουζινάκι βγήκε —και στάθηκε δίπλα στην τσατσά— μία μετρίου αναστήματος νεαρή ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι τη μέση, όμορφο σοβαρό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, καλοσχηματισμένο κορμί στολισμένο από διάφορα έγχρωμα ταττού˙ με πιο χαρακτηριστικό εκείνο στο δεξί μπούτι.
«Μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό. Πάρα πολύ καλή! Δέκα ευρώ, θα περάσετε πολύ όμορφα».
Δεν έδωσα τα χρήματα αμέσως. Μόνο όταν ο συναγωνιστής έκανε να φύγει —ψιθυρίζοντας ένα «ευχαριστώ»—, τότε πλήρωσα το δεκάρικο. «Oρίστε!». «Πέρασε σ' αυτό το δωμάτιο», μου έδειξε η υπηρεσία. Πέρασα σε μία σκοτεινή, ψιλοάθλια κάμαρα, στην οποία η Μαίρη εισήλθε αμίλητη ύστερα από δώδεκα λεπτά. Επίτηδες δεν μίλησα για να έβλεπα εάν θα έλεγε κάτι. Εκείνη παραμένοντας σιωπηλή έβγαλε τα πορνοπάπουτσα και ξαπλώνοντας —στο πλευρό— πλάι μου άρχισε να παίζει τον πούτσο μου χρησιμοποιώντας τρία δάχτυλα (αντίχειρα, δείκτη, μέσο).
«Πώς σε λένε;», τελικά έσπασα εγώ τη σιωπή. "What?", με κοίταξε. "What is your name?". "Mary", ξαναστύλωσε το βλέμμα στο πουλί μου και στο χέρι της που ανεβοκατέβαινε αργά. "Ok... Where are you from?". "Russia", συνέχιζε να κοιτάζει χαμηλά στο υπογάστριο μου. "Mary, do you speak english?". "A little", απάντησε χωρίς να πάρει το βλέμμα της απ' την περιοχή. 'Ηταν ανέκφραστη —θλιμμένη, για κάποιους— και μιλούσε σιγανά.
Δέχτηκε να με φιλήσει – γλείψει στις θηλές και στον λαιμό, αλλά το έκανε με τρόπο που δεν αισθανόμουν σχεδόν τίποτα, ενώ υπέμεινε και τα δικά μου φιλιά – γλείψιμο σε θηλές, λαιμό, λίγο στ' αυτιά της καθώς και τις θωπείες μου σε μεγάλο μέρος του κορμιού της.
Εγώ ήμουν εκείνος που της ζήτησα να βάλουμε το προφυλακτικό — το οποίο ξετύλιξα ο ίδιος, στο μισοσηκωμένο καυλί μου, μιας και το συνηθίζω τελευταία.
"Nice tattoo", σχολίασα, παρατηρώντας τον δεξιό της ώμο, λίγο πριν ξεκινήσει το τσιμπούκι. Το "thank you" που ψιθύρισε μόλις που το άκουσα. Η πίπα ήταν άνευρη. Της το είπα, "this is not a good blowjob". Πήρε μία έκφραση σαν να μου έλεγε, «και τι παραπάνω να κάνω;».
«Κρακ κρακ κρακ!...», αφού γονάτισα της έδειξα να στηθεί στα τέσσερα. Το έκανε στηριζόμενη στους αγκώνες με το κεφάλι να κρέμεται — οι πατούσες της ήταν λερωμένες. "Mmm, nice...", θαύμασα το καλοσχηματισμένο ξυρισμένο αιδοίο.
Κατά τη διάρκεια της γάμευσης η νεαρή πόρνη δεν έβγαζε κανέναν ήχο. Εγώ πάλι ένιωθα καλά μέσα της. Χωρίς αντίρρηση, όταν της το ζήτησα, ξάπλωσε ανάσκελα απάγοντας τα μπούτια, με τις κνήμες σε κάμψη και τη γάμησα ιεραποστολικά μέχρι που ολοκλήρωσα.
'Ενα "bye", καθώς έφευγε λίγο αργότερα, το είπε μέσα απ' τα δόντια.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 28, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαίρη
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.3
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
8.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Στους δύο απ' τους τρεις καναπέδες καθόντουσαν ήδη δύο ημεδαποί συναγωνιστές.
«Γεια σας, τι κάνετε;», εμφανίστηκε η υπηρεσία. «Καλημέρα, καλά!», κάθισα στον τρίτο καναπέ. «Ωραία... έχουμε μία κοπέλα, όμως αυτή τη στιγμή είναι στο δωμάτιο, σε λίγο βγαίνει και...». «Ποια κοπέλα είναι;», ρώτησα, μιας και φάνηκε πως είχε ολοκληρώσει. «Είναι η Λάουρα!». «Δεν την ξέρω». «Θα τη δείτε σε λίγο. Θα τη δείτε κι ελπίζω να σας αρέσει». Και με 'κείνα τα λόγια αποσύρθηκε στα ενδότερα, μέχρι τη στιγμή —κάποια λεπτά αργότερα (17 λεπτά περιμέναμε τη Λάουρα)— που επανήλθε για ν' ανοίξει την εξώπορτα.
«Βρέχει;», τη ρώτησε τότε ο ένας απ' τους συναγωνιστές. «Βρέχει, ναι! 'Αρχισε να βρέχει πολύ τώρα!». «Ω ρε πούστη!...», ψιθύρισα. Πράγματι η βροχή ακουγόταν δυνατά πάνω στον δρόμο.
«'Ερχεται η Λάουρα...», μας ενημέρωσε αρκετά λεπτά πιο ύστερα. «Καλημέρα... Καλά είσαστε;», η πόρνη μας χαμογέλασε κι αποχώρησε.
Τελικά την είχα ξαναδεί. Επρόκειτο για μια Ρουμάνα στην πολύ πολύ αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της (41-50), με ίσιο μαύρο μαλλί πιασμένο σε κότσο, συμπαθητικό πρόσωπο με μικρό στόμα, βυζάκια, αψηλούτσικη με λεπτό κορμό και φαρδουλή λεκάνη, ψιλοκαλοσχηματισμένα πόδια στα οποία φορούσε ψηλές σκούρες γυναικείες κάλτσες.
Ο ένας συναγωνιστής την έκανε αμέσως. «Τι πρόγραμμα έχει;», ρώτησα. «Εεε, κάνει κανονικό, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ποδολαγνεία, ισπανικό, μασαζάκι...». «Εντάξει». «Αυταρχικό...». «Οκέι», σηκώθηκα. «Δηλαδή, μόνο ελεύθερο και πρωκτικό δεν κάνει». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ!», είπα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Πίσω μου άκουγα τον συναγωνιστή να ρωτάει «πόσο είναι; (το "μαλλί")».
'Οξω η βροχή είχε κόψει αρκετά. 'Οταν λίγο αργότερα επέστρεφα ψιλόβρεχε.
«Γεια!». «Θα περάσω τελικά», ενημέρωσα την τσατσά δίνοντάς της το εικοσάρικο. «Ορίστε, περάστε!», μου έδειξε την κάμαρα δίπλα στην είσοδο. «Μπορείτε να κάνετε μπάνιο˙ ζεστό νερό, καθαρή πετσέτα (σφραγισμένη) έχουμε. Σας εύχομαι να περάσετε καλά!».
«Καλημέρα», μου ευχήθηκε η Λάουρα ύστερα από έξι λεπτά. «Γεια σου». «Θέλεις τόσο δυνατό φως;», με κοίταξε. «Χαμήλωσε λίγο», συγκατένευσα απ' το κρεβάτι όπου ξάπλωνα. Πλησίασε. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά, εσύ;», της έκανα χώρο. «Εγώ πάντα είμαι καλά!», χαμογέλασε και βγάζοντας τον στηθόδεσμο αποκαλύφτηκαν τα μαστίδιά της με τις σκουρόχρωμες θηλές τους. «Μπράβο Λάουρα. Από πού είσαι;». «Από Ρουμανία είμαι».
«Ντρ...;». «Μμ;». «Ντρέπεσαι;», επανέλαβε γονατίζοντας πλάι μου. «'Οχι όχι!». «Φοβάσαι;», έγειρε πάνω μου. «Ούτε. Χα χα...». Φαίνεται της έδινα εντύπωση ψαρωμένου.
«Μμμ, πισιρίκος!», κοίταξε με νόημα το πουλί μου συμπληρώνοντας, «πιτσιρίκος. Να τον κάνουμε άντρα!».
Ξεκίνησε φιλώντας με απαλά και αργά στο στήθος, στις θηλές (εκεί προέβη και σε ρούφηγμα – δάγκωμα), στο σώμα, ενώ παράλληλα έγλειφε τ' αυτά σημεία. Ασχολήθηκε επίσης με τον λαιμό, τα μάγουλα, το στόμα (ανταλλάξαμε κάποια γλωσσόφιλα [καπνίστρια] μιας και στην κίνησή μου δεν αντέδρασε αρνητικά), τ' αυτιά μου.
«Κοίτα, έγινε άντρας!», είπε χαρούμενη συνεχίζοντας να παλινδρομεί την χούφτα της κατά μήκος του καυλωμένου πούτσου μου. «Χε χε, οκέι», συμφώνησα.
Το προφυλακτικό που του φόρεσε, σαν κάλτσα, ήταν χρώματος ερυθρού και η καλούτσικη πίπα που ακολούθησε συνοδευόταν από γλείψιμο των αρχιδιών.
Γαμηθήκαμε σε δύο στάσεις. Εκείνη της γελαδάρισσας και πισωκολλητά γονατιστά. Στην πρώτη είχε καλή συμμετοχή με τριψίματα και αληθοφανείς βόγγους. Στη δεύτερη είχε καλή συμμετοχή επίσης˙ στήθηκε καλά, έτσι ώστε να την "καρφώνω" με άνεση, δέχτηκε αδιαμαρτύρητα τα όποια κωλοχάστουκα της έδωσα και συνέχισε να βογγάει ευλογοφανώς μέχρι που «αα... αα... ααα!... Εντάξει, έχυσα...» (εγώ ήμουν αυτός).
Δεν βιάστηκε ν' αποχωρήσει, αν και ακουγόταν ο κόσμος στο σαλόνι, αλλά τα είπαμε λιγάκι. Την ερχόμενη Τετάρτη φεύγει στην πατρίδα της κι επιστρέφει 7 ή 9 Οκτωβρίου.
«Γεια σας, τι κάνετε;», εμφανίστηκε η υπηρεσία. «Καλημέρα, καλά!», κάθισα στον τρίτο καναπέ. «Ωραία... έχουμε μία κοπέλα, όμως αυτή τη στιγμή είναι στο δωμάτιο, σε λίγο βγαίνει και...». «Ποια κοπέλα είναι;», ρώτησα, μιας και φάνηκε πως είχε ολοκληρώσει. «Είναι η Λάουρα!». «Δεν την ξέρω». «Θα τη δείτε σε λίγο. Θα τη δείτε κι ελπίζω να σας αρέσει». Και με 'κείνα τα λόγια αποσύρθηκε στα ενδότερα, μέχρι τη στιγμή —κάποια λεπτά αργότερα (17 λεπτά περιμέναμε τη Λάουρα)— που επανήλθε για ν' ανοίξει την εξώπορτα.
«Βρέχει;», τη ρώτησε τότε ο ένας απ' τους συναγωνιστές. «Βρέχει, ναι! 'Αρχισε να βρέχει πολύ τώρα!». «Ω ρε πούστη!...», ψιθύρισα. Πράγματι η βροχή ακουγόταν δυνατά πάνω στον δρόμο.
«'Ερχεται η Λάουρα...», μας ενημέρωσε αρκετά λεπτά πιο ύστερα. «Καλημέρα... Καλά είσαστε;», η πόρνη μας χαμογέλασε κι αποχώρησε.
Τελικά την είχα ξαναδεί. Επρόκειτο για μια Ρουμάνα στην πολύ πολύ αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της (41-50), με ίσιο μαύρο μαλλί πιασμένο σε κότσο, συμπαθητικό πρόσωπο με μικρό στόμα, βυζάκια, αψηλούτσικη με λεπτό κορμό και φαρδουλή λεκάνη, ψιλοκαλοσχηματισμένα πόδια στα οποία φορούσε ψηλές σκούρες γυναικείες κάλτσες.
Ο ένας συναγωνιστής την έκανε αμέσως. «Τι πρόγραμμα έχει;», ρώτησα. «Εεε, κάνει κανονικό, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ποδολαγνεία, ισπανικό, μασαζάκι...». «Εντάξει». «Αυταρχικό...». «Οκέι», σηκώθηκα. «Δηλαδή, μόνο ελεύθερο και πρωκτικό δεν κάνει». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ!», είπα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Πίσω μου άκουγα τον συναγωνιστή να ρωτάει «πόσο είναι; (το "μαλλί")».
'Οξω η βροχή είχε κόψει αρκετά. 'Οταν λίγο αργότερα επέστρεφα ψιλόβρεχε.
«Γεια!». «Θα περάσω τελικά», ενημέρωσα την τσατσά δίνοντάς της το εικοσάρικο. «Ορίστε, περάστε!», μου έδειξε την κάμαρα δίπλα στην είσοδο. «Μπορείτε να κάνετε μπάνιο˙ ζεστό νερό, καθαρή πετσέτα (σφραγισμένη) έχουμε. Σας εύχομαι να περάσετε καλά!».
«Καλημέρα», μου ευχήθηκε η Λάουρα ύστερα από έξι λεπτά. «Γεια σου». «Θέλεις τόσο δυνατό φως;», με κοίταξε. «Χαμήλωσε λίγο», συγκατένευσα απ' το κρεβάτι όπου ξάπλωνα. Πλησίασε. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά, εσύ;», της έκανα χώρο. «Εγώ πάντα είμαι καλά!», χαμογέλασε και βγάζοντας τον στηθόδεσμο αποκαλύφτηκαν τα μαστίδιά της με τις σκουρόχρωμες θηλές τους. «Μπράβο Λάουρα. Από πού είσαι;». «Από Ρουμανία είμαι».
«Ντρ...;». «Μμ;». «Ντρέπεσαι;», επανέλαβε γονατίζοντας πλάι μου. «'Οχι όχι!». «Φοβάσαι;», έγειρε πάνω μου. «Ούτε. Χα χα...». Φαίνεται της έδινα εντύπωση ψαρωμένου.
«Μμμ, πισιρίκος!», κοίταξε με νόημα το πουλί μου συμπληρώνοντας, «πιτσιρίκος. Να τον κάνουμε άντρα!».
Ξεκίνησε φιλώντας με απαλά και αργά στο στήθος, στις θηλές (εκεί προέβη και σε ρούφηγμα – δάγκωμα), στο σώμα, ενώ παράλληλα έγλειφε τ' αυτά σημεία. Ασχολήθηκε επίσης με τον λαιμό, τα μάγουλα, το στόμα (ανταλλάξαμε κάποια γλωσσόφιλα [καπνίστρια] μιας και στην κίνησή μου δεν αντέδρασε αρνητικά), τ' αυτιά μου.
«Κοίτα, έγινε άντρας!», είπε χαρούμενη συνεχίζοντας να παλινδρομεί την χούφτα της κατά μήκος του καυλωμένου πούτσου μου. «Χε χε, οκέι», συμφώνησα.
Το προφυλακτικό που του φόρεσε, σαν κάλτσα, ήταν χρώματος ερυθρού και η καλούτσικη πίπα που ακολούθησε συνοδευόταν από γλείψιμο των αρχιδιών.
Γαμηθήκαμε σε δύο στάσεις. Εκείνη της γελαδάρισσας και πισωκολλητά γονατιστά. Στην πρώτη είχε καλή συμμετοχή με τριψίματα και αληθοφανείς βόγγους. Στη δεύτερη είχε καλή συμμετοχή επίσης˙ στήθηκε καλά, έτσι ώστε να την "καρφώνω" με άνεση, δέχτηκε αδιαμαρτύρητα τα όποια κωλοχάστουκα της έδωσα και συνέχισε να βογγάει ευλογοφανώς μέχρι που «αα... αα... ααα!... Εντάξει, έχυσα...» (εγώ ήμουν αυτός).
Δεν βιάστηκε ν' αποχωρήσει, αν και ακουγόταν ο κόσμος στο σαλόνι, αλλά τα είπαμε λιγάκι. Την ερχόμενη Τετάρτη φεύγει στην πατρίδα της κι επιστρέφει 7 ή 9 Οκτωβρίου.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 26, 2015
Όνομα κοπέλας
Λάουρα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.0
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Παρασκευή, ώρα 13:41
Ξεκινώντας για Μεταξουργείο υπέθετα πως στον όροφο της Ακομινάτου θα πετύχαινα τη Ρίτα˙ την ξανθούλα που είχα συναντήσει εκεί στην πρωινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου.
Είσηλθα στο χολ. Κανείς. Μονάχα ρουμάνικη μουσική ακουγόταν σε δυνατή ένταση. Πέρασα στο επίσης άδειο από κόσμο σαλονάκι όπου ήταν πιο ήσυχα. Εκεί όμως είχε ψύχρα, λόγω του κλιματιστικού, οπότε επέστρεψα στο χολάκι.
Η υπηρεσία δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της... «Γεια σας!». «Χαίρετε!». «Περάστε στο σαλόνι». «'Εχει κρύο απ' το ερ κοντίσιον». «Να το κλείνω;», προθυμοποιήθηκε και πριν προλάβω να της πω πως δεν χρειαζόταν είχε χαθεί στο κουζινάκι. Επέστρεψε κρατώντας το τηλεκοντρόλ με το οποίο σκόπευσε και... «τιν τιν!», το κλιματιστικό νέκρωσε.
«Ποια κοπελίτσα είναι;», ρώτησα. «Είναι Βανέσσα!». «Βανέσσα... και τι πρόγραμμα έχει;». «Εεε, κάνει στοματικό με προφυλακτικό, ελεύθερα πιασίματα, άνω-κάτω, πισωκολλητό και κανονικό σεξ!». «Βανέσσα... μία–». «Είναι καινούργια κοπέλα! Καινούργια κοπέλα, είναι πολύ καλή–». «Εντάξει, θα περάσω! Ορίστε... (έδωσα το δεκάρικο που κρατούσα) Είναι στο δωμάτιο τώρα, έτσι;». «Μ-μ» (καταφατικό). «Ωραία, πάω να ετοιμαστώ!».
Με ακολούθησε μέχρι την πόρτα της κάμαρας που είχα επιλέξει. «Εντάξει;», γύρισα προς το μέρος της (με την έννοια: όλα καλά; Γιατί με ακολουθείτε;). «Ναι ναι! Μόνο κλείνετε πόρτα (υπήρχε ένας σύρτης από πίσω), γιατί ανοίγει».
«Βανέσσα... Ελπίζω να μην είναι καμιά που την έχω πάρει», μονολόγησα όταν έμεινα μόνος.
«Τακ τακ...», η περί ης ο λόγος χτύπησε να της ανοίξω ύστερα από δεκατέσσερα λεπτά.
«Γεια σου!». «Γεια σου!». «Τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Επίσης», απάντησα.
Επρόκειτο για μία άρτι αφιχθείσα (τρεις ημέρες στην Ελλάδα) εικοσιπεντάχρονη Ρωσίδα που δεν μιλούσε καλά τα ελληνικα («'Ινγκλις πλιζ»), σπουδαγμένη στη Μολδαβία (μιλούσε τα ρουμάνικα σαν Ρουμάνα), με ίσιο σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, όμορφο προσωπάκι, μικρό στήθος, περιποιημένα μακριά κατακόκκινα νύχια, καλοφτιαγμένο κορμί.
Αφού ανεβήκαμε στο κρεβάτι —εγώ ξάπλωσα ανάσκελα, ενώ εκείνη πήρε μια στάση σαν της γοργόνας της Κοπεγχάγης— άρχισε να μου παίζει τον πούτσο. Σ' ερώτησή μου εάν θα ήθελε να με φιλήσει – γλείψει στα γνωστά σημεία (θηλές, λαιμό) απάντησε με χαμόγελο «σα ιντσερκάμ» (να προσπαθήσουμε) και πράγματι με φίλησε – έγλειψε, αλλά επιφανειακά κι ακρογλώσσια — το δικό μου γλείψιμο προς εκείνη ήταν όπως θα ήθελα να ήταν το δικό της προς εμένα και το ίδιο ίσχυε για τα φιλιά που της έδωσα.
«Δώσε μου να τη βάλω εγώ την καπότα», ζήτησα άμα τη εμφανίσει (της στύσης).
Η πίπα της δεν ήταν άσχημη... Είχε ικανοποιητικό ρυθμό, ρούφαγε καλά, ενώ τα χείλη της έφθαναν μέχρι τ΄αρχίδια.
Στην ιεραποστολική στάση άνοιγε ικανοποιητικά τα πόδια, ο κόλπος της εφάρμοζε καλά στον πούτσο, δέχτηκε χωρίς αντίρρηση να μπει στην αγκαλιά μου —και να μείνει εκεί— ενώ μέχρι την εκσπερμάτισή μου βογγούσε ευλογοφανώς.
Ξεκινώντας για Μεταξουργείο υπέθετα πως στον όροφο της Ακομινάτου θα πετύχαινα τη Ρίτα˙ την ξανθούλα που είχα συναντήσει εκεί στην πρωινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου.
Είσηλθα στο χολ. Κανείς. Μονάχα ρουμάνικη μουσική ακουγόταν σε δυνατή ένταση. Πέρασα στο επίσης άδειο από κόσμο σαλονάκι όπου ήταν πιο ήσυχα. Εκεί όμως είχε ψύχρα, λόγω του κλιματιστικού, οπότε επέστρεψα στο χολάκι.
Η υπηρεσία δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της... «Γεια σας!». «Χαίρετε!». «Περάστε στο σαλόνι». «'Εχει κρύο απ' το ερ κοντίσιον». «Να το κλείνω;», προθυμοποιήθηκε και πριν προλάβω να της πω πως δεν χρειαζόταν είχε χαθεί στο κουζινάκι. Επέστρεψε κρατώντας το τηλεκοντρόλ με το οποίο σκόπευσε και... «τιν τιν!», το κλιματιστικό νέκρωσε.
«Ποια κοπελίτσα είναι;», ρώτησα. «Είναι Βανέσσα!». «Βανέσσα... και τι πρόγραμμα έχει;». «Εεε, κάνει στοματικό με προφυλακτικό, ελεύθερα πιασίματα, άνω-κάτω, πισωκολλητό και κανονικό σεξ!». «Βανέσσα... μία–». «Είναι καινούργια κοπέλα! Καινούργια κοπέλα, είναι πολύ καλή–». «Εντάξει, θα περάσω! Ορίστε... (έδωσα το δεκάρικο που κρατούσα) Είναι στο δωμάτιο τώρα, έτσι;». «Μ-μ» (καταφατικό). «Ωραία, πάω να ετοιμαστώ!».
Με ακολούθησε μέχρι την πόρτα της κάμαρας που είχα επιλέξει. «Εντάξει;», γύρισα προς το μέρος της (με την έννοια: όλα καλά; Γιατί με ακολουθείτε;). «Ναι ναι! Μόνο κλείνετε πόρτα (υπήρχε ένας σύρτης από πίσω), γιατί ανοίγει».
«Βανέσσα... Ελπίζω να μην είναι καμιά που την έχω πάρει», μονολόγησα όταν έμεινα μόνος.
«Τακ τακ...», η περί ης ο λόγος χτύπησε να της ανοίξω ύστερα από δεκατέσσερα λεπτά.
«Γεια σου!». «Γεια σου!». «Τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Επίσης», απάντησα.
Επρόκειτο για μία άρτι αφιχθείσα (τρεις ημέρες στην Ελλάδα) εικοσιπεντάχρονη Ρωσίδα που δεν μιλούσε καλά τα ελληνικα («'Ινγκλις πλιζ»), σπουδαγμένη στη Μολδαβία (μιλούσε τα ρουμάνικα σαν Ρουμάνα), με ίσιο σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, όμορφο προσωπάκι, μικρό στήθος, περιποιημένα μακριά κατακόκκινα νύχια, καλοφτιαγμένο κορμί.
Αφού ανεβήκαμε στο κρεβάτι —εγώ ξάπλωσα ανάσκελα, ενώ εκείνη πήρε μια στάση σαν της γοργόνας της Κοπεγχάγης— άρχισε να μου παίζει τον πούτσο. Σ' ερώτησή μου εάν θα ήθελε να με φιλήσει – γλείψει στα γνωστά σημεία (θηλές, λαιμό) απάντησε με χαμόγελο «σα ιντσερκάμ» (να προσπαθήσουμε) και πράγματι με φίλησε – έγλειψε, αλλά επιφανειακά κι ακρογλώσσια — το δικό μου γλείψιμο προς εκείνη ήταν όπως θα ήθελα να ήταν το δικό της προς εμένα και το ίδιο ίσχυε για τα φιλιά που της έδωσα.
«Δώσε μου να τη βάλω εγώ την καπότα», ζήτησα άμα τη εμφανίσει (της στύσης).
Η πίπα της δεν ήταν άσχημη... Είχε ικανοποιητικό ρυθμό, ρούφαγε καλά, ενώ τα χείλη της έφθαναν μέχρι τ΄αρχίδια.
Στην ιεραποστολική στάση άνοιγε ικανοποιητικά τα πόδια, ο κόλπος της εφάρμοζε καλά στον πούτσο, δέχτηκε χωρίς αντίρρηση να μπει στην αγκαλιά μου —και να μείνει εκεί— ενώ μέχρι την εκσπερμάτισή μου βογγούσε ευλογοφανώς.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 25, 2015
Όνομα κοπέλας
Βανέσσα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
4.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:07
«Γεια σας!», η υπηρεσία μού ευχήθηκε λίγο πριν πατήσω το κεφαλόσκαλο. Εκείνη την ώρα κάποιος ξανθός έσπρωχνε την εξώπορτα κι άρχιζε ν' ανεβαίνει βιαστικά την παλιά ξύλινη σκάλα — νόμισα πως ήταν συναγωνιστής. Στο πατάρι εμφανίστηκε η Ρόζα η Βορειοκορεάτισσα — πρώην Ντίνα, από Μαγνησίας 11 και Αχαρνών 85.
«Πολύ καλή κοπέλα, δεν βιάζεται! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, σιγά σιγά, δέκα ευρώ!», μ' ενημέρωσε η τσατσά συμπληρώνοντας: «'Ηρθε και άλλη κοπέλα...». «Γεια σου μωρό μου, καλά είσαι;», μου χαμογέλασε ασθμαίνουσα η σιτεμένη πόρνη που μόλις είχε φτάσει και την οποία είχα δει, πρωί, πριν πέντε μέρες εκεί˙ με ξανθό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, μεσαίο στήθος μ' ένα μικρό τατουάζ αριστερά, μονοκόμματο καλοταϊσμένο κορμί μ' ένα τρίμπαλ στην οσφύ, μέτριο ύψος. «Ορίστε, ήρθε και η Ελένη!», πρόσθεσε η υπηρεσία. «Ορίστε και Ρόζα και Ρόζα, ορίστε!», έδειξε τη μελαχρινή ασιάτισσα που κουνιόταν και λυγιόταν παραπέρα ενώ η Ελένη περνούσε γρήγορα από δίπλα της και χανόταν στα ενδότερα.
«'Ελα μπεις μέσα», η υπηρεσία μου έδειξε τη μία απ' τις ανακαινισμένες κάμαρες. «Τι πρόγραμμα κάνει η Ελένη;», ρώτησα με το δεκάρικο στο χέρι. «Ελεύθερο τσιμπούκι τελειωτικό στα βυζιά, πισωκολλητό, εξήντα εννιά», απάντησε, επαναλαμβάνοντας: «'Ελα μπεις μέσα!». «Ωραία, ορίστε... και περιμένω την Ελένη», της έδωσα το χαρτονόμισμα. «Ελένη, ναι!».
«Γεια σου!», της ευχήθηκα όταν εκείνη άνοιγε την πόρτα ύστερα από τρία λεπτά — ακόμα γδυνόμουν. «Εγώ πρόλαβα ν' αλλάξω!», σχολίασε χαμογελώντας. «Ε, ναι...», έκανα βγάζοντας το πανταλόνι μένοντας με τα εσώρουχα. «Χα χα, εγώ τώρα ήρθα, δεν είδες;», συνέχισε αφήνοντας τα σέα της στο κομοδίνο. «Σε είδα, σε είδα». «Χε χε χε», κατέβασε το εσωφόρι στο ύψος της διπλόφαρδης μέσης της. «Τι κάνεις Ελένη;», ενδιαφέρθηκα να μάθω μένοντας ολόγυμνος. «Καλά ψυχή μου, όλα καλά! Πω πω, τι ζέστη είναι σήμερα! Δεν ξέρω, είναι μήπως εγώ τρέχω έτσι σαν τρελή, χα χα χα!», είπε περιμένοντας να ξαπλώσω. «Ναι, παίζει ρόλο κι αυτό», σχολίασα καθώς ξάπλωνα. «Ε, ναι». «Από πού είσαι Ελένη;». «Από Ρωσία. Εγώ 8 χρόνια είμαι στην Ελλάδα».
'Αρχισε με φιλάκια και γλείψιμο στην κοιλιά μου, συνεχίζοντας στο υπογάστριο, ενώ όταν πλησίασε επικίνδυνα στα γεννητικά μου όργανα, το είπα: «Δεν θέλω ελεύθερο στοματικό». «Δεν κάνω στοματικό, απλώς φιλάω τώρα. 'Ο,τι θες εσύ μωρό μου!».
«'Ιδρωσες...», παρατήρησα, λίγο αργότερα, χαϊδεύοντάς την πλάτη της. «Ναι, αφού έτρεχα», δικαιολογήθηκε, συμπληρώνοντας: «'Εκανα και μπανάκι στο σπίτι!». «Μπράβο». «Εγώ πάντα καθαρή είμαι!». «Φαίνεται, μυρίζεις ωραία — μόνο η ανάσα της μου φάνηκε να όζει αλκοόλ. «Ναι αγάπη μου... χα χα, ε, γυναίκα είμαι!». «Σωστά...».
Τα φιλιά και το γλείψιμο συνεχίστηκαν σε λαιμό, μάγουλα, αυτιά, ενώ δεν τραβήχτηκε όταν επιχείρησα να τη φιλήσω στο στόμα — με γλώσσα. Κατά τη διάρκεια των προκαταρκτικών βογγούσε — πάντως λιγότερο απ' ό,τι η Ρόζα στο διπλανό δωμάτιο...
«Θέλεις να βάλουμε;», με ρώτησε κάποια στιγμή. «'Ασε, θα το βάλω εγώ», είπα και πήρα το συσκευασμένο προφυλακτικό απ' το κομοδίνο. «Βάλτο σωστά όμως...». 'Επειτα από δυο προσπάθειες κατάφερα να το ξετυλιξω κατά μήκος του καυλιού μου. «Γλείφεις και αρχιδάκια ή όχι;», ρώτησα πριν ξεκινήσει να πιπώνει. «Εμμ... ναι, λίγκο», απάντησε έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό. Τελικά μ' έγλειψε και ρούφηξε μονάχα εκεί — δεν την άφησα να μου πάρει πίπα.
«'Ελα μωρό μου, πάμε;», με κοίταξε ύστερα από λίγο. «Ναι», συμφώνησα. «Να έρθεις εσύ ή να έρθω εγώ;». «Εγώ!». «Θέλεις να ξαπλώσω;». «'Οχι, έτσι έτσι...», της έδειξα να στηθεί για πισωκολλητό γονατιστό. «'Ετσι, σ΄αρέσει περισσότερο, ε;», χαμογέλασε παίρνοντας θέση.
Με το που της τον έχωσα... «ΑΑΑ!», έσυρε κραυγή μεγάλη, ενώ κατά τη διάρκεια της γάμευσης —η πρόστριψη ήταν ικανοποιητική— με παρότρυνε συνεχώς: «΄Ελα καύλα μου, έλα, γάμησέ με!», με τα κωλοχάστουκα να πέφτουν βροχή — μερικά απ' αυτά δυνατά.
Αφού έχυσα, στο chit-chat που ακολούθησε, έμαθα πως σύντομα θα φύγει να δουλέψει επαρχία για ένα διάστημα, διευκρινίζοντας πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει.
«Γεια σας!», η υπηρεσία μού ευχήθηκε λίγο πριν πατήσω το κεφαλόσκαλο. Εκείνη την ώρα κάποιος ξανθός έσπρωχνε την εξώπορτα κι άρχιζε ν' ανεβαίνει βιαστικά την παλιά ξύλινη σκάλα — νόμισα πως ήταν συναγωνιστής. Στο πατάρι εμφανίστηκε η Ρόζα η Βορειοκορεάτισσα — πρώην Ντίνα, από Μαγνησίας 11 και Αχαρνών 85.
«Πολύ καλή κοπέλα, δεν βιάζεται! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, σιγά σιγά, δέκα ευρώ!», μ' ενημέρωσε η τσατσά συμπληρώνοντας: «'Ηρθε και άλλη κοπέλα...». «Γεια σου μωρό μου, καλά είσαι;», μου χαμογέλασε ασθμαίνουσα η σιτεμένη πόρνη που μόλις είχε φτάσει και την οποία είχα δει, πρωί, πριν πέντε μέρες εκεί˙ με ξανθό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, μεσαίο στήθος μ' ένα μικρό τατουάζ αριστερά, μονοκόμματο καλοταϊσμένο κορμί μ' ένα τρίμπαλ στην οσφύ, μέτριο ύψος. «Ορίστε, ήρθε και η Ελένη!», πρόσθεσε η υπηρεσία. «Ορίστε και Ρόζα και Ρόζα, ορίστε!», έδειξε τη μελαχρινή ασιάτισσα που κουνιόταν και λυγιόταν παραπέρα ενώ η Ελένη περνούσε γρήγορα από δίπλα της και χανόταν στα ενδότερα.
«'Ελα μπεις μέσα», η υπηρεσία μου έδειξε τη μία απ' τις ανακαινισμένες κάμαρες. «Τι πρόγραμμα κάνει η Ελένη;», ρώτησα με το δεκάρικο στο χέρι. «Ελεύθερο τσιμπούκι τελειωτικό στα βυζιά, πισωκολλητό, εξήντα εννιά», απάντησε, επαναλαμβάνοντας: «'Ελα μπεις μέσα!». «Ωραία, ορίστε... και περιμένω την Ελένη», της έδωσα το χαρτονόμισμα. «Ελένη, ναι!».
«Γεια σου!», της ευχήθηκα όταν εκείνη άνοιγε την πόρτα ύστερα από τρία λεπτά — ακόμα γδυνόμουν. «Εγώ πρόλαβα ν' αλλάξω!», σχολίασε χαμογελώντας. «Ε, ναι...», έκανα βγάζοντας το πανταλόνι μένοντας με τα εσώρουχα. «Χα χα, εγώ τώρα ήρθα, δεν είδες;», συνέχισε αφήνοντας τα σέα της στο κομοδίνο. «Σε είδα, σε είδα». «Χε χε χε», κατέβασε το εσωφόρι στο ύψος της διπλόφαρδης μέσης της. «Τι κάνεις Ελένη;», ενδιαφέρθηκα να μάθω μένοντας ολόγυμνος. «Καλά ψυχή μου, όλα καλά! Πω πω, τι ζέστη είναι σήμερα! Δεν ξέρω, είναι μήπως εγώ τρέχω έτσι σαν τρελή, χα χα χα!», είπε περιμένοντας να ξαπλώσω. «Ναι, παίζει ρόλο κι αυτό», σχολίασα καθώς ξάπλωνα. «Ε, ναι». «Από πού είσαι Ελένη;». «Από Ρωσία. Εγώ 8 χρόνια είμαι στην Ελλάδα».
'Αρχισε με φιλάκια και γλείψιμο στην κοιλιά μου, συνεχίζοντας στο υπογάστριο, ενώ όταν πλησίασε επικίνδυνα στα γεννητικά μου όργανα, το είπα: «Δεν θέλω ελεύθερο στοματικό». «Δεν κάνω στοματικό, απλώς φιλάω τώρα. 'Ο,τι θες εσύ μωρό μου!».
«'Ιδρωσες...», παρατήρησα, λίγο αργότερα, χαϊδεύοντάς την πλάτη της. «Ναι, αφού έτρεχα», δικαιολογήθηκε, συμπληρώνοντας: «'Εκανα και μπανάκι στο σπίτι!». «Μπράβο». «Εγώ πάντα καθαρή είμαι!». «Φαίνεται, μυρίζεις ωραία — μόνο η ανάσα της μου φάνηκε να όζει αλκοόλ. «Ναι αγάπη μου... χα χα, ε, γυναίκα είμαι!». «Σωστά...».
Τα φιλιά και το γλείψιμο συνεχίστηκαν σε λαιμό, μάγουλα, αυτιά, ενώ δεν τραβήχτηκε όταν επιχείρησα να τη φιλήσω στο στόμα — με γλώσσα. Κατά τη διάρκεια των προκαταρκτικών βογγούσε — πάντως λιγότερο απ' ό,τι η Ρόζα στο διπλανό δωμάτιο...
«Θέλεις να βάλουμε;», με ρώτησε κάποια στιγμή. «'Ασε, θα το βάλω εγώ», είπα και πήρα το συσκευασμένο προφυλακτικό απ' το κομοδίνο. «Βάλτο σωστά όμως...». 'Επειτα από δυο προσπάθειες κατάφερα να το ξετυλιξω κατά μήκος του καυλιού μου. «Γλείφεις και αρχιδάκια ή όχι;», ρώτησα πριν ξεκινήσει να πιπώνει. «Εμμ... ναι, λίγκο», απάντησε έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό. Τελικά μ' έγλειψε και ρούφηξε μονάχα εκεί — δεν την άφησα να μου πάρει πίπα.
«'Ελα μωρό μου, πάμε;», με κοίταξε ύστερα από λίγο. «Ναι», συμφώνησα. «Να έρθεις εσύ ή να έρθω εγώ;». «Εγώ!». «Θέλεις να ξαπλώσω;». «'Οχι, έτσι έτσι...», της έδειξα να στηθεί για πισωκολλητό γονατιστό. «'Ετσι, σ΄αρέσει περισσότερο, ε;», χαμογέλασε παίρνοντας θέση.
Με το που της τον έχωσα... «ΑΑΑ!», έσυρε κραυγή μεγάλη, ενώ κατά τη διάρκεια της γάμευσης —η πρόστριψη ήταν ικανοποιητική— με παρότρυνε συνεχώς: «΄Ελα καύλα μου, έλα, γάμησέ με!», με τα κωλοχάστουκα να πέφτουν βροχή — μερικά απ' αυτά δυνατά.
Αφού έχυσα, στο chit-chat που ακολούθησε, έμαθα πως σύντομα θα φύγει να δουλέψει επαρχία για ένα διάστημα, διευκρινίζοντας πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 24, 2015
Όνομα κοπέλας
Ελένη
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.7
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
5.0
Τετάρτη, ώρα 18:04
Ο καιρός ήταν βροχερός.
Στο σαλόνι του ορόφου με υποδέχτηκε μια χαμηλού αναστήματος, μεσήλικη, διοπτροφόρος υπηρεσία.
«Γεια σου καλό μου. Κοπελιά αστέρι! Περιποιητική, μικρή, δεν βιάζεται... και κάνει: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, ανεβαίνει από πάνω...»
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε η Κατερίνα βγαίνοντας απ' το κουζινάκι — την Κατερίνα την είχα δει, στο συγκεκριμένο μπουρδέλο, σε μία πρωινή τσάρκα μου πριν τέσσερις μέρες. Επρόκειτο για νεαρή Ρουμάνα —πιθανότατα αθιγγανίδα— με ίσιο σκούρο καρέ μαλλί στο ύψος της σιαγόνας, ενδιαφέρον πρόσωπο στο ημίφως, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο αδύνατο κορμί, μέτριο ανάστημα, ταττού στη δεξιά κνήμη εξωτερικά.
«...εξήντα εννιά, ισπανικό. Περάστε! Σιγά σιγά, χωρίς προβλήματα–». «Ορίστε!», της έδωσα δέκα ευρώ. «Περάστε!», μου έδειξε ένα απ' τα ευρύχωρα αλλά θεοσκότεινα και ψιλοάθλια δωμάτια.
«Γεια σου!», μου ξαναευχήθηκε η πόρνη μπαίνοντας ύστερα από δύο λεπτά. «Γεια σου, καλησπέρα. Tι κάνεις;». «Καλά είμαι», πλησίασε το κρεβάτι — μόλις είχα ξαπλώσει. «Εσύ είσαι η Κατερίνα;», ρώτησα για σιγουριά... «Ναιαι!», απάντησε κι αφήνοντας την καπότα στο κομοδίνο κάθισε — πλάτη σε μένα. Στη συνέχεια ξεβρακώθηκε, αφήνοντας τον στηθόδεσμο στη θέση του.
Αμέσως έκανε να μου φορέσει το προφυλακτικό. «Κάτσε, καλύτερα να το βάλω εγώ αυτό», είπα κι εκείνη μου το έδωσε. Το κράτησα στη χούφτα μου. «Δεν μου λες Κατερίνα... Κανένα φιλάκι, εδώ (στήθος), εδώ (λαιμό), δίνεις;». «Ναι». «'Αντε, δώσε μου να καυλώσω λίγο και μετά θα βάλουμε την καπότα...».
«Ματς-μουτς...», τα φιλάκια της ήταν σιγανά κι επιφανειακά και το ελάχιστο γλείψιμό της —σε θηλές, λαιμό— ακρογλώσσιο.
«Θέλεις πίπα;», με ρώτησε ύστερα από λίγο — είχα ψιλοκαυλώσει. Αμέσως ξετύλιξα το ελαστικό κατά μήκος της ψωλής και... «Ναι, κάνε λίγο πίπα να δούμε», συμφώνησα.
Το τσιμπούκι της ήταν στο επίπεδο των προηγούμενων φιλιών και του γλειψίματός της.
Στα τέσσερα, που της ζήτησα, στήθηκε καλά και το μουνί της μου φάνηκε φιλόξενο, οπότε ύστερα από κάμποσες παλινδρομήσεις ολοκλήρωσα.
Καθώς ετοιμαζόμουν —η Κατερίνα είχε αποχωρήσει— άκουγα την τσατσά στο σαλόνι να εξηγεί σε αλλοδαπούς πώς παίζεται το "παιχνίδι": "Ten euros, ten minutes! No finish in ten minutes, go! Okay?"
Ο καιρός ήταν βροχερός.
Στο σαλόνι του ορόφου με υποδέχτηκε μια χαμηλού αναστήματος, μεσήλικη, διοπτροφόρος υπηρεσία.
«Γεια σου καλό μου. Κοπελιά αστέρι! Περιποιητική, μικρή, δεν βιάζεται... και κάνει: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, ανεβαίνει από πάνω...»
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε η Κατερίνα βγαίνοντας απ' το κουζινάκι — την Κατερίνα την είχα δει, στο συγκεκριμένο μπουρδέλο, σε μία πρωινή τσάρκα μου πριν τέσσερις μέρες. Επρόκειτο για νεαρή Ρουμάνα —πιθανότατα αθιγγανίδα— με ίσιο σκούρο καρέ μαλλί στο ύψος της σιαγόνας, ενδιαφέρον πρόσωπο στο ημίφως, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο αδύνατο κορμί, μέτριο ανάστημα, ταττού στη δεξιά κνήμη εξωτερικά.
«...εξήντα εννιά, ισπανικό. Περάστε! Σιγά σιγά, χωρίς προβλήματα–». «Ορίστε!», της έδωσα δέκα ευρώ. «Περάστε!», μου έδειξε ένα απ' τα ευρύχωρα αλλά θεοσκότεινα και ψιλοάθλια δωμάτια.
«Γεια σου!», μου ξαναευχήθηκε η πόρνη μπαίνοντας ύστερα από δύο λεπτά. «Γεια σου, καλησπέρα. Tι κάνεις;». «Καλά είμαι», πλησίασε το κρεβάτι — μόλις είχα ξαπλώσει. «Εσύ είσαι η Κατερίνα;», ρώτησα για σιγουριά... «Ναιαι!», απάντησε κι αφήνοντας την καπότα στο κομοδίνο κάθισε — πλάτη σε μένα. Στη συνέχεια ξεβρακώθηκε, αφήνοντας τον στηθόδεσμο στη θέση του.
Αμέσως έκανε να μου φορέσει το προφυλακτικό. «Κάτσε, καλύτερα να το βάλω εγώ αυτό», είπα κι εκείνη μου το έδωσε. Το κράτησα στη χούφτα μου. «Δεν μου λες Κατερίνα... Κανένα φιλάκι, εδώ (στήθος), εδώ (λαιμό), δίνεις;». «Ναι». «'Αντε, δώσε μου να καυλώσω λίγο και μετά θα βάλουμε την καπότα...».
«Ματς-μουτς...», τα φιλάκια της ήταν σιγανά κι επιφανειακά και το ελάχιστο γλείψιμό της —σε θηλές, λαιμό— ακρογλώσσιο.
«Θέλεις πίπα;», με ρώτησε ύστερα από λίγο — είχα ψιλοκαυλώσει. Αμέσως ξετύλιξα το ελαστικό κατά μήκος της ψωλής και... «Ναι, κάνε λίγο πίπα να δούμε», συμφώνησα.
Το τσιμπούκι της ήταν στο επίπεδο των προηγούμενων φιλιών και του γλειψίματός της.
Στα τέσσερα, που της ζήτησα, στήθηκε καλά και το μουνί της μου φάνηκε φιλόξενο, οπότε ύστερα από κάμποσες παλινδρομήσεις ολοκλήρωσα.
Καθώς ετοιμαζόμουν —η Κατερίνα είχε αποχωρήσει— άκουγα την τσατσά στο σαλόνι να εξηγεί σε αλλοδαπούς πώς παίζεται το "παιχνίδι": "Ten euros, ten minutes! No finish in ten minutes, go! Okay?"
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 23, 2015
Όνομα κοπέλας
Κατερίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:04
Στο μισοφωτισμένο σαλόνι δύο ημεδαποί συναγωνιστές συζητούσαν για περιοχές της Αθήνας που είχαν να πάνε καιρό. Τη συζήτηση διέκοψε ο ήχος από το άνοιγμα μιας πόρτας στα ενδότερα. 'Υστερα από λίγο μία γυμνόστηθη νταρντανοειδής μιλφ —με μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μέτριο τραχύ πρόσωπο, πλούσιο στήθος, μεγάλο τατουάζ στο αριστερό μπράτσο, την οποία είχα δει στον όροφο της Κεραμεικού 13 στην πρωινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου— μας ευχήθηκε υγεία με σιγανή φωνή. Τη συνόδευε μία χαμηλού αναστήματος μεσήλικη υπηρεσία.
«Να η κοπέλα μου, δέκα ευρώ! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, σιγά σιγά δεν βιάζεται, ισπανικό... Είναι πολύ καλή!»
Οι συμπατριώτες δεν έδειξαν ενδιαφέρον — μάλιστα ο ένας σηκώθηκε να φύγει.
«Ορίστε», έδωσα στη βοηθό το ακριβές αντίτιμο και προχωρήσαμε στο εσωτερικό — η κοπέλα είχε αποχωρήσει νωρίτερα. Κατευθύνθηκα στο δωμάτιο που βρίσκεται στο βάθος του διαδρόμου. «Εδώ εδώ εδώ!», σχεδόν μου φώναξε η τσατσά. «Εδώ;», έδειξα την ψιλοάθλια κάμαρα στην αρχή του διαδρόμου. «Ναι κύριε».
'Υστερα από τρία λεπτά η πόρνη άνοιγε την πόρτα. Του λόγου μου —τσίτσιδος— δεν είχα ακόμα ξαπλώσει στο κρεβάτι-φωτιστικό.
«Γεια σου, τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά, εσύ;». «Καλά!... Πώς σε λένε;». «Κατερίνα!». Αφήνοντας το προφυλακτικό δίπλα στο μαξιλάρι ξεβρακώθηκε, μένοντας ολόγυμνη.
«Από πού είσαι Κατερίνα;», ρώτησα πλησιάζοντάς την. «Ελληνογερμανίδα είμαι εγώ, τσιγγάνα». «Εγώ, Έλληνας», την πληροφόρησα και περνώντας από δίπλα της —χουφτώνοντας τον κώλο της— συμπλήρωσα ξαπλώνοντας: «'Ελληνας, μπαλαμός!». «Ναι, μπαλαμός! Χα χα χα... Ωραίο!».
Ανεβαίνοντας κι εκείνη στο μονό κρεβάτι μού είπε να της κάνω λίγο χώρο. «Ναι, όσο θες!», τραβήχτηκα. Γονατίζοντας πλάι μου πήρε να ετοιμάσει την καπότα. Της ζήτησα, πριν την πίπα, να με καυλώσει με κανένα φιλάκι – γλειψιματάκι. Μου πρόσφερε ισπανική —χωρίς να πιάνει τα βυζιά της— και ακρογλώσσιο γλείψιμο στις θηλές τις οποίες δεν παρέλειπε να ψιλορουφάει – ψιλοδαγκώνει.
«'Ασε, θα ξετυλίξω εγώ την καπότα!», της είπα όταν πήγε να την τοποθετήσει στην κορυφή της βαλάνου — εντωμεταξύ είχα ψιλοκαυλώσει. «'Ετσι όμως...», μου την έδωσε με τη σωστή πλευρά. «Ναι ναι, ξέρω...», ξετύλιξα πιέζοντας πρώτα τη θηλή, έτσι ώστε να μην πάρει αέρα.
Η πίπα της ήταν μέτρια, πασπατεύοντάς μου παράλληλα το περίνεο με τ' ακροδάχτυλα.
«Κάτσε να... 'Ερχεσαι στα τέσσερα;», της ζήτησα —δείχνοντας ταυτόχρονα—, όταν ένιωσα πως ήμουν έτοιμος για "διακόρευση". «Κρακ κρακ κρακ!...». Τα κωλομάγουλα και τα ξυρισμένα μεγάλα χείλη του μουνιού της μισάνοιξαν προκλητικά. «Λίγο πιο κάτω εάν θες...», την πίεσα με το χέρι μου στη μέση. «Ναι!», συμφώνησε, χαμηλώνοντας όμως πολύ. «Λίγο πιο ψηλά...». Ανασηκώθηκε όσο χρειαζόταν. Τον έχωσα και άρχισα να γαμάω τον φαρδουλό κόλπο της κρατώντας την σφιχτά απ' τα καπούλια. Τελικά έχυσα, λίγο αργότερα, ξαπλωμένος ανάσκελα και αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη την είχα βάλει να με φιλάει – γλείφει στον λαιμό και στ' αυτιά.
«Απόγευμα είσαι εσύ εδώ, ε;», ρώτησα όταν πια είχαμε τελειώσει. «Απ' το πρωί μέχρι δώδεκα βράδυ, εδώ. 'Εντεκα το πρωί έρχομαι και δώδεκα βράδυ φεύγω», ήταν η απάντησή της.
Στο μισοφωτισμένο σαλόνι δύο ημεδαποί συναγωνιστές συζητούσαν για περιοχές της Αθήνας που είχαν να πάνε καιρό. Τη συζήτηση διέκοψε ο ήχος από το άνοιγμα μιας πόρτας στα ενδότερα. 'Υστερα από λίγο μία γυμνόστηθη νταρντανοειδής μιλφ —με μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μέτριο τραχύ πρόσωπο, πλούσιο στήθος, μεγάλο τατουάζ στο αριστερό μπράτσο, την οποία είχα δει στον όροφο της Κεραμεικού 13 στην πρωινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου— μας ευχήθηκε υγεία με σιγανή φωνή. Τη συνόδευε μία χαμηλού αναστήματος μεσήλικη υπηρεσία.
«Να η κοπέλα μου, δέκα ευρώ! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, σιγά σιγά δεν βιάζεται, ισπανικό... Είναι πολύ καλή!»
Οι συμπατριώτες δεν έδειξαν ενδιαφέρον — μάλιστα ο ένας σηκώθηκε να φύγει.
«Ορίστε», έδωσα στη βοηθό το ακριβές αντίτιμο και προχωρήσαμε στο εσωτερικό — η κοπέλα είχε αποχωρήσει νωρίτερα. Κατευθύνθηκα στο δωμάτιο που βρίσκεται στο βάθος του διαδρόμου. «Εδώ εδώ εδώ!», σχεδόν μου φώναξε η τσατσά. «Εδώ;», έδειξα την ψιλοάθλια κάμαρα στην αρχή του διαδρόμου. «Ναι κύριε».
'Υστερα από τρία λεπτά η πόρνη άνοιγε την πόρτα. Του λόγου μου —τσίτσιδος— δεν είχα ακόμα ξαπλώσει στο κρεβάτι-φωτιστικό.
«Γεια σου, τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά, εσύ;». «Καλά!... Πώς σε λένε;». «Κατερίνα!». Αφήνοντας το προφυλακτικό δίπλα στο μαξιλάρι ξεβρακώθηκε, μένοντας ολόγυμνη.
«Από πού είσαι Κατερίνα;», ρώτησα πλησιάζοντάς την. «Ελληνογερμανίδα είμαι εγώ, τσιγγάνα». «Εγώ, Έλληνας», την πληροφόρησα και περνώντας από δίπλα της —χουφτώνοντας τον κώλο της— συμπλήρωσα ξαπλώνοντας: «'Ελληνας, μπαλαμός!». «Ναι, μπαλαμός! Χα χα χα... Ωραίο!».
Ανεβαίνοντας κι εκείνη στο μονό κρεβάτι μού είπε να της κάνω λίγο χώρο. «Ναι, όσο θες!», τραβήχτηκα. Γονατίζοντας πλάι μου πήρε να ετοιμάσει την καπότα. Της ζήτησα, πριν την πίπα, να με καυλώσει με κανένα φιλάκι – γλειψιματάκι. Μου πρόσφερε ισπανική —χωρίς να πιάνει τα βυζιά της— και ακρογλώσσιο γλείψιμο στις θηλές τις οποίες δεν παρέλειπε να ψιλορουφάει – ψιλοδαγκώνει.
«'Ασε, θα ξετυλίξω εγώ την καπότα!», της είπα όταν πήγε να την τοποθετήσει στην κορυφή της βαλάνου — εντωμεταξύ είχα ψιλοκαυλώσει. «'Ετσι όμως...», μου την έδωσε με τη σωστή πλευρά. «Ναι ναι, ξέρω...», ξετύλιξα πιέζοντας πρώτα τη θηλή, έτσι ώστε να μην πάρει αέρα.
Η πίπα της ήταν μέτρια, πασπατεύοντάς μου παράλληλα το περίνεο με τ' ακροδάχτυλα.
«Κάτσε να... 'Ερχεσαι στα τέσσερα;», της ζήτησα —δείχνοντας ταυτόχρονα—, όταν ένιωσα πως ήμουν έτοιμος για "διακόρευση". «Κρακ κρακ κρακ!...». Τα κωλομάγουλα και τα ξυρισμένα μεγάλα χείλη του μουνιού της μισάνοιξαν προκλητικά. «Λίγο πιο κάτω εάν θες...», την πίεσα με το χέρι μου στη μέση. «Ναι!», συμφώνησε, χαμηλώνοντας όμως πολύ. «Λίγο πιο ψηλά...». Ανασηκώθηκε όσο χρειαζόταν. Τον έχωσα και άρχισα να γαμάω τον φαρδουλό κόλπο της κρατώντας την σφιχτά απ' τα καπούλια. Τελικά έχυσα, λίγο αργότερα, ξαπλωμένος ανάσκελα και αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη την είχα βάλει να με φιλάει – γλείφει στον λαιμό και στ' αυτιά.
«Απόγευμα είσαι εσύ εδώ, ε;», ρώτησα όταν πια είχαμε τελειώσει. «Απ' το πρωί μέχρι δώδεκα βράδυ, εδώ. 'Εντεκα το πρωί έρχομαι και δώδεκα βράδυ φεύγω», ήταν η απάντησή της.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 22, 2015
Όνομα κοπέλας
Κατερίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 13:48
«Γεια σας! Αλεξάνδρα δουλεύει σήμερα, Ρωσίδα...»
Την Αλεξάνδρα τη συναντούσα ως υπηρεσία στον συγκεκριμένο οίκο˙ ως «κορίτσι» —όπως η ίδια αναφέρθηκε στον εαυτό της— πρώτη φορά την είχα δει στην πρωινή τσάρκα που έκανα πριν δυο μέρες.
«Κάνει όλες στάσεις, ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, εξήντα εννιά, πισωκολλητό, ισπανικό, δέκα ευρώ», ολοκληρώθηκε η παρουσίαση — απούσας της περί ης ο λόγος.
Σηκώθηκα.
«Την ξέρω την Αλεξάνδρα, θα περάσω!». «Ελάτε από δω...», η τσατσά έδειξε προς τα ενδότερα κι αμέσως μετά απευθύνθηκε προς τον αλλοδαπό που περιμέναμε μαζί στο σαλονάκι: «Εσύ μη φεύγεις, έχει κι άλλα δωμάτια!».
Στο κουζινάκι είδα την πόρνη — όρθια. Καστανόξανθο ίσιο ψιλολαδωμένο μαλλί μέχρι την πλάτη, μέτριο πρόσωπο, μεγαλούτσικο στήθος, μονοκόμματος κορμός, γεροδεμένα άνω και κάτω άκρα. «Γεια σου!», μου ευχήθηκε καλύπτοντας με τα χέρια το γυμνό στήθος της (!). «Γεια σου». «Τι κάνεις;». «Καλά».
Στο συμπαθητικό δωμάτιο την περίμενα τρία-τέσσερα λεπτά.
«Εντάξει μωρό μου, έτοιμος είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει μπαίνοντας, με τα σχετικά ανά χείρας. «'Ετοιμος!». «Τι κάνει αγόρι μου;», ξαναρώτησε πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου (κρακ κρακ κρακ!) είχα ήδη ξαπλώσει. «Καλά, εσύ;». «Καλά».
«Κρακ κρακ κρακ!...», τα ελάσματα έτριξαν κάτω απ' το βάρος της. Στο χέρι κρατούσε ένα υγρό μαντιλάκι. «Αλεξάνδρα, δεν θέλω ελεύθερο στοματικό», την ενημέρωσα. «Εντάξει μωρό μου!», συμφώνησε και για λίγο δεν ήξερε που να το αφήσει — τελικά το απίθωσε στο κρεβάτι. «Μη φοβάσαι, να μην έχεις άγχος!», μου χαμογέλασε καπακώνοντάς με. «Οκέι...». «Παπούτσια μου σε πειράζουν; Γιατί εγώ δεν βγάζω», μου έκανε γνωστό κάνοντας λίγο πίσω για να με κοιτάξει στα μάτια. «'Αστα, δεν πειράζει», της απάντησα. «Εντάξει μωρό μου;», ζήτησε να της επιβεβαιώσω. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι.
Ξεκίνησε με φιλιά και γλείψιμο σε θηλές, ενώ έπειτα από δική μου επιθυμία συνέχισε στον λαιμό, στα μάγουλα, πέριξ του στόματος, στ' αυτιά μου. Τα φιλιά της ήταν δυνατά και γρήγορα —σαν να πάταγε σφραγίδες ένα πράγμα—, ενώ το γλείψιμό της ακρογλώσσιο — τουλάχιστον στην αρχή. 'Ετσι όπως με είχε βάλει από κάτω της προσπαθούσα —και τα ψιλοκατάφερνα— να της γλείφω – ρουφάω τα βυζιά, να της φιλάω – ρουφάω τον λαιμό, ενώ της χάιδευα – χούφτωνα το σφιχτό κρέας.
«Βάζω;», με ρώτησε όταν —έχοντας προηγηθεί ισπανική και έντονη ορχεολειχία, με περιποίηση των μηροβουβωνικών πτυχών και του υπογαστρίου μου—, επήλθε η στύση. Στην καταφατική μου απάντηση μού έδειξε κι ένα δεύτερο προφυλακτικό τονίζοντας πως πάντα παίρνει δύο μαζί της.
Η πίπα που ακολούθησε ήταν σε αργό τέμπο, υγρή, βαθιά, συνεπικουρούμενη από αρχιδολείψιμο.
«Μάλλον, ξέρεις κάτι Αλεξάνδρα;», της είπα βλέποντας πως το τσιμπούκι τράβαγε σε μάκρος. «Ποπ!... Πες μου αγόρι μου!». Της ζήτησα να προχωρήσουμε στο γαμήσι και συγκεκριμένα στη στάση της γελαδάρισσας. Με καβάλησε πρόθυμα και χώνοντας το καυλί μου στον κόλπο της άρχισε να τρίβεται. Τελικά κατάφερα να χύσω γαμώντας την πισωκολλητά γονατιστά. Ακριβώς τη στιγμή που η υπηρεσία χτυπούσε την πόρτα...
«Εντάξει αγόρι μου;», ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου. 'Εγνεψα καταφατικά. «Κομπλέ;», ξαναρώτησε. «Κομπλέ, κομπλέ! Χα χα χα», επιβεβαίωσα. «Γιατί πρώτη φορά πάμε μαζί, γι' αυτό», εξήγησε.
«Γεια σας! Αλεξάνδρα δουλεύει σήμερα, Ρωσίδα...»
Την Αλεξάνδρα τη συναντούσα ως υπηρεσία στον συγκεκριμένο οίκο˙ ως «κορίτσι» —όπως η ίδια αναφέρθηκε στον εαυτό της— πρώτη φορά την είχα δει στην πρωινή τσάρκα που έκανα πριν δυο μέρες.
«Κάνει όλες στάσεις, ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, εξήντα εννιά, πισωκολλητό, ισπανικό, δέκα ευρώ», ολοκληρώθηκε η παρουσίαση — απούσας της περί ης ο λόγος.
Σηκώθηκα.
«Την ξέρω την Αλεξάνδρα, θα περάσω!». «Ελάτε από δω...», η τσατσά έδειξε προς τα ενδότερα κι αμέσως μετά απευθύνθηκε προς τον αλλοδαπό που περιμέναμε μαζί στο σαλονάκι: «Εσύ μη φεύγεις, έχει κι άλλα δωμάτια!».
Στο κουζινάκι είδα την πόρνη — όρθια. Καστανόξανθο ίσιο ψιλολαδωμένο μαλλί μέχρι την πλάτη, μέτριο πρόσωπο, μεγαλούτσικο στήθος, μονοκόμματος κορμός, γεροδεμένα άνω και κάτω άκρα. «Γεια σου!», μου ευχήθηκε καλύπτοντας με τα χέρια το γυμνό στήθος της (!). «Γεια σου». «Τι κάνεις;». «Καλά».
Στο συμπαθητικό δωμάτιο την περίμενα τρία-τέσσερα λεπτά.
«Εντάξει μωρό μου, έτοιμος είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει μπαίνοντας, με τα σχετικά ανά χείρας. «'Ετοιμος!». «Τι κάνει αγόρι μου;», ξαναρώτησε πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου (κρακ κρακ κρακ!) είχα ήδη ξαπλώσει. «Καλά, εσύ;». «Καλά».
«Κρακ κρακ κρακ!...», τα ελάσματα έτριξαν κάτω απ' το βάρος της. Στο χέρι κρατούσε ένα υγρό μαντιλάκι. «Αλεξάνδρα, δεν θέλω ελεύθερο στοματικό», την ενημέρωσα. «Εντάξει μωρό μου!», συμφώνησε και για λίγο δεν ήξερε που να το αφήσει — τελικά το απίθωσε στο κρεβάτι. «Μη φοβάσαι, να μην έχεις άγχος!», μου χαμογέλασε καπακώνοντάς με. «Οκέι...». «Παπούτσια μου σε πειράζουν; Γιατί εγώ δεν βγάζω», μου έκανε γνωστό κάνοντας λίγο πίσω για να με κοιτάξει στα μάτια. «'Αστα, δεν πειράζει», της απάντησα. «Εντάξει μωρό μου;», ζήτησε να της επιβεβαιώσω. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι.
Ξεκίνησε με φιλιά και γλείψιμο σε θηλές, ενώ έπειτα από δική μου επιθυμία συνέχισε στον λαιμό, στα μάγουλα, πέριξ του στόματος, στ' αυτιά μου. Τα φιλιά της ήταν δυνατά και γρήγορα —σαν να πάταγε σφραγίδες ένα πράγμα—, ενώ το γλείψιμό της ακρογλώσσιο — τουλάχιστον στην αρχή. 'Ετσι όπως με είχε βάλει από κάτω της προσπαθούσα —και τα ψιλοκατάφερνα— να της γλείφω – ρουφάω τα βυζιά, να της φιλάω – ρουφάω τον λαιμό, ενώ της χάιδευα – χούφτωνα το σφιχτό κρέας.
«Βάζω;», με ρώτησε όταν —έχοντας προηγηθεί ισπανική και έντονη ορχεολειχία, με περιποίηση των μηροβουβωνικών πτυχών και του υπογαστρίου μου—, επήλθε η στύση. Στην καταφατική μου απάντηση μού έδειξε κι ένα δεύτερο προφυλακτικό τονίζοντας πως πάντα παίρνει δύο μαζί της.
Η πίπα που ακολούθησε ήταν σε αργό τέμπο, υγρή, βαθιά, συνεπικουρούμενη από αρχιδολείψιμο.
«Μάλλον, ξέρεις κάτι Αλεξάνδρα;», της είπα βλέποντας πως το τσιμπούκι τράβαγε σε μάκρος. «Ποπ!... Πες μου αγόρι μου!». Της ζήτησα να προχωρήσουμε στο γαμήσι και συγκεκριμένα στη στάση της γελαδάρισσας. Με καβάλησε πρόθυμα και χώνοντας το καυλί μου στον κόλπο της άρχισε να τρίβεται. Τελικά κατάφερα να χύσω γαμώντας την πισωκολλητά γονατιστά. Ακριβώς τη στιγμή που η υπηρεσία χτυπούσε την πόρτα...
«Εντάξει αγόρι μου;», ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου. 'Εγνεψα καταφατικά. «Κομπλέ;», ξαναρώτησε. «Κομπλέ, κομπλέ! Χα χα χα», επιβεβαίωσα. «Γιατί πρώτη φορά πάμε μαζί, γι' αυτό», εξήγησε.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 21, 2015
Όνομα κοπέλας
Αλεξάνδρα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
«Γεια σας, καθίστε λιγάκι!», με προέτρεψε η συμπαθητική υπηρεσία.
Στο σαλόνι ήμουν μόνος.
«Γεια σου μωρό μου... Πού πας;», απ' το κουζινάκι βγήκε μία νταρντανομίλφ, με καστανοκοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, ασχημομέτριο πρόσωπο που πρόδιδε την ηλικία, μεγαλούτσικο στήθος, η οποία φορούσε εσωφόρι και με πλησίασε σε σημείο αναπνοής —σχεδόν κόλλησε τη μύτη της στη δική μου— έχοντας ένα ψαρωτικό ύφος.
«Πώς σε λένε;», τη ρώτησα κάνοντας λίγο πίσω το κεφάλι μου — κάποια μου θύμιζε... «Λίζα», ήταν η απάντησή της. «Λίζα... και το πρόγραμμα;». «Για σένα, ό,τι γουστάρεις...», ξανακόλλησε σχεδόν τη μύτη της στη δική μου. «Τι γουστάρεις;», επέμεινε να της πω. «Εεε, τι πρόγραμμα κάνεις;», επανέλαβα τραβώντας πάλι πίσω το κεφάλι — μαλακία μου που δεν τη ρώτησα κάποιες ιδιαίτερες υπηρεσίες, να έβλεπα εάν τις πρόσφερε. Τότε εκείνη ξεκίνησε να μου λέει: «Κάνω πρόγραμμα...». Διακόπτοντας όταν ακούσαμε την τσατσά να πλησιάζει απ' τον διάδρομο, για να συμπληρώσει: «Να σου πει τώρα κυρία!». «Οκέι», συμφώνησα και την επόμενη στιγμή η κυρία εμφανίστηκε. «Γεια σου παιδί μου!». «Τι πρόγραμμα έχει η–». «Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό. Αυτό το πρόγραμμα παιδί μου. Η κοπέλα πολύ καλή στο δωμάτιο! Δεν βιάζεται, δουλεύει σιγά σιγά...». «Εντάξει...», είπα δίνοντας την εντύπωση πως το σκεφτόμουν. «'Ελα, θα περάσεις πολύ καλά!», προσπάθησε να με πείσει εκείνη. «Θα δω, θα δω, ευχαριστώ πολύ!», την απογοήτευσα κι έστριψα προς την εξώπορτα. «Παρακαλώ!», την άκουσα πίσω μου.
Επέστρεψα μετά με το πέρας της τσάρκας.
«Τι κάνεις;», με ρώτησε με το ίδιο ψαρωτικό ύφος η Λίζα βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. «Θα περάσω!», της έκανα γνωστό με το δεκάρικο στη χούφτα. Από 'κει ανέλαβε η υπηρεσία. «'Ελα», μου έδειξε την κάμαρα που πριν λίγες μέρες είχα συνευρεθεί με μία 'Αντζελα. «Αχ, όχι εδώ πέρα! Να πάω σ' ένα άλλο;», αντέδρασα — τα δύο απέναντι δωμάτια ήσανε άδεια. «'Οπου θέλεις!», δεν μου έφερε αντίρρηση. «Ορίστε», την πλέρωσα (έτσι, μ' έψιλον!). «Μ-μ, (καταφατικό) ευχαριστούμε!». Η καμαρούλα ήταν ψιλοάθλια και σκοτεινή. «'Αμα θέλεις ν' ανοίξεις εντώ (έναν επιδαπέδιο ανεμιστήρα), γιατί δεν έχουμε ερ κοντίσιον...», μου εξήγησε. «Καλά δεν πειράζει!» — τελικά δεν τον χρησιμοποίησα, η θερμοκρασία ήτανε μια χαρά.
«Η κοπέλα είναι στο δωμάτιο!», άκουσα μια-δυο φορές την τσατσά, απ΄το σαλόνι, κατά τη διάρκεια της οκτάλεπτης αναμονής μου.
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν εκείνη —η πουτάνα— άνοιξε την πόρτα. «Γεια σου, γεια σου!», αντευχήθηκε και κλείνοντάς την την ασφάλισε με το συρτάκι. Στη συνέχεια με πλησίασε —εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένος στο φαινομενικά καθαρό κατωσέντονο— και άφησε τα σέα της στο κομοδίνο — μόνο την καπότα άφησε δίπλα στο μαξιλάρι.
«Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ; Σε θυμάμαι από κάπου αλλού...», τη ρώτησα καθώς εκείνη έβγαζε το εσωφόρι αποκαλύπτοντας δυο κρεμαστά μεγάλα μαστάρια, μια προπετή κοιλιά και μια διπλόφαρδη μέση. Με κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δούλευες καθόλου Λιοσίων, Φυλής, Αχαρνών–». «Αχαρνών, ναι!», με διέκοψε. «Στο 85!». «Ναι», άρχισε να μαζεύει τα μαλλιά της ψηλά. «Αα... Δεν σ' έχω πάρει, αλλά τώρα σε θυμήθηκα.». «Και τώρα ντουλεύω!», με πληροφόρησε πιάνοντάς τα μ' ένα λαστιχάκι — τώρα το πρόσωπό της φαινόταν άσχημο. «Α, ναι;». «Κυριακές μόνο», γονάτισε πλάι μου. «Αα, Κυριακές...», της έκανα χώρο. «Εσύ πας παντού!», μου χαμογέλασε και άρχισε να με χαϊδεύει με τα δυο της χέρια — απ' τ' αρχίδια μέχρι το στήθος. «Α, επειδή σου ανέφερα αυτά τα μέρη;... Ε, γυρίζω προσπαθώντας να δω τι υπάρχει», της εξήγησα περνώντας το χέρι μου απ' τα βυζιά της. «Τι να δεις; Τα ίδια είναι. Και δω τα ίδια δεν είναι;», με κοίταξε σοβαρά συνεχίζοντας το πασπάτεμα. «Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι...», ξεκίνησα να λέω όταν την είδα να "βουτάει"... «Δεν θέλω ελεύθερο στοματικό!», την πρόλαβα... «Αλλά θέλω γλειψιματάκια και φιλάκια...».
«Ααα, μπράβο!...», έκλεισα τα μάτια. Η Λίζα προχώρησε σ' ένα ικανοποιητικό γλείψιμο που ξεκίνησε απ' τ' αρχίδια —έπειτα από δική μου προτροπή το σημείο εκείνο—, συνέχισε στον κορμό, στον λαιμό, στα μάγουλα και κατέληξε στ' αυτιά μου να χώνει τη γλωσσάρα της βαθιά μέσα στους έξω ακουστικούς μου πόρους, ενώ επιδοθήκαμε και σε ασελγείς ασπασμούς...
Μια λεπτομέρεια: Καθώς έγλειφε ανάσαινε βαριά, σαν να έχει λαχανιάσει ένα πράμα...
«Κάτσε να βάλω την καπότα...», της είπα — η στύση μου έδειχνε ταβάνι...
Η πίπα που μου έκανε ήταν βαθιά και υγρή, ενώ μ' έγλειφε και στ' αχαμνά. Αλλά δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ αφού της ζήτησα να τη γαμήσω πισωκολλητά γονατιστά — μεγάλη ποικιλία παρατηρώ στις ερωτικές στάσεις που επιλέγω κάθε φορά... Χα χα χα!
«Κρακ κρακ κρακ...», πήρε και πήρα θέση. Τον έχωσα στη μουνοσήραγγά της κι άρχισα δίνω πόνο!... (Σιγά ρε γαμιά! Χα χα χα)
Τέλος πάντων, λίγο οι βυζάρες που χούφτωνα, λίγο τα κωλοχάστουκα που της έδινα, λίγο ένα γύρισμά της για άλλο ένα (αηδιαστικό – δυνητικά μολυσμένο) γλωσσόφιλο, μ' έκαναν να... «Αα... αα... αα... έχυσα!...».
«Μισό κιλό!», την άκουσα να λέει όρθια καθώς έβαζε το εσωφόρι της. «Μισό κιλό, τι;», την κοίταξα με απορία. «Τέτοιο...», έδειξε με το πιγούνι προς τη γεμάτη με μεσήλικο σπέρμα ελαστική θηλή του προφυλακτικού που ακόμα ο πούτσος μου φορούσε. «Α, ναι! Χα χα χα», συνειδητοποίησα τι εννοούσε.
«Ευχαριστώ πολύ!», της είπα όταν για να με χαιρετήσει μου χτύπησε ελαφρά το κωλομέρι — της είχα γυρισμένη την πλάτη μιας και πλενόμουν. «Τίποτα, γιατί ευχαριστάς; (sic)», ήταν η αντίδρασή της. «Πώς πάει η δουλειά εδώ;», τη ρώτησα. «Καλά», έκανε νόημα με το κεφάλι και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε στον διάδρομο.
Στο σαλόνι ήμουν μόνος.
«Γεια σου μωρό μου... Πού πας;», απ' το κουζινάκι βγήκε μία νταρντανομίλφ, με καστανοκοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, ασχημομέτριο πρόσωπο που πρόδιδε την ηλικία, μεγαλούτσικο στήθος, η οποία φορούσε εσωφόρι και με πλησίασε σε σημείο αναπνοής —σχεδόν κόλλησε τη μύτη της στη δική μου— έχοντας ένα ψαρωτικό ύφος.
«Πώς σε λένε;», τη ρώτησα κάνοντας λίγο πίσω το κεφάλι μου — κάποια μου θύμιζε... «Λίζα», ήταν η απάντησή της. «Λίζα... και το πρόγραμμα;». «Για σένα, ό,τι γουστάρεις...», ξανακόλλησε σχεδόν τη μύτη της στη δική μου. «Τι γουστάρεις;», επέμεινε να της πω. «Εεε, τι πρόγραμμα κάνεις;», επανέλαβα τραβώντας πάλι πίσω το κεφάλι — μαλακία μου που δεν τη ρώτησα κάποιες ιδιαίτερες υπηρεσίες, να έβλεπα εάν τις πρόσφερε. Τότε εκείνη ξεκίνησε να μου λέει: «Κάνω πρόγραμμα...». Διακόπτοντας όταν ακούσαμε την τσατσά να πλησιάζει απ' τον διάδρομο, για να συμπληρώσει: «Να σου πει τώρα κυρία!». «Οκέι», συμφώνησα και την επόμενη στιγμή η κυρία εμφανίστηκε. «Γεια σου παιδί μου!». «Τι πρόγραμμα έχει η–». «Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό. Αυτό το πρόγραμμα παιδί μου. Η κοπέλα πολύ καλή στο δωμάτιο! Δεν βιάζεται, δουλεύει σιγά σιγά...». «Εντάξει...», είπα δίνοντας την εντύπωση πως το σκεφτόμουν. «'Ελα, θα περάσεις πολύ καλά!», προσπάθησε να με πείσει εκείνη. «Θα δω, θα δω, ευχαριστώ πολύ!», την απογοήτευσα κι έστριψα προς την εξώπορτα. «Παρακαλώ!», την άκουσα πίσω μου.
Επέστρεψα μετά με το πέρας της τσάρκας.
«Τι κάνεις;», με ρώτησε με το ίδιο ψαρωτικό ύφος η Λίζα βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. «Θα περάσω!», της έκανα γνωστό με το δεκάρικο στη χούφτα. Από 'κει ανέλαβε η υπηρεσία. «'Ελα», μου έδειξε την κάμαρα που πριν λίγες μέρες είχα συνευρεθεί με μία 'Αντζελα. «Αχ, όχι εδώ πέρα! Να πάω σ' ένα άλλο;», αντέδρασα — τα δύο απέναντι δωμάτια ήσανε άδεια. «'Οπου θέλεις!», δεν μου έφερε αντίρρηση. «Ορίστε», την πλέρωσα (έτσι, μ' έψιλον!). «Μ-μ, (καταφατικό) ευχαριστούμε!». Η καμαρούλα ήταν ψιλοάθλια και σκοτεινή. «'Αμα θέλεις ν' ανοίξεις εντώ (έναν επιδαπέδιο ανεμιστήρα), γιατί δεν έχουμε ερ κοντίσιον...», μου εξήγησε. «Καλά δεν πειράζει!» — τελικά δεν τον χρησιμοποίησα, η θερμοκρασία ήτανε μια χαρά.
«Η κοπέλα είναι στο δωμάτιο!», άκουσα μια-δυο φορές την τσατσά, απ΄το σαλόνι, κατά τη διάρκεια της οκτάλεπτης αναμονής μου.
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν εκείνη —η πουτάνα— άνοιξε την πόρτα. «Γεια σου, γεια σου!», αντευχήθηκε και κλείνοντάς την την ασφάλισε με το συρτάκι. Στη συνέχεια με πλησίασε —εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένος στο φαινομενικά καθαρό κατωσέντονο— και άφησε τα σέα της στο κομοδίνο — μόνο την καπότα άφησε δίπλα στο μαξιλάρι.
«Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ; Σε θυμάμαι από κάπου αλλού...», τη ρώτησα καθώς εκείνη έβγαζε το εσωφόρι αποκαλύπτοντας δυο κρεμαστά μεγάλα μαστάρια, μια προπετή κοιλιά και μια διπλόφαρδη μέση. Με κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δούλευες καθόλου Λιοσίων, Φυλής, Αχαρνών–». «Αχαρνών, ναι!», με διέκοψε. «Στο 85!». «Ναι», άρχισε να μαζεύει τα μαλλιά της ψηλά. «Αα... Δεν σ' έχω πάρει, αλλά τώρα σε θυμήθηκα.». «Και τώρα ντουλεύω!», με πληροφόρησε πιάνοντάς τα μ' ένα λαστιχάκι — τώρα το πρόσωπό της φαινόταν άσχημο. «Α, ναι;». «Κυριακές μόνο», γονάτισε πλάι μου. «Αα, Κυριακές...», της έκανα χώρο. «Εσύ πας παντού!», μου χαμογέλασε και άρχισε να με χαϊδεύει με τα δυο της χέρια — απ' τ' αρχίδια μέχρι το στήθος. «Α, επειδή σου ανέφερα αυτά τα μέρη;... Ε, γυρίζω προσπαθώντας να δω τι υπάρχει», της εξήγησα περνώντας το χέρι μου απ' τα βυζιά της. «Τι να δεις; Τα ίδια είναι. Και δω τα ίδια δεν είναι;», με κοίταξε σοβαρά συνεχίζοντας το πασπάτεμα. «Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι...», ξεκίνησα να λέω όταν την είδα να "βουτάει"... «Δεν θέλω ελεύθερο στοματικό!», την πρόλαβα... «Αλλά θέλω γλειψιματάκια και φιλάκια...».
«Ααα, μπράβο!...», έκλεισα τα μάτια. Η Λίζα προχώρησε σ' ένα ικανοποιητικό γλείψιμο που ξεκίνησε απ' τ' αρχίδια —έπειτα από δική μου προτροπή το σημείο εκείνο—, συνέχισε στον κορμό, στον λαιμό, στα μάγουλα και κατέληξε στ' αυτιά μου να χώνει τη γλωσσάρα της βαθιά μέσα στους έξω ακουστικούς μου πόρους, ενώ επιδοθήκαμε και σε ασελγείς ασπασμούς...
Μια λεπτομέρεια: Καθώς έγλειφε ανάσαινε βαριά, σαν να έχει λαχανιάσει ένα πράμα...
«Κάτσε να βάλω την καπότα...», της είπα — η στύση μου έδειχνε ταβάνι...
Η πίπα που μου έκανε ήταν βαθιά και υγρή, ενώ μ' έγλειφε και στ' αχαμνά. Αλλά δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ αφού της ζήτησα να τη γαμήσω πισωκολλητά γονατιστά — μεγάλη ποικιλία παρατηρώ στις ερωτικές στάσεις που επιλέγω κάθε φορά... Χα χα χα!
«Κρακ κρακ κρακ...», πήρε και πήρα θέση. Τον έχωσα στη μουνοσήραγγά της κι άρχισα δίνω πόνο!... (Σιγά ρε γαμιά! Χα χα χα)
Τέλος πάντων, λίγο οι βυζάρες που χούφτωνα, λίγο τα κωλοχάστουκα που της έδινα, λίγο ένα γύρισμά της για άλλο ένα (αηδιαστικό – δυνητικά μολυσμένο) γλωσσόφιλο, μ' έκαναν να... «Αα... αα... αα... έχυσα!...».
«Μισό κιλό!», την άκουσα να λέει όρθια καθώς έβαζε το εσωφόρι της. «Μισό κιλό, τι;», την κοίταξα με απορία. «Τέτοιο...», έδειξε με το πιγούνι προς τη γεμάτη με μεσήλικο σπέρμα ελαστική θηλή του προφυλακτικού που ακόμα ο πούτσος μου φορούσε. «Α, ναι! Χα χα χα», συνειδητοποίησα τι εννοούσε.
«Ευχαριστώ πολύ!», της είπα όταν για να με χαιρετήσει μου χτύπησε ελαφρά το κωλομέρι — της είχα γυρισμένη την πλάτη μιας και πλενόμουν. «Τίποτα, γιατί ευχαριστάς; (sic)», ήταν η αντίδρασή της. «Πώς πάει η δουλειά εδώ;», τη ρώτησα. «Καλά», έκανε νόημα με το κεφάλι και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε στον διάδρομο.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 19, 2015
Όνομα κοπέλας
Λίζα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.0
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:20
Ο ένας απ' τους τρεις αλλοδαπούς δοκίμασε ν' ανοίξει την εξώπορτα. 'Ηταν ασφαλισμένη. Τότε προσπάθησε να κοιτάξει απ' το παράθυρο εάν ήταν κάποιος μέσα. Εκείνη την ώρα είδα να πλησιάζει ημεδαπός συναγωνιστής. 'Ολοι μαζί περιμέναμε για μερικά δευτερόλεπτα στην αυλή να δούμε εάν θα γινόταν τίποτα. Ξαφνικά η εξώπορτα άνοιξε και μία —γνωστή— υπηρεσία απευθύνθηκε στους αλλοδαπούς που βρίσκονταν πιο κοντά. «Τι κάνετε εκεί; Ελάτε μέσα!». Αρχίσαμε να μπαίνουμε. «Γεια σας», της ευχήθηκε ο συμπατριώτης. «Γεια σας», του/μας ευχήθηκε εκείνη.
«Δέκα ευρώ το κορίτσι μας! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασιματάκια, καλό σεξ! Ελάτε να περάσετε πάρα πολύ ωραία!
Παρουσιάστηκε η νεαρή με τα βυζέττα, που είχα πρόσφατα δει στη Λιοσίων 79Β. Με ίσιο σκούρο μαλλί πιασμένο σε κοντή αλογοουρά, καλούτσικο πρόσωπο με σχιστά μάτια, στήθος σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης —όπως προείπα—, καλλίκορμη. «Γεια σας! Τι κάνετε;».
Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. «Ευχαριστούμε!», άκουσα τον 'Ελληνα. «Παρακαλώ», άκουσα και την τσατσά, την οποία πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι.
'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια, οπότε διάλεξα να μπω σε 'κείνο με τους πολλούς μικρούς καθρέφτες. Βέβαια οι καθρέφτες πλέον δεν υπάρχουν μιας κι έχει ανακαινιστεί, όπως και όλα τα υπόλοιπα — για το μυστικό δωμάτιο δεν ξέρω... Τέλος πάντων καλό έχει γίνει και πιο εύκολο για φωτογράφιση, χε χε χε, αφού το ρομαντικό παράθυρο που έβλεπε στο σαλόνι δεν υπάρχει πια, ενώ το υφασμάτινο διαχωριστικό της ενδιάμεσης πόρτας έχει αντικατασταθεί από μία πόρτα ακορντεόν.
'Υστερα από δύο λεπτά άκουσα τακούνια να πλησιάζουν — ήταν η νεαρή πόρνη.
«Εντάξει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ανοίγοντας την παραπάνω πόρτα. «Εντάξει μωρό μου! Πώς σε λένε;», τη ρώτησα — είχα ξεχάσει τ' όνομά της. «Μπιάνκα», απάντησε πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου μόλις είχα ξαπλώσει. «Α, Μπιάνκα... 'Ησουνα και στο Λιοσίων 79Β;», της έκανα χώρο. «Ναι!», ξεβρακώθηκε και γονάτισε ολόγυμνη πλάι μου. «Μπράβο...». «Γιατί;», έπιασε τη συσκευασμένη καπότα. «Α, τίποτα. 'Ετυχε και σε είδα μια φορά εκεί», της αποκρίθηκα χουφτώνοντας το κωλαράκι της. «Και έφυγες...», έσυρε τ' ακροδάχτυλα κατά μήκος του μηρού μου. «'Ηταν πολύς κόσμος τότε», δικαιολογήθηκα συνεχίζοντας να της θωπεύω τον κώλο. «Α, είχα πολύ κόσμο», φάνηκε να δέχεται τη δικαιολογία μου. «Ναι».
«Να βάλουμε προφυλακτικό, έτσι;», είπε ξαφνικά, ενώ είχε ξαπλώσει εγκάρσια σε μένα, με τη μασχάλη και το μπράτσο της να πιέζουν τον μηρό μου. «Ναι, με προφυλακτικό!», συμφώνησα. «Εντάξει; Για να ξέρεις μωρό μου», εξήγησε. Εντωμεταξύ εγώ είχα το χέρι μου στον αυχένα της. «Πάρε το βάρος σου...», μου ζήτησε ευγενικά. «Ααχ κι εσύ μη στηρίζεσαι πολύ πάνω στο πόδι μου όμως...», της είπα με τη σειρά μου. «'Οχι», αμέσως τραβήχτηκε. «Χε χε, από πού είσαι; Ρουμάνα;». «'Οχι μωρό μου. Τσεχία». «Α, Τσεχία...»
Ξεκίνησε μια ψιλοϊκανοποιητική πίπα —όχι βαθιά, αλλά με πασπάτεμα των αρχιδιών και κάποια «ποπ»—, κοιτάζοντάς μας απ' τον απέναντι επίτοιχο καθρέφτη.
Με το χέρι μου να χαϊδεύει την πλάτη, τον κώλο, τα χυτά πόδια της άρχισα σιγά σιγά ν' αποκτώ στύση. Στύση ικανή προς "διακόρευση". Πριν προχωρήσω στο φίκι φίκι τις έγλειψα και μου έγλειψε τις θηλές, της φίλησα – έγλειψα και μου φίλησε – έγλειψε τον λαιμό —εκείνη επιφανειακά κι ακρογλώσσια, εγώ κανονικά—, της έγλειψα τους λοβούς των αυτιώνε.
Στο πισωκολλητό γονατιστό στήθηκε όμορφα, συνεχίζοντας να μας κοιτάζει απ' τον πλαϊνό καθρέφτη. «Δεν έχεις βάλει κρέμα!...», διαπίστωσα όταν της τον έχωσα. «'Οχι», παραδέχτηκε — το μπουκαλάκι με τη λιπαντική γέλη ήταν δίπλα στο μαξιλάρι. «Μπράβο...», επιδοκίμασα αρχίζοντας να μπαινοβγαίνω αργά. «'Ηθελες κρέμα;». «'Οχι, απλώς άλλες έρχονται πασαλειμμένες, γι' αυτό μου έκανε εντύπωση και το ανέφερα».
Τη γάμησα και ιεραποστολικά —με αγκαλιάσματα και τριψίματα εκατέρωθεν—, γλείφοντάς της τον λαιμό, ενώ κι εκείνη με φιλούσε πεταχτά στο μάγουλο, επίσης στον λαιμό, στον ώμο...
'Εχυσα εν μέσω πνιχτών βογγητών.
Δούλευε απ' το πρωί και θα συνέχιζε μέχρι τις δέκα-έντεκα το βράδυ.
Πριν φύγει έκανε μια-δυο φορές μπουκώματα με νερό απ' τη βρύση.
«Γεια σου αγάπη μου!», με αποχαιρέτησε ανοίγοντας την πόρτα. «Γεια σας!...», χαιρέτησε τον κόσμο, που την περίμενε, βγαίνοντας.
Ο ένας απ' τους τρεις αλλοδαπούς δοκίμασε ν' ανοίξει την εξώπορτα. 'Ηταν ασφαλισμένη. Τότε προσπάθησε να κοιτάξει απ' το παράθυρο εάν ήταν κάποιος μέσα. Εκείνη την ώρα είδα να πλησιάζει ημεδαπός συναγωνιστής. 'Ολοι μαζί περιμέναμε για μερικά δευτερόλεπτα στην αυλή να δούμε εάν θα γινόταν τίποτα. Ξαφνικά η εξώπορτα άνοιξε και μία —γνωστή— υπηρεσία απευθύνθηκε στους αλλοδαπούς που βρίσκονταν πιο κοντά. «Τι κάνετε εκεί; Ελάτε μέσα!». Αρχίσαμε να μπαίνουμε. «Γεια σας», της ευχήθηκε ο συμπατριώτης. «Γεια σας», του/μας ευχήθηκε εκείνη.
«Δέκα ευρώ το κορίτσι μας! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασιματάκια, καλό σεξ! Ελάτε να περάσετε πάρα πολύ ωραία!
Παρουσιάστηκε η νεαρή με τα βυζέττα, που είχα πρόσφατα δει στη Λιοσίων 79Β. Με ίσιο σκούρο μαλλί πιασμένο σε κοντή αλογοουρά, καλούτσικο πρόσωπο με σχιστά μάτια, στήθος σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης —όπως προείπα—, καλλίκορμη. «Γεια σας! Τι κάνετε;».
Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. «Ευχαριστούμε!», άκουσα τον 'Ελληνα. «Παρακαλώ», άκουσα και την τσατσά, την οποία πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι.
'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια, οπότε διάλεξα να μπω σε 'κείνο με τους πολλούς μικρούς καθρέφτες. Βέβαια οι καθρέφτες πλέον δεν υπάρχουν μιας κι έχει ανακαινιστεί, όπως και όλα τα υπόλοιπα — για το μυστικό δωμάτιο δεν ξέρω... Τέλος πάντων καλό έχει γίνει και πιο εύκολο για φωτογράφιση, χε χε χε, αφού το ρομαντικό παράθυρο που έβλεπε στο σαλόνι δεν υπάρχει πια, ενώ το υφασμάτινο διαχωριστικό της ενδιάμεσης πόρτας έχει αντικατασταθεί από μία πόρτα ακορντεόν.
'Υστερα από δύο λεπτά άκουσα τακούνια να πλησιάζουν — ήταν η νεαρή πόρνη.
«Εντάξει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ανοίγοντας την παραπάνω πόρτα. «Εντάξει μωρό μου! Πώς σε λένε;», τη ρώτησα — είχα ξεχάσει τ' όνομά της. «Μπιάνκα», απάντησε πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου μόλις είχα ξαπλώσει. «Α, Μπιάνκα... 'Ησουνα και στο Λιοσίων 79Β;», της έκανα χώρο. «Ναι!», ξεβρακώθηκε και γονάτισε ολόγυμνη πλάι μου. «Μπράβο...». «Γιατί;», έπιασε τη συσκευασμένη καπότα. «Α, τίποτα. 'Ετυχε και σε είδα μια φορά εκεί», της αποκρίθηκα χουφτώνοντας το κωλαράκι της. «Και έφυγες...», έσυρε τ' ακροδάχτυλα κατά μήκος του μηρού μου. «'Ηταν πολύς κόσμος τότε», δικαιολογήθηκα συνεχίζοντας να της θωπεύω τον κώλο. «Α, είχα πολύ κόσμο», φάνηκε να δέχεται τη δικαιολογία μου. «Ναι».
«Να βάλουμε προφυλακτικό, έτσι;», είπε ξαφνικά, ενώ είχε ξαπλώσει εγκάρσια σε μένα, με τη μασχάλη και το μπράτσο της να πιέζουν τον μηρό μου. «Ναι, με προφυλακτικό!», συμφώνησα. «Εντάξει; Για να ξέρεις μωρό μου», εξήγησε. Εντωμεταξύ εγώ είχα το χέρι μου στον αυχένα της. «Πάρε το βάρος σου...», μου ζήτησε ευγενικά. «Ααχ κι εσύ μη στηρίζεσαι πολύ πάνω στο πόδι μου όμως...», της είπα με τη σειρά μου. «'Οχι», αμέσως τραβήχτηκε. «Χε χε, από πού είσαι; Ρουμάνα;». «'Οχι μωρό μου. Τσεχία». «Α, Τσεχία...»
Ξεκίνησε μια ψιλοϊκανοποιητική πίπα —όχι βαθιά, αλλά με πασπάτεμα των αρχιδιών και κάποια «ποπ»—, κοιτάζοντάς μας απ' τον απέναντι επίτοιχο καθρέφτη.
Με το χέρι μου να χαϊδεύει την πλάτη, τον κώλο, τα χυτά πόδια της άρχισα σιγά σιγά ν' αποκτώ στύση. Στύση ικανή προς "διακόρευση". Πριν προχωρήσω στο φίκι φίκι τις έγλειψα και μου έγλειψε τις θηλές, της φίλησα – έγλειψα και μου φίλησε – έγλειψε τον λαιμό —εκείνη επιφανειακά κι ακρογλώσσια, εγώ κανονικά—, της έγλειψα τους λοβούς των αυτιώνε.
Στο πισωκολλητό γονατιστό στήθηκε όμορφα, συνεχίζοντας να μας κοιτάζει απ' τον πλαϊνό καθρέφτη. «Δεν έχεις βάλει κρέμα!...», διαπίστωσα όταν της τον έχωσα. «'Οχι», παραδέχτηκε — το μπουκαλάκι με τη λιπαντική γέλη ήταν δίπλα στο μαξιλάρι. «Μπράβο...», επιδοκίμασα αρχίζοντας να μπαινοβγαίνω αργά. «'Ηθελες κρέμα;». «'Οχι, απλώς άλλες έρχονται πασαλειμμένες, γι' αυτό μου έκανε εντύπωση και το ανέφερα».
Τη γάμησα και ιεραποστολικά —με αγκαλιάσματα και τριψίματα εκατέρωθεν—, γλείφοντάς της τον λαιμό, ενώ κι εκείνη με φιλούσε πεταχτά στο μάγουλο, επίσης στον λαιμό, στον ώμο...
'Εχυσα εν μέσω πνιχτών βογγητών.
Δούλευε απ' το πρωί και θα συνέχιζε μέχρι τις δέκα-έντεκα το βράδυ.
Πριν φύγει έκανε μια-δυο φορές μπουκώματα με νερό απ' τη βρύση.
«Γεια σου αγάπη μου!», με αποχαιρέτησε ανοίγοντας την πόρτα. «Γεια σας!...», χαιρέτησε τον κόσμο, που την περίμενε, βγαίνοντας.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 17, 2015
Όνομα κοπέλας
Μπιάνκα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:03
Η ξανθιά μεσήλικη υπηρεσία μού ευχήθηκε υγεία πριν ακόμα πατήσω το κεφαλόσκαλο —στο πατάρι δεν υπήρχε άλλος συναγωνιστής— κι αμέσως προχώρησε στην ενημέρωση: «Πολύ καλή κοπέλα, δεν βιάζεται, κάνει ωραίο τσιμπουκάκι ελεύθερο τελειωτικό στα βυζιά, πισωκολλητό, ισπανικό, ωραίο σεξ, δέκα ευρώ!».
Ακολούθησε αναμονή μερικών δευτερολέπτων μέχρι που... «Ορίστεεε!», αναφώνησε όταν ακούσαμε βήματα απ' το κουζινάκι.
Εμφανίστηκε η Ντίνα η Βορειοκορεάτισσα˙ μία χαμογελαστή πλατυκομούρα μιλφ, μ' έντονα ασιατικά χαρακτηριστικά, ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μικρομεσαίο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, η οποία φορούσε σκούρο μεσοφόρι.
«Γεια σου μωρό μου! Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «'Ελα, μόλις έκανε μπάνιο, έλα εδώ!», βιάστηκε να πληροφορήσει η υπηρεσία δείχνοντάς μου προς τ' ανακαινισμένα δωμάτια. «Τώρα βγήκα!», επιβεβαίωσε η πόρνη. «Χι χι χι, τώρα βγήκε!», επανέλαβε η τσατσά παίρνοντας το χαρτονόμισμα — είχα αποφασίσει να την πληρώσω.
Δεν θα είχαν περάσει δύο λεπτά όταν η Ντίνα άνοιξε την πόρτα — ακόμα γδυνόμουν.
«Γεια σας!», ευχήθηκε. «Χαίρετε!». «Να περάσω;». «Ναι, έλα, έλα! Τώρα, σ' ένα λεπτό είμαι έτοιμος!».
Κάθισε στο κρεβάτι περνώντας τα δάχτυλα μέσα απ' τα μαλλιά της δυο-τρεις φορές.
«Πώς σε λένει;» (sic), ρώτησε. «Τάδε, εσένα;». «Τάδε!... Μπράβο!», ενθουσιάστηκε... «Εσένα;», επανέλαβα. «Ρόοζα!... Τριάντάφυλλα!» (sic), απάντησε, εξηγώντας και τη σημασία του ονόματός της. «Δεν μου λες Ρόζα, εσύ δεν ήσουν που δούλευες Μαγνησίας 11;». «Ναι, ντούλεβα!», επιβεβαίωσε. «Σαν Ντίνα, απ' τη Βόρεια Κορέα. Kαλά θυμάμαι;». «Ναι». «'Η από την Κίνα;». «'Οχι, Κορεάτισσα!». «Κορεάτισσα... ή απ' τη Ρωσία;». «'Οχι, Κορεάτισσα είμαι!», επέμεινε. «Κορεάτισσα λοιπόν... από τη Βόρεια, ε;», «Ναι, Βόρεια!». «Κιμ Γιονγκ-Ουν!», συμπλήρωσα. «Ωωω, τρελός είναι!...», σχολίασε κάνοντας μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι της. «Χα χα χα...», άρχισα να γελάω. «Δεν άφησε τίποτα! Φοβάται και κόσμος...», συνέχισε. «Και πριν ποιος ήταν;... Κιμ Γιονγκ-Ιλ!». «Ναι μωράκι μου... ταδεάκι. Τι δουλειά κάνεις μωράκι μου;», άλλαξε κουβέντα. «Εεε, είμαι...», της είπα την πρώτη μετριοπληρωμένη δουλειά οκταώρου που μου ήρθε εκείνη την ώρα στο μυαλό. «Ωωω, μπράβο, πολύ ωραίο, μια χαρά!», ενθουσιάστηκε ξανά... «Τελείωσε δουλίτσα σου;», θέλησε να μάθει καθώς γονάτιζε πλάι μου. «Ναι, απ' τη δουλίτσα μου έρχομαι», είπα την αλήθεια αυτήν τη φορά.
Μ' ένα υγρό, αρωματισμένο μαντιλάκι πήρε να με σκουπίσει για να ξεκινήσει την πίπα. «Δεν θέλω ελεύθερο! Με καπότα», της έκανα γνωστό. «Οκέι, οκέι μωρό μου!», συμφώνησε κι έκανε να πιάσει το συσκευασμένο προφυλακτικό απ' το κομοδίνο. «Αλλά ξέρεις τι; Πρίν τη βάλεις την καπότα, κανένα φιλάκι εδώ (έδειξα το στήθος μου), δίνεις;». «Να δίνω παιδί μου!», ξανασυμφώνησε με θέρμη. «Για να καυλώσω λίγο», εξήγησα.
Βγάζοντας το εσωφόρι —κοιλίτσα, φαρδουλός κώλος, μπουτάκια— άρχισε με φιλάκια – γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτιά, ενώ εγώ διαπίστωνα πως τα μαλλία της ήταν υγρά και μύριζαν σαμπουάν. «Μπάνιο έκανες;». «Μ-μ (καταφατικό), τώρα! Καθαρή, πάντα καθαριότητα!».
Κατά τη διάρκεια του γλειψίματος εξέπεμπε ένα συνεχόμενο «μμμ», το οποίο ήθελα, από ένα σημείο και μετά, να της ζητήσω να το μετριάσει, αλλά τελικά δεν το έκανα γιατί φοβήθηκα μήπως τη βραχυκυκλώσω...
«Μάτς! (φιλί στη μαγούλα μου) Ααα!... Πάμε μωρό μου; Να τον φτιάχνω τον πούτσο σου!», πρότεινε όταν διαπίστωσε ύπαρξη στύσης. «Για να δούμε...», συμφώνησα κι εκείνη μου ξετύλιξε το ελαστικό.
Η πίπα της ήταν συμπαθητική, με «αα, αα, αα!» κατά τη διάρκεια του γλειψίματος και «μμμ, μμμ, μμμ!» κατά τη διάρκεια του μπουκώματος.
«Πώς να χύνεις μωράκι μου τώρα;», ρώτησε ύστερα από λίγο. «Για σήκω να το κάνουμε!», της ζήτησα. «'Ελα μωράκι μου, έλα μωρό μου!», είπε και ξεκαπακώνοντάς με ξάπλωσε ανάσκελα απάγοντας τα πόδια.
«Α, έχεις μια ωραία φουντίτσα!», αναφώνησα βλέποντας τις τρίχες του εφηβαίου της. «Ναι!», παραδέχτηκε. «Χα χα χα», γέλασα. «'Εχουμε, έχουμε, έχουμε!... », επανέλαβε τρίβοντας το μουνί της και προκαλώντας με να το βατέψω: «Νάτο, ορίστε μωρό μου, έλα βάλτο!».
'Οταν μπήκα μέσα της —καλή αίσθηση— κι άρχισα να μπαινοβγαίνω, εκείνη συνέχισε να με παρακινεί: «Ααα, έλα, έλα, έλα τάδε! Τάδε, μωρό μου!».
'Εχυσα ύστερα από κάμποσα μέσα-έξω.
«Εσύ μόνο απόγευμα δουλεύεις εδώ;», τη ρώτησα άμα τη λήξει. «Από 12:00 μέχρι 18:00, εγώ τώρα φεύγω!», ήταν η απάντησή της.
Στο τσακ την είχα προλάβει, χε χε χε...
Η ξανθιά μεσήλικη υπηρεσία μού ευχήθηκε υγεία πριν ακόμα πατήσω το κεφαλόσκαλο —στο πατάρι δεν υπήρχε άλλος συναγωνιστής— κι αμέσως προχώρησε στην ενημέρωση: «Πολύ καλή κοπέλα, δεν βιάζεται, κάνει ωραίο τσιμπουκάκι ελεύθερο τελειωτικό στα βυζιά, πισωκολλητό, ισπανικό, ωραίο σεξ, δέκα ευρώ!».
Ακολούθησε αναμονή μερικών δευτερολέπτων μέχρι που... «Ορίστεεε!», αναφώνησε όταν ακούσαμε βήματα απ' το κουζινάκι.
Εμφανίστηκε η Ντίνα η Βορειοκορεάτισσα˙ μία χαμογελαστή πλατυκομούρα μιλφ, μ' έντονα ασιατικά χαρακτηριστικά, ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μικρομεσαίο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, η οποία φορούσε σκούρο μεσοφόρι.
«Γεια σου μωρό μου! Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «'Ελα, μόλις έκανε μπάνιο, έλα εδώ!», βιάστηκε να πληροφορήσει η υπηρεσία δείχνοντάς μου προς τ' ανακαινισμένα δωμάτια. «Τώρα βγήκα!», επιβεβαίωσε η πόρνη. «Χι χι χι, τώρα βγήκε!», επανέλαβε η τσατσά παίρνοντας το χαρτονόμισμα — είχα αποφασίσει να την πληρώσω.
Δεν θα είχαν περάσει δύο λεπτά όταν η Ντίνα άνοιξε την πόρτα — ακόμα γδυνόμουν.
«Γεια σας!», ευχήθηκε. «Χαίρετε!». «Να περάσω;». «Ναι, έλα, έλα! Τώρα, σ' ένα λεπτό είμαι έτοιμος!».
Κάθισε στο κρεβάτι περνώντας τα δάχτυλα μέσα απ' τα μαλλιά της δυο-τρεις φορές.
«Πώς σε λένει;» (sic), ρώτησε. «Τάδε, εσένα;». «Τάδε!... Μπράβο!», ενθουσιάστηκε... «Εσένα;», επανέλαβα. «Ρόοζα!... Τριάντάφυλλα!» (sic), απάντησε, εξηγώντας και τη σημασία του ονόματός της. «Δεν μου λες Ρόζα, εσύ δεν ήσουν που δούλευες Μαγνησίας 11;». «Ναι, ντούλεβα!», επιβεβαίωσε. «Σαν Ντίνα, απ' τη Βόρεια Κορέα. Kαλά θυμάμαι;». «Ναι». «'Η από την Κίνα;». «'Οχι, Κορεάτισσα!». «Κορεάτισσα... ή απ' τη Ρωσία;». «'Οχι, Κορεάτισσα είμαι!», επέμεινε. «Κορεάτισσα λοιπόν... από τη Βόρεια, ε;», «Ναι, Βόρεια!». «Κιμ Γιονγκ-Ουν!», συμπλήρωσα. «Ωωω, τρελός είναι!...», σχολίασε κάνοντας μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι της. «Χα χα χα...», άρχισα να γελάω. «Δεν άφησε τίποτα! Φοβάται και κόσμος...», συνέχισε. «Και πριν ποιος ήταν;... Κιμ Γιονγκ-Ιλ!». «Ναι μωράκι μου... ταδεάκι. Τι δουλειά κάνεις μωράκι μου;», άλλαξε κουβέντα. «Εεε, είμαι...», της είπα την πρώτη μετριοπληρωμένη δουλειά οκταώρου που μου ήρθε εκείνη την ώρα στο μυαλό. «Ωωω, μπράβο, πολύ ωραίο, μια χαρά!», ενθουσιάστηκε ξανά... «Τελείωσε δουλίτσα σου;», θέλησε να μάθει καθώς γονάτιζε πλάι μου. «Ναι, απ' τη δουλίτσα μου έρχομαι», είπα την αλήθεια αυτήν τη φορά.
Μ' ένα υγρό, αρωματισμένο μαντιλάκι πήρε να με σκουπίσει για να ξεκινήσει την πίπα. «Δεν θέλω ελεύθερο! Με καπότα», της έκανα γνωστό. «Οκέι, οκέι μωρό μου!», συμφώνησε κι έκανε να πιάσει το συσκευασμένο προφυλακτικό απ' το κομοδίνο. «Αλλά ξέρεις τι; Πρίν τη βάλεις την καπότα, κανένα φιλάκι εδώ (έδειξα το στήθος μου), δίνεις;». «Να δίνω παιδί μου!», ξανασυμφώνησε με θέρμη. «Για να καυλώσω λίγο», εξήγησα.
Βγάζοντας το εσωφόρι —κοιλίτσα, φαρδουλός κώλος, μπουτάκια— άρχισε με φιλάκια – γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτιά, ενώ εγώ διαπίστωνα πως τα μαλλία της ήταν υγρά και μύριζαν σαμπουάν. «Μπάνιο έκανες;». «Μ-μ (καταφατικό), τώρα! Καθαρή, πάντα καθαριότητα!».
Κατά τη διάρκεια του γλειψίματος εξέπεμπε ένα συνεχόμενο «μμμ», το οποίο ήθελα, από ένα σημείο και μετά, να της ζητήσω να το μετριάσει, αλλά τελικά δεν το έκανα γιατί φοβήθηκα μήπως τη βραχυκυκλώσω...
«Μάτς! (φιλί στη μαγούλα μου) Ααα!... Πάμε μωρό μου; Να τον φτιάχνω τον πούτσο σου!», πρότεινε όταν διαπίστωσε ύπαρξη στύσης. «Για να δούμε...», συμφώνησα κι εκείνη μου ξετύλιξε το ελαστικό.
Η πίπα της ήταν συμπαθητική, με «αα, αα, αα!» κατά τη διάρκεια του γλειψίματος και «μμμ, μμμ, μμμ!» κατά τη διάρκεια του μπουκώματος.
«Πώς να χύνεις μωράκι μου τώρα;», ρώτησε ύστερα από λίγο. «Για σήκω να το κάνουμε!», της ζήτησα. «'Ελα μωράκι μου, έλα μωρό μου!», είπε και ξεκαπακώνοντάς με ξάπλωσε ανάσκελα απάγοντας τα πόδια.
«Α, έχεις μια ωραία φουντίτσα!», αναφώνησα βλέποντας τις τρίχες του εφηβαίου της. «Ναι!», παραδέχτηκε. «Χα χα χα», γέλασα. «'Εχουμε, έχουμε, έχουμε!... », επανέλαβε τρίβοντας το μουνί της και προκαλώντας με να το βατέψω: «Νάτο, ορίστε μωρό μου, έλα βάλτο!».
'Οταν μπήκα μέσα της —καλή αίσθηση— κι άρχισα να μπαινοβγαίνω, εκείνη συνέχισε να με παρακινεί: «Ααα, έλα, έλα, έλα τάδε! Τάδε, μωρό μου!».
'Εχυσα ύστερα από κάμποσα μέσα-έξω.
«Εσύ μόνο απόγευμα δουλεύεις εδώ;», τη ρώτησα άμα τη λήξει. «Από 12:00 μέχρι 18:00, εγώ τώρα φεύγω!», ήταν η απάντησή της.
Στο τσακ την είχα προλάβει, χε χε χε...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 16, 2015
Όνομα κοπέλας
Ρόζα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.9
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τρίτη, ώρα 18:09
Ακολουθώντας έναν αλλοδαπό εισήλθα στο μισοσκότεινο σαλόνι.
«Γεια σας!», μας ευχήθηκε η υπηρεσία. Καθίσαμε σε διαφορετικούς πάγκους. Λίγο αργότερα μπήκαν άλλοι δυο-τρεις αλλοδαποί. «Γεια σας!», τους χαιρέτησε κι εκείνους. Στα δυο-τρία λεπτά —απ' τη στιγμή που είχα μπει— ακούστηκαν βήματα απ' τα ενδότερα κι εκείνη αμέσως έσιαξε το υφασμάτινο παραβάν, έτσι ώστε να μη φανεί το πέρασμα της κοπέλας απ' τον διάδρομο στο κουζινάκι, ενώ αμέσως άρχισε να ενημερώνει: «Η κοπέλα που έχω εγώ κάνει: ελεύθερο στοματικό τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, φιλάκια, χαδάκια, εξήντα εννιά, ισπανικό. Είναι καλό, περιποιητικό, δεν βιάζεται στο δωμάτιο, σιγά σιγά, θα περάσετε όμορφα!... Δεν τη φωνάζουμε, είναι πάρα πολύ καλή και περιποιητική!».
Εμφανίστηκε μια νταρντανοειδής νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί λίγο πάνω απ' τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, μεγαλούτσικα μπομπόνια, η οποία φορούσε εσωφόρι.
Ο κόσμος άρχισε να φεύγει.
«'Ελα να τη δοκιμάσεις, θα περάσεις ωραία μαζί της!», προσπάθησε να δελεάσει κάποιον η τσατσά. Την πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι. «'Ελα αγάπη μου!», είπε και με οδήγησε σ' ένα δωμάτιο. Την πλήρωσα. «Ευχαριστώ πολύ!», μ' ευχαρίστησε κι έκλεισε τη μεταλλική πόρτα, φεύγοντας, αφήνοντας με να ετοιμαστώ.
Η κοπέλα δεν άργησε να την ανοίξει.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τι κάνεις;», με ρώτησε σιγανά. «Καλά, εσύ;». «Καλά. Πώς σε λένε;». «'Αντζ...». «Πώς;». «Άντζελα!». «Αα, 'Αντζελα!». Για μια στιγμή μου φάνηκε γνωστή. «Δεν σ' έχω ξαναδεί, έτσι;...», θέλησα να μου επιβεβαιώσει. «Μμμ...», άρχισε να σκέφτεται. «'Οχι!...», προσπάθησα να προκαταλάβω την απάντησή της. Τελικά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Πουθενά!», επέμεινα. Το ξανακούνησε με τον ίδιο τρόπο. «Εντάξει», ησύχασα.
«Δε μου λες...», ξεκίνησα να της λέω. Εκείνη πιάνοντας ένα απ' τα υγρά μαντιλάκια που είχε φέρει μαζί της γονάτισε απέναντι απ' τον πούτσο μου. «Δεν θέλω ακάποτο τσιμπούκι, με προφυλακτικό θα μου κάνεις πίπα!», βιάστηκα να της κάνω γνωστό και συνεχίζοντας τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά. Απάντησε καταφατικά. «Για να σηκωθεί λίγο και μετά να το βάλεις (το λάστιχο)», εξήγησα. «Σπηκ ήνγκλις;», με ρώτησε καθώς άφηνε το μαντιλάκι στο κομοδίνο. «Γιες, γουερ αρ γιου φρομ;». «Ρομανία!».
Ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει στις θηλές (μάλιστα κάποια στιγμή με ψιλοδάγκωσε και στην αντίδρασή μου [«Αουτς!»] χαμογέλασε πονηρά) όπως και στα πλαϊνά του κορμού, ενώ έπειτα από επιθυμία μου συνέχισε στον λαιμό και στ' αυτιά μου.
'Οταν η στύση εμφανίστηκε μου φόρεσε την καπότα και προχώρησε σε μία μέτρια πίπα με λίγους εξωτερικούς γλωττισμούς.
«Φακ;», ρώτησε ύστερα από λίγο σηκώνοντας το κεφάλι. «Γιες, καμ... (από πάνω) », της έκανα νόημα. «Νο...», αρνήθηκε ζητώντας μου να ξαπλώσει εκείνη και να έρθω εγώ από πάνου (έτσι, με "ου"). Δεν έφερα αντίρρηση, οπότε πήρε θέση ανοίγοντας, καλά, τα πόδια (αιδοίο ξυρισμένο) κι εγώ "χώθηκα" στη μουνοσήραγγά της. Σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια της γάμευσης (ολοκλήρωσα επιτυχώς) είχε τα μάτια της κλειστά κι έβγαζε χαμηλής έντασης βογγητά.
Ακολουθώντας έναν αλλοδαπό εισήλθα στο μισοσκότεινο σαλόνι.
«Γεια σας!», μας ευχήθηκε η υπηρεσία. Καθίσαμε σε διαφορετικούς πάγκους. Λίγο αργότερα μπήκαν άλλοι δυο-τρεις αλλοδαποί. «Γεια σας!», τους χαιρέτησε κι εκείνους. Στα δυο-τρία λεπτά —απ' τη στιγμή που είχα μπει— ακούστηκαν βήματα απ' τα ενδότερα κι εκείνη αμέσως έσιαξε το υφασμάτινο παραβάν, έτσι ώστε να μη φανεί το πέρασμα της κοπέλας απ' τον διάδρομο στο κουζινάκι, ενώ αμέσως άρχισε να ενημερώνει: «Η κοπέλα που έχω εγώ κάνει: ελεύθερο στοματικό τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, φιλάκια, χαδάκια, εξήντα εννιά, ισπανικό. Είναι καλό, περιποιητικό, δεν βιάζεται στο δωμάτιο, σιγά σιγά, θα περάσετε όμορφα!... Δεν τη φωνάζουμε, είναι πάρα πολύ καλή και περιποιητική!».
Εμφανίστηκε μια νταρντανοειδής νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί λίγο πάνω απ' τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, μεγαλούτσικα μπομπόνια, η οποία φορούσε εσωφόρι.
Ο κόσμος άρχισε να φεύγει.
«'Ελα να τη δοκιμάσεις, θα περάσεις ωραία μαζί της!», προσπάθησε να δελεάσει κάποιον η τσατσά. Την πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι. «'Ελα αγάπη μου!», είπε και με οδήγησε σ' ένα δωμάτιο. Την πλήρωσα. «Ευχαριστώ πολύ!», μ' ευχαρίστησε κι έκλεισε τη μεταλλική πόρτα, φεύγοντας, αφήνοντας με να ετοιμαστώ.
Η κοπέλα δεν άργησε να την ανοίξει.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τι κάνεις;», με ρώτησε σιγανά. «Καλά, εσύ;». «Καλά. Πώς σε λένε;». «'Αντζ...». «Πώς;». «Άντζελα!». «Αα, 'Αντζελα!». Για μια στιγμή μου φάνηκε γνωστή. «Δεν σ' έχω ξαναδεί, έτσι;...», θέλησα να μου επιβεβαιώσει. «Μμμ...», άρχισε να σκέφτεται. «'Οχι!...», προσπάθησα να προκαταλάβω την απάντησή της. Τελικά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Πουθενά!», επέμεινα. Το ξανακούνησε με τον ίδιο τρόπο. «Εντάξει», ησύχασα.
«Δε μου λες...», ξεκίνησα να της λέω. Εκείνη πιάνοντας ένα απ' τα υγρά μαντιλάκια που είχε φέρει μαζί της γονάτισε απέναντι απ' τον πούτσο μου. «Δεν θέλω ακάποτο τσιμπούκι, με προφυλακτικό θα μου κάνεις πίπα!», βιάστηκα να της κάνω γνωστό και συνεχίζοντας τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά. Απάντησε καταφατικά. «Για να σηκωθεί λίγο και μετά να το βάλεις (το λάστιχο)», εξήγησα. «Σπηκ ήνγκλις;», με ρώτησε καθώς άφηνε το μαντιλάκι στο κομοδίνο. «Γιες, γουερ αρ γιου φρομ;». «Ρομανία!».
Ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει στις θηλές (μάλιστα κάποια στιγμή με ψιλοδάγκωσε και στην αντίδρασή μου [«Αουτς!»] χαμογέλασε πονηρά) όπως και στα πλαϊνά του κορμού, ενώ έπειτα από επιθυμία μου συνέχισε στον λαιμό και στ' αυτιά μου.
'Οταν η στύση εμφανίστηκε μου φόρεσε την καπότα και προχώρησε σε μία μέτρια πίπα με λίγους εξωτερικούς γλωττισμούς.
«Φακ;», ρώτησε ύστερα από λίγο σηκώνοντας το κεφάλι. «Γιες, καμ... (από πάνω) », της έκανα νόημα. «Νο...», αρνήθηκε ζητώντας μου να ξαπλώσει εκείνη και να έρθω εγώ από πάνου (έτσι, με "ου"). Δεν έφερα αντίρρηση, οπότε πήρε θέση ανοίγοντας, καλά, τα πόδια (αιδοίο ξυρισμένο) κι εγώ "χώθηκα" στη μουνοσήραγγά της. Σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια της γάμευσης (ολοκλήρωσα επιτυχώς) είχε τα μάτια της κλειστά κι έβγαζε χαμηλής έντασης βογγητά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 15, 2015
Όνομα κοπέλας
Άντζελα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
«Τι έγινε, καλά είσαι;».
Αυτή που ενδιαφερόταν να μάθει ήταν η Κωνσταντίνα˙ μια κοντόφαρδη μελαχρινή πόρνη, στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της, με πλούσιο μαύρο μαλλί μέχρι τη μέση, μέτριο πρόσωπο, μεγάλα μπομπόνια —κρεμαστά—, μικρό τατουάζ στην αριστερή ωμοπλάτη, η οποία ήταν ντυμένη μ' ένα σκούρο φόρεμα.
«Καλά!», ήταν η απάντησή μου. «Εγώ είμαι εδώ μωρό μου», συνέχισε. «Οκέι και το πρόγραμμα;», θέλησα να μου πει. «Ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις, τσιμπουκάκι, ισπανικό, πολύ ωραία πίπα... Ελληνίδα!», μου είπε, διευκρινίζοντας στο τέλος και την εθνικότητά της. «Θα περάσω», της έκανα γνωστό. «'Ελα, θα σε βάλω σ' αυτό», μου έδειξε ένα μισοφωτισμένο αλλά καθαρό δωμάτιο. «Πώς σε λένε;», ρώτησα ασυναίσθητα — γνώριζα ποια ήταν. «Κωνσταντίνα!». «Κωνσταντίνα, οκέι. Ορίστε!», της έδωσα το δεκάρικο.
«Εντάξει;» (ύστερα από επτά λεπτά).
Η συμπατριώτισσα εισήλθε με το φόρεμα κατεβασμένο μέχρι την τριπλόφαρδη μέση της. «Ναι». «Χα χα, πώς σε λένε;», με ρώτησε μένοντας ολόγυμνη — οι δερμολιπώδεις πτυχές και η κυτταρίτιδα πάλλονταν σε κάθε κίνησή της. «τάδε». «Τάδε, πρέπει να σε ξέρω φατσικά!», μου αποκάλυψε. «Μπα, δε νομίζω», έκανα μια προσπάθεια να το αρνηθώ. «Από Εξηκίου˙ ήμουν υπηρεσία εκεί». «Α, μάλιστα», θυμήθηκα, μιας και είχα λησμονήσει πως την είχα συναντήσει κι εκεί. «Ναι, φατσικά», επανέλαβε και προσθέτοντας: «Τώρα θα δεις τι εστί Αγρινιώτισσα!», με "συνέθλιψε"...
«Ωραία φιλάς...», παραδέχτηκα ύστερα από λίγο. Τα φιλιά και το γλείψιμό της, που ξεκινούσαν απ' τις θηλές μου και κατέληγαν στ' αυτιά μου, ήδη μου είχαν χαρίσει μια καλή στύση. «Μμμ, να δεις τι πίπα κάνω...», πρόσθεσε. «Ναι, ε;». «Εννοείται, το κατέχω!», δηλωσε αυτάρεσκα και την επόμενη στιγμή: «Θα βάλουμε, έτσι;» (καπότα). «Ναι, ναι βέβαια!» «Ωραία... Να δεις που συνέχεια θα θες να παίρνεις την Κωνσταντίνα!», δήλωσε.
Η πίπα της —με τη μαλλούρα να μπαίνει μπροστά— όντως ήταν καλή —βαθιά, υγρή, ηχηρή—, αλλά σχετικά σύντομη: «Θες να τη βάλουμε;», με ρώτησε ύστερα από λίγο. «Για να δοκιμάσουμε!»,συμφώνησα. «Να δεις τι ζεστό μουνάκι έχω! Πώς θες;». «Εγώ από πάνω!». «Εσύ!», δεν είχε αντίρρηση, ενώ στη συνέχεια ξαναείπε: «Να δεις τι ζεστό μουνάκι έχω...».
Ξαπλώνοντας ανάσκελα τα κρέατά της χύθηκαν ζερβόδεξα, ενώ τα κοντό-υπέρχοντρα πόδια της άνοιξαν διάπλατα, με μία άνεση που πάντα μ' εντυπωσιάζει όταν τη βλέπω στις χοντρές —και όχι μόνο— γυναίκες...«Πλαφ πλαφ παλφ!», άρχισα να μπαινοβγαίνω στη μουνοτρυπίδα της — αιδοίο ξυρισμένο.
«Είδες τι ζεστό είναι το μουνάκι μου;», ζήτησε να της επιβεβαιώσω. «Ναι... όντως... ζεστό...», συμφώνησα —η αναπνοή της μύριζε νικοτίνη— συνεχίζοντας τα «πλαφ».
Πιο δυνατά «πλαφ» ακούστηκαν όταν συνέχισα το γαμήσι πισωκολλητά γονατιστά. 'Ηταν και η στάση που κατάφερα να ολοκληρώσω.
«Χάρηκα πολύ!... Μωρό μου!», μου είπε λίγο πριν αποχωρήσει, δίνοντάς μου κι ένα ηχηρό φιλί στη μαγούλα.
Αυτή που ενδιαφερόταν να μάθει ήταν η Κωνσταντίνα˙ μια κοντόφαρδη μελαχρινή πόρνη, στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της, με πλούσιο μαύρο μαλλί μέχρι τη μέση, μέτριο πρόσωπο, μεγάλα μπομπόνια —κρεμαστά—, μικρό τατουάζ στην αριστερή ωμοπλάτη, η οποία ήταν ντυμένη μ' ένα σκούρο φόρεμα.
«Καλά!», ήταν η απάντησή μου. «Εγώ είμαι εδώ μωρό μου», συνέχισε. «Οκέι και το πρόγραμμα;», θέλησα να μου πει. «Ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις, τσιμπουκάκι, ισπανικό, πολύ ωραία πίπα... Ελληνίδα!», μου είπε, διευκρινίζοντας στο τέλος και την εθνικότητά της. «Θα περάσω», της έκανα γνωστό. «'Ελα, θα σε βάλω σ' αυτό», μου έδειξε ένα μισοφωτισμένο αλλά καθαρό δωμάτιο. «Πώς σε λένε;», ρώτησα ασυναίσθητα — γνώριζα ποια ήταν. «Κωνσταντίνα!». «Κωνσταντίνα, οκέι. Ορίστε!», της έδωσα το δεκάρικο.
«Εντάξει;» (ύστερα από επτά λεπτά).
Η συμπατριώτισσα εισήλθε με το φόρεμα κατεβασμένο μέχρι την τριπλόφαρδη μέση της. «Ναι». «Χα χα, πώς σε λένε;», με ρώτησε μένοντας ολόγυμνη — οι δερμολιπώδεις πτυχές και η κυτταρίτιδα πάλλονταν σε κάθε κίνησή της. «τάδε». «Τάδε, πρέπει να σε ξέρω φατσικά!», μου αποκάλυψε. «Μπα, δε νομίζω», έκανα μια προσπάθεια να το αρνηθώ. «Από Εξηκίου˙ ήμουν υπηρεσία εκεί». «Α, μάλιστα», θυμήθηκα, μιας και είχα λησμονήσει πως την είχα συναντήσει κι εκεί. «Ναι, φατσικά», επανέλαβε και προσθέτοντας: «Τώρα θα δεις τι εστί Αγρινιώτισσα!», με "συνέθλιψε"...
«Ωραία φιλάς...», παραδέχτηκα ύστερα από λίγο. Τα φιλιά και το γλείψιμό της, που ξεκινούσαν απ' τις θηλές μου και κατέληγαν στ' αυτιά μου, ήδη μου είχαν χαρίσει μια καλή στύση. «Μμμ, να δεις τι πίπα κάνω...», πρόσθεσε. «Ναι, ε;». «Εννοείται, το κατέχω!», δηλωσε αυτάρεσκα και την επόμενη στιγμή: «Θα βάλουμε, έτσι;» (καπότα). «Ναι, ναι βέβαια!» «Ωραία... Να δεις που συνέχεια θα θες να παίρνεις την Κωνσταντίνα!», δήλωσε.
Η πίπα της —με τη μαλλούρα να μπαίνει μπροστά— όντως ήταν καλή —βαθιά, υγρή, ηχηρή—, αλλά σχετικά σύντομη: «Θες να τη βάλουμε;», με ρώτησε ύστερα από λίγο. «Για να δοκιμάσουμε!»,συμφώνησα. «Να δεις τι ζεστό μουνάκι έχω! Πώς θες;». «Εγώ από πάνω!». «Εσύ!», δεν είχε αντίρρηση, ενώ στη συνέχεια ξαναείπε: «Να δεις τι ζεστό μουνάκι έχω...».
Ξαπλώνοντας ανάσκελα τα κρέατά της χύθηκαν ζερβόδεξα, ενώ τα κοντό-υπέρχοντρα πόδια της άνοιξαν διάπλατα, με μία άνεση που πάντα μ' εντυπωσιάζει όταν τη βλέπω στις χοντρές —και όχι μόνο— γυναίκες...«Πλαφ πλαφ παλφ!», άρχισα να μπαινοβγαίνω στη μουνοτρυπίδα της — αιδοίο ξυρισμένο.
«Είδες τι ζεστό είναι το μουνάκι μου;», ζήτησε να της επιβεβαιώσω. «Ναι... όντως... ζεστό...», συμφώνησα —η αναπνοή της μύριζε νικοτίνη— συνεχίζοντας τα «πλαφ».
Πιο δυνατά «πλαφ» ακούστηκαν όταν συνέχισα το γαμήσι πισωκολλητά γονατιστά. 'Ηταν και η στάση που κατάφερα να ολοκληρώσω.
«Χάρηκα πολύ!... Μωρό μου!», μου είπε λίγο πριν αποχωρήσει, δίνοντάς μου κι ένα ηχηρό φιλί στη μαγούλα.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 12, 2015
Όνομα κοπέλας
Κωνσταντίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
«Εδώ πρέπει να είναι η τέτοια μωρέ!... Η Μπάρμπορα!», μονολόγησα κατεβαίνοντας τα σκαλάκια του ημιυπόγειου με το νούμερο 6. Εισήλθα στο εσωτερικό έπειτα από χτύπημα του κουδουνιού κι αυτόματο άνοιγμα της εξώπορτας.
«Τι κάνεις; Καλησπέρα!». 'Ηταν όντως η Μπάρμπορα. «Καλησπέρα!». «Θα περάσεις μωρό μου;», με ρώτησε απ' την είσοδο της κουζινούλας όπου είχε σταθεί. «Ευχαριστώ πάρα πολύ!», είπα και σηκώθηκα πηγαίνοντας προς την έξοδο. «Να είσαι καλά!».
«Η Μπάρμπορα. Βυζάρες... Πάμε και στο διπλανό, υπερυψωμένο ισόγειο», είπα στον εαυτό μου. Δύο μεσήλικες συναγωνιστές κατέβαιναν στης Μπάρμπορας.
Ξανά χτύπημα του κουδουνιού —του υπερυψωμένου ισογείου αυτή τη φορά—, αυτόματο άνοιγμα της πόρτας και... «Τι κάνεις μανάρι μου;». Μία μέτριου αναστήματος σιτεμένη ξανθιά, με το μαλλί της πιασμένο πίσω, μέτριο χαμογελαστό πρόσωπο, μεγάλα μπομπόνια μισοκαλυμμένα —όπως και το δεύτερης διαλογής σώμα της— από ένα μεσοφόρι, με υποδέχτηκε. «Καλησπέρα, καλά!», της χαμογέλασα και κάθισα σ' ένα απ' τα παγκάκια. «Καλησπέρα. Θέλεις να περάσεις;», με πλησίασε. «Πώς σε λένε;». «Είκοσι ευρώ!». «Πώς σε λένε;», επανέλαβα. «'Ολγα!». «'Ολγα... Και το πρόγραμμα;». «Κανονικό». «Κανονικό...». «Ναι», συνέχισε να μου χαμογελάει. «Εντάξει...», ψιθύρισα και σηκώθηκα. «Χε χε χε». «Ευχαριστώ πολύ!», είπα και την επόμενη στιγμή βρισκόμουν έξω.
«'Αξιζε τίποτα;», με ρώτησε ο ένας απ' τους δύο μεσήλικες που είχαν κατεβεί στης Μπάρμπορας. «Αυτή εδώ;», έδειξα προς το μέρος του ημιυπογείου. «Ναι». «Δεν πέρασα μαζί της», τους πληροφόρησα. «Α... Δεν άνοιξε η πόρτα;». «'Οχι, μπήκα μέσα, αλλά δεν πέρασα στο δωμάτιο, δεν την πλήρωσα», εξήγησα. «Εμφανισιακά λέει τίποτα;», διευκρίνισε τότε ο ένας. «Εμφανισιακά... Μεγάλο στήθος έχει, μαύρο μακρύ μαλλί, αδύνατη», τους την περιέγραψα αδρά. «Ναι...», έκανε εκείνος. «Η Μπάρμπορα είναι», τους είπα και τ' όνομά της. «Απλώς δεν άνοιξε η πόρτα, γι' αυτό ρωτάω», μου έσκασε το μυστικό... «Α, δεν σας άνοιξε;». «Ναι, δεν μας άνοιξε... Δεν πειράζει, να 'σαι καλά!».
Και έτσι εκείνοι κατευθύνθηκαν προς το μούλτιπλεξ στο νούμερο 3, ενώ εγώ βγήκα στη Λιοσίων, με κατεύθυνση Πλατεία Αττικής.
Επέστρεψα στον γυρισμό, αφού είχα ολοκληρώσει την τσάρκα.
«Θα περάσω!», έκανα γνωστό στην 'Ολγα εισερχόμενος στο σαλόνι. «'Ελα!», μου έδειξε προς τις συμπαθητικές κάμαρες. «Μπαίνω εκεί», διάλεξα μία στην τύχη. «Πάμε!», περπάτησε δίπλα μου μέχρι την πόρτα —θα ξεκινούσαμε κατευθείαν;...—, όπου και της ζήτησα μια μικρή πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ.
'Ηρθε ύστερα από τέσσερα λεπτά.
«'Ετοιμος μανάρι μου;». «'Ετοιμος». «Χε χε χε... Δεν ήθελες λιγάκι να ξεκουραστείς, να χαλαρώσεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει βγάζοντας το εσωφόρι. «Ε, όχι, εντάξει–». «Που είναι δροσούλα εντώ», συνέχισε. «Ναι, είναι», συμφώνησα. «Σ' αρέσει;». «Ωραία είναι!».
Και με αυτά με καπάκωσε αρχίζοντας να με φιλάει επιφανειακά και γρήγορα στον κορμό —δεν καταλάβαινα τίποτα—, ενώ του λόγου μου χάιδευα το ώριμο κορμί της και τα γεμάτα λακ μαλλιά της.
«Κρύα είναι τα χέρια σου», σχολίασε ήρεμα. «Ισως επειδή μόλις τα έπλυνα», δικαιολογήθηκα. «Χε χε χε χε χε... ααα... ματς-μουτς, ματς-μουτς!...», συνέχισε τα φιλάκια στο ίδιο στιλ.
«Γαργαλιέσαι;», με ρώτησε όταν άρχισε να ψευτογλείφει τον λαιμό και τ' αυτιά μου. «'Οχι όχι!», ήταν η ειλικρινής απάντησή μου. «Αλμυρός!... Χε χε χε», διαπίστωσε ύστερα από λίγο — η αλήθεια ήταν πως δεν είχα πλύνει τη συγκεκριμένη περιοχή...
Κάποια στιγμή πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια μου και ξετυλίγοντας, κατά μήκος του καυλιού μου, την καπότα συνέχισε με μία βαθιά πίπα που συνοδευόταν από αρκετά ηχηρά «ποπ».
Νιώθοντας πως είχε έρθει η ώρα τής ζήτησα να πάρει θέση για πισωκολλητό γονατιστό. «Εντάξει μωρό μου», συμφώνησε πρόθυμα και την επόμενη στιγμή γαμούσα τη μουνοσήραγγά της με 'κείνη ν' ανασαίνει "καυλωμένα" κι εγώ ν' ανασαίνω κουρασμένα...
«Αα... αα... αα, έχυσα!», βόγγηξα έπειτα από πάρα πολλές παλινδρομήσεις — ακόμα ψιλοπονάνε τα γόνατά μου! «Μπράβο μανάρι μου!», επιβράβευσε με τη σειρά της την προσπάθειά μου, προσθέτοντας: «Τα κατάφερες! Χε χε χε».
«Μέχρι ποια ώρα είσαι εδώ;», τη ρώτησα αντί για κάποιο άλλο σχόλιο. «Ντόντεκα», ήταν η απάντησή της, ενώ καθώς σηκωνόταν διαπίστωνε: «Κόσμος κουρασμένος... Ντούλεβες σήμερα;». Βάζοντάς με στον πειρασμό να πω ψέματα: «Ναι, απ' τη δουλειά έρχομαι!»...
«Τι κάνεις; Καλησπέρα!». 'Ηταν όντως η Μπάρμπορα. «Καλησπέρα!». «Θα περάσεις μωρό μου;», με ρώτησε απ' την είσοδο της κουζινούλας όπου είχε σταθεί. «Ευχαριστώ πάρα πολύ!», είπα και σηκώθηκα πηγαίνοντας προς την έξοδο. «Να είσαι καλά!».
«Η Μπάρμπορα. Βυζάρες... Πάμε και στο διπλανό, υπερυψωμένο ισόγειο», είπα στον εαυτό μου. Δύο μεσήλικες συναγωνιστές κατέβαιναν στης Μπάρμπορας.
Ξανά χτύπημα του κουδουνιού —του υπερυψωμένου ισογείου αυτή τη φορά—, αυτόματο άνοιγμα της πόρτας και... «Τι κάνεις μανάρι μου;». Μία μέτριου αναστήματος σιτεμένη ξανθιά, με το μαλλί της πιασμένο πίσω, μέτριο χαμογελαστό πρόσωπο, μεγάλα μπομπόνια μισοκαλυμμένα —όπως και το δεύτερης διαλογής σώμα της— από ένα μεσοφόρι, με υποδέχτηκε. «Καλησπέρα, καλά!», της χαμογέλασα και κάθισα σ' ένα απ' τα παγκάκια. «Καλησπέρα. Θέλεις να περάσεις;», με πλησίασε. «Πώς σε λένε;». «Είκοσι ευρώ!». «Πώς σε λένε;», επανέλαβα. «'Ολγα!». «'Ολγα... Και το πρόγραμμα;». «Κανονικό». «Κανονικό...». «Ναι», συνέχισε να μου χαμογελάει. «Εντάξει...», ψιθύρισα και σηκώθηκα. «Χε χε χε». «Ευχαριστώ πολύ!», είπα και την επόμενη στιγμή βρισκόμουν έξω.
«'Αξιζε τίποτα;», με ρώτησε ο ένας απ' τους δύο μεσήλικες που είχαν κατεβεί στης Μπάρμπορας. «Αυτή εδώ;», έδειξα προς το μέρος του ημιυπογείου. «Ναι». «Δεν πέρασα μαζί της», τους πληροφόρησα. «Α... Δεν άνοιξε η πόρτα;». «'Οχι, μπήκα μέσα, αλλά δεν πέρασα στο δωμάτιο, δεν την πλήρωσα», εξήγησα. «Εμφανισιακά λέει τίποτα;», διευκρίνισε τότε ο ένας. «Εμφανισιακά... Μεγάλο στήθος έχει, μαύρο μακρύ μαλλί, αδύνατη», τους την περιέγραψα αδρά. «Ναι...», έκανε εκείνος. «Η Μπάρμπορα είναι», τους είπα και τ' όνομά της. «Απλώς δεν άνοιξε η πόρτα, γι' αυτό ρωτάω», μου έσκασε το μυστικό... «Α, δεν σας άνοιξε;». «Ναι, δεν μας άνοιξε... Δεν πειράζει, να 'σαι καλά!».
Και έτσι εκείνοι κατευθύνθηκαν προς το μούλτιπλεξ στο νούμερο 3, ενώ εγώ βγήκα στη Λιοσίων, με κατεύθυνση Πλατεία Αττικής.
Επέστρεψα στον γυρισμό, αφού είχα ολοκληρώσει την τσάρκα.
«Θα περάσω!», έκανα γνωστό στην 'Ολγα εισερχόμενος στο σαλόνι. «'Ελα!», μου έδειξε προς τις συμπαθητικές κάμαρες. «Μπαίνω εκεί», διάλεξα μία στην τύχη. «Πάμε!», περπάτησε δίπλα μου μέχρι την πόρτα —θα ξεκινούσαμε κατευθείαν;...—, όπου και της ζήτησα μια μικρή πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ.
'Ηρθε ύστερα από τέσσερα λεπτά.
«'Ετοιμος μανάρι μου;». «'Ετοιμος». «Χε χε χε... Δεν ήθελες λιγάκι να ξεκουραστείς, να χαλαρώσεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει βγάζοντας το εσωφόρι. «Ε, όχι, εντάξει–». «Που είναι δροσούλα εντώ», συνέχισε. «Ναι, είναι», συμφώνησα. «Σ' αρέσει;». «Ωραία είναι!».
Και με αυτά με καπάκωσε αρχίζοντας να με φιλάει επιφανειακά και γρήγορα στον κορμό —δεν καταλάβαινα τίποτα—, ενώ του λόγου μου χάιδευα το ώριμο κορμί της και τα γεμάτα λακ μαλλιά της.
«Κρύα είναι τα χέρια σου», σχολίασε ήρεμα. «Ισως επειδή μόλις τα έπλυνα», δικαιολογήθηκα. «Χε χε χε χε χε... ααα... ματς-μουτς, ματς-μουτς!...», συνέχισε τα φιλάκια στο ίδιο στιλ.
«Γαργαλιέσαι;», με ρώτησε όταν άρχισε να ψευτογλείφει τον λαιμό και τ' αυτιά μου. «'Οχι όχι!», ήταν η ειλικρινής απάντησή μου. «Αλμυρός!... Χε χε χε», διαπίστωσε ύστερα από λίγο — η αλήθεια ήταν πως δεν είχα πλύνει τη συγκεκριμένη περιοχή...
Κάποια στιγμή πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια μου και ξετυλίγοντας, κατά μήκος του καυλιού μου, την καπότα συνέχισε με μία βαθιά πίπα που συνοδευόταν από αρκετά ηχηρά «ποπ».
Νιώθοντας πως είχε έρθει η ώρα τής ζήτησα να πάρει θέση για πισωκολλητό γονατιστό. «Εντάξει μωρό μου», συμφώνησε πρόθυμα και την επόμενη στιγμή γαμούσα τη μουνοσήραγγά της με 'κείνη ν' ανασαίνει "καυλωμένα" κι εγώ ν' ανασαίνω κουρασμένα...
«Αα... αα... αα, έχυσα!», βόγγηξα έπειτα από πάρα πολλές παλινδρομήσεις — ακόμα ψιλοπονάνε τα γόνατά μου! «Μπράβο μανάρι μου!», επιβράβευσε με τη σειρά της την προσπάθειά μου, προσθέτοντας: «Τα κατάφερες! Χε χε χε».
«Μέχρι ποια ώρα είσαι εδώ;», τη ρώτησα αντί για κάποιο άλλο σχόλιο. «Ντόντεκα», ήταν η απάντησή της, ενώ καθώς σηκωνόταν διαπίστωνε: «Κόσμος κουρασμένος... Ντούλεβες σήμερα;». Βάζοντάς με στον πειρασμό να πω ψέματα: «Ναι, απ' τη δουλειά έρχομαι!»...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 05, 2015
Όνομα κοπέλας
Όλγα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.7
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:12
«Ρε συ, ξανάνοιξε ο όροφος στα 13!», μονολόγησα όταν οδηγώντας στη Δεληγιώργη έστριβα δεξιά στην Κεραμεικού. Οι ναρκομανείς, κλασικά, ήταν μαζεμένοι κατά μήκος του απέναντι πεζοδρομίου, οπότε πάρκαρα λίγο παραπέρα.
Διερχόμενος την πάνω εξώπορτα κοίταξα αριστερά και είδα μια γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, της μιας απ' τις τρεις άθλιες κάμαρες του μπουρδέλου, να παίζει με το smartphone της. «Γεια σας...», μου ευχήθηκε και σηκώθηκε αμέσως. Τη χαιρέτησα και προχώρησα στο σαλονάκι — δεν υπήρχε κανένας εκείνη την ώρα.
«Γεια σου!», εμφανίστηκε η υπηρεσία απ' το κουζινάκι. «Γεια!». «Τι κάνεις, καλά;». «Καλ–». «Με το κορίτσι τώρα ήρθαμε! Κούκλα είναι, θα περάσεις τέλεια! Πέρασε μέσα, δέκα είναι!».
Η "κούκλα" —που φορούσε μπικίνι και ψηλοτάκουνα— είχε ίσια καστανά κοντά μαλλιά, ασχημούτσικο πρόσωπο με ψιλοκυρτή μύτη και μικρό στόμα, ελάχιστο στήθος με χοντρουλές θηλές, μέτριο ύψος, κανονικό προς αδύνατο σώμα με χαλαρωσούλα.
«Τι προγραμματάκι έχει;». «Τσιμπουκάκι, ελεύθερα πιασίματα, εξήντα εννιά... Αυτά και είναι και καλή μέσα!... Σιγά σιγά». «Εντάξει, θα περάσω», αποφάσισα κι έβαλα το χέρι στην τσέπη. «Πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη — κατά τη σύντομη διάρκεια της παρουσίασής της στεκόταν δίπλα στην τσατσά. «Ιζαμπέλλα», ακούστηκε η χαμηλόφωνη απάντησή της. «Ιζαμπέλλα;», θέλησα να μου επιβεβαιώσει. «Ευχαριστώ! Ναι (Ιζαμπέλλα τη λένε), έλα πέρασε!», παρενέβη η υπηρεσία εισπράττοντας ταυτόχρονα και το ακριβές αντίτιμο. Διάλεξα το δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου.
Η Ιζαμπέλλα ήρθε εκεί ύστερα από τρία λεπτά.
«Γεια σας...». «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω καθώς έβγαζα και το βρακί μου μένοντας ολόγυμνος. «Καλά, εσύ;». «Πολύ καλά!... Ιζαμπέλλα, ε;». «Ναι... Εσύ;», ενδιαφέρθηκε να μάθει με τη σειρά της πλησιάζοντάς με. «Τάδε». «Τάδε!... Από πού είσαι Τάδε;», κόλλησε πάνω μου. «'Ελληνας». «'Ελληνας;», έφερε το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό μου. «Εσύ;», της χούφτωσα τα κωλομέρια και έσκυψα να τη φιλήσω. «Ιτάλια», γύρισε το πρόσωπο αριστερά. «Τι λες!». «Ναι... Πολύ ζέστη μωρό μου!». «Εδώ μέσα όμως έχετε δροσιά». «Ναι».
Μένοντας μόνο με το κιλοτάκι με καπάκωσε —μύριζε ελαφρώς ιδρωτίλα— και για περίπου ένα λεπτό με φιλούσε – έγλειφε ικανοποιητικά στα γνωστά σημεία (θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτιά) εκπέμποντας ένα διακεκομμένο «μμμ» και πασπατεύοντάς μου τ' αρχίδια. Στη συνέχεια σταμάτησε για να ξετυλίξει την καπότα κατά μήκος της καυλωμένης ψωλής μου και να προχωρήσει σε μία βαθιά πίπα με αρκετά «ποπ» για άλλο ένα λεπτό μέχρι: «'Ελα μωρό μου! Εγκώ ή εσύ;». «Ανέβα από πάνω!». «Εγκώ;». «Ναι». «Αχά!...», έκανε πονηρά, ενώ βγάζοντας το κιλοτάκι σάλιωσε το μουνί της και με καβάλησε χώνοντας το καυλί μου εντός της.
«Ααα, έτσι μωρό μου!...», άρχισε να μ' επιβραβεύει απ' τα πρώτα τριψίματα. «Φφφ (εισπνοή), ααα (εκπνοή), φφφ, ααα... », ανάσανε ανάλογα με την ταχύτητα που τριβόταν κοιτάζοντάς με προκλητικά... «Κρακ κρακ κρακ!...», συνόδευαν την όλη φάση και οι ήχοι του παλιού κρεβατιού. 'Υστερα από λίγο ολοκλήρωνα.
«Πώς πάει η δουλειά εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω καθώς εκείνη ετοιμαζόταν χωρίς να βιάζεται. «Μμμ...», έκανε κοιτάζοντάς με με νόημα. «Δύσκολα, ε;». «'Οι μανούλα μου!... Δεν έχει δουλειά», παραδέχτηκε κουρασμένα.
«Τώρα βγαίνει η κοπέλα!», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το σαλόνι με το που άνοιξε η πόρνη την πόρτα.
Καθώς εφεύγα, λίγο αργότερα, την είδα πάλι ξαπλωμένη στο ίδιο κρεβάτι ν' ασχολείται με το κινητό της.
«Ρε συ, ξανάνοιξε ο όροφος στα 13!», μονολόγησα όταν οδηγώντας στη Δεληγιώργη έστριβα δεξιά στην Κεραμεικού. Οι ναρκομανείς, κλασικά, ήταν μαζεμένοι κατά μήκος του απέναντι πεζοδρομίου, οπότε πάρκαρα λίγο παραπέρα.
Διερχόμενος την πάνω εξώπορτα κοίταξα αριστερά και είδα μια γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, της μιας απ' τις τρεις άθλιες κάμαρες του μπουρδέλου, να παίζει με το smartphone της. «Γεια σας...», μου ευχήθηκε και σηκώθηκε αμέσως. Τη χαιρέτησα και προχώρησα στο σαλονάκι — δεν υπήρχε κανένας εκείνη την ώρα.
«Γεια σου!», εμφανίστηκε η υπηρεσία απ' το κουζινάκι. «Γεια!». «Τι κάνεις, καλά;». «Καλ–». «Με το κορίτσι τώρα ήρθαμε! Κούκλα είναι, θα περάσεις τέλεια! Πέρασε μέσα, δέκα είναι!».
Η "κούκλα" —που φορούσε μπικίνι και ψηλοτάκουνα— είχε ίσια καστανά κοντά μαλλιά, ασχημούτσικο πρόσωπο με ψιλοκυρτή μύτη και μικρό στόμα, ελάχιστο στήθος με χοντρουλές θηλές, μέτριο ύψος, κανονικό προς αδύνατο σώμα με χαλαρωσούλα.
«Τι προγραμματάκι έχει;». «Τσιμπουκάκι, ελεύθερα πιασίματα, εξήντα εννιά... Αυτά και είναι και καλή μέσα!... Σιγά σιγά». «Εντάξει, θα περάσω», αποφάσισα κι έβαλα το χέρι στην τσέπη. «Πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη — κατά τη σύντομη διάρκεια της παρουσίασής της στεκόταν δίπλα στην τσατσά. «Ιζαμπέλλα», ακούστηκε η χαμηλόφωνη απάντησή της. «Ιζαμπέλλα;», θέλησα να μου επιβεβαιώσει. «Ευχαριστώ! Ναι (Ιζαμπέλλα τη λένε), έλα πέρασε!», παρενέβη η υπηρεσία εισπράττοντας ταυτόχρονα και το ακριβές αντίτιμο. Διάλεξα το δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου.
Η Ιζαμπέλλα ήρθε εκεί ύστερα από τρία λεπτά.
«Γεια σας...». «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω καθώς έβγαζα και το βρακί μου μένοντας ολόγυμνος. «Καλά, εσύ;». «Πολύ καλά!... Ιζαμπέλλα, ε;». «Ναι... Εσύ;», ενδιαφέρθηκε να μάθει με τη σειρά της πλησιάζοντάς με. «Τάδε». «Τάδε!... Από πού είσαι Τάδε;», κόλλησε πάνω μου. «'Ελληνας». «'Ελληνας;», έφερε το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό μου. «Εσύ;», της χούφτωσα τα κωλομέρια και έσκυψα να τη φιλήσω. «Ιτάλια», γύρισε το πρόσωπο αριστερά. «Τι λες!». «Ναι... Πολύ ζέστη μωρό μου!». «Εδώ μέσα όμως έχετε δροσιά». «Ναι».
Μένοντας μόνο με το κιλοτάκι με καπάκωσε —μύριζε ελαφρώς ιδρωτίλα— και για περίπου ένα λεπτό με φιλούσε – έγλειφε ικανοποιητικά στα γνωστά σημεία (θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτιά) εκπέμποντας ένα διακεκομμένο «μμμ» και πασπατεύοντάς μου τ' αρχίδια. Στη συνέχεια σταμάτησε για να ξετυλίξει την καπότα κατά μήκος της καυλωμένης ψωλής μου και να προχωρήσει σε μία βαθιά πίπα με αρκετά «ποπ» για άλλο ένα λεπτό μέχρι: «'Ελα μωρό μου! Εγκώ ή εσύ;». «Ανέβα από πάνω!». «Εγκώ;». «Ναι». «Αχά!...», έκανε πονηρά, ενώ βγάζοντας το κιλοτάκι σάλιωσε το μουνί της και με καβάλησε χώνοντας το καυλί μου εντός της.
«Ααα, έτσι μωρό μου!...», άρχισε να μ' επιβραβεύει απ' τα πρώτα τριψίματα. «Φφφ (εισπνοή), ααα (εκπνοή), φφφ, ααα... », ανάσανε ανάλογα με την ταχύτητα που τριβόταν κοιτάζοντάς με προκλητικά... «Κρακ κρακ κρακ!...», συνόδευαν την όλη φάση και οι ήχοι του παλιού κρεβατιού. 'Υστερα από λίγο ολοκλήρωνα.
«Πώς πάει η δουλειά εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω καθώς εκείνη ετοιμαζόταν χωρίς να βιάζεται. «Μμμ...», έκανε κοιτάζοντάς με με νόημα. «Δύσκολα, ε;». «'Οι μανούλα μου!... Δεν έχει δουλειά», παραδέχτηκε κουρασμένα.
«Τώρα βγαίνει η κοπέλα!», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το σαλόνι με το που άνοιξε η πόρνη την πόρτα.
Καθώς εφεύγα, λίγο αργότερα, την είδα πάλι ξαπλωμένη στο ίδιο κρεβάτι ν' ασχολείται με το κινητό της.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 03, 2015
Όνομα κοπέλας
Ιζαμπέλλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:14
Πρώτα μπήκα στο ισόγειο της Κεραμεικού 15.
«Γεια σας, τώρα νά 'ρθει η κοπέλα!...», με υποδέχτηκε η υπηρεσία. «Ορίστε το κοριτσάκι μου, απλό πρόγραμμα, δέκα ευρώ!».
Εμφανίστηκε η ψηλόλιγνη, καστανή Καμέλια.
«Ευχαριστώ!», είπα και κίνησα προς την έξοδο. «Καλό βράδυ», ευχήθηκε η τσατσά.
«Πάμε δίπλα!», ψιθύρισα στον εαυτό μου βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο.
'Οροφος
Κανένας στο σαλόνι. Μία χοντρή ηλικιωμένη υπηρεσία καθόταν στο κουζινάκι. Αμέσως σηκώθηκε. «Καλησπέρα, τι κάνετε;». «Καλά». «Η κούκλα μας κάνει: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια. Δέκα ευρώ. Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο, περάστε! Θα περάσετε ωραία». «Γεια σου», ευχήθηκα σε μία λευκόδερμη νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο κορμάκι, η οποία αφού έκανε ένα-δύο βήματα προς το μέρος μου και μία αργή στροφή γύρω από τον άξονά της, επέστρεψε στο κουζινάκι.
«Πώς τη λένε την κοπέλα;». «Κλαούντια!». «Κλαούντια...», επανέλαβα σιγανά. Κάτι μου θύμιζε τόσο τ' όνομα, όσο και η εμφάνισή της... 'Εβγαλα το δεκάρικο απ' την τσέπη. «Περάστε... εδώ, εκεί, όπου θέλετε!», έδειξε η υπηρεσία. «Πάω εκεί!», προτίμησα ένα απ' τα μέσα ψιλοάθλια δωμάτια.
Η Κλαούντια άνοιξε την πόρτα του ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σου!», της ξαναευχήθηκα. Εκείνη απλώς μου χαμογέλασε. «Μιλάς ελληνικά;», ρώτησα καθώς προσέγγιζε απ' τα πλάγια το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Βορμπέστι ρομανέστε;» (Μιλάς ρουμάνικα;), ζήτησα να μου πει, αν και ήμουν σχεδόν βέβαιος για την απάντηση. «Ντα!» (Ναι!). «'Εχουμε ξαναπεράσει μαζί ή όχι;», συνέχισα στη γλώσσα της. «Ναι!». «Πότε;». «Ε, εδώ και καιρό!» — αργότερα βρήκα πως την είχα πάρει πριν 35 ημέρες. «Πού;». «Στο δωμάτιο ένα, εδωπέρα!» — δίπλα στην εξώπορτα.
Μωρέ μπράβο μνημονικό η... Κλώντια!
Κατευθείαν θέλησα να μάθω εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά, πλην του τσιμπουκιού. 'Ηταν θετική στο ν' ανταποδώσει τα φιλιά (εκτός στόματος — αυτό μου έδωσε να το καταλάβω όταν σε προσπάθειά μου, λίγο αργότερα, γύρισε το πρόσωπο) και το γλείψιμό μου, οπότε ξεκινήσαμε έτσι. Τα φιλάκια της ήταν επιφανειακά και τα γλειψιματάκια της ακρογλώσσια, σε σημείο να τη ρωτήσω εάν σιχαινόταν — απάντησε αρνητικά και όντως κατά τη διάρκεια βελτιώθηκε.
'Οταν η στύση μου επετεύχθη της είπα να προχωρήσουμε. Eκείνη συνέχιζε να φοράει τον στηθόδεσμο έχοντας όμως βγάλει το κιλοτάκι. Μου έβαλε σαν κάλτσα την καπότα κι επιδόθηκε σε μια αργή πίπα διαρκείας — εγώ ήμουν εκείνος που της ζήτησα να περάσουμε το φίκι φίκι: «Βρέι σα βίι ντε ασούπρα;» (Θέλεις να έρθεις από πάνω;). «Ντα!...».
Αφού άλειψε το αιδοίο μ' ένα λιπαντικό που είχε φέρει μαζί της πήρε θέση και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε μέσα της. Κατά τη διάρκεια της γάμευσης —καλή αίσθηση του κόλπου— ψιλοβογκούσε από "καύλα". Τελικά έχυσα έπειτα από σύντομο αλλά δυνατό σφυροκόπι, έχοντάς τη γραπώσει απ' τα κωλομαγουλάκια.
Πρώτα μπήκα στο ισόγειο της Κεραμεικού 15.
«Γεια σας, τώρα νά 'ρθει η κοπέλα!...», με υποδέχτηκε η υπηρεσία. «Ορίστε το κοριτσάκι μου, απλό πρόγραμμα, δέκα ευρώ!».
Εμφανίστηκε η ψηλόλιγνη, καστανή Καμέλια.
«Ευχαριστώ!», είπα και κίνησα προς την έξοδο. «Καλό βράδυ», ευχήθηκε η τσατσά.
«Πάμε δίπλα!», ψιθύρισα στον εαυτό μου βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο.
'Οροφος
Κανένας στο σαλόνι. Μία χοντρή ηλικιωμένη υπηρεσία καθόταν στο κουζινάκι. Αμέσως σηκώθηκε. «Καλησπέρα, τι κάνετε;». «Καλά». «Η κούκλα μας κάνει: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια. Δέκα ευρώ. Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο, περάστε! Θα περάσετε ωραία». «Γεια σου», ευχήθηκα σε μία λευκόδερμη νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο κορμάκι, η οποία αφού έκανε ένα-δύο βήματα προς το μέρος μου και μία αργή στροφή γύρω από τον άξονά της, επέστρεψε στο κουζινάκι.
«Πώς τη λένε την κοπέλα;». «Κλαούντια!». «Κλαούντια...», επανέλαβα σιγανά. Κάτι μου θύμιζε τόσο τ' όνομα, όσο και η εμφάνισή της... 'Εβγαλα το δεκάρικο απ' την τσέπη. «Περάστε... εδώ, εκεί, όπου θέλετε!», έδειξε η υπηρεσία. «Πάω εκεί!», προτίμησα ένα απ' τα μέσα ψιλοάθλια δωμάτια.
Η Κλαούντια άνοιξε την πόρτα του ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σου!», της ξαναευχήθηκα. Εκείνη απλώς μου χαμογέλασε. «Μιλάς ελληνικά;», ρώτησα καθώς προσέγγιζε απ' τα πλάγια το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Βορμπέστι ρομανέστε;» (Μιλάς ρουμάνικα;), ζήτησα να μου πει, αν και ήμουν σχεδόν βέβαιος για την απάντηση. «Ντα!» (Ναι!). «'Εχουμε ξαναπεράσει μαζί ή όχι;», συνέχισα στη γλώσσα της. «Ναι!». «Πότε;». «Ε, εδώ και καιρό!» — αργότερα βρήκα πως την είχα πάρει πριν 35 ημέρες. «Πού;». «Στο δωμάτιο ένα, εδωπέρα!» — δίπλα στην εξώπορτα.
Μωρέ μπράβο μνημονικό η... Κλώντια!
Κατευθείαν θέλησα να μάθω εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά, πλην του τσιμπουκιού. 'Ηταν θετική στο ν' ανταποδώσει τα φιλιά (εκτός στόματος — αυτό μου έδωσε να το καταλάβω όταν σε προσπάθειά μου, λίγο αργότερα, γύρισε το πρόσωπο) και το γλείψιμό μου, οπότε ξεκινήσαμε έτσι. Τα φιλάκια της ήταν επιφανειακά και τα γλειψιματάκια της ακρογλώσσια, σε σημείο να τη ρωτήσω εάν σιχαινόταν — απάντησε αρνητικά και όντως κατά τη διάρκεια βελτιώθηκε.
'Οταν η στύση μου επετεύχθη της είπα να προχωρήσουμε. Eκείνη συνέχιζε να φοράει τον στηθόδεσμο έχοντας όμως βγάλει το κιλοτάκι. Μου έβαλε σαν κάλτσα την καπότα κι επιδόθηκε σε μια αργή πίπα διαρκείας — εγώ ήμουν εκείνος που της ζήτησα να περάσουμε το φίκι φίκι: «Βρέι σα βίι ντε ασούπρα;» (Θέλεις να έρθεις από πάνω;). «Ντα!...».
Αφού άλειψε το αιδοίο μ' ένα λιπαντικό που είχε φέρει μαζί της πήρε θέση και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε μέσα της. Κατά τη διάρκεια της γάμευσης —καλή αίσθηση του κόλπου— ψιλοβογκούσε από "καύλα". Τελικά έχυσα έπειτα από σύντομο αλλά δυνατό σφυροκόπι, έχοντάς τη γραπώσει απ' τα κωλομαγουλάκια.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 02, 2015
Όνομα κοπέλας
Κλαούντια
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
3.7
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
1.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
1.0
Τρίτη, ώρα 18:10
'Οταν μπήκα στο σαλόνι του ορόφου ήμουν μόνος.
«Γεια σας! 'Εχω τη Χριστίνα! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, δέκα ευρώ!», μ' ενημέρωσε η υπηρεσία που εντωμεταξύ είχε καταφτάσει απ' το κουζινάκι. Ακολούθησε ολιγοδευτερόλεπτη αναμονή μέχρι που άρχισαν να εισέρχονται συναγωνιστές. «Καλησπέρα! 'Εχω τη Χριστίνα! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, δέκα ευρώ!». Δεν άργησε να εμφανιστεί κι η περί ης ο λόγος˙ μια αψηλούτσικη καλλίκορμη αθιγγανίδα αλλοδαπή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, καλούτσικο φιλήδονο πρόσωπο, μικρό στήθος, ταττού στην οσφύ και στ' αντιβράχια. «Γεια σας!» (προς όλους). «Γεια σου!» (εγώ) «Τι κάνετε;» (προς όλους). «Καλά» (εγώ).
'Οπως αποχωρούσε, του λόγου μου πλήρωνα την τσατσά με δύο τάλληρα. «Ευχαριστώ κύριε!».
Δεν είχα προλάβει ν' αφήσω τα πράγματά μου στην καρέκλα του ψιλοάθλιου δωματίου όταν άκουσα δύο διακριτικούς χτύπους στην πόρτα. «Περάστε!». «Να με συγχωρείτε!... Μήπως έχετε κάτι άλλο;». 'Ηταν η υπηρεσία, η οποία με το νύχι της έξυνε το ένα απ' τα δύο τάλληρα που κρατούσε και μου χαμογελούσε σφιγμένα. 'Εβγαλα το πορτοφόλι μου. «Γιατί δεν θα μου δεχτούν τα χρήματα», δικαιολογήθηκε. «Για ποιο λόγο, τι έχει; Για να δω!». «Μμμ, έχει ένα κόλλημα εδώ», μου έδειξε. «Μάλιστα...», έκανα βλέποντας λίγο σελοτέιπ να καλύπτει ένα μικρό σκίσιμο. «Ναι παιδί μου, να με συγχωρείς». 'Ανοιξα το πορτοφόλι μου. «'Ετσι πήρα ένα σκισμένο πενηντάρικο και με αναγκαστήκανε εγκώ νααα...». Παίρνοντας πίσω τα δύο τάλληρα της έδωσα ένα εικοσάρικο. «Τώρα θα σας δώσω ρέστα». «Οκέι», συμφώνησα. «Να πάω στην τράπεζα για να το ελέγξουνε–», συνέχισε να μου εξηγεί σχετικά με το σκισμένο πενηντάρικο. «Εντάξει εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα, οκέι οκέι!», την καθησύχασα. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!». «Περιμένω! Θα μου τα φέρεις τώρα;». «Ναι, τώρα!», υποσχέθηκε.
Είχαν περάσει δύο λεπτά και ακόμα δεν έχει έρθει, ενώ την ίδια στιγμή διαπίστωνα πως δεν υπήρχε παρά ελάχιστο κωλόχαρτο — ακόμα δεν είχα γδυθεί. Παίρνοντας το λοιπόν το ρολό και περνώντας απ' το σαλόνι —είχε ξαναμαζευτεί κόσμος— μπήκα στο κουζινάκι.
«Και λίγο χαρτί φέρτε, δεν έχει χαρτί!». «Ορίστε;», έκανε η τσατσά γυρίζοντας προς το μέρος μου. Η Χριστίνα καθόταν σε μία καρέκλα παραδίπλα. «Λίγο χαρτί λέω, δεν έχει χαρτί». «Ναι ναι ναι!», συμφώνησε εκείνη και έσκυψε να βγάλει ένα. «Μωρό μου εσύ ακόμα δεν είσαι στο δωμάτιο;», με ρώτησε η πόρνη με ύφος. «'Εχω μπει από ώρα στο δωμάτιο, αλλά περιμένω την κυρία να μου φέρει τα ρέστα», της απάντησα με χαμόγελο. «Η κυρία θα φύγει;», με ρώτησε στο ίδιο ύφος. «'Οχι ρε παιδί μου, αλλά να, έφερα και το χαρτί!», δικαιολογήθηκα. «Για το χαρτί–», ξεκίνησε να λέει. «Ορίστε, τα ετοιμάστηκα! Σας ευχαριστώ!», μπήκε στη μέση η υπηρεσία δίνοντάς μου δύο τάλληρα. «Ωραία, λοιπόν, ετοιμάζομαι κι έρχεσαι!», είπα απευθυνόμενος στη Χριστίνα. «Μμμ...», έκανε εκείνη με ειρωνεία.
«Ωχ, μαλακισμένη μου φαίνεται αυτή», μονολόγησα στο δωμάτιο καθώς ετοιμαζόμουν.
Η κοπελιά μπήκε ύστερα από ένα λεπτό. «Ακόμα δεν είσαι έτοιμος;», μου είπε σε σχετικά αυστηρό τόνο. «Θέλεις να μπεις σε άλλο δωμάτιο και νά 'ρθεις μετά σε μένα;», της πρότεινα. «'Οχι αγάπη μου», με κοίταξε κουρασμένα. «Κάτσε, δεν θ' αργήσω», της χαμογέλασα και συνέχισα να γδύνομαι — εκείνη περίμενε όρθια με τα σέα της στο χέρι. 'Οταν κατευθύνθηκα προς τον λαβομάνο την άκουσα να ξαναλέει με κάποια ένταση στη φωνή της: «Μπορώ να πάω στο άλλο δωμάτιο πρώτα;». «Στο είπα πριν λίγο, πήγαινε στο άλλο δωμάτιο και έλα σε μένα μετά!», γύρισα προς το μέρος της. Τότε εκείνη καθώς έφευγε —και πριν μου πετάξει απαξιωτικά: «Τι να σου πω...»— έκανε τη χαρακτηριστική γκριμάτσα αποδοκιμασίας, κατεβάζοντας τις γωνίες του στόματός της και κουνώντας αργά το κεφάλι πάνω-κάτω.
Με το που έκλεισε πίσω της την πόρτα αμέσως ντύθηκα και γραμμή στο κουζινάκι!
Στο σαλόνι υπήρχαν δυο-τρεις συναγωνιστές.
«Μ' ακούτε;», φώναξα προς την υπηρεσία στο βάθος. «Δεν θα καθίσω!». «Τι έγινε πάλι;», γούρλωσε τα μάτια εκείνη — η Χριστίνα καθόταν στην καρέκλα της, ήταν που είχε κι άλλο δωμάτιο... «Δεν θα καθίσω!», επανέλαβα ήρεμα αλλά σταθερά. «Γιατί;», θέλησε να μάθει η τσατσά. Ξεκίνησα να της εξηγώ όταν η Χριστίνα με διέκοψε: «Τι λες τώρα μωρέ;». «Απαγορεύται να μπαίνεις εδώ μέσα», συμπλήρωσε και η υπηρεσία. «Ωραία, πάω έξω και να μου φέρετε εκεί το δεκάρικο», συμφώνησα και βγήκα στο σαλόνι — οι συναγωνιστές αποχωρούσαν. 'Ηρθε με το εικοσάρικο στο χέρι ενώ εγώ κρατούσα τα δύο τάλληρα. Δίνοντάς το μου —και παίρνοντας από μένα τα δύο τάλληρα— με ξαναρώτησε τι έφταιξε. Ξανάρχισα να της λέω όταν τσουπ, έσκασε μύτη η Χριστίνα! «Μπορείς να φύγεις σε παρακαλώ γιατί δεν μ' αρέσει πολύ ν' ακούω;», απευθύνθηκε σε μένα με άγριο ύφος. «Στην κυρία μιλάω, όχι σε σένα!», της απάντησα ανταποδίδοντας το βλέμμα. «Η κυρία δεν γαμιέται στο δωμάτιο, γαμιέμαι εγώ!», ήταν το σχόλιό της. «Με ρώτησε όμως, οπότε πρέπει να της απαντήσω!». «Μπορείς να φύγεις; Θα της εξηγήσω εγώ!», επέμεινε εκείνη. «Μα να δοκιμάσετε την κοπέλα!», παρενέβη η κακόμοιρη τσατσά κοιτώντας με ικετευτικά. «Εγώ θα σου πω κάτι γιατί είμαι και μεγαλύτερος από σένα στην ηλικία», είπα προς τη νεαρή πόρνη. «Είκοσι τέσσερα χρονών είμαι», θεώρησε εκείνη σκόπιμο να μου διευκρινίσει. «Εντάξει, εγώ θα μπορούσα να ήμουνα μπαμπάς σου. Είσαι επαγγελματίας, με τον κόσμο πρέπει να είσαι ευγενική». «Μπορείς να φύγεις σε παρακαλώ γιατί δεν μ' ενδιαφέρει;». «Καλά, δεν θες να καταλάβεις... Τέλος πάντων στην κυρία μιλούσα δεν μιλούσα σε σένα!». Τότε γύρισε προς την υπηρεσία και με αυστηρό τόνο της είπε: «Κυρία, πήγαινε μέσα σε παρακαλώ!». Η ηλικιωμένη γυναίκα κοντοστάθηκε. «Μέσα! Πήγαινε μέσα σε παρακαλώ!», επανέλαβε επιτακτικά και 'κείνη σκύβοντας ελαφρώς το κεφάλι υπάκουσε. «'Αντε μπράβο!». «Με αυτό τον τρόπο δεν θα κάνεις πελατεία», είπα στην έξαλλη πόρνη και γύρισα προς την έξοδο. «Ευχαριστώ, σιγά, έχασα εσένα έχασα όλο τον κόσμο!...», ήταν το ειρωνικό της σχόλιο.
'Οταν μπήκα στο σαλόνι του ορόφου ήμουν μόνος.
«Γεια σας! 'Εχω τη Χριστίνα! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, δέκα ευρώ!», μ' ενημέρωσε η υπηρεσία που εντωμεταξύ είχε καταφτάσει απ' το κουζινάκι. Ακολούθησε ολιγοδευτερόλεπτη αναμονή μέχρι που άρχισαν να εισέρχονται συναγωνιστές. «Καλησπέρα! 'Εχω τη Χριστίνα! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, δέκα ευρώ!». Δεν άργησε να εμφανιστεί κι η περί ης ο λόγος˙ μια αψηλούτσικη καλλίκορμη αθιγγανίδα αλλοδαπή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, καλούτσικο φιλήδονο πρόσωπο, μικρό στήθος, ταττού στην οσφύ και στ' αντιβράχια. «Γεια σας!» (προς όλους). «Γεια σου!» (εγώ) «Τι κάνετε;» (προς όλους). «Καλά» (εγώ).
'Οπως αποχωρούσε, του λόγου μου πλήρωνα την τσατσά με δύο τάλληρα. «Ευχαριστώ κύριε!».
Δεν είχα προλάβει ν' αφήσω τα πράγματά μου στην καρέκλα του ψιλοάθλιου δωματίου όταν άκουσα δύο διακριτικούς χτύπους στην πόρτα. «Περάστε!». «Να με συγχωρείτε!... Μήπως έχετε κάτι άλλο;». 'Ηταν η υπηρεσία, η οποία με το νύχι της έξυνε το ένα απ' τα δύο τάλληρα που κρατούσε και μου χαμογελούσε σφιγμένα. 'Εβγαλα το πορτοφόλι μου. «Γιατί δεν θα μου δεχτούν τα χρήματα», δικαιολογήθηκε. «Για ποιο λόγο, τι έχει; Για να δω!». «Μμμ, έχει ένα κόλλημα εδώ», μου έδειξε. «Μάλιστα...», έκανα βλέποντας λίγο σελοτέιπ να καλύπτει ένα μικρό σκίσιμο. «Ναι παιδί μου, να με συγχωρείς». 'Ανοιξα το πορτοφόλι μου. «'Ετσι πήρα ένα σκισμένο πενηντάρικο και με αναγκαστήκανε εγκώ νααα...». Παίρνοντας πίσω τα δύο τάλληρα της έδωσα ένα εικοσάρικο. «Τώρα θα σας δώσω ρέστα». «Οκέι», συμφώνησα. «Να πάω στην τράπεζα για να το ελέγξουνε–», συνέχισε να μου εξηγεί σχετικά με το σκισμένο πενηντάρικο. «Εντάξει εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα, οκέι οκέι!», την καθησύχασα. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!». «Περιμένω! Θα μου τα φέρεις τώρα;». «Ναι, τώρα!», υποσχέθηκε.
Είχαν περάσει δύο λεπτά και ακόμα δεν έχει έρθει, ενώ την ίδια στιγμή διαπίστωνα πως δεν υπήρχε παρά ελάχιστο κωλόχαρτο — ακόμα δεν είχα γδυθεί. Παίρνοντας το λοιπόν το ρολό και περνώντας απ' το σαλόνι —είχε ξαναμαζευτεί κόσμος— μπήκα στο κουζινάκι.
«Και λίγο χαρτί φέρτε, δεν έχει χαρτί!». «Ορίστε;», έκανε η τσατσά γυρίζοντας προς το μέρος μου. Η Χριστίνα καθόταν σε μία καρέκλα παραδίπλα. «Λίγο χαρτί λέω, δεν έχει χαρτί». «Ναι ναι ναι!», συμφώνησε εκείνη και έσκυψε να βγάλει ένα. «Μωρό μου εσύ ακόμα δεν είσαι στο δωμάτιο;», με ρώτησε η πόρνη με ύφος. «'Εχω μπει από ώρα στο δωμάτιο, αλλά περιμένω την κυρία να μου φέρει τα ρέστα», της απάντησα με χαμόγελο. «Η κυρία θα φύγει;», με ρώτησε στο ίδιο ύφος. «'Οχι ρε παιδί μου, αλλά να, έφερα και το χαρτί!», δικαιολογήθηκα. «Για το χαρτί–», ξεκίνησε να λέει. «Ορίστε, τα ετοιμάστηκα! Σας ευχαριστώ!», μπήκε στη μέση η υπηρεσία δίνοντάς μου δύο τάλληρα. «Ωραία, λοιπόν, ετοιμάζομαι κι έρχεσαι!», είπα απευθυνόμενος στη Χριστίνα. «Μμμ...», έκανε εκείνη με ειρωνεία.
«Ωχ, μαλακισμένη μου φαίνεται αυτή», μονολόγησα στο δωμάτιο καθώς ετοιμαζόμουν.
Η κοπελιά μπήκε ύστερα από ένα λεπτό. «Ακόμα δεν είσαι έτοιμος;», μου είπε σε σχετικά αυστηρό τόνο. «Θέλεις να μπεις σε άλλο δωμάτιο και νά 'ρθεις μετά σε μένα;», της πρότεινα. «'Οχι αγάπη μου», με κοίταξε κουρασμένα. «Κάτσε, δεν θ' αργήσω», της χαμογέλασα και συνέχισα να γδύνομαι — εκείνη περίμενε όρθια με τα σέα της στο χέρι. 'Οταν κατευθύνθηκα προς τον λαβομάνο την άκουσα να ξαναλέει με κάποια ένταση στη φωνή της: «Μπορώ να πάω στο άλλο δωμάτιο πρώτα;». «Στο είπα πριν λίγο, πήγαινε στο άλλο δωμάτιο και έλα σε μένα μετά!», γύρισα προς το μέρος της. Τότε εκείνη καθώς έφευγε —και πριν μου πετάξει απαξιωτικά: «Τι να σου πω...»— έκανε τη χαρακτηριστική γκριμάτσα αποδοκιμασίας, κατεβάζοντας τις γωνίες του στόματός της και κουνώντας αργά το κεφάλι πάνω-κάτω.
Με το που έκλεισε πίσω της την πόρτα αμέσως ντύθηκα και γραμμή στο κουζινάκι!
Στο σαλόνι υπήρχαν δυο-τρεις συναγωνιστές.
«Μ' ακούτε;», φώναξα προς την υπηρεσία στο βάθος. «Δεν θα καθίσω!». «Τι έγινε πάλι;», γούρλωσε τα μάτια εκείνη — η Χριστίνα καθόταν στην καρέκλα της, ήταν που είχε κι άλλο δωμάτιο... «Δεν θα καθίσω!», επανέλαβα ήρεμα αλλά σταθερά. «Γιατί;», θέλησε να μάθει η τσατσά. Ξεκίνησα να της εξηγώ όταν η Χριστίνα με διέκοψε: «Τι λες τώρα μωρέ;». «Απαγορεύται να μπαίνεις εδώ μέσα», συμπλήρωσε και η υπηρεσία. «Ωραία, πάω έξω και να μου φέρετε εκεί το δεκάρικο», συμφώνησα και βγήκα στο σαλόνι — οι συναγωνιστές αποχωρούσαν. 'Ηρθε με το εικοσάρικο στο χέρι ενώ εγώ κρατούσα τα δύο τάλληρα. Δίνοντάς το μου —και παίρνοντας από μένα τα δύο τάλληρα— με ξαναρώτησε τι έφταιξε. Ξανάρχισα να της λέω όταν τσουπ, έσκασε μύτη η Χριστίνα! «Μπορείς να φύγεις σε παρακαλώ γιατί δεν μ' αρέσει πολύ ν' ακούω;», απευθύνθηκε σε μένα με άγριο ύφος. «Στην κυρία μιλάω, όχι σε σένα!», της απάντησα ανταποδίδοντας το βλέμμα. «Η κυρία δεν γαμιέται στο δωμάτιο, γαμιέμαι εγώ!», ήταν το σχόλιό της. «Με ρώτησε όμως, οπότε πρέπει να της απαντήσω!». «Μπορείς να φύγεις; Θα της εξηγήσω εγώ!», επέμεινε εκείνη. «Μα να δοκιμάσετε την κοπέλα!», παρενέβη η κακόμοιρη τσατσά κοιτώντας με ικετευτικά. «Εγώ θα σου πω κάτι γιατί είμαι και μεγαλύτερος από σένα στην ηλικία», είπα προς τη νεαρή πόρνη. «Είκοσι τέσσερα χρονών είμαι», θεώρησε εκείνη σκόπιμο να μου διευκρινίσει. «Εντάξει, εγώ θα μπορούσα να ήμουνα μπαμπάς σου. Είσαι επαγγελματίας, με τον κόσμο πρέπει να είσαι ευγενική». «Μπορείς να φύγεις σε παρακαλώ γιατί δεν μ' ενδιαφέρει;». «Καλά, δεν θες να καταλάβεις... Τέλος πάντων στην κυρία μιλούσα δεν μιλούσα σε σένα!». Τότε γύρισε προς την υπηρεσία και με αυστηρό τόνο της είπε: «Κυρία, πήγαινε μέσα σε παρακαλώ!». Η ηλικιωμένη γυναίκα κοντοστάθηκε. «Μέσα! Πήγαινε μέσα σε παρακαλώ!», επανέλαβε επιτακτικά και 'κείνη σκύβοντας ελαφρώς το κεφάλι υπάκουσε. «'Αντε μπράβο!». «Με αυτό τον τρόπο δεν θα κάνεις πελατεία», είπα στην έξαλλη πόρνη και γύρισα προς την έξοδο. «Ευχαριστώ, σιγά, έχασα εσένα έχασα όλο τον κόσμο!...», ήταν το ειρωνικό της σχόλιο.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 01, 2015
Όνομα κοπέλας
Χριστίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.8
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
4.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 18:11
Εισερχόμενος στο άδειο από κόσμο σαλόνι κοίταξα δεξιά. Στο κουζινάκι —ως συνήθως— καθόταν η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια/υπηρεσία. Προχώρησα παραμέσα, όπου προτίμησα να περιμένω όρθιος. Σύντομα την άκουσα να συζητάει χαμηλόφωνα με κάποια άλλη γυναίκα. Την επόμενη στιγμή παρουσιάζονταν και οι δυο μπροστά μου. Η άλλη γυναίκα ήταν αρκετά χαμηλού αναστήματος και νέα στην ηλικία, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο με σχιστά μάτια, πολύ μικρό στήθος, κανονικό κορμί, η οποία μου ευχήθηκε με θάρρος: «Γεια σου μωρό μου!». «Γεια σου μωρό μου!», της ευχήθηκα στο ίδιο ύφος. «Τι κάνεις;». «Καλά». «Χαίρομαι!».
Εντωμεταξύ η ιδιοκτήτρια/υπηρεσία με κοίταζε με μισό μάτι, μιας και απ' ό,τι έχω καταλάβει θεωρεί πως περνάω (απ' το μπουρδέλο) αλλά δεν περνάω (στο μπουρδέλο).
«Τι πρόγραμμα έχεις;», ρώτησα τη μικρόσωμη ιερόδουλη. «Νορμάλ σεξ!», πρόλαβε κι απάντησε κοφτά η τσατσά. «Νορμάλ σεξ, ε;». «Ντα», επιβεβαίωσε η πόρνη. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Εδώ!», αμέσως η υπηρεσία μου έδειξε μια κάμαρα — το πρόσωπό της είχε μαλακώσει .
«Η Μαρία! Κοπέλα πολύ πολύ καλή στο δωμάτιο, δεν βιάζεται!», την άκουσα να ενημερώνει, λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της πεντάλεπτης αναμονής μου.
«Γεια!», μου ξαναευχήθηκε η πόρνη μπαίνοντας. «Τι κάνεις;». «Καλά, εσύ τι κάνεις;». «Καλά». «Χαίρομαι!». «Μπράβο».
Χωρίς να βγάλει το μπικίνι της ξάπλωσε στο πλευρό της δίπλα μου.
«Η Μαρία είσαι, ε;», της χάιδεψα τα μαλλιά. «Ναι... πού με ξέρεις;», σηκώθηκε στα γόνατα συνοφρυωμένη. «'Ακουσα που το είπε η κυρία, πριν λίγο απ' έξω», εξήγησα. «Αα!», έκανε και καβαλώντας με άρχισε να τρίβει αισθησιακά το ντυμένο πράμα της στον γυμνό πούτσο μου κοιτώντας με προκλητικά.
«Ρουμανία είσαι;», συνέχισα τις ερωτήσεις, ενώ με τα χέρια μου μάλαζα τα κωμομαγουλάκια της. «Ναι!». «Α, ωραία». «Εσύ;», ενδιαφέρθηκε να μάθει κι εκείνη ύστερα από λίγο. «'Ελληνας». «Φαίνεσαι!».
Της έδωσα μερικά φιλάκια στον λαιμό και στα μάγουλα, ενώ κι εκείνη —αφού πρώτα της το ζήτησα εγώ— με φίλησε – έγλειψε στα ίδια σημεία κι επιπροσθέτως στ' αυτιά. Μάλιστα στ' αυτιά, επέμεινε κάπως περισσότερο. Τέλος πάντων το αποτέλεσμα ήταν μια ικανοποιητική στύση.
Τη μέτρια πίπα που μου έκανε, δεν την άφησα να τη συνεχίσει για περισσότερο από ένα-δύο λεπτά —δεν την είχα και ανάγκη— ζητώντας της να περάσουμε στο "κυρίως πιάτο" που περιελάμβανε γαμήσι στη στάση της γελαδάρισσας. Αφήνοντας τον στηθόδεσμο στη θέση του έβγαλε μόνο το κιλοτάκι της και αφού έβαλε τον πούτσο μου μέσα στην υγρή —ελέω λιπαντικού— "σπηλίτσα" της άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω βογκώντας ευλογοφανώς. Κατάφερα να ολοκληρώσω όταν παίρνοντας τα ινία τη γάμησα δυνατά, έχοντάς τη σφιγμένη επάνω μου, με την ανάσα μου να βγαίνει βαριά δίπλα στο αυτί της.
Η ιδιοκτήτρια/υπηρεσία ακούστηκε λίγο μετά αφότου είχα χύσει: «Τώρα βγαίνει η κοπέλα παιδιά!... Τακ τακ τακ!»
Εισερχόμενος στο άδειο από κόσμο σαλόνι κοίταξα δεξιά. Στο κουζινάκι —ως συνήθως— καθόταν η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια/υπηρεσία. Προχώρησα παραμέσα, όπου προτίμησα να περιμένω όρθιος. Σύντομα την άκουσα να συζητάει χαμηλόφωνα με κάποια άλλη γυναίκα. Την επόμενη στιγμή παρουσιάζονταν και οι δυο μπροστά μου. Η άλλη γυναίκα ήταν αρκετά χαμηλού αναστήματος και νέα στην ηλικία, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο με σχιστά μάτια, πολύ μικρό στήθος, κανονικό κορμί, η οποία μου ευχήθηκε με θάρρος: «Γεια σου μωρό μου!». «Γεια σου μωρό μου!», της ευχήθηκα στο ίδιο ύφος. «Τι κάνεις;». «Καλά». «Χαίρομαι!».
Εντωμεταξύ η ιδιοκτήτρια/υπηρεσία με κοίταζε με μισό μάτι, μιας και απ' ό,τι έχω καταλάβει θεωρεί πως περνάω (απ' το μπουρδέλο) αλλά δεν περνάω (στο μπουρδέλο).
«Τι πρόγραμμα έχεις;», ρώτησα τη μικρόσωμη ιερόδουλη. «Νορμάλ σεξ!», πρόλαβε κι απάντησε κοφτά η τσατσά. «Νορμάλ σεξ, ε;». «Ντα», επιβεβαίωσε η πόρνη. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Εδώ!», αμέσως η υπηρεσία μου έδειξε μια κάμαρα — το πρόσωπό της είχε μαλακώσει .
«Η Μαρία! Κοπέλα πολύ πολύ καλή στο δωμάτιο, δεν βιάζεται!», την άκουσα να ενημερώνει, λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της πεντάλεπτης αναμονής μου.
«Γεια!», μου ξαναευχήθηκε η πόρνη μπαίνοντας. «Τι κάνεις;». «Καλά, εσύ τι κάνεις;». «Καλά». «Χαίρομαι!». «Μπράβο».
Χωρίς να βγάλει το μπικίνι της ξάπλωσε στο πλευρό της δίπλα μου.
«Η Μαρία είσαι, ε;», της χάιδεψα τα μαλλιά. «Ναι... πού με ξέρεις;», σηκώθηκε στα γόνατα συνοφρυωμένη. «'Ακουσα που το είπε η κυρία, πριν λίγο απ' έξω», εξήγησα. «Αα!», έκανε και καβαλώντας με άρχισε να τρίβει αισθησιακά το ντυμένο πράμα της στον γυμνό πούτσο μου κοιτώντας με προκλητικά.
«Ρουμανία είσαι;», συνέχισα τις ερωτήσεις, ενώ με τα χέρια μου μάλαζα τα κωμομαγουλάκια της. «Ναι!». «Α, ωραία». «Εσύ;», ενδιαφέρθηκε να μάθει κι εκείνη ύστερα από λίγο. «'Ελληνας». «Φαίνεσαι!».
Της έδωσα μερικά φιλάκια στον λαιμό και στα μάγουλα, ενώ κι εκείνη —αφού πρώτα της το ζήτησα εγώ— με φίλησε – έγλειψε στα ίδια σημεία κι επιπροσθέτως στ' αυτιά. Μάλιστα στ' αυτιά, επέμεινε κάπως περισσότερο. Τέλος πάντων το αποτέλεσμα ήταν μια ικανοποιητική στύση.
Τη μέτρια πίπα που μου έκανε, δεν την άφησα να τη συνεχίσει για περισσότερο από ένα-δύο λεπτά —δεν την είχα και ανάγκη— ζητώντας της να περάσουμε στο "κυρίως πιάτο" που περιελάμβανε γαμήσι στη στάση της γελαδάρισσας. Αφήνοντας τον στηθόδεσμο στη θέση του έβγαλε μόνο το κιλοτάκι της και αφού έβαλε τον πούτσο μου μέσα στην υγρή —ελέω λιπαντικού— "σπηλίτσα" της άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω βογκώντας ευλογοφανώς. Κατάφερα να ολοκληρώσω όταν παίρνοντας τα ινία τη γάμησα δυνατά, έχοντάς τη σφιγμένη επάνω μου, με την ανάσα μου να βγαίνει βαριά δίπλα στο αυτί της.
Η ιδιοκτήτρια/υπηρεσία ακούστηκε λίγο μετά αφότου είχα χύσει: «Τώρα βγαίνει η κοπέλα παιδιά!... Τακ τακ τακ!»
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Αυγούστου 31, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρία