Κριτικές από Φανούρης Τζούρας
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.2
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:24
Στο σαλονάκι δύο αλλοδαποί μικροπωλητές περίμεναν καθιστοί με τις πραμάτειες αφημένες μπροστά τους. «Γεια σας», ευχήθηκα στην υπηρεσία. «Γεια σου, κάθισε αγόρι». Πίσω μου ακολουθούσε ένας ημεδαπός μεσήλικας. Η τσατσά τον ενημέρωσε πως είχε καινούργια κοπέλα. Κάθισε κι εκείνος παραπέρα. Ακολούθησαν ένα-δυο λεπτά αναμονής. Ξαφνικά η πόρτα απ' το δωμάτιο του σαλονιού άνοιξε τρίζοντας. Από μέσα βγήκαν η πόρνη κι ένας ψαρομάλλης μεσήλικας, τον οποίον εκείνη αποχαιρέτησε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. «Εδώ είναι η κοπέλα μου, φουλ πρόγραμμα κάνει, να περάσεις– », ξεκίνησε να λέει η τσατσά όταν αντιλήφθηκε τον μορφασμό απαρέσκειας της πόρνης. «Φουλ ή όχι;», τη ρώτησε, για να εισπράξει μια αρνητική κίνηση της κεφαλής. «Γιατί μου είπε αυτός φουλ πρόγραμμα;», αναρωτήθηκε τότε εκείνη. Η πόρνη συνοφρυώθηκε. «Κανονικό;», ρώτησε η υπηρεσία. «Νορμάλ προγκράμμα», απάντησε η πόρνη. «Ελεύθερο στοματικό;», επέμεινε η τσατσά. «Τσιμπούκι, νο κόντομ», επιβεβαίωσε η πόρνη. «Χωρίς αυτό (καπότα), τσιμπούκι!», επανέλαβε η υπηρεσία, για να είναι σίγουρη. «Τσιμπούκι, νο προφυλακτικό!», διαβεβαίωσε η πόρνη «Ναι...», έκανε η τσατσά σαν να το σκεφτόταν. «Οκέι;», τη ρώτησε η πόρνη, θέλοντας να της επιβεβαιώσει πως είχε καταλάβει. «Οκέι!...Τσιμπουκάκι, μουνάκι, εξήντα εννιά, ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, δέκα ευρώ! Να δοκιμάστε, να περάστε ωραία!». Είχε καταλάβει! Σηκώθηκα με το δεκάρικο στο χέρι. «'Ελα αγορίνα!», μου χαμογέλασε η τσατσά. «Πολύ καλή στο δωμάτιο κοπέλα!», προσπάθησε να κερδίσει το ενδιαφέρον και κάποιου άλλου απ' τους παρευρισκομένους. «'Ελα!», μου έδειξε προς το ψιλοάθλιο δωμάτιο του σαλονιού.
Εκεί μέσα περίμενα επτά λεπτά, ακούγοντας την υπηρεσία να ενημερώνει και τον κόσμο να ρωτάει: «Κάνει κώλο;». «'Οχι φουλ πρόγραμμα, όχι κώλο, η κοπέλα δεν θέλει να κάνει κώλο. Νορμάλ πρόγραμμα». Επίσης έμαθα τ' όνομα της περί ης ο λόγος: «Η Ρόζα είναι η κοπέλα, έλα να περάσεις ωραία, πολύ καλή στο δωμάτιο!»
«Γεια σου!», μου χαμογέλασε η Ρόζα μπαίνοντας. Επρόκειτο για μια μετριοχαμηλού αναστήματος νέα γυναίκα, με ίσιο μαύρο μαλλί στο ύψος της σιαγόνας, έτσι κι έτσι πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος μ' ένα αυτοκόλλητο ταττού δεξιά, κοιλίτσα, φαρδουλό κώλο, χοντρουλά πόδια. "Where are you from?", ρώτησα, μιας και απ' το σαλόνι είχα καταλάβει πως δεν μιλούσε ελληνικά. «Ρομανία», ήταν η απάντησή της. Της μίλησα στη γλώσσα της. Γονατίζοντας πλάι μου πήρε να καθαρίσει το πουλί μου μ' ένα υγρό μαντιλάκι. Της έκανα γνωστό πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό και τραβώντας την κοντά μου, την καπάκωσα κι άρχισα να ρουφάω τις θηλές της, να τη φιλάω-γλείφω στον λαιμό, να χώνω την άκρη της γλώσσας μου στο αυτί της. Στα προκαταρκτικά μου ανταποκρινόταν φιλώντας-γλείφοντάς με στ' αυτά σημεία. Επίσης ήταν δεκτική στις θωπείες και τα χουφτώματά μου, αλλά αντέδρασε αρνητικά όταν το χέρι μου πλησίασε στο μουνί της: "Nu pune mîna jos!" (μη βάζεις το χέρι κάτω). Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια, αλλά δεν την πολυείχα ανάγκη μιας κι η στύση μου ήταν καλή, οπότε της ζήτησα να προχωρήσουμε στο γαμήσι, αλλά εκείνη πρότεινε να με πιπώσει λίγο ακόμα "şi pe urma să trecem la sexul" (και μετά να περάσουμε στο σεξ). Τέλος πάντων σύντομα ξεκίνησα να την πηδάω πισωκολλητά γονατιστά και χωρίς ν' αλλάξω στάση ολοκλήρωσα ύστερα από αυξομειούμενης έντασης και βάθους ψωλιές. Η υπηρεσία τη φώναξε στα 12 λεπτά –είχαμε τελειώσει και τα λέγαμε καθώς ετοιμαζόμασταν.
Μου είπε πως δούλευε στα Φωκαίας 25, αλλά έφυγε μιας και "acolo nu prea merge treaba" (εκεί δεν πολυπερπατάει το πράγμα), για να έρθει στο Μεταξουργείο –βρίσκεται μόλις μια βδομάδα–, όπου ο κόσμος "vine aici, îşi face treaba cu zece euro şi pleacă" (έρχεται εδώ, κάνει τη δουλειά του με δέκα ευρώ και φεύγει), με αποτέλεσμα, μέχρι στιγμής, να δουλεύει περισσότερο. Επίσης μου είπε πως κάνει πρωινή και απογευματινή βάρδια κολλητά.
Στο σαλονάκι δύο αλλοδαποί μικροπωλητές περίμεναν καθιστοί με τις πραμάτειες αφημένες μπροστά τους. «Γεια σας», ευχήθηκα στην υπηρεσία. «Γεια σου, κάθισε αγόρι». Πίσω μου ακολουθούσε ένας ημεδαπός μεσήλικας. Η τσατσά τον ενημέρωσε πως είχε καινούργια κοπέλα. Κάθισε κι εκείνος παραπέρα. Ακολούθησαν ένα-δυο λεπτά αναμονής. Ξαφνικά η πόρτα απ' το δωμάτιο του σαλονιού άνοιξε τρίζοντας. Από μέσα βγήκαν η πόρνη κι ένας ψαρομάλλης μεσήλικας, τον οποίον εκείνη αποχαιρέτησε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. «Εδώ είναι η κοπέλα μου, φουλ πρόγραμμα κάνει, να περάσεις– », ξεκίνησε να λέει η τσατσά όταν αντιλήφθηκε τον μορφασμό απαρέσκειας της πόρνης. «Φουλ ή όχι;», τη ρώτησε, για να εισπράξει μια αρνητική κίνηση της κεφαλής. «Γιατί μου είπε αυτός φουλ πρόγραμμα;», αναρωτήθηκε τότε εκείνη. Η πόρνη συνοφρυώθηκε. «Κανονικό;», ρώτησε η υπηρεσία. «Νορμάλ προγκράμμα», απάντησε η πόρνη. «Ελεύθερο στοματικό;», επέμεινε η τσατσά. «Τσιμπούκι, νο κόντομ», επιβεβαίωσε η πόρνη. «Χωρίς αυτό (καπότα), τσιμπούκι!», επανέλαβε η υπηρεσία, για να είναι σίγουρη. «Τσιμπούκι, νο προφυλακτικό!», διαβεβαίωσε η πόρνη «Ναι...», έκανε η τσατσά σαν να το σκεφτόταν. «Οκέι;», τη ρώτησε η πόρνη, θέλοντας να της επιβεβαιώσει πως είχε καταλάβει. «Οκέι!...Τσιμπουκάκι, μουνάκι, εξήντα εννιά, ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, δέκα ευρώ! Να δοκιμάστε, να περάστε ωραία!». Είχε καταλάβει! Σηκώθηκα με το δεκάρικο στο χέρι. «'Ελα αγορίνα!», μου χαμογέλασε η τσατσά. «Πολύ καλή στο δωμάτιο κοπέλα!», προσπάθησε να κερδίσει το ενδιαφέρον και κάποιου άλλου απ' τους παρευρισκομένους. «'Ελα!», μου έδειξε προς το ψιλοάθλιο δωμάτιο του σαλονιού.
Εκεί μέσα περίμενα επτά λεπτά, ακούγοντας την υπηρεσία να ενημερώνει και τον κόσμο να ρωτάει: «Κάνει κώλο;». «'Οχι φουλ πρόγραμμα, όχι κώλο, η κοπέλα δεν θέλει να κάνει κώλο. Νορμάλ πρόγραμμα». Επίσης έμαθα τ' όνομα της περί ης ο λόγος: «Η Ρόζα είναι η κοπέλα, έλα να περάσεις ωραία, πολύ καλή στο δωμάτιο!»
«Γεια σου!», μου χαμογέλασε η Ρόζα μπαίνοντας. Επρόκειτο για μια μετριοχαμηλού αναστήματος νέα γυναίκα, με ίσιο μαύρο μαλλί στο ύψος της σιαγόνας, έτσι κι έτσι πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος μ' ένα αυτοκόλλητο ταττού δεξιά, κοιλίτσα, φαρδουλό κώλο, χοντρουλά πόδια. "Where are you from?", ρώτησα, μιας και απ' το σαλόνι είχα καταλάβει πως δεν μιλούσε ελληνικά. «Ρομανία», ήταν η απάντησή της. Της μίλησα στη γλώσσα της. Γονατίζοντας πλάι μου πήρε να καθαρίσει το πουλί μου μ' ένα υγρό μαντιλάκι. Της έκανα γνωστό πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό και τραβώντας την κοντά μου, την καπάκωσα κι άρχισα να ρουφάω τις θηλές της, να τη φιλάω-γλείφω στον λαιμό, να χώνω την άκρη της γλώσσας μου στο αυτί της. Στα προκαταρκτικά μου ανταποκρινόταν φιλώντας-γλείφοντάς με στ' αυτά σημεία. Επίσης ήταν δεκτική στις θωπείες και τα χουφτώματά μου, αλλά αντέδρασε αρνητικά όταν το χέρι μου πλησίασε στο μουνί της: "Nu pune mîna jos!" (μη βάζεις το χέρι κάτω). Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια, αλλά δεν την πολυείχα ανάγκη μιας κι η στύση μου ήταν καλή, οπότε της ζήτησα να προχωρήσουμε στο γαμήσι, αλλά εκείνη πρότεινε να με πιπώσει λίγο ακόμα "şi pe urma să trecem la sexul" (και μετά να περάσουμε στο σεξ). Τέλος πάντων σύντομα ξεκίνησα να την πηδάω πισωκολλητά γονατιστά και χωρίς ν' αλλάξω στάση ολοκλήρωσα ύστερα από αυξομειούμενης έντασης και βάθους ψωλιές. Η υπηρεσία τη φώναξε στα 12 λεπτά –είχαμε τελειώσει και τα λέγαμε καθώς ετοιμαζόμασταν.
Μου είπε πως δούλευε στα Φωκαίας 25, αλλά έφυγε μιας και "acolo nu prea merge treaba" (εκεί δεν πολυπερπατάει το πράγμα), για να έρθει στο Μεταξουργείο –βρίσκεται μόλις μια βδομάδα–, όπου ο κόσμος "vine aici, îşi face treaba cu zece euro şi pleacă" (έρχεται εδώ, κάνει τη δουλειά του με δέκα ευρώ και φεύγει), με αποτέλεσμα, μέχρι στιγμής, να δουλεύει περισσότερο. Επίσης μου είπε πως κάνει πρωινή και απογευματινή βάρδια κολλητά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 20, 2015
Όνομα κοπέλας
Ρόζα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.8
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
5.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τρίτη, ώρα 18:15
Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, έβαλα στα πόδια μου το τελευταίο κουράγιο κι ανέβηκα ασθμαίνοντας και τη δεύτερη σκάλα.
Στο άδειο από κόσμο σαλόνι στάθηκα μπροστά απ' έναν καθρέφτη και με τις παλάμες έστρωσα τα λιγοστά μαλλιά μου. Το υφασμάτινο παραβάν παραμερίστηκε απ' τη γνωστή ευτραφή, μεσήλικη, κοντομαλλούσα ρωσίδα υπηρεσία –από Μ.Α 28, Δροσοπούλου 97, Αλκιβιάδου 16Γ–, η οποία βλέποντάς με ξίνισε γι' άλλη μια φορά τα μούτρα της. «Ποια κοπελίτσα έχεις;», ρώτησα, ενώ από πίσω της διέκρινα μια ξανθωπή εικοσιπεντάχρονη μπικινοφορούσα συμπατριώτισσά της, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, καλούτσικο πρόσωπο, μεσαίο πεσμένο στήθος, μέτριο προς αψηλό ανάστημα πάνω στα πορνοπάπουτσα, κανονικών κιλών καλοσχηματισμένο κορμί. «'Αννα», μου απάντησε ξερά. Απήλαυσα τον αιφνιδιασμό και την αλλαγή διάθεσής της όταν της έδωσα το δεκάρικο. «Περάστε από δω...», έδειξε προς την αντίθετη πλευρά. Μπήκα σ' ένα συμπαθητικό, φωτεινό δωμάτιο. Η ανοιχτή μπαλκονόπορτα διοχέτευε στο χώρο τους θορύβους του δρόμου –πολυακουσμένη "μουσική". «Εντάξει είναι, να κλείσω;», ρώτησε η κάργια γεμάτη προσποιητό ενδιαφέρον. «'Αστο έτσι, ωραία είναι», απάντησα χαζεύοντας τη θέα. «Οκέι!», έκλεισε την πόρτα αφήνοντάς με μόνο.
Η 'Αννα ήρθε σχεδόν αμέσως (μετά από ένα λεπτό). «Α, δεν είμαι ακόμα έτοιμος... Πήγαινε και θα σε φωνάξω», της χαμογέλασα. «Ρούσκι, Ρούσκι!», μου έκανε γνωστό χαμογελώντας επίσης, δίνοντάς μου να καταλάβω πως δεν ήξερε ελληνικά. Επανήλθε όταν την κάλεσα λίγο αργότερα.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου καθόμουν με τις κνήμες σταυρωμένες. «Γεια...», ευχήθηκε με σιγανή φωνή βγάζοντας τον στηθόδεσμο. "So, you are from Russia and you don't speak greek". "I speak english, russian, ukrainian", μ' ενημέρωσε σε σπαστά αγγλικά μένοντας ξεβράκωτη. Στη συνέχεια με καπάκωσε κι άρχισε να περιφέρει αργά τα μαλακά βυζιά της επάνω μου, ενώ όταν πλησίαζε το πρόσωπό της στο δικό μου, το έστρεφε και με ακουμπούσε με το μάγουλό της. Αργότερα μου έδωσε να καταλάβω πως με αυτόν τον τρόπο "φιλούσε" στη δουλειά...
"Let's try blowjob", της είπα όταν –μετά από γλειφορουφοβύζι και θωπείες, μαζί με τα δικά της προκαταρκτικά– απέκτησα στύση. Η καλυμμένη πίπα της ήταν μέτρια, αλλά μου απαλοχάιδευε ταυτόχρονα τ' αχαμνά κι αυτό μου άρεσε. "How old are you?", τη ρώτησα –προηγουμένως της είχα ζητήσει να πάρει θέση για πισωκολλητό γονατιστό. Με φασκέλωσε δυο φορές με τα χέρια της και μία φορά με το ένα. 'Οταν την είδα από πίσω, παρατήρησα αρκετά σπυράκια στην πλάτη και στους γλουτούς, ενώ εντύπωση μου προξένησε το γεγονός πως, κοιτάζοντάς με πάνω απ' τον ώμο της μου τόνισε: «καπότα!». Δείχνοντας την ψωλή μου.Τι να πω, μπορεί και να φοβήθηκε πως θα την έβγαζα... «Καπότα, πάντα!», την καθησύχασα χαμογελώντας και ξεκίνησα το γαμήσι. «Πλαφ πλαφ πλαφ!...». Το μουνί της είχε καλή αίσθηση, αν κι η ίδια ήταν ψιλοαμέτοχη, αφήνοντας κάποιο ευλογοφανές βογγητό αραιά και που. Σ' εκείνη τη φάση (ευτυχώς...) δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο. 'Εχυσα ύστερα από λίγο βογγώντας πνιχτά.
Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, έβαλα στα πόδια μου το τελευταίο κουράγιο κι ανέβηκα ασθμαίνοντας και τη δεύτερη σκάλα.
Στο άδειο από κόσμο σαλόνι στάθηκα μπροστά απ' έναν καθρέφτη και με τις παλάμες έστρωσα τα λιγοστά μαλλιά μου. Το υφασμάτινο παραβάν παραμερίστηκε απ' τη γνωστή ευτραφή, μεσήλικη, κοντομαλλούσα ρωσίδα υπηρεσία –από Μ.Α 28, Δροσοπούλου 97, Αλκιβιάδου 16Γ–, η οποία βλέποντάς με ξίνισε γι' άλλη μια φορά τα μούτρα της. «Ποια κοπελίτσα έχεις;», ρώτησα, ενώ από πίσω της διέκρινα μια ξανθωπή εικοσιπεντάχρονη μπικινοφορούσα συμπατριώτισσά της, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, καλούτσικο πρόσωπο, μεσαίο πεσμένο στήθος, μέτριο προς αψηλό ανάστημα πάνω στα πορνοπάπουτσα, κανονικών κιλών καλοσχηματισμένο κορμί. «'Αννα», μου απάντησε ξερά. Απήλαυσα τον αιφνιδιασμό και την αλλαγή διάθεσής της όταν της έδωσα το δεκάρικο. «Περάστε από δω...», έδειξε προς την αντίθετη πλευρά. Μπήκα σ' ένα συμπαθητικό, φωτεινό δωμάτιο. Η ανοιχτή μπαλκονόπορτα διοχέτευε στο χώρο τους θορύβους του δρόμου –πολυακουσμένη "μουσική". «Εντάξει είναι, να κλείσω;», ρώτησε η κάργια γεμάτη προσποιητό ενδιαφέρον. «'Αστο έτσι, ωραία είναι», απάντησα χαζεύοντας τη θέα. «Οκέι!», έκλεισε την πόρτα αφήνοντάς με μόνο.
Η 'Αννα ήρθε σχεδόν αμέσως (μετά από ένα λεπτό). «Α, δεν είμαι ακόμα έτοιμος... Πήγαινε και θα σε φωνάξω», της χαμογέλασα. «Ρούσκι, Ρούσκι!», μου έκανε γνωστό χαμογελώντας επίσης, δίνοντάς μου να καταλάβω πως δεν ήξερε ελληνικά. Επανήλθε όταν την κάλεσα λίγο αργότερα.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου καθόμουν με τις κνήμες σταυρωμένες. «Γεια...», ευχήθηκε με σιγανή φωνή βγάζοντας τον στηθόδεσμο. "So, you are from Russia and you don't speak greek". "I speak english, russian, ukrainian", μ' ενημέρωσε σε σπαστά αγγλικά μένοντας ξεβράκωτη. Στη συνέχεια με καπάκωσε κι άρχισε να περιφέρει αργά τα μαλακά βυζιά της επάνω μου, ενώ όταν πλησίαζε το πρόσωπό της στο δικό μου, το έστρεφε και με ακουμπούσε με το μάγουλό της. Αργότερα μου έδωσε να καταλάβω πως με αυτόν τον τρόπο "φιλούσε" στη δουλειά...
"Let's try blowjob", της είπα όταν –μετά από γλειφορουφοβύζι και θωπείες, μαζί με τα δικά της προκαταρκτικά– απέκτησα στύση. Η καλυμμένη πίπα της ήταν μέτρια, αλλά μου απαλοχάιδευε ταυτόχρονα τ' αχαμνά κι αυτό μου άρεσε. "How old are you?", τη ρώτησα –προηγουμένως της είχα ζητήσει να πάρει θέση για πισωκολλητό γονατιστό. Με φασκέλωσε δυο φορές με τα χέρια της και μία φορά με το ένα. 'Οταν την είδα από πίσω, παρατήρησα αρκετά σπυράκια στην πλάτη και στους γλουτούς, ενώ εντύπωση μου προξένησε το γεγονός πως, κοιτάζοντάς με πάνω απ' τον ώμο της μου τόνισε: «καπότα!». Δείχνοντας την ψωλή μου.Τι να πω, μπορεί και να φοβήθηκε πως θα την έβγαζα... «Καπότα, πάντα!», την καθησύχασα χαμογελώντας και ξεκίνησα το γαμήσι. «Πλαφ πλαφ πλαφ!...». Το μουνί της είχε καλή αίσθηση, αν κι η ίδια ήταν ψιλοαμέτοχη, αφήνοντας κάποιο ευλογοφανές βογγητό αραιά και που. Σ' εκείνη τη φάση (ευτυχώς...) δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο. 'Εχυσα ύστερα από λίγο βογγώντας πνιχτά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 19, 2015
Όνομα κοπέλας
Άννα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.9
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
8.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
'Εσπρωξα την εξώπορτα και εισήλθα. «Γεια σας!». «Καλησπέρα κύριε!», μου ευχήθηκε η υπηρεσία καθώς σηκωνόταν απ' την καρέκλα της στο κουζινάκι. Προχώρησα στο σαλόνι και στάθηκα όρθιος με τα χέρια στις τσέπες. «'Ενα λεπτάκι, τώρα έρχεται η κοπέλα μου...», μ΄ενημέρωσε εκείνη. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Το «λεπτάκι» δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί. «Το Μαράκι μου είναι, δεν ξέρω αν το ξέρεις;». «'Οχι». «Πολύ ωραίο κορίτσι, πολύ καλή στο δωμάτιο, πάνω απ' όλα δεν βιάζεται, όλες τις στάσεις, ελεύθερα πιασίματα, ισπανικό κάνει, εξήντα εννιά, εεε αυταρχικά κάνει, είκοσι ευρώ παίρνει, περιποιητική πάρα πολύ, θα μείνεις πολύ ευχαριστημένος!», μου έκανε γνωστό. «Μάλιστα». «Θα σε χαλαρώσει και θα περάσεις τέλεια!». «Ωραία». «'Ενα λεπτάκι, έρχεται». «Ναι». Περάσαν μερικά ακόμη δευτερόλεπτα. Το «λεπτάκι» είχε συμπληρωθεί. «'Ελα αγάπη μου!», φώναξε. Μετά από λίγο, ακούστηκαν τακούνια να πλησιάζουν. Εμφανίστηκε μια μετριοχαμηλού αναστήματος προμίλφ, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, γλυκό κάπως πλατύ πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, κανονικό κορμί. «Καλημέρα σας!», μου ευχήθηκε. «Καλημέρα». «Τι κάνεις αγάπη μου;». «Καλά». «Πώς είσαι;». «Καλά, η Μαρία είσαι;». «Μ-μ!» (καταφατικό). «Οκέι, εντάξει, θα περάσω!». «Περάστε!», είπε η τσατσά και μου έδειξε το ένα απ' τα δωμάτια.«Θα μπω καλύτερα από 'κει!». Χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος προτίμησα το επίσης προσεγμένο απέναντι. «Πέρασε, δικά μας είναι όλα!», συμφώνησε. «Ορίστε», της έδωσα το εικοσάρι. «Ευχαριστώ πολύ!». «Κι εγώ». «Καλά να περάσεις!», μου φώναξε καθώς έκλεινα την πόρτα. «Ευχαριστώ».
Η Μαρία ήρθε έπειτα από πέντε λεπτά. Εγώ είχα ξαπλώσει. «Τι κάνεις αγάπη μου;», ξαναρώτησε. «Καλά». Κρατούσε μια συσκευασία με υγρά μαντηλάκια και την καπότα. Αφού ξεβρακώθηκε γονάτισε πλάι μου. «Τι έχεις;». Φαίνεται της είχα φανεί κάπως... «Τίποτε, μια χαρά είμαι!», απάντησα εύθυμα. Ξάπλωσε στο πλευρό και άρχισε να με χαϊδεύει. «Δουλεύεις καιρό εδώ;», ρώτησα ξεκινώντας να τη χαϊδεύω κι εγώ. «'Εναν μήνα». «Πριν ήσουνα αλλού;». «Ναι». «Πού;». «Εεε, Αχαρνών και Διδύμου 20». «Αχαρνών πού, στο 85;». «Ναι». «Στο Αχαρνών 85 είχα περάσει με μια Βικτώρια». «Δεν τη γνωρίζω...».
Την καπάκωσα και της ρούφηξα-έγλειψα τα φυσικά βυζιά, ενώ ταυτόχρονα τη θώπευα ανάμεσα στα μπούτια –ψηλά. Συνέχισα με φιλάκια-γλειψιματάκια σε λαιμό, μάγουλα, «Στο στόμα φιλάς;». «Ο-ο!» (αρνητικό), μέτωπο, ενώ της έγλειψα-απαλοδάγκωσα τους λοβούς των αυτιώνε της (έτσι, μ' έψιλον...). Στα δικά μου προκαταρκτικά ανταποκρινόταν και ανταπέδιδε μ' επιφανειακά φιλάκια κι ακρογλώσσια γλειψιματάκια.
Κάποια στιγμή διαπίστωσε πως είχα καυλώσει. «Η πίπα με προφυλακτικό ή χωρίς;», ρώτησε. «Με προφυλακτικό», απάντησα. «Μμμ!...», επιδοκίμασε. Ξεκίνησε ένα δυνατό τσιμπούκι, μετά ικανοποιητικού αρχιδογλειψίματος, έχοντας το κώλο της στο ύψος της κεφαλής μου. «ΜΜΜ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ... (...) ΜΜΜ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ... Ποπ!». «Ν' ανέβω;». «Γι' ανέβα...». Πριν το κάνει σάλιωσε τα δάχτυλα και έτριψε μ' αυτά το μουνί της. «Ωωω!... Ααα!...», άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω και να στριφογυρίζει τη λεκάνη της, ενώ «ΑΑΑ!», έκανε όταν δεχόταν κάποιες δικές μου δυνατές ψωλιές. «Αχ, μωρό μου!... Α!... Α!...», βόγγαγε καθώς συνέχιζα να την "καρφώνω" από κάτω προς τα πάνω, μέχρι που... «Κάτσε γιατί μάλλον μου έπεσε...», είπα όταν ένιωσα τη στύση μου να υποχωρεί... Ξεκολλήσαμε. Τότε εκείνη ξάπλωσε πλάι μου και καπακώνοντάς με προσπάθησε με ηχηρά φιλιά, γλείψιμο μεγαλύτερης επαφής και χούφτωμα-χάιδεμα των αχαμνών μου να με "ξανασηκώσει". «Μμμ... μμμ... αγάπη μου! Μμμ... αγάπη μου!...», "καύλωνε" μαζί μου. Τελικά ξαναπήρα μπρος και γυρίζοντάς την ανάσκελα έφερα τα πόδια της στους ώμους μου, την "ξανακάρφωσα" και σκύβοντας προς το μέρος της συνέχισα το μαμήσι (έτσι, με μι...) κοιτάζοντάς τη στα μάτια, μέχρι την ολοκλήρωσή του εν μέσω ενός παρατεταμένου βόγγου...
«Είσαι γλυκούλης!», την άκουσα να μου λέει, ενώ εγώ ξαπλωμένος πάνω της είχα χώσει τη μούρη μου στο μαξιλάρι πλάι στην κεφαλή της. «Ναι...», συμφώνησα κι αμέσως σήκωσα το κεφάλι, όταν συνειδητοποίησα που είχα ακουμπήσει το πρόσωπό μου...
«'Εχετε κόσμο;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Σήμερα όχι... Εσύ μου έκανες τον σεφτέ!», μου χαμογέλασε παραμένοντας ξαπλωμένη ('Ηταν γύρω στις 12 το μεσημέρι). Ακούστηκε φασαρία απ' το σαλόνι. Κάποιοι μόλις είχαν μπει. «Να τώρα άρχισε η κίνηση», είπε. «Μπορώ να πλυθώ, έτσι;», έδειξα προς το ντουζ. «Ναι, βεβαίως!». Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς τα 'κει. 'Ανοιξα τη βρύση κι ύστερα από λίγο ήρθε το ζεστό νερό. Πέρασα στον περίκλειστο χώρο αφήνοντάς την να ετοιμάζεται.
Η Μαρία ήρθε έπειτα από πέντε λεπτά. Εγώ είχα ξαπλώσει. «Τι κάνεις αγάπη μου;», ξαναρώτησε. «Καλά». Κρατούσε μια συσκευασία με υγρά μαντηλάκια και την καπότα. Αφού ξεβρακώθηκε γονάτισε πλάι μου. «Τι έχεις;». Φαίνεται της είχα φανεί κάπως... «Τίποτε, μια χαρά είμαι!», απάντησα εύθυμα. Ξάπλωσε στο πλευρό και άρχισε να με χαϊδεύει. «Δουλεύεις καιρό εδώ;», ρώτησα ξεκινώντας να τη χαϊδεύω κι εγώ. «'Εναν μήνα». «Πριν ήσουνα αλλού;». «Ναι». «Πού;». «Εεε, Αχαρνών και Διδύμου 20». «Αχαρνών πού, στο 85;». «Ναι». «Στο Αχαρνών 85 είχα περάσει με μια Βικτώρια». «Δεν τη γνωρίζω...».
Την καπάκωσα και της ρούφηξα-έγλειψα τα φυσικά βυζιά, ενώ ταυτόχρονα τη θώπευα ανάμεσα στα μπούτια –ψηλά. Συνέχισα με φιλάκια-γλειψιματάκια σε λαιμό, μάγουλα, «Στο στόμα φιλάς;». «Ο-ο!» (αρνητικό), μέτωπο, ενώ της έγλειψα-απαλοδάγκωσα τους λοβούς των αυτιώνε της (έτσι, μ' έψιλον...). Στα δικά μου προκαταρκτικά ανταποκρινόταν και ανταπέδιδε μ' επιφανειακά φιλάκια κι ακρογλώσσια γλειψιματάκια.
Κάποια στιγμή διαπίστωσε πως είχα καυλώσει. «Η πίπα με προφυλακτικό ή χωρίς;», ρώτησε. «Με προφυλακτικό», απάντησα. «Μμμ!...», επιδοκίμασε. Ξεκίνησε ένα δυνατό τσιμπούκι, μετά ικανοποιητικού αρχιδογλειψίματος, έχοντας το κώλο της στο ύψος της κεφαλής μου. «ΜΜΜ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ... (...) ΜΜΜ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ... Ποπ!». «Ν' ανέβω;». «Γι' ανέβα...». Πριν το κάνει σάλιωσε τα δάχτυλα και έτριψε μ' αυτά το μουνί της. «Ωωω!... Ααα!...», άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω και να στριφογυρίζει τη λεκάνη της, ενώ «ΑΑΑ!», έκανε όταν δεχόταν κάποιες δικές μου δυνατές ψωλιές. «Αχ, μωρό μου!... Α!... Α!...», βόγγαγε καθώς συνέχιζα να την "καρφώνω" από κάτω προς τα πάνω, μέχρι που... «Κάτσε γιατί μάλλον μου έπεσε...», είπα όταν ένιωσα τη στύση μου να υποχωρεί... Ξεκολλήσαμε. Τότε εκείνη ξάπλωσε πλάι μου και καπακώνοντάς με προσπάθησε με ηχηρά φιλιά, γλείψιμο μεγαλύτερης επαφής και χούφτωμα-χάιδεμα των αχαμνών μου να με "ξανασηκώσει". «Μμμ... μμμ... αγάπη μου! Μμμ... αγάπη μου!...», "καύλωνε" μαζί μου. Τελικά ξαναπήρα μπρος και γυρίζοντάς την ανάσκελα έφερα τα πόδια της στους ώμους μου, την "ξανακάρφωσα" και σκύβοντας προς το μέρος της συνέχισα το μαμήσι (έτσι, με μι...) κοιτάζοντάς τη στα μάτια, μέχρι την ολοκλήρωσή του εν μέσω ενός παρατεταμένου βόγγου...
«Είσαι γλυκούλης!», την άκουσα να μου λέει, ενώ εγώ ξαπλωμένος πάνω της είχα χώσει τη μούρη μου στο μαξιλάρι πλάι στην κεφαλή της. «Ναι...», συμφώνησα κι αμέσως σήκωσα το κεφάλι, όταν συνειδητοποίησα που είχα ακουμπήσει το πρόσωπό μου...
«'Εχετε κόσμο;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Σήμερα όχι... Εσύ μου έκανες τον σεφτέ!», μου χαμογέλασε παραμένοντας ξαπλωμένη ('Ηταν γύρω στις 12 το μεσημέρι). Ακούστηκε φασαρία απ' το σαλόνι. Κάποιοι μόλις είχαν μπει. «Να τώρα άρχισε η κίνηση», είπε. «Μπορώ να πλυθώ, έτσι;», έδειξα προς το ντουζ. «Ναι, βεβαίως!». Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς τα 'κει. 'Ανοιξα τη βρύση κι ύστερα από λίγο ήρθε το ζεστό νερό. Πέρασα στον περίκλειστο χώρο αφήνοντάς την να ετοιμάζεται.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 16, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρία
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.4
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Πέμπτη, ώρα 18:18
Υπηρεσία ήταν η Ελληνίδα με τα γυαλιά, που τελευταία είχα δει στο Κολωνού 15 δεξιά όταν είχα πάρει την 'Αννα. «Γεια σας!... Η Ηλέκτρα μου!... και η Κατερίνα μου!... Ελάτε να περάστε, θα περάστε ωραία! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, όλες τις στάσεις. Τα κορίτσια μου είναι καταπληκτικά, φανταστικά, θα περάστε πολύ ωραία!».
Εμφανίστηκαν οι γυμνόστηθες Κατερίνα και Ηλέκτρα, η τελευταία με ίσιο ξανθό μαλλί πιασμένο πάνω, φιλήδονο πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο αδύνατο κορμί με χαλαρή κοιλίτσα που κρεμούσε όταν έσκυβε, δύο τατουάζ: ένα στην οσφύ κι ένα στη δεξιά ωμοπλάτη.
«Θα περάσω με την Ηλέκτρα», ενημέρωσα την τσατσά. «Ελάτε από 'δω!», μου έδειξε προς τα ενδότερα. «Περάστε...». Το δωματιάκι, μετά το υφασμάτινο διαχωριστικό δεξιά, ήταν συμπαθητικό.
Η κοπέλα ήρθε ύστερα από δυο-τρία λεπτά. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Γεια σου ματάκια μου, τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει πλησιάζοντας στο κρεβάτι. «Καλά», της χάιδεψα τον μηρό καθώς γονάτιζε πλάι μου. «Πώς σε λένε;». «Τάδε». Αμέσως έσκυψε κι άρχισε να γλείφει δυνατά τη δεξιά θηλή μου, ενώ παράλληλα ξεκινούσε να με μαλακίζει. Εγώ απ' τη μεριά μου της είχα γραπώσει τον σβέρκο και ταυτόχρονα της απαλοχάιδευα το αιδοίο. Συνέχισε με ματς-μουτς στη γύρω περιοχή (χωρίς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα της –τουλάχιστον στην αρχή) αλλά και στον λαιμό, ενώ όταν αισθάνθηκε τη στύση μου προχώρησε σε δυνατή καλυμμένη πίπα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!...». «Λίγο πιο μαλακά αν θες...». «Μ-μ!» (καταφατικό). «Γι' ανέβα λίγο από πάνω», πρότεινα έπειτα από κάμποσα «σλουρπ». «Ποπ!... 'Ασε, να το φτιάξουμε λίγο ακόμα...», αντιπρότεινε με ύφος ειδικού και ξανασκύβοντας συνέχισε τα «σλουρπ»...
«Καθίστε!...», ακούστηκε απ' έξω η υπηρεσία. «Συγγνώμη, είπα καθίστε...», επανέλαβε. «Θ' αργήσει;», ρώτησε κάποιος. «Δεν έβαλα χρονόμετρο...», του απάντησε.
Η Ηλέκτρα σάλιωσε τις άκρες των δαχτύλων της κι έτριψε το μουνί της όταν έκρινε πως το καυλί μου θα μπορούσε ν' ανταποκριθεί στην "ιππασία" που της είχα ζητήσει πρωτύτερα. Στη συνέχεια με καβάλησε και... «Α μπράβο, μπήκε!». «Κρικ κρικ κρικ!...», άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω, ενώ συνέχισε πραγματοποιώντας βαθιά καθίσματα. «Πλαφ πλαφ πλαφ!», έδινα κι εγώ από κάτω, όσο και όπως μπορούσα. Κάποια στιγμή σταμάτησα. «Τώρα τι θα γίνει;», με κοίταξε. «Αλλαγή στάσης!», της είπα κι αμέσως ξεκαβάλησε. Στην "κυνική", που λέει κι ο φίλος Rigormortis, τοποθέτησε ικανοποιητικά το σώμα της με αποτέλεσμα να έχω καλή πρόσβαση στην πρόσθια οπή της λεκάνης της. Σε 'κείνη τη στάση κατάφερα να ολοκληρώσω έπειτα από αρκετές παλινδρομήσεις.
«Πάω τέσσερα;», την άκουσα αργότερα –καθώς ντυνόμουν– να ρωτάει την τσατσά.
Υπηρεσία ήταν η Ελληνίδα με τα γυαλιά, που τελευταία είχα δει στο Κολωνού 15 δεξιά όταν είχα πάρει την 'Αννα. «Γεια σας!... Η Ηλέκτρα μου!... και η Κατερίνα μου!... Ελάτε να περάστε, θα περάστε ωραία! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, όλες τις στάσεις. Τα κορίτσια μου είναι καταπληκτικά, φανταστικά, θα περάστε πολύ ωραία!».
Εμφανίστηκαν οι γυμνόστηθες Κατερίνα και Ηλέκτρα, η τελευταία με ίσιο ξανθό μαλλί πιασμένο πάνω, φιλήδονο πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο αδύνατο κορμί με χαλαρή κοιλίτσα που κρεμούσε όταν έσκυβε, δύο τατουάζ: ένα στην οσφύ κι ένα στη δεξιά ωμοπλάτη.
«Θα περάσω με την Ηλέκτρα», ενημέρωσα την τσατσά. «Ελάτε από 'δω!», μου έδειξε προς τα ενδότερα. «Περάστε...». Το δωματιάκι, μετά το υφασμάτινο διαχωριστικό δεξιά, ήταν συμπαθητικό.
Η κοπέλα ήρθε ύστερα από δυο-τρία λεπτά. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Γεια σου ματάκια μου, τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει πλησιάζοντας στο κρεβάτι. «Καλά», της χάιδεψα τον μηρό καθώς γονάτιζε πλάι μου. «Πώς σε λένε;». «Τάδε». Αμέσως έσκυψε κι άρχισε να γλείφει δυνατά τη δεξιά θηλή μου, ενώ παράλληλα ξεκινούσε να με μαλακίζει. Εγώ απ' τη μεριά μου της είχα γραπώσει τον σβέρκο και ταυτόχρονα της απαλοχάιδευα το αιδοίο. Συνέχισε με ματς-μουτς στη γύρω περιοχή (χωρίς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα της –τουλάχιστον στην αρχή) αλλά και στον λαιμό, ενώ όταν αισθάνθηκε τη στύση μου προχώρησε σε δυνατή καλυμμένη πίπα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!...». «Λίγο πιο μαλακά αν θες...». «Μ-μ!» (καταφατικό). «Γι' ανέβα λίγο από πάνω», πρότεινα έπειτα από κάμποσα «σλουρπ». «Ποπ!... 'Ασε, να το φτιάξουμε λίγο ακόμα...», αντιπρότεινε με ύφος ειδικού και ξανασκύβοντας συνέχισε τα «σλουρπ»...
«Καθίστε!...», ακούστηκε απ' έξω η υπηρεσία. «Συγγνώμη, είπα καθίστε...», επανέλαβε. «Θ' αργήσει;», ρώτησε κάποιος. «Δεν έβαλα χρονόμετρο...», του απάντησε.
Η Ηλέκτρα σάλιωσε τις άκρες των δαχτύλων της κι έτριψε το μουνί της όταν έκρινε πως το καυλί μου θα μπορούσε ν' ανταποκριθεί στην "ιππασία" που της είχα ζητήσει πρωτύτερα. Στη συνέχεια με καβάλησε και... «Α μπράβο, μπήκε!». «Κρικ κρικ κρικ!...», άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω, ενώ συνέχισε πραγματοποιώντας βαθιά καθίσματα. «Πλαφ πλαφ πλαφ!», έδινα κι εγώ από κάτω, όσο και όπως μπορούσα. Κάποια στιγμή σταμάτησα. «Τώρα τι θα γίνει;», με κοίταξε. «Αλλαγή στάσης!», της είπα κι αμέσως ξεκαβάλησε. Στην "κυνική", που λέει κι ο φίλος Rigormortis, τοποθέτησε ικανοποιητικά το σώμα της με αποτέλεσμα να έχω καλή πρόσβαση στην πρόσθια οπή της λεκάνης της. Σε 'κείνη τη στάση κατάφερα να ολοκληρώσω έπειτα από αρκετές παλινδρομήσεις.
«Πάω τέσσερα;», την άκουσα αργότερα –καθώς ντυνόμουν– να ρωτάει την τσατσά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 14, 2015
Όνομα κοπέλας
Ηλέκτρα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:01
«Κάθισε λιγάκι, είναι στο δωμάτιο η κοπέλα, πάρα πολύ καλή, έχει ωραία περιποίηση...», μ' ενημέρωσε με μια αισθησιακή φωνή ο νεαρός –πιθανότατα αρσενοκοίτης– υπηρέτης. «Ποια κοπέλα είναι;», θέλησα να μάθω. «Εεε, θα τη δεις, κάθισε...», δεν μου απάντησε· δασκαλεμένος ων... «Είναι κάποια απ' τις γνωστές παχουλές: Πάολα, Ρωξάνα;», επέμεινα. «Εεε, όχι». «Για πες μου τ' όνομά της, μήπως και–». «Φ...η». «Πώς;». «Φλώρη». «Φλώρη... Λοιπόν, εντάξει θα περάσω! Είναι ελεύθερο το πάνω;», ρώτησα μιας και έβλεπα φως από 'κει, ενώ η πόρτα απέναντί μου ήταν κλειστή. «Εεε, κι αυτό είναι, αλλά έχω και κάτω ένα ελεύθερο». Εννοούσε το ικανοποιητικό δωμάτιο που δεν φαινόταν από το σαλόνι, στο οποίο είχα να μπω και καιρό, οπότε... «Ας μπω εδώ», συμφώνησα δίνοντάς του το δεκάρικο. «Πέρασε... Γδύσου, χαλάρωσε κι έρχεται».
Πράγματι ήρθε ύστερα από 4-5 λεπτά. «Γεια σου!». Αλλά βγήκε αμέσως –αφήνοντας την καπότα στο κρεβάτι– για να φέρει χαρτομάντιλα. Επρόκειτο για μια νεαρή μελαχρινή Ρουμάνα –πιθανότατα αθιγγανίδα–, χαμηλομέτριου αναστήματος, χοντρούλα, με μαύρα μαλλιά μέχρι την πλάτη, μετριοκαλούτσικο έκφυλο πρόσωπο, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε εφαρμοστό σκούρο εσωφόρι, το οποίο και δεν έβγαλε καθ' όλη τη διάρκεια της συνεύρεσης.
«Γεια σου αγάπη μουουου!», ξαναευχήθηκε μετά από ένα λεπτό, ανοίγοντας για δεύτερη φορά την πόρτα. «Γεια σου!». «Τι κάαανεις;», απίθωσε και τα μαντηλάκια στο κρεβάτι. «Καλά. Η Φλώρη είσαι εσύ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Και ποιο είναι το πρόγραμμά σου; Γιατί δεν μου είπε ο τύπος», τη ρώτησα καθώς ξάπλωνε πλάι μου. «Κανονικό, εξήντα εννιά, ισπανικό...», είπε περνώντας τα δάχτυλα μέσα απ' τα μαλλιά της. «Οκέι...». «Εσύ πέρασες μαζί μου, το ξέρεις (το πρόγραμμα)», συμπλήρωσε. «Πότε πέρασα;», την κοίταξα μ' έκπληξη. «Πριννν... τρεις μήνες!». «Πού, εδώ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Εδώ ήμασταν ή πάνω;». «Εδώ». «Δεν θυμάμαι τίποτα...», παραδέχτηκα. «Εδώ και δεύτερη μέρα ήρθες πάλι και ήμουνα μαζί με Πάολα». «Α, μάλιστα! (τώρα που το έλεγε... αλλά πάλι...) Δεν θυμάμαι, τέλος πάντων...», παραιτήθηκα. «Χα χα χα! Τι κάνεις εσύ μωρό μου;». «Καλά». «Μπράβο αγάπη μου...», είπε και πήρε να ξετυλίξει το προφυλακτικό κατά μήκος του πεσμένου πέους μου, αρχίζοντας μια μέτρια ρουφηχτή πίπα με χαμηλής έντασης «μμμ» και ηχηρά «ποπ!». Καθώς με πίπωνε εγώ της χάιδευα τ' άγρια μαλλιά, τα τροφαντά κωλομάγουλα, τη βαθιά κωλοχαραμάδα. «Εσύ δηλαδή εδώ δουλεύεις;», ρώτησα, μιας και με είχε παραξενέψει εκείνο που είχε αναφέρει πρωτύτερα. «Ποπ!...Ναι... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ...». «Α, μόνο εδώ δουλεύεις...». «Μ-μ!» (καταφατικό). Εγώ πάντως τη συγκεκριμένη, με τ' όνομα Φλώρη, σε αυτό το μπουρδέλο δεν την έχω ξαναπάρει. «Μία Ρωξάνα ξέρω εγώ εδώ...», συνέχισα. «Ποπ!... Χοντρή!». 'Εγνεψα καταφατικά. «Ναι ναι, το ξέρω αυτή», είπε και συνέχισε το τσιμπούκι. Επίσης ψιλοέγλειφε και ψιλοφιλούσε (εκτός στόματος).
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήταν η ώρα. «'Ελα μωρό μου!», πήρε θέση αφού πρώτα σάλιωσε τα δάχτυλα κι έτριψε το αιδοίο της. Στη συνέχεια έκανε στην άκρη το κομμάτι του υφάσματος που μισοκάλυπτε τα σκουρόχρωμα μουνόχειλα. Την επόμενη στιγμή ήμουν μέσα της κι άρχιζα να "δίνω": «Πλαφ πλαφ πλαφ!...». Εκείνη βογγούσε ευλογοφανώς: «Μμμ... μμμ... μμμ...». «Εντάξει;», την άκουσα να ρωτάει έπειτα από ένα κρεσέντο από «πλαφ». «'Οχι ακόμα... Για ανέβα λίγο από πάνω!», της ζήτησα καθώς ξεκολλούσα. «'Ελα!», συμφώνησε πρόθυμα κι αφού ξαναξάπλωσα ανάσκελα, με καβάλησε χώνοντας την ψωλή μου στον κόλπο της. Τρίφτηκε, στριφογύρισε, ανεβοκατέβηκε, στηριζόμενη με τις παλάμες της στο στήθος μου, μέχρι που, «Ααα!...», βόγγηξα σιγανά. «Τελείωσες;». «Τώρα, ναι...».
«Κάθισε λιγάκι, είναι στο δωμάτιο η κοπέλα, πάρα πολύ καλή, έχει ωραία περιποίηση...», μ' ενημέρωσε με μια αισθησιακή φωνή ο νεαρός –πιθανότατα αρσενοκοίτης– υπηρέτης. «Ποια κοπέλα είναι;», θέλησα να μάθω. «Εεε, θα τη δεις, κάθισε...», δεν μου απάντησε· δασκαλεμένος ων... «Είναι κάποια απ' τις γνωστές παχουλές: Πάολα, Ρωξάνα;», επέμεινα. «Εεε, όχι». «Για πες μου τ' όνομά της, μήπως και–». «Φ...η». «Πώς;». «Φλώρη». «Φλώρη... Λοιπόν, εντάξει θα περάσω! Είναι ελεύθερο το πάνω;», ρώτησα μιας και έβλεπα φως από 'κει, ενώ η πόρτα απέναντί μου ήταν κλειστή. «Εεε, κι αυτό είναι, αλλά έχω και κάτω ένα ελεύθερο». Εννοούσε το ικανοποιητικό δωμάτιο που δεν φαινόταν από το σαλόνι, στο οποίο είχα να μπω και καιρό, οπότε... «Ας μπω εδώ», συμφώνησα δίνοντάς του το δεκάρικο. «Πέρασε... Γδύσου, χαλάρωσε κι έρχεται».
Πράγματι ήρθε ύστερα από 4-5 λεπτά. «Γεια σου!». Αλλά βγήκε αμέσως –αφήνοντας την καπότα στο κρεβάτι– για να φέρει χαρτομάντιλα. Επρόκειτο για μια νεαρή μελαχρινή Ρουμάνα –πιθανότατα αθιγγανίδα–, χαμηλομέτριου αναστήματος, χοντρούλα, με μαύρα μαλλιά μέχρι την πλάτη, μετριοκαλούτσικο έκφυλο πρόσωπο, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε εφαρμοστό σκούρο εσωφόρι, το οποίο και δεν έβγαλε καθ' όλη τη διάρκεια της συνεύρεσης.
«Γεια σου αγάπη μουουου!», ξαναευχήθηκε μετά από ένα λεπτό, ανοίγοντας για δεύτερη φορά την πόρτα. «Γεια σου!». «Τι κάαανεις;», απίθωσε και τα μαντηλάκια στο κρεβάτι. «Καλά. Η Φλώρη είσαι εσύ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Και ποιο είναι το πρόγραμμά σου; Γιατί δεν μου είπε ο τύπος», τη ρώτησα καθώς ξάπλωνε πλάι μου. «Κανονικό, εξήντα εννιά, ισπανικό...», είπε περνώντας τα δάχτυλα μέσα απ' τα μαλλιά της. «Οκέι...». «Εσύ πέρασες μαζί μου, το ξέρεις (το πρόγραμμα)», συμπλήρωσε. «Πότε πέρασα;», την κοίταξα μ' έκπληξη. «Πριννν... τρεις μήνες!». «Πού, εδώ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Εδώ ήμασταν ή πάνω;». «Εδώ». «Δεν θυμάμαι τίποτα...», παραδέχτηκα. «Εδώ και δεύτερη μέρα ήρθες πάλι και ήμουνα μαζί με Πάολα». «Α, μάλιστα! (τώρα που το έλεγε... αλλά πάλι...) Δεν θυμάμαι, τέλος πάντων...», παραιτήθηκα. «Χα χα χα! Τι κάνεις εσύ μωρό μου;». «Καλά». «Μπράβο αγάπη μου...», είπε και πήρε να ξετυλίξει το προφυλακτικό κατά μήκος του πεσμένου πέους μου, αρχίζοντας μια μέτρια ρουφηχτή πίπα με χαμηλής έντασης «μμμ» και ηχηρά «ποπ!». Καθώς με πίπωνε εγώ της χάιδευα τ' άγρια μαλλιά, τα τροφαντά κωλομάγουλα, τη βαθιά κωλοχαραμάδα. «Εσύ δηλαδή εδώ δουλεύεις;», ρώτησα, μιας και με είχε παραξενέψει εκείνο που είχε αναφέρει πρωτύτερα. «Ποπ!...Ναι... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ...». «Α, μόνο εδώ δουλεύεις...». «Μ-μ!» (καταφατικό). Εγώ πάντως τη συγκεκριμένη, με τ' όνομα Φλώρη, σε αυτό το μπουρδέλο δεν την έχω ξαναπάρει. «Μία Ρωξάνα ξέρω εγώ εδώ...», συνέχισα. «Ποπ!... Χοντρή!». 'Εγνεψα καταφατικά. «Ναι ναι, το ξέρω αυτή», είπε και συνέχισε το τσιμπούκι. Επίσης ψιλοέγλειφε και ψιλοφιλούσε (εκτός στόματος).
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήταν η ώρα. «'Ελα μωρό μου!», πήρε θέση αφού πρώτα σάλιωσε τα δάχτυλα κι έτριψε το αιδοίο της. Στη συνέχεια έκανε στην άκρη το κομμάτι του υφάσματος που μισοκάλυπτε τα σκουρόχρωμα μουνόχειλα. Την επόμενη στιγμή ήμουν μέσα της κι άρχιζα να "δίνω": «Πλαφ πλαφ πλαφ!...». Εκείνη βογγούσε ευλογοφανώς: «Μμμ... μμμ... μμμ...». «Εντάξει;», την άκουσα να ρωτάει έπειτα από ένα κρεσέντο από «πλαφ». «'Οχι ακόμα... Για ανέβα λίγο από πάνω!», της ζήτησα καθώς ξεκολλούσα. «'Ελα!», συμφώνησε πρόθυμα κι αφού ξαναξάπλωσα ανάσκελα, με καβάλησε χώνοντας την ψωλή μου στον κόλπο της. Τρίφτηκε, στριφογύρισε, ανεβοκατέβηκε, στηριζόμενη με τις παλάμες της στο στήθος μου, μέχρι που, «Ααα!...», βόγγηξα σιγανά. «Τελείωσες;». «Τώρα, ναι...».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 13, 2015
Όνομα κοπέλας
Φλώρη
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
4.8
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
4.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
4.0
Τρίτη, ώρα 17:58
Στο σαλονάκι περίμεναν δύο συναγωνιστές. Προχώρησα με προσοχή ένεκα του σκοταδιού που επικρατούσε. «Γεια σας!», ευχήθηκε η Ελληνίδα υπηρεσία προτρέποντάς με να καθίσω. «Η Αννίτα είναι;», ρώτησα καθώς απίθωνα τον κώλο μου στο ξύλινο παγκάκι. «Αλίνα!», διόρθωσε. «Για ελάτε λιγάκι κορίτσια!...», κάλεσε τις πόρνες. Εμφανίστηκαν δύο χαμηλού αναστήματος κοπέλες, η μία με καρέ μαλλάκι, γλυκό πρόσωπο, ωραίο μικρό στήθος, καλλίκορμη κι η γνωστή Αλίνα (εγώ είχα πάει για την αψηλή Αννίτα), με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη, μετριοκαλό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, μονοκόμματο κορμί. «Οι δύο κουκλίτσες παιδιά, δέκα ευρώ!... Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια τους, δεν βιάζονται και παρτουζίτσα κάνουνε!... Πολύ καλά και τα δύο μου τα κοριτσάκια!... Ελάτε!...», ενημέρωσε, υπερθεμάτισε και κάλεσε η τσατσά. Οι δυο συναγωνιστές σηκώθηκαν να φύγουν. «'Ελα μωρό μου, πού πας;...», κλαψούρισε εκείνη αγγίζοντας τον έναν. Ο οποίος την "έγραψε" κανονικά. «Ελάτε εσείς κύριέ μου!...», είπε απευθυνόμενη σε μένα που την πλησίαζα. «Η μία είναι η Αλίνα, την άλλη πώς τη λένε;», ρώτησα με το δεκάρικο στο χέρι. «Ηηη, ξανθούλα είναι η Αλίνα!», ξεκίνησε να λέει. «Η άλλη;». «Κι η άλλη είναι η Χριστίνα!». «Ωραία, με τη Χριστίνα», της έκανα γνωστό δίνοντάς της το χαρτονόμισμα. «Με τη Χριστίνα», επανέλαβε χουφτώνοντας το τραπεζογραμμάτιο. «Μπαίνω, μόνο σε λίγο νά 'ρθει να προλάβω να πλυθώ κομματάκι», ζήτησα. «Ναι, γιατί έχει άλλον πελάτη πιο μπροστά», με καθησύχασε κι έδειξε με το χέρι να προχωρήσω. Προχώρησα προς τ' άθλια ενδότερα με 'κείνη να με καθοδηγεί: «Ναι, μπείτε μπείτε, μέσα!... Μπείτε... Εκεί!».
Κλείνοντας την ετοιμόρροπη πόρτα πίσω μου την άκουσα να χτυπάει τη διπλανή. «Τακ τακ τακ!... Μπορώ να σου πω αγόρι;». 'Υστερα από λίγο ενημέρωνε τη Χριστίνα: «Στο 3 και μετά στο 2 (εκεί που είχε βάλει εμένα)!».
Απ' τη στιγμή που η Χριστίνα μπήκε στον διπλανό, μέχρι τη στιγμή που ολόγυμνος μισάνοιξα τη δική μου πόρτα για να καλέσω την τσατσά, είχαν περάσει 15 λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων έγιναν κάποια σαλόνια, με την υπηρεσία να υπόσχεται πως «εάν δεν περάσεις καλά, θα σου δώσω τα λεφτά πίσω!» και την Αλίνα να μαρκάρει στενά: «'Ελα μωρό μου να περάσουμε ωραία, γιατί, ντρέπεσαι;».
«'Ερχεστε λίγο;... 'Ερχεστε λίγο;», φώναξα. «Μισό λεπτούλι κύριε!», απάντησε απ' το κουζινάκι. «Να σας πω κάτι!», συμπλήρωσα. Την επόμενη στιγμή ήταν εκεί. «Ναι μωρό μου!». «Στείλτε μου την Αλίνα», ζήτησα. «Α, να σου στείλω την Αλίνα;», ρώτησε. «Ναι ναι ναι!», επιβεβαίωσα και τράβηξα το κεφάλι μου μέσα.
Τα τακούνια της περί ης ο λόγος ακούστηκαν να πλησιάζουν έπειτα από ένα λεπτό. «Πού πάω;». «Στο 2!», την οδήγησε η τσατσά απ' το κουζινάκι. «Τι κάνεις μωρό μου, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει μπαίνοντας γυμνόστηθη με τα σέα της στο χέρι. «Καλά». «Πώς είσαι;». «Δεν μπορούσα να περιμένω, οπότε...», εξήγησα. «'Ετσι, θες να γαμηθούμε μωρό μου...», χαμογέλασε. «Μυρίζει κάτι εδώ μέσα;», ζήτησα να μου πει, μιας και από τότε που μπήκα είχα την εντύπωση μιας άσχημης μυρωδιάς. «Αγάπη μου, μπουρδέλο είναι», σχολίασε... 'Επειτα πήρε να ετοιμάζει την καπότα. Την οποία και προσπάθησε να ξετυλίξει κατά μήκος τής σε ηρεμία πούτσας μου. Στη συνέχεια άρχισε να πιπώνει δυνατά. «Αχ, σιγά σιγά!», "βέλαξα". «Συγγνώμηηη». Στιγμές στιγμές παρακολουθούσε την πράξη απ' τον απέναντι καθρέφτη, ενώ πραγματοποίησε και κάποιους εξωτερικούς γλωττισμούς. Χουφτώματα και χαϊδέματα δεχόταν κανονικά. 'Ομως δεν φιλούσε και δεν έγλειφε, μιας και «καμία δεν κάνει φιλάκια».
«Για κάτσε στα τέσσερα», της ζήτησα γονατίζοντας πλάι της. «'Ετσι, μπράβο... 'Ανοιξε λίγο (τα πόδια), έτσι... Κάτσε κάτω (με το κεφάλι χαμηλά)!». Αγνοώντας την επιθυμία μου παρέμεινε στην ίδια θέση κοιτάζοντας απ' τον πλαϊνό καθρέφτη. «'Οχι όχι, κάνε έτσι!», επέμεινα πιέζοντάς την ελαφρά ανάμεσα στις ωμοπλάτες. «Ε, δεν μπορώ, έτσι!», διαμαρτυρήθηκε. «Τι, έτσι κάθεσαι μόνο;», παραξενεύτηκα. «Ναι μωρό μου». «Α, δεν βάζεις το πρόσωπό σου στο μαξιλάρι;». «Α, έτσι;». Ευτυχώς είχε παρανοήσει. «Ναι μωρέ!», ανακουφίστηκα. «'Ελα μωρό μου!», με κάλεσε ακουμπώντας το μάγουλο κατάλληλα. Το μουνί της άνοιξε σκουρόχρωμο, ξυρισμένο και τίγκα στην κρέμα –όπως διαπίστωσα αμέσως μετά. Τον έχωσα κι άρχισα να μπαινοβγαίνω χωρίς να νιώθω πολλά πράγματα. Τη γάμησα και λίγο ιεραποστολικά, έχοντας πάντα την ίδια αίσθηση και χωρίς ιδιαίτερη δική της συμμετοχή. Τελικά έχυσα αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη μου χάιδευε το στήθος και με κοίταζε, κατά κάποιον τρόπο, προκλητικά.
Στο σαλονάκι περίμεναν δύο συναγωνιστές. Προχώρησα με προσοχή ένεκα του σκοταδιού που επικρατούσε. «Γεια σας!», ευχήθηκε η Ελληνίδα υπηρεσία προτρέποντάς με να καθίσω. «Η Αννίτα είναι;», ρώτησα καθώς απίθωνα τον κώλο μου στο ξύλινο παγκάκι. «Αλίνα!», διόρθωσε. «Για ελάτε λιγάκι κορίτσια!...», κάλεσε τις πόρνες. Εμφανίστηκαν δύο χαμηλού αναστήματος κοπέλες, η μία με καρέ μαλλάκι, γλυκό πρόσωπο, ωραίο μικρό στήθος, καλλίκορμη κι η γνωστή Αλίνα (εγώ είχα πάει για την αψηλή Αννίτα), με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη, μετριοκαλό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, μονοκόμματο κορμί. «Οι δύο κουκλίτσες παιδιά, δέκα ευρώ!... Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια τους, δεν βιάζονται και παρτουζίτσα κάνουνε!... Πολύ καλά και τα δύο μου τα κοριτσάκια!... Ελάτε!...», ενημέρωσε, υπερθεμάτισε και κάλεσε η τσατσά. Οι δυο συναγωνιστές σηκώθηκαν να φύγουν. «'Ελα μωρό μου, πού πας;...», κλαψούρισε εκείνη αγγίζοντας τον έναν. Ο οποίος την "έγραψε" κανονικά. «Ελάτε εσείς κύριέ μου!...», είπε απευθυνόμενη σε μένα που την πλησίαζα. «Η μία είναι η Αλίνα, την άλλη πώς τη λένε;», ρώτησα με το δεκάρικο στο χέρι. «Ηηη, ξανθούλα είναι η Αλίνα!», ξεκίνησε να λέει. «Η άλλη;». «Κι η άλλη είναι η Χριστίνα!». «Ωραία, με τη Χριστίνα», της έκανα γνωστό δίνοντάς της το χαρτονόμισμα. «Με τη Χριστίνα», επανέλαβε χουφτώνοντας το τραπεζογραμμάτιο. «Μπαίνω, μόνο σε λίγο νά 'ρθει να προλάβω να πλυθώ κομματάκι», ζήτησα. «Ναι, γιατί έχει άλλον πελάτη πιο μπροστά», με καθησύχασε κι έδειξε με το χέρι να προχωρήσω. Προχώρησα προς τ' άθλια ενδότερα με 'κείνη να με καθοδηγεί: «Ναι, μπείτε μπείτε, μέσα!... Μπείτε... Εκεί!».
Κλείνοντας την ετοιμόρροπη πόρτα πίσω μου την άκουσα να χτυπάει τη διπλανή. «Τακ τακ τακ!... Μπορώ να σου πω αγόρι;». 'Υστερα από λίγο ενημέρωνε τη Χριστίνα: «Στο 3 και μετά στο 2 (εκεί που είχε βάλει εμένα)!».
Απ' τη στιγμή που η Χριστίνα μπήκε στον διπλανό, μέχρι τη στιγμή που ολόγυμνος μισάνοιξα τη δική μου πόρτα για να καλέσω την τσατσά, είχαν περάσει 15 λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων έγιναν κάποια σαλόνια, με την υπηρεσία να υπόσχεται πως «εάν δεν περάσεις καλά, θα σου δώσω τα λεφτά πίσω!» και την Αλίνα να μαρκάρει στενά: «'Ελα μωρό μου να περάσουμε ωραία, γιατί, ντρέπεσαι;».
«'Ερχεστε λίγο;... 'Ερχεστε λίγο;», φώναξα. «Μισό λεπτούλι κύριε!», απάντησε απ' το κουζινάκι. «Να σας πω κάτι!», συμπλήρωσα. Την επόμενη στιγμή ήταν εκεί. «Ναι μωρό μου!». «Στείλτε μου την Αλίνα», ζήτησα. «Α, να σου στείλω την Αλίνα;», ρώτησε. «Ναι ναι ναι!», επιβεβαίωσα και τράβηξα το κεφάλι μου μέσα.
Τα τακούνια της περί ης ο λόγος ακούστηκαν να πλησιάζουν έπειτα από ένα λεπτό. «Πού πάω;». «Στο 2!», την οδήγησε η τσατσά απ' το κουζινάκι. «Τι κάνεις μωρό μου, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει μπαίνοντας γυμνόστηθη με τα σέα της στο χέρι. «Καλά». «Πώς είσαι;». «Δεν μπορούσα να περιμένω, οπότε...», εξήγησα. «'Ετσι, θες να γαμηθούμε μωρό μου...», χαμογέλασε. «Μυρίζει κάτι εδώ μέσα;», ζήτησα να μου πει, μιας και από τότε που μπήκα είχα την εντύπωση μιας άσχημης μυρωδιάς. «Αγάπη μου, μπουρδέλο είναι», σχολίασε... 'Επειτα πήρε να ετοιμάζει την καπότα. Την οποία και προσπάθησε να ξετυλίξει κατά μήκος τής σε ηρεμία πούτσας μου. Στη συνέχεια άρχισε να πιπώνει δυνατά. «Αχ, σιγά σιγά!», "βέλαξα". «Συγγνώμηηη». Στιγμές στιγμές παρακολουθούσε την πράξη απ' τον απέναντι καθρέφτη, ενώ πραγματοποίησε και κάποιους εξωτερικούς γλωττισμούς. Χουφτώματα και χαϊδέματα δεχόταν κανονικά. 'Ομως δεν φιλούσε και δεν έγλειφε, μιας και «καμία δεν κάνει φιλάκια».
«Για κάτσε στα τέσσερα», της ζήτησα γονατίζοντας πλάι της. «'Ετσι, μπράβο... 'Ανοιξε λίγο (τα πόδια), έτσι... Κάτσε κάτω (με το κεφάλι χαμηλά)!». Αγνοώντας την επιθυμία μου παρέμεινε στην ίδια θέση κοιτάζοντας απ' τον πλαϊνό καθρέφτη. «'Οχι όχι, κάνε έτσι!», επέμεινα πιέζοντάς την ελαφρά ανάμεσα στις ωμοπλάτες. «Ε, δεν μπορώ, έτσι!», διαμαρτυρήθηκε. «Τι, έτσι κάθεσαι μόνο;», παραξενεύτηκα. «Ναι μωρό μου». «Α, δεν βάζεις το πρόσωπό σου στο μαξιλάρι;». «Α, έτσι;». Ευτυχώς είχε παρανοήσει. «Ναι μωρέ!», ανακουφίστηκα. «'Ελα μωρό μου!», με κάλεσε ακουμπώντας το μάγουλο κατάλληλα. Το μουνί της άνοιξε σκουρόχρωμο, ξυρισμένο και τίγκα στην κρέμα –όπως διαπίστωσα αμέσως μετά. Τον έχωσα κι άρχισα να μπαινοβγαίνω χωρίς να νιώθω πολλά πράγματα. Τη γάμησα και λίγο ιεραποστολικά, έχοντας πάντα την ίδια αίσθηση και χωρίς ιδιαίτερη δική της συμμετοχή. Τελικά έχυσα αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη μου χάιδευε το στήθος και με κοίταζε, κατά κάποιον τρόπο, προκλητικά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 12, 2015
Όνομα κοπέλας
Αλίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Στον όροφο, η αψηλή, ξανθοκοντομαλλούσα, μεσήλικη υπηρεσία ευχήθηκε να έχουμε υγεία κι ενδιαφέρθηκε να μάθει εάν ήμασταν καλά. Στο καταφατικό κούνημα της κεφαλής μου πρόσθεσε ότι χαιρόταν, ενώ στη συνέχεια ενημέρωσε πως: «η Σιμόνα είναι σήμερα εδώ, είκοσι ενός ετών, φρέσκο κοριτσάκι, πολύ ωραίο κορμί. Να σας πω ότι δεν κάνει πρωκτικό, κάνει όμως όλα τ' άλλα, στοματικό ελεύθερο είναι το δυνατό της σημείο, επίσης το κοριτσάκι μου δουλεύει 15 λεπτά στο δωμάτιο, έτσι;... Πολύ καλός χρόνος να περάστε καλά και γενικώς κάνει πολύ καλό πρόγραμμα... 'Ελα αγαπημένη μου!». «Τακ τουκ, τακ τουκ, τακ τουκ!...», εμφανίστηκε μια κοπέλα με καστανόμαυρο μαλλί μέχρι την πλάτη, καλούτσικο προσωπάκι, πολύ μικρό στήθος, ομορφοσχηματισμένο αδύνατο κορμί, η οποία φορούσε σέξι εσώρουχα και ψηλοτάκουνα παπούτσια. Με τα τελευταία στα πόδια, κατατασσόταν στις μετρίου αναστήματος γυναίκες. «Νάτο το μωράκι μου!». «Γεια!», μας χαιρέτησε χαμογελώντας, ενώ πιάνοντας την μπάρα έκανε μια στροφή. «Γεια σου», αντιχαιρέτησα. «Τι κάνεις;», μου χαμογέλασε. Είχε αέρα η μικρή... «Πάμε;», χαμογέλασε σε κάποιον παραδίπλα. «Δουλεύει αργά, είναι πρόθυμη... Θα περάσετε πολύ καλά νομίζω», υποστήριξε η τσατσά. Εκείνη τη στιγμή ένας νεοεισερχόμενος τράβηξε την προσοχή των δύο γυναικών και όσο εκείνες τον καλωσόριζαν εμείς τις ευχαριστούσαμε πολύ κι αποχωρούσαμε.
Επέστρεψα αργότερα. Αμέσως έκανα γνωστό στην υπηρεσία πως θα περνούσα. «Οκέι, έχεις κάποια–». «Θα πάω στο μέσα δωμάτιο». «Ναι, αυτό ήθελα να σε ρωτήσω, έλα!», με οδήγησε σε μία συμπαθητική κάμαρα στο βάθος του μπουρδέλου. «Εδώ! Καλά να περάσεις αγόρι μου», είπε και παίρνοντας το εικοσάρικο έκλεισε την πόρτα.
Η Σιμόνα δεν άργησε. Με βρήκε να τακτοποιώ τα ρούχα μου στην πολυθρόνα. «Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;», ξαναρώτησε κι αφήνοντας τη συσκευασία με τα μαντηλάκια και την καπότα στο κομοδίνο ξάπλωσε όπως ήταν με τα εσώρουχα και τεντώθηκε νωχελικά. «Πώς σε λένε είπαμε;», ζήτησα να μου θυμίσει. «Σιμόνα!». «Α ναι, Σιμόνα, από Ρουμανία». «Εσένα;». «Τάδε». «Τάδε, ωραίο όνομα!». Θέλησε να μάθει εάν ήμουν παντρεμένος. Το ίδιο θέλησα να μάθω κι εγώ για 'κείνη: «Εσύ παντρεμένη είσαι;». «Ουόχι!... Από πού είσαι, από δω;». «Ναι, 'Ελληνας».
'Οταν πήγα να ξαπλώσω δεν μου έκανε χώρο –ήθελε παιχνίδια–, οπότε κι εγώ την καπάκωσα –χωρίς όμως να νιώσει ούτε ένα απ' τα δεκάδες κιλά μου– κι άρχισα να τη φιλάω στον λαιμό, στα μάγουλα, ενώ της έγλειψα και τον λοβό του αυτιού. Με φίλησε-έγλειψε κι εκείνη ελάχιστα στα αυτά σημεία. Σύντομα της ζήτησα να βγάλει τον στηθόδεσμο. Το έκανε βγάζοντας και το βρακί της. 'Αρχισα να τη "θηλάζω", χαϊδεύοντας ταυτόχρονα το αιδοίο της. Φιλιά δεχόταν στο πρόσωπο, ενώ όταν επιχείρησα να της φιλήσω τα χείλη δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Ομως δεν έδινε κανονικά γλωσσόφιλα, περισσότερο μου δάγκωνε τη γλώσσα παρά με φιλούσε. «Καπνίζεις;», με ρώτησε κατά τη διάρκεια των στοματόφιλων. «'Οχι». «Εγκώ ναι, σε πειράζει;». «Με πειράζει, αλλά δεν μύρισα τίποτα». «'Εχω τσίχλα, γι' αυτό». Συνεχίσαμε για λίγο ακόμα τα ματς-μουτς. «Κάνεις βόλτα;», μ' αιφνιδίασε μ' άλλη μια ερώτηση. «Ναι». «Γιατί;». «Ε, κάνω βόλτα, βλέπω τις κοπέλες και εάν είναι περνάω με κάποια· με σένα για παράδειγμα». «Γιατί μ΄εμένα;» «Εντάξει, μου άρεσες». «Τι (σου άρεσε πάνω μου);». «Μου άρεσε η... το πρόσωπό σου–». «Είμαι όμορφη;». «Το στήθος σου, το σώμα σου... Μη μου δαγκώνεις τη γλώσσα!... Ωχ! Χα χα». Γέλασε και 'κείνη φιλώντας με πολλές φορές στο μάγουλο. «Πόσων χρονών είσαι;». Αα, δεν σταμάταγε τις ερωτήσεις... Της είπα.
Πήρε να με καθαρίσει. Το τσιμπούκι τής είπα πως θα προτιμούσα να γινόταν με καπότα. «Αχ, τι γλυκό («ΜΑΤΣ!», μου έσκασε άλλο ένα φιλί στο μάγουλο) που είσαι!». Ξεκίνησε μια μέτρια πίπα, ενώ με ρώτησε εάν θα ήθελα «φιλάκι, αρχίδια». Απάντησα καταφατικά και δέχτηκα ακρογλώσσιο γλείψιμο στην περιοχή.
Της ζήτησα ν' ανέβει από πάνω. Το έκανε αλείφοντας το αιδοίο της με κρέμα, ενώ όση ώρα είχα τον πούτσο μου μέσα της, είχε σκύψει κι ανταλλάζαμε φιλάκια και γλειψιματάκια στις μούρες μας. Δυο φορές με ρώτησε εάν τελείωσα... («Φίνις;») και τις δύο φορές (ιδιαίτερα τη δεύτερη) της έδειξα την ενόχλησή μου "γαβγίζοντας" ένα: «'Οχι ακόμα!»
Καθώς ένιωθα τον οργασμό μου να ξεκινάει ψιθύρισα: «χύνω!...». Την άκουσα να μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Φεύγω!» (προφανώς έκανε πλάκα). «Χα χα, φύγε! Αχ, τώρα τελείωσα!», βόγγηξα καθώς η θηλή της καπότας γέμιζε με σπέρμα.
Αποχώρησε λέγοντάς μου: «Σε περιμένω». Λίγο πριν είχαν συμπληρωθεί 10 λεπτά, απ' τη στιγμή που είχε μπει στο δωμάτιο.
Επέστρεψα αργότερα. Αμέσως έκανα γνωστό στην υπηρεσία πως θα περνούσα. «Οκέι, έχεις κάποια–». «Θα πάω στο μέσα δωμάτιο». «Ναι, αυτό ήθελα να σε ρωτήσω, έλα!», με οδήγησε σε μία συμπαθητική κάμαρα στο βάθος του μπουρδέλου. «Εδώ! Καλά να περάσεις αγόρι μου», είπε και παίρνοντας το εικοσάρικο έκλεισε την πόρτα.
Η Σιμόνα δεν άργησε. Με βρήκε να τακτοποιώ τα ρούχα μου στην πολυθρόνα. «Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;», ξαναρώτησε κι αφήνοντας τη συσκευασία με τα μαντηλάκια και την καπότα στο κομοδίνο ξάπλωσε όπως ήταν με τα εσώρουχα και τεντώθηκε νωχελικά. «Πώς σε λένε είπαμε;», ζήτησα να μου θυμίσει. «Σιμόνα!». «Α ναι, Σιμόνα, από Ρουμανία». «Εσένα;». «Τάδε». «Τάδε, ωραίο όνομα!». Θέλησε να μάθει εάν ήμουν παντρεμένος. Το ίδιο θέλησα να μάθω κι εγώ για 'κείνη: «Εσύ παντρεμένη είσαι;». «Ουόχι!... Από πού είσαι, από δω;». «Ναι, 'Ελληνας».
'Οταν πήγα να ξαπλώσω δεν μου έκανε χώρο –ήθελε παιχνίδια–, οπότε κι εγώ την καπάκωσα –χωρίς όμως να νιώσει ούτε ένα απ' τα δεκάδες κιλά μου– κι άρχισα να τη φιλάω στον λαιμό, στα μάγουλα, ενώ της έγλειψα και τον λοβό του αυτιού. Με φίλησε-έγλειψε κι εκείνη ελάχιστα στα αυτά σημεία. Σύντομα της ζήτησα να βγάλει τον στηθόδεσμο. Το έκανε βγάζοντας και το βρακί της. 'Αρχισα να τη "θηλάζω", χαϊδεύοντας ταυτόχρονα το αιδοίο της. Φιλιά δεχόταν στο πρόσωπο, ενώ όταν επιχείρησα να της φιλήσω τα χείλη δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Ομως δεν έδινε κανονικά γλωσσόφιλα, περισσότερο μου δάγκωνε τη γλώσσα παρά με φιλούσε. «Καπνίζεις;», με ρώτησε κατά τη διάρκεια των στοματόφιλων. «'Οχι». «Εγκώ ναι, σε πειράζει;». «Με πειράζει, αλλά δεν μύρισα τίποτα». «'Εχω τσίχλα, γι' αυτό». Συνεχίσαμε για λίγο ακόμα τα ματς-μουτς. «Κάνεις βόλτα;», μ' αιφνιδίασε μ' άλλη μια ερώτηση. «Ναι». «Γιατί;». «Ε, κάνω βόλτα, βλέπω τις κοπέλες και εάν είναι περνάω με κάποια· με σένα για παράδειγμα». «Γιατί μ΄εμένα;» «Εντάξει, μου άρεσες». «Τι (σου άρεσε πάνω μου);». «Μου άρεσε η... το πρόσωπό σου–». «Είμαι όμορφη;». «Το στήθος σου, το σώμα σου... Μη μου δαγκώνεις τη γλώσσα!... Ωχ! Χα χα». Γέλασε και 'κείνη φιλώντας με πολλές φορές στο μάγουλο. «Πόσων χρονών είσαι;». Αα, δεν σταμάταγε τις ερωτήσεις... Της είπα.
Πήρε να με καθαρίσει. Το τσιμπούκι τής είπα πως θα προτιμούσα να γινόταν με καπότα. «Αχ, τι γλυκό («ΜΑΤΣ!», μου έσκασε άλλο ένα φιλί στο μάγουλο) που είσαι!». Ξεκίνησε μια μέτρια πίπα, ενώ με ρώτησε εάν θα ήθελα «φιλάκι, αρχίδια». Απάντησα καταφατικά και δέχτηκα ακρογλώσσιο γλείψιμο στην περιοχή.
Της ζήτησα ν' ανέβει από πάνω. Το έκανε αλείφοντας το αιδοίο της με κρέμα, ενώ όση ώρα είχα τον πούτσο μου μέσα της, είχε σκύψει κι ανταλλάζαμε φιλάκια και γλειψιματάκια στις μούρες μας. Δυο φορές με ρώτησε εάν τελείωσα... («Φίνις;») και τις δύο φορές (ιδιαίτερα τη δεύτερη) της έδειξα την ενόχλησή μου "γαβγίζοντας" ένα: «'Οχι ακόμα!»
Καθώς ένιωθα τον οργασμό μου να ξεκινάει ψιθύρισα: «χύνω!...». Την άκουσα να μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Φεύγω!» (προφανώς έκανε πλάκα). «Χα χα, φύγε! Αχ, τώρα τελείωσα!», βόγγηξα καθώς η θηλή της καπότας γέμιζε με σπέρμα.
Αποχώρησε λέγοντάς μου: «Σε περιμένω». Λίγο πριν είχαν συμπληρωθεί 10 λεπτά, απ' τη στιγμή που είχε μπει στο δωμάτιο.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 09, 2015
Όνομα κοπέλας
Σιμόνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:06
Οι καινούργιες πόρτες των δύο δωματίων του υπερυψωμένου ισόγειου ήταν κλειστές, ενώ στο σαλονάκι βρίσκονταν δυο μελαψοί αλλοδαποί συναγωνιστές, η επίσης αλλοδαπή υπηρεσία κι ένας 'Ελληνας τεχνίτης. Κάθισα. Την τσατσά και τον τεχνίτη τους απασχολούσαν τεχνικά θέματα του οίκου. 'Επειτα από λίγο μπήκαν άλλοι δυο αλλοδαποί συναγωνιστές. «Καθίστε λίγο, τώρα θά 'ρθει, είναι μέσα δωμάτιο», ενημέρωσε εκείνη και συνέχισε την κουβέντα της με τον ημεδαπό μάστορα. Μετά από 6 λεπτά άκουσα την πόρτα ν' ανοίγει (εντωμεταξύ το ένα δωμάτιο είχε αδειάσει). «Ορίστε κορίτσι μας!», ανακοίνωσε η υπηρεσία. «Γεια σας!», ευχήθηκε η χαμηλού αναστήματος, ξυπόλητη, γυμνόστηθη πόρνη, μια νεαρή με ίσιο καστανό μαλλί με ανταύγειες, μέχρι την πλάτη, καλό πρόσωπο, μικρό στήθος, αδύνατο κορμί μ' ένα τατουάζ στη δεξιά ωμοπλάτη κι ένα στο δεξιό της κουτουπιέ. «'Ελα αγόρια, πάμε να περάστε όμορφα και ωραία!... Είναι πάρα πολύ καλή μέσα!... Ωραίο τσιμπούκι, ανεβαίνει πάνω, κάτω, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό», συνέχισε η τσατσά. Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. «Ελάτε παιδιά, καλά θα περάσετε, σίγουρα!», υποσχέθηκε, μπας και. «'Ελα αγόρι μου πάμε! Γιατί φεύγεις;», απευθύνθηκε στον τελευταίο που προσπαθούσε να προσεγγίσει την καινούργια εξώπορτα ασφαλείας.
«Πώς τη λένε;», ρώτησα με το δεκάρικο στό χέρι. «Χριστίνα», απάντησε, για να συνεχίσει με συνωμοτικό ύφος: «Να σας πω κάτι, άμα θέλετε γυμνό τσιμπούκι, δεκαπέντε, άμα δεν θέλετε–». «Δεν θέλω γυμνό τσιμπούκι!», της ξεκαθάρισα. «Μπράβο!», επιδοκίμασε την επιλογή μου, αλλά από μέσα της θ' απογοητεύτηκε. Εμ, ταλιράκι ήταν αυτό...
Εισήλθα στο ευρύχωρο δωμάτιο. 'Υστερα από 7 λεπτά άκουσα πορνοπάπουτσα να πλησιάζουν. «Γεια σου!», ευχήθηκε η νεαρή εταίρα μπαίνοντας. «Γεια σου!», αντευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ξάπλωνα. «Τι κάνεις;», ρώτησε πλησιάζοντας. «Καλά, εσύ;». «Καλά είμαι... εσύ;», ξαναρώτησε. «Καλά. Χριστίνα... σε θυμάμαι και από κάποια άλλα σπιτάκια ή όχι;», ζήτησα να μου πει μιας και κάτι μου θύμιζε η μουτσούνα της. «Μμμ», επιβεβαίωσε πως με θυμόταν, ανοίγοντας ταυτόχρονα την καπότα. «Σε ποια άλλα σπιτάκια δούλευες;». Με το κεφάλι της έδειξε απέναντι, τον τοίχο με τα παράθυρα και γονάτισε πλάι μου. «Τι είναι εκεί; Απέναντι (απ' το 11) δεν έχει τίποτα... Ποιο λες;». «Εδώ, που είναι πόρτα μεγάλη», διευκρίνισε. «Α, παραδίπλα, στο 15». «Ναι». «Σε ποιο, δεξιά ή αριστερά;». «Και στα δύο». «Τώρα, δεν σε θυμάμαι... με τ' όνομα Χριστίνα ήσουν κι εκεί;». «Μμμ» (καταφατικό). «Με θυμάσαι εσύ, εμένα;». «Μμμ» (καταφατικό). «Δεν είχαμε περάσει μαζί...», είπα, με την αμφιβολία να χρωματίζει τη φωνή μου. «Περάσαμε», μου έκανε γνωστό. «Είσαι σίγουρη πως ήμουν εγώ;», σηκώθηκα καθιστός στο κρεβάτι για να φανώ καλύτερα. «Ναι», επέμεινε. «Από πού το ξέρεις;», την πίεσα, μπας και μου έλεγε κάποια λεπτομέρεια που θα μ' έπειθε. «Θα κάνουμε σεξ ή όχι;», ρώτησε αντί γι' απάντηση. «Εντάξει εντάξει, χα χα χα...», υποχώρησα.
Ξεκίνησε με καλυμμένη μέτρια πίπα σε πεσμένο πούτσο, που συμπεριλάμβανε εξωτερικούς γλωττισμούς –έπειτα από ηχηρά «ποπ!»–, κι αδιάφορο άι κόντακτ. Το κορμί της πάντως το είχε με τέτοιον τρόπο τοποθετημένο ώστε μπορούσα να θωπεύω τα σημεία ενδιαφέροντος σχετικά άνετα. Δεχόταν και πρόσφερε φιλάκια-γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιώνε... Ενώ όταν της ζήτησα να πάρει θέση ιεραποστολική, έπαιξε για λίγο με τ' ακροδάχτυλα το ξυρισμένο αιδοίο και τις ρώγες της κοιτάζοντάς με υποτίθεται προκλητικά. Κατά τη διάρκεια της ικανοποιητικής γάμευσης, το ουρλιαχτό της σειρήνας ενός τροχοφόρου που πέρασε από κάτω και το πανδαιμόνιο απ' τους συναγερμούς που ενεργοποιήθηκαν εξαιτίας του ενόχλησαν τους εραστές, αλλά όχι σε σημείο που να εμποδίσουν την ολοκλήρωση της πράξης μερικές ψωλιές αργότερα, καθώς ο χαρακτηριστικός ήχος έσβηνε παρακάτω στην Κολωνού, αφήνοντας εκείνους των συναγερμών να συμφύρονται με τον βόγγο της σεξουαλικής εκτόνωσής μου.
Οι καινούργιες πόρτες των δύο δωματίων του υπερυψωμένου ισόγειου ήταν κλειστές, ενώ στο σαλονάκι βρίσκονταν δυο μελαψοί αλλοδαποί συναγωνιστές, η επίσης αλλοδαπή υπηρεσία κι ένας 'Ελληνας τεχνίτης. Κάθισα. Την τσατσά και τον τεχνίτη τους απασχολούσαν τεχνικά θέματα του οίκου. 'Επειτα από λίγο μπήκαν άλλοι δυο αλλοδαποί συναγωνιστές. «Καθίστε λίγο, τώρα θά 'ρθει, είναι μέσα δωμάτιο», ενημέρωσε εκείνη και συνέχισε την κουβέντα της με τον ημεδαπό μάστορα. Μετά από 6 λεπτά άκουσα την πόρτα ν' ανοίγει (εντωμεταξύ το ένα δωμάτιο είχε αδειάσει). «Ορίστε κορίτσι μας!», ανακοίνωσε η υπηρεσία. «Γεια σας!», ευχήθηκε η χαμηλού αναστήματος, ξυπόλητη, γυμνόστηθη πόρνη, μια νεαρή με ίσιο καστανό μαλλί με ανταύγειες, μέχρι την πλάτη, καλό πρόσωπο, μικρό στήθος, αδύνατο κορμί μ' ένα τατουάζ στη δεξιά ωμοπλάτη κι ένα στο δεξιό της κουτουπιέ. «'Ελα αγόρια, πάμε να περάστε όμορφα και ωραία!... Είναι πάρα πολύ καλή μέσα!... Ωραίο τσιμπούκι, ανεβαίνει πάνω, κάτω, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό», συνέχισε η τσατσά. Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. «Ελάτε παιδιά, καλά θα περάσετε, σίγουρα!», υποσχέθηκε, μπας και. «'Ελα αγόρι μου πάμε! Γιατί φεύγεις;», απευθύνθηκε στον τελευταίο που προσπαθούσε να προσεγγίσει την καινούργια εξώπορτα ασφαλείας.
«Πώς τη λένε;», ρώτησα με το δεκάρικο στό χέρι. «Χριστίνα», απάντησε, για να συνεχίσει με συνωμοτικό ύφος: «Να σας πω κάτι, άμα θέλετε γυμνό τσιμπούκι, δεκαπέντε, άμα δεν θέλετε–». «Δεν θέλω γυμνό τσιμπούκι!», της ξεκαθάρισα. «Μπράβο!», επιδοκίμασε την επιλογή μου, αλλά από μέσα της θ' απογοητεύτηκε. Εμ, ταλιράκι ήταν αυτό...
Εισήλθα στο ευρύχωρο δωμάτιο. 'Υστερα από 7 λεπτά άκουσα πορνοπάπουτσα να πλησιάζουν. «Γεια σου!», ευχήθηκε η νεαρή εταίρα μπαίνοντας. «Γεια σου!», αντευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ξάπλωνα. «Τι κάνεις;», ρώτησε πλησιάζοντας. «Καλά, εσύ;». «Καλά είμαι... εσύ;», ξαναρώτησε. «Καλά. Χριστίνα... σε θυμάμαι και από κάποια άλλα σπιτάκια ή όχι;», ζήτησα να μου πει μιας και κάτι μου θύμιζε η μουτσούνα της. «Μμμ», επιβεβαίωσε πως με θυμόταν, ανοίγοντας ταυτόχρονα την καπότα. «Σε ποια άλλα σπιτάκια δούλευες;». Με το κεφάλι της έδειξε απέναντι, τον τοίχο με τα παράθυρα και γονάτισε πλάι μου. «Τι είναι εκεί; Απέναντι (απ' το 11) δεν έχει τίποτα... Ποιο λες;». «Εδώ, που είναι πόρτα μεγάλη», διευκρίνισε. «Α, παραδίπλα, στο 15». «Ναι». «Σε ποιο, δεξιά ή αριστερά;». «Και στα δύο». «Τώρα, δεν σε θυμάμαι... με τ' όνομα Χριστίνα ήσουν κι εκεί;». «Μμμ» (καταφατικό). «Με θυμάσαι εσύ, εμένα;». «Μμμ» (καταφατικό). «Δεν είχαμε περάσει μαζί...», είπα, με την αμφιβολία να χρωματίζει τη φωνή μου. «Περάσαμε», μου έκανε γνωστό. «Είσαι σίγουρη πως ήμουν εγώ;», σηκώθηκα καθιστός στο κρεβάτι για να φανώ καλύτερα. «Ναι», επέμεινε. «Από πού το ξέρεις;», την πίεσα, μπας και μου έλεγε κάποια λεπτομέρεια που θα μ' έπειθε. «Θα κάνουμε σεξ ή όχι;», ρώτησε αντί γι' απάντηση. «Εντάξει εντάξει, χα χα χα...», υποχώρησα.
Ξεκίνησε με καλυμμένη μέτρια πίπα σε πεσμένο πούτσο, που συμπεριλάμβανε εξωτερικούς γλωττισμούς –έπειτα από ηχηρά «ποπ!»–, κι αδιάφορο άι κόντακτ. Το κορμί της πάντως το είχε με τέτοιον τρόπο τοποθετημένο ώστε μπορούσα να θωπεύω τα σημεία ενδιαφέροντος σχετικά άνετα. Δεχόταν και πρόσφερε φιλάκια-γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιώνε... Ενώ όταν της ζήτησα να πάρει θέση ιεραποστολική, έπαιξε για λίγο με τ' ακροδάχτυλα το ξυρισμένο αιδοίο και τις ρώγες της κοιτάζοντάς με υποτίθεται προκλητικά. Κατά τη διάρκεια της ικανοποιητικής γάμευσης, το ουρλιαχτό της σειρήνας ενός τροχοφόρου που πέρασε από κάτω και το πανδαιμόνιο απ' τους συναγερμούς που ενεργοποιήθηκαν εξαιτίας του ενόχλησαν τους εραστές, αλλά όχι σε σημείο που να εμποδίσουν την ολοκλήρωση της πράξης μερικές ψωλιές αργότερα, καθώς ο χαρακτηριστικός ήχος έσβηνε παρακάτω στην Κολωνού, αφήνοντας εκείνους των συναγερμών να συμφύρονται με τον βόγγο της σεξουαλικής εκτόνωσής μου.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 07, 2015
Όνομα κοπέλας
Χριστίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:11
Πρώτα μπήκα στο αριστερό. «Καθίστε...», άκουσα την υπηρεσία απ' το κουζινάκι. Κάθισα. Μετά από λίγο εμφανίστηκε η νεαρή παχουλή Χριστίνα, που είχα πάρει τον περασμένο μήνα στον όροφο της Κεραμεικού 13. «Καλησπέρα!». «Γεια σου!». «Τι κάνετε;» (Πάλι πληθυντικός). «Γκούχου γκούχου!... Καλά». «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, από πάνω, από κάτω, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, δέκα ευρώ». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ». «Γεια σου».
'Εσπρωξα την πόρτα του δεξιού. Tο μεγάλο σαλόνι ήταν άδειο από κόσμο. Κάθισα. «Καλώς τον!», με καλωσόρισε η νέα στην ηλικία ελληνίδα τσατσά που έχω δει κι απέναντι. «Γεια σου, τι κάνεις μωρό μου...», ενδιαφέρθηκε να μάθει μια μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή που την ακολουθούσε, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, φιλήδονο προσωπάκι, βυζέττα, καλοφτιαγμένο πολύ αδύνατο κορμί. «Να περάσεις ωραία με την Αννούλα!... Αγκαλίτσα, τσιμπουκάκι, πάνω-κάτω, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, γλείφει και τ' αρχιδάκια, εδώ το μωρό...», ενημέρωσε η υπηρεσία, καταλήγοντας πως για όλα αυτά, «παίρνει μόνο δέκα ευρώ». Κοίταζα τη χαμογελαστή πόρνη που κουνιόταν και λυγιόταν ερωτικά. «Θέλετε να περάσετε ωραία με την 'Αννα;...», ρώτησε η τσατσά. «Θα περάσω!», αποφάσισα. «Ελάτε από δω!...», έδειξε προς την ευρύχωρη κάμαρα του σαλονιού.
Την 'Αννα την άκουσα να πλησιάζει ύστερα από 8-9 λεπτά. «Γεια σου!», ξαναευχήθηκε μπαίνοντας. «Γεια σου!», αντευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Τι κάνεις;», ρώτησε ενώ έμενε τσίτσιδη. «Καλά, εσύ;». «Καλά, τι κάνεις;», ξαναρώτησε βγάζοντας τα ψηλοτάκουνα. «Καλά, λίγο κουρασμένος», πρόσθεσα. «Μμ», έκανε καθώς γονάτιζε πλάι μου με την καπότα στο χέρι. «Εσύ δεν είσαι κουρασμένη;». «'Οχι», απάντησε ετοιμάζοντας το προφυλακτικό. «Από ποιαν ώρα δουλεύεις;». «Από 10 το πρωί», μου έκανε γνωστό ξετυλίγοντας το λεπτό ελαστικό κατά μήκος της μαλακής ψωλής. «'Εκλεισες οκτάωρο», παρατήρησα, βοηθώντας την να το στρώσει καλύτερα. «Εγώ όταν κάνω μια δουλειά την κάνω ως το τέρμα», μου χαμογέλασε κι άρχισε μια μέτρια πίπα χαϊδεύοντας και τ' αρχίδια, ενώ έπειτα από προτροπή μου τα έγλειψε κιόλας. «'Ελα λίγο εδώ...», της είπα τραβώντας την επάνω μου. Τη φίλησα-έγλειψα στον λαιμό, ενώ ρούφηξα-έγλειψα τα στηθάκια της θωπεύοντας ταυτόχρονα το αιδοίο της. Λίγο αργότερα της ζητούσα να "ποζάρει" στα τέσσερα. Τα μικρά χείλη του αιδοίου της ήταν κάπως πιο ανεπτυγμένα, αλλά γενικά η εικόνα της περιοχής παρέμενε ελκυστική... 'Εντός του κόλπου ένιωθα ικανοποιητικά, ενώ κι η θέση του σώματός της με βόλεψε κατά τη γάμευση. Ολοκλήρωσα σε 'κείνη τη στάση.
'Οπως ετοιμαζόμουν έμαθα πως τελικά δούλευαν δύο κοπέλες στη βάρδια: «Γεια σας, γεια σας, νάτη η 'Αννα!... Να και η άλλη 'Αννα!... Από 'Αννα σε 'Αννα! Εδώ είναι το μαγαζί της 'Αννας! Δεν είναι της πουτάνας, είναι της 'Αννας! Χα χα χα...».
Πρώτα μπήκα στο αριστερό. «Καθίστε...», άκουσα την υπηρεσία απ' το κουζινάκι. Κάθισα. Μετά από λίγο εμφανίστηκε η νεαρή παχουλή Χριστίνα, που είχα πάρει τον περασμένο μήνα στον όροφο της Κεραμεικού 13. «Καλησπέρα!». «Γεια σου!». «Τι κάνετε;» (Πάλι πληθυντικός). «Γκούχου γκούχου!... Καλά». «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, από πάνω, από κάτω, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, δέκα ευρώ». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ». «Γεια σου».
'Εσπρωξα την πόρτα του δεξιού. Tο μεγάλο σαλόνι ήταν άδειο από κόσμο. Κάθισα. «Καλώς τον!», με καλωσόρισε η νέα στην ηλικία ελληνίδα τσατσά που έχω δει κι απέναντι. «Γεια σου, τι κάνεις μωρό μου...», ενδιαφέρθηκε να μάθει μια μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή που την ακολουθούσε, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, φιλήδονο προσωπάκι, βυζέττα, καλοφτιαγμένο πολύ αδύνατο κορμί. «Να περάσεις ωραία με την Αννούλα!... Αγκαλίτσα, τσιμπουκάκι, πάνω-κάτω, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, γλείφει και τ' αρχιδάκια, εδώ το μωρό...», ενημέρωσε η υπηρεσία, καταλήγοντας πως για όλα αυτά, «παίρνει μόνο δέκα ευρώ». Κοίταζα τη χαμογελαστή πόρνη που κουνιόταν και λυγιόταν ερωτικά. «Θέλετε να περάσετε ωραία με την 'Αννα;...», ρώτησε η τσατσά. «Θα περάσω!», αποφάσισα. «Ελάτε από δω!...», έδειξε προς την ευρύχωρη κάμαρα του σαλονιού.
Την 'Αννα την άκουσα να πλησιάζει ύστερα από 8-9 λεπτά. «Γεια σου!», ξαναευχήθηκε μπαίνοντας. «Γεια σου!», αντευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Τι κάνεις;», ρώτησε ενώ έμενε τσίτσιδη. «Καλά, εσύ;». «Καλά, τι κάνεις;», ξαναρώτησε βγάζοντας τα ψηλοτάκουνα. «Καλά, λίγο κουρασμένος», πρόσθεσα. «Μμ», έκανε καθώς γονάτιζε πλάι μου με την καπότα στο χέρι. «Εσύ δεν είσαι κουρασμένη;». «'Οχι», απάντησε ετοιμάζοντας το προφυλακτικό. «Από ποιαν ώρα δουλεύεις;». «Από 10 το πρωί», μου έκανε γνωστό ξετυλίγοντας το λεπτό ελαστικό κατά μήκος της μαλακής ψωλής. «'Εκλεισες οκτάωρο», παρατήρησα, βοηθώντας την να το στρώσει καλύτερα. «Εγώ όταν κάνω μια δουλειά την κάνω ως το τέρμα», μου χαμογέλασε κι άρχισε μια μέτρια πίπα χαϊδεύοντας και τ' αρχίδια, ενώ έπειτα από προτροπή μου τα έγλειψε κιόλας. «'Ελα λίγο εδώ...», της είπα τραβώντας την επάνω μου. Τη φίλησα-έγλειψα στον λαιμό, ενώ ρούφηξα-έγλειψα τα στηθάκια της θωπεύοντας ταυτόχρονα το αιδοίο της. Λίγο αργότερα της ζητούσα να "ποζάρει" στα τέσσερα. Τα μικρά χείλη του αιδοίου της ήταν κάπως πιο ανεπτυγμένα, αλλά γενικά η εικόνα της περιοχής παρέμενε ελκυστική... 'Εντός του κόλπου ένιωθα ικανοποιητικά, ενώ κι η θέση του σώματός της με βόλεψε κατά τη γάμευση. Ολοκλήρωσα σε 'κείνη τη στάση.
'Οπως ετοιμαζόμουν έμαθα πως τελικά δούλευαν δύο κοπέλες στη βάρδια: «Γεια σας, γεια σας, νάτη η 'Αννα!... Να και η άλλη 'Αννα!... Από 'Αννα σε 'Αννα! Εδώ είναι το μαγαζί της 'Αννας! Δεν είναι της πουτάνας, είναι της 'Αννας! Χα χα χα...».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 05, 2015
Όνομα κοπέλας
Άννα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, 21:55
Εκείνη την ώρα το ανακαινισμένο σαλόνι και τα επίσης ανακαινισμένα δωμάτια του ορόφου ήταν άδεια από κόσμο, ενώ η μουσική από τον easy 97,2 ακουγόταν στο τέρμα. Στάθηκα όρθιος σε μια άκρη. Μετά από λίγο ακολούθησαν μερικοί ενθουσιώδεις αλλοδαποί έφηβοι. Εμφανίστηκε κι ο γνωστός θηλυπρεπής μακρυμάλλης υπηρέτης. «Γεια σας παιδιά, η κοπέλα είναι! Η κοπέλα έχει μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, από πάνω, από κάτω, πολύ καλή στο δωμάτιο!». «Γεια σας!». Από πίσω του ερχόταν η γυμνόστηθη Νατάσα, μια μετριοχαμηλού αναστήματος κατάξανθη νεαρή, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά πιασμένο σε αλογοουρά, πρόσωπο βορειοευρωπαϊκό, μικρό στήθος, αδύνατο καλοσχηματισμένο κορμί. Τ' όλο σύνολο ισορροπούσε πάνω σε πορνοπάπουτσα. «Hello!... How are you?», ενδιαφέρθηκε να μάθει ένας απ' τους εφήβους, προξενώντας το γέλιο των υπολοίπων. Ο τσάτσος κοίταξε χολωμένος το πάτωμα. Τον πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι. «Περάστε κύριε, μέσα», μου έδειξε μια απ' τις κάμαρες του σαλονιού. Μπήκα στην απέναντι.
Η Νατάσα άνοιξε την πόρτα αμέσως μετά το επόμενο σαλόνι. «Γεια σου...», ευχήθηκε χαμηλόφωνα. «Γεια σου... καλά είσαι;», χαμήλωσα τη φωνή μου επίσης. «Καλάαα...» Ξάπλωσα και 'κείνη ξεβρακώθηκε. «Από πού είσαι;», ρώτησε γονατίζοντας πλάι μου. «'Ελληνας». «'Ελληνας;...». «Εσύ, Ουκρανή;». Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε... Ξεκίνησε δίνοντάς μου από ένα φιλάκι στην κάθε θηλή και στη συνέχεια ετοίμασε την καπότα. Η πίπα της ήταν ρουφηχτή και δυνατή απ' την αρχή. Πιασίματα και χουφτώματα δεχόταν αφειδώς. «Νατάσα!». «Μμμ... Ποπ! Τι θέλεις;». «Κρικ κρικ κρικ...», σηκώθηκα στα γόνατα. «Κάτσε έτσι...», της έδειξα να σταθεί στα τέσσερα. «Μπράβο, έτσι...», θαύμασα το καλοσχηματισμένο καραφλό αιδοίο, τη στρογγυλή κωλοτρυπίδα (με μια υποψία αιμορροΐδας), τα beautifully shaped buttocks. Δεν κοίταζε τον διπλανό καθρέφτη παρά κρατούσε το κεφάλι με τα δυο της χέρια κι έβλεπε μπροστά. Την έπιασα απ' τη μέση, εισχώρησα στον κόλπο της κι άρχισα να μπαινοβγαίνω. «Κρικ κρικ κρικ!...». Κάποια στιγμή τραβήχτηκα. «Για ανέβα λίγο κι από πάνω...», της ζήτησα κι όταν μου έκανε χώρο για να ξαναξαπλώσω, «κρικ κρικ κρικ», πραγματοποιώντας βαθύ κάθισμα με πήρε μέσα της κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει αργά κρατώντας τα γόνατά μου. 'Εχυσα κατά τη διάρκεια ενός έντονου τριψίματός της μπρος-πίσω.
«Πάντα απόγευμα δουλεύεις;». «Απόγευμα και νύχτα». «Αα, μέχρι το πρωί στις έξι! 'Αντε, καλό κουράγιο...». «Μμ (καταφατικό)... Γεια!». «Γεια σου, ευχαριστώ!...».
Εκείνη την ώρα το ανακαινισμένο σαλόνι και τα επίσης ανακαινισμένα δωμάτια του ορόφου ήταν άδεια από κόσμο, ενώ η μουσική από τον easy 97,2 ακουγόταν στο τέρμα. Στάθηκα όρθιος σε μια άκρη. Μετά από λίγο ακολούθησαν μερικοί ενθουσιώδεις αλλοδαποί έφηβοι. Εμφανίστηκε κι ο γνωστός θηλυπρεπής μακρυμάλλης υπηρέτης. «Γεια σας παιδιά, η κοπέλα είναι! Η κοπέλα έχει μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, από πάνω, από κάτω, πολύ καλή στο δωμάτιο!». «Γεια σας!». Από πίσω του ερχόταν η γυμνόστηθη Νατάσα, μια μετριοχαμηλού αναστήματος κατάξανθη νεαρή, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά πιασμένο σε αλογοουρά, πρόσωπο βορειοευρωπαϊκό, μικρό στήθος, αδύνατο καλοσχηματισμένο κορμί. Τ' όλο σύνολο ισορροπούσε πάνω σε πορνοπάπουτσα. «Hello!... How are you?», ενδιαφέρθηκε να μάθει ένας απ' τους εφήβους, προξενώντας το γέλιο των υπολοίπων. Ο τσάτσος κοίταξε χολωμένος το πάτωμα. Τον πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι. «Περάστε κύριε, μέσα», μου έδειξε μια απ' τις κάμαρες του σαλονιού. Μπήκα στην απέναντι.
Η Νατάσα άνοιξε την πόρτα αμέσως μετά το επόμενο σαλόνι. «Γεια σου...», ευχήθηκε χαμηλόφωνα. «Γεια σου... καλά είσαι;», χαμήλωσα τη φωνή μου επίσης. «Καλάαα...» Ξάπλωσα και 'κείνη ξεβρακώθηκε. «Από πού είσαι;», ρώτησε γονατίζοντας πλάι μου. «'Ελληνας». «'Ελληνας;...». «Εσύ, Ουκρανή;». Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε... Ξεκίνησε δίνοντάς μου από ένα φιλάκι στην κάθε θηλή και στη συνέχεια ετοίμασε την καπότα. Η πίπα της ήταν ρουφηχτή και δυνατή απ' την αρχή. Πιασίματα και χουφτώματα δεχόταν αφειδώς. «Νατάσα!». «Μμμ... Ποπ! Τι θέλεις;». «Κρικ κρικ κρικ...», σηκώθηκα στα γόνατα. «Κάτσε έτσι...», της έδειξα να σταθεί στα τέσσερα. «Μπράβο, έτσι...», θαύμασα το καλοσχηματισμένο καραφλό αιδοίο, τη στρογγυλή κωλοτρυπίδα (με μια υποψία αιμορροΐδας), τα beautifully shaped buttocks. Δεν κοίταζε τον διπλανό καθρέφτη παρά κρατούσε το κεφάλι με τα δυο της χέρια κι έβλεπε μπροστά. Την έπιασα απ' τη μέση, εισχώρησα στον κόλπο της κι άρχισα να μπαινοβγαίνω. «Κρικ κρικ κρικ!...». Κάποια στιγμή τραβήχτηκα. «Για ανέβα λίγο κι από πάνω...», της ζήτησα κι όταν μου έκανε χώρο για να ξαναξαπλώσω, «κρικ κρικ κρικ», πραγματοποιώντας βαθύ κάθισμα με πήρε μέσα της κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει αργά κρατώντας τα γόνατά μου. 'Εχυσα κατά τη διάρκεια ενός έντονου τριψίματός της μπρος-πίσω.
«Πάντα απόγευμα δουλεύεις;». «Απόγευμα και νύχτα». «Αα, μέχρι το πρωί στις έξι! 'Αντε, καλό κουράγιο...». «Μμ (καταφατικό)... Γεια!». «Γεια σου, ευχαριστώ!...».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 04, 2015
Όνομα κοπέλας
Νατάσα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.6
Εμφάνιση κοπέλας
4.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
«Γεια σας», μου ευχήθηκε μια μεσήλικη με κοντό κοκκινωπό μαλλί, μετριότατο πρόσωπο, μεγάλο κρεμασμένο στήθος (φαινόταν απ' το βαθύ ντεκολτέ), βαρύ κορμί, μέτριο ύψος, η οποία φορούσε ένα φαρδύ σκούρο φόρεμα. Σκέφτηκα πως θα ήταν η υπηρεσία. «Χαίρετε». «Σήμερα, εγώ ντουλεύει! Σβέτα, Μπουλγκάρα», μ' ενημέρωσε. «Ναι...», εξεπλάγην. «Εξήντα εννιά, πισωκόλλητο (sic), ισπανικό, ααα, τσιομπούκι (sic) χωρίς προφυλακτικό, μόνο ντέκα ευρώ!...», συνέχισε. «Και πώς σε λένε;», ξαναρώτησα. «Σβέτα! Σβέτα... εγώ ντουλεύει, εγώ!», ξεκαθάρισε. «Ναι ναι ναι ναι, ξέρω, κατάλαβα, κατάλαβα!... Εντάξει, θα περάσω!...», αποφάσισα. «Οκέι, ελάτε...», χαμογέλασε και μου έδειξε το πρώτο δωμάτιο δεξιά. Σχετικά πρόσφατα βαμμένο σε χρώμα λαχανί.
'Υστερα από τέσσερα λεπτά την άκουσα έξω απ' την πόρτα να ρωτάει: «Μπορείς;». «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει. Εισήλθε φορώντας μόνο τα εσώρουχά της και κρατώντας μια συσκευασία από υγρά μαντηλάκια, καπότα, λιπαντική γέλη. Πλησιάζοντας το κρεβάτι, άφησε τα πράγματα στο κομοδίνο και πήρε να γδύνεται χαμογελώντας μου. Στη συνέχεια μου έδειξε το smartphone της. Το είχε βάλει στο χρονόμετρο. «Το βλέπετε; Ντέκα λεπτά, για όχι προμπλέμα με πελάτη». Πρώτη φορά το έβλεπα αυτό από πουτάνα!... «Ναι, μπράβο!», επιβράβευσα την πρωτοβουλία της. «Εσύ 'Ελληνας;», ενδιαφέρθηκε να μάθει καθώς έβγαζε ένα μαντηλάκι. «'Ελληνας!». «'Ελλη... Ελ... Δεν ξέρει πολλά ελληνικά!... χε χε...», παραδέχτηκε. «'Ελληνας, Γκρεκ!», εξήγησα. «Γκρεκ! 'Ελληνας!...», επανέλαβε. «Α, ζέστη!», σχολιάζοντας στη συνέχεια κουνώντας το παχουλό χέρι της μπροστά απ' το πρόσωπό της. «Ζέστη ζέστη!», συμφώνησα κι αμέσως παρατήρησα: «Ωραίο στήθος!...». Χουφτώνοντάς το ταυτόχρονα. «Καταρό, εγώ πολύ καταρό!», υποστήριξε κοιτώντας με σοβαρά. «Μπράβο...», αναγνώρισα. «Μπουλγκάρα, Μπουλγκάρα κριστιάνα!», συνέχισε τις "αποκαλύψεις". «Κι εγώ κριστιάν!...», συμπλήρωσα. Αφού της έκανα γνωστό πως δεν επιθυμούσα γυμνό στοματικό, ξεκίνησε μ' επιφανειακά και ηχηρά φιλιά στις θηλές, στο στήθος, στον λαιμό, καθώς κι ακρογλώσσιο γλείψιμο στις αυτές περιοχές, συν στον λοβό του αυτιού μου, ενώ μετακινούμενη ανάμεσα στα σκέλια μου προχώρησε σε μια ισπανική μαλακία κοιτάζοντας τη βάλανο που εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν κατά τη διάρκεια του τριψίματος των αφράτων μαστών στο καυλί μου. Ακολούθησαν το ξετύλιγμα ενός κόκκινου προφυλακτικού κατά μήκος της ψωλής και μια θορυβώδης, μέτρια πίπα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!». Η οποία διεκόπη όταν χτύπησε το κινητό κι εκείνη το σήκωσε μιας και ήταν «χα χα, αφεντικό!»... Πάντως δεν μίλησαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα. «Χάιντε χάιντε, έχω πελάτη!». Μετά το τηλεφώνημα συνέχισε το "τσιομπούκι" κι όταν της το ζήτησα, πήρε θέση για πισωκολλητό γονατιστό, αφού πρώτα άλειψε το αιδοίο της με κρέμα. Την απαύτωσα όσο πιο δυνατά μπορούσα. «Πλαφ πλαφ πλαφ!». Χωρίς όμως να νιώθω ιδιαίτερα την πρόστριψη. Τελικά έχυσα στα γόνατα, αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη μ' έγλειφε στη θηλή και μου πασπάτευε τ' αχαμνά. «Εντάξει, τελείωσα!».
«Πόσα λεπτά περάσαν;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Α;... Ντόντεκα!», είπε σκύβοντας πάνω απ' την οθόνη. «'Οχι δώδεκα, πολύ λιγότερα!», δεν συμφώνησα. Το δικό μου ρολόι έλεγε έξι λεπτά, απ' τη στιγμή που είχε μπει. Μάλλον κατά τη διάρκεια της κλήσης θα πείραξε το χρονόμετρο...
'Υστερα από τέσσερα λεπτά την άκουσα έξω απ' την πόρτα να ρωτάει: «Μπορείς;». «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει. Εισήλθε φορώντας μόνο τα εσώρουχά της και κρατώντας μια συσκευασία από υγρά μαντηλάκια, καπότα, λιπαντική γέλη. Πλησιάζοντας το κρεβάτι, άφησε τα πράγματα στο κομοδίνο και πήρε να γδύνεται χαμογελώντας μου. Στη συνέχεια μου έδειξε το smartphone της. Το είχε βάλει στο χρονόμετρο. «Το βλέπετε; Ντέκα λεπτά, για όχι προμπλέμα με πελάτη». Πρώτη φορά το έβλεπα αυτό από πουτάνα!... «Ναι, μπράβο!», επιβράβευσα την πρωτοβουλία της. «Εσύ 'Ελληνας;», ενδιαφέρθηκε να μάθει καθώς έβγαζε ένα μαντηλάκι. «'Ελληνας!». «'Ελλη... Ελ... Δεν ξέρει πολλά ελληνικά!... χε χε...», παραδέχτηκε. «'Ελληνας, Γκρεκ!», εξήγησα. «Γκρεκ! 'Ελληνας!...», επανέλαβε. «Α, ζέστη!», σχολιάζοντας στη συνέχεια κουνώντας το παχουλό χέρι της μπροστά απ' το πρόσωπό της. «Ζέστη ζέστη!», συμφώνησα κι αμέσως παρατήρησα: «Ωραίο στήθος!...». Χουφτώνοντάς το ταυτόχρονα. «Καταρό, εγώ πολύ καταρό!», υποστήριξε κοιτώντας με σοβαρά. «Μπράβο...», αναγνώρισα. «Μπουλγκάρα, Μπουλγκάρα κριστιάνα!», συνέχισε τις "αποκαλύψεις". «Κι εγώ κριστιάν!...», συμπλήρωσα. Αφού της έκανα γνωστό πως δεν επιθυμούσα γυμνό στοματικό, ξεκίνησε μ' επιφανειακά και ηχηρά φιλιά στις θηλές, στο στήθος, στον λαιμό, καθώς κι ακρογλώσσιο γλείψιμο στις αυτές περιοχές, συν στον λοβό του αυτιού μου, ενώ μετακινούμενη ανάμεσα στα σκέλια μου προχώρησε σε μια ισπανική μαλακία κοιτάζοντας τη βάλανο που εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν κατά τη διάρκεια του τριψίματος των αφράτων μαστών στο καυλί μου. Ακολούθησαν το ξετύλιγμα ενός κόκκινου προφυλακτικού κατά μήκος της ψωλής και μια θορυβώδης, μέτρια πίπα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!». Η οποία διεκόπη όταν χτύπησε το κινητό κι εκείνη το σήκωσε μιας και ήταν «χα χα, αφεντικό!»... Πάντως δεν μίλησαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα. «Χάιντε χάιντε, έχω πελάτη!». Μετά το τηλεφώνημα συνέχισε το "τσιομπούκι" κι όταν της το ζήτησα, πήρε θέση για πισωκολλητό γονατιστό, αφού πρώτα άλειψε το αιδοίο της με κρέμα. Την απαύτωσα όσο πιο δυνατά μπορούσα. «Πλαφ πλαφ πλαφ!». Χωρίς όμως να νιώθω ιδιαίτερα την πρόστριψη. Τελικά έχυσα στα γόνατα, αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη μ' έγλειφε στη θηλή και μου πασπάτευε τ' αχαμνά. «Εντάξει, τελείωσα!».
«Πόσα λεπτά περάσαν;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Α;... Ντόντεκα!», είπε σκύβοντας πάνω απ' την οθόνη. «'Οχι δώδεκα, πολύ λιγότερα!», δεν συμφώνησα. Το δικό μου ρολόι έλεγε έξι λεπτά, απ' τη στιγμή που είχε μπει. Μάλλον κατά τη διάρκεια της κλήσης θα πείραξε το χρονόμετρο...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 02, 2015
Όνομα κοπέλας
Σβέτα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.0
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Στην είσοδο του μπουρδέλου –που τελευταία βρίσκεται σε φάση ανακαίνισης– είδα έναν τύπο που τον πέρασα για άνθρωπο του συνεργείου. «Λειτουργεί;», τον ρώτησα, αν και το φανάρι ήταν αναμμένο και ως γνωστόν, όταν το φανάρι ανάβει το μπουρδέλο λειτουργεί. «Εεε, ξέρω 'γω;», δήλωσε την άγνοιά του. «Α, δεν είσαι του καταστήματος», σχολίασα και προχώρησα στο σαλόνι. Εκεί ήταν η γνωστή αλλοδαπή υπηρεσία. «Καλημέρα, δέκα ευρώ παιδιά (πίσω μου ακολουθούσε συναγωνιστής, με τον οποίον είχαμε πιάσει κουβέντα κατά την αναμονή στον διπλανό όροφο). Μουνάκι, φιλάκι, βυζάκι, πισωκολλητό, πάνω-κάτω, ελεύθερα πιασίματα, δέκα!... Σιγά σιγά». «Γεια σας!», εμφανίστηκε κι η μετρίου αναστήματος Ντάρια (ψηλή πάνω στα πορνοπάπουτσα), μία νεαρή Ρουμάνα με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά, καλούτσικο πρόσωπο με σχιστά μάτια, άσπρη επιδερμίδα με αρκετές μικρές ελιές, μεσαίο ωραίο στήθος, κανονικό σώμα μ' ερωτικές καμπύλες, πίρσινγκ στον αφαλό, τροφαντό κώλο με ίχνη κυτταρίτιδας. «Οκέι, εντάξει, πάμε...», είπα στον συναγωνιστή κι ευχαρίστησα τις εργαζόμενες. «Είναι άλλο ανοιχτό;», με ρώτησε εκείνος καθώς σηκωνόταν. «Γιατί φεύγετε;», ρώτησε θλιμμένα η τσατσά. «Τώρα θα πάω στο απέναντι (στα 27άρια) να δω, εάν έχει τίποτα», του απάντησα. «Καλή, γιατί φεύγετε;», επέμεινε εκείνη.
Επέστρεψα λίγο αργότερα. Στο σαλόνι ψυχή, μόνο στην είσοδο δούλευε ένας εργάτης. Παραμέρισα το υφασμάτινο παραβάν και πέρασα στα ενδότερα με το δεκάρικο στο χέρι. Η υπηρεσία –αφού χούφτωσε το χαρτονόμισμα– μου έδειξε το συμπαθητικό δωματιάκι του σαλονιού, ενώ καθώς έκλεινα την πόρτα την άκουσα να μ' ευχαριστεί που τους ξαναπροτίμησα.
Η ολόγυμνη Ντάρια εισήλθε ύστερα από κάνα πεντάλεπτο. «Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;», μου χαμογέλασε. Η αλήθεια ήταν πως την περίμενα πιο ψυχρή. Μάλιστα μου έδειξε τη συσκευασμένη καπότα και με ρώτησε εάν θα ήθελα να την ελέγξω (όπως μου είπε κάποιοι της το ζητάνε και γι' αυτό το πρότεινε και σε μένα). Εγώ απλώς της χαμογέλασα. 'Αλλωστε και να ήθελα, λόγω του ημίφωτος και της πρεσβυωπίας μου, δεν θα κατάφερνα να διακρίνω όχι την ημερομηνία λήξης, αλλά ούτε καν τη μάρκα! Πάντως θετικό ήταν πως δεν είχε ανοιχτεί από πριν...
Γονατίζοντας λοιπόν στο κρεβάτι, πλάι στο ξαπλωμένο σώμα μου, έσκυψε και ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια στις θηλές, στον λαιμό (έπειτα από δική μου προτροπή), στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού, παίζοντάς μου ταυτόχρονα άγαρμπη μαλακία. Της ρούφηξα-έγλειψα και του λόγου μου τα στήθη, χαϊδεύοντας το ξυρισμένο αιδοίο της και το εσωτερικό των μηρών της, ενώ όταν η πούτσα άρχισε να σηκώνεται, μου φόρεσε (με το στόμα) την καπότα κι άρχισε μια μέτρια πίπα με άι κόντακτ και εξωτερικούς γλωττισμόυς.
«Λες να μπορέσω να στο κάνω;» τη ρώτησα όταν ένιωσα αρκετά "σκληρός". Κάτι πράγματα που ξεστομίζω κι εγώ φορές φορές!... Χα χα χα... 'Ακου «λες να μπορέσω να στο κάνω»! «Εσύ ξέρεις...», μου απάντησε με το δίκιο της κι εκείνη. Τέλος πάντων της ζήτησα ν' ανέβει από πάνω. Με καβάλησε, άλειψε την περιοχή της με λιπαντική γέλη, πήρε το καυλί μου και το έχωσε μέσα της. «Ωραία, τώρα θες να πάω έτσι (μπρος-πίσω) ή έτσι (πάνω-κάτω);», θέλησε να της διευκρινήσω. «Πάνε όπως νομίζεις!», της έδωσα το ελεύθερο και τη γράπωσα απ' τα κωλομέρια. Τρίφτηκε, στριφογύρισε, ανεβοκατέβηκε. 'Εδωσα κι εγώ κάμποσες ψωλιές, έχοντας καλή αίσθηση των τοιχωμάτων της. Θα μπορούσα να τελειώσω σ' εκείνη τη στάση, αλλά της είπα να στηθεί και στα τέσσερα –έτσι, για ποικιλία... Πήρε θέση, της τον κάρφωσα και μετά από αρκετά «πλαφ», έχυσα ικανοποιημένος...
Επέστρεψα λίγο αργότερα. Στο σαλόνι ψυχή, μόνο στην είσοδο δούλευε ένας εργάτης. Παραμέρισα το υφασμάτινο παραβάν και πέρασα στα ενδότερα με το δεκάρικο στο χέρι. Η υπηρεσία –αφού χούφτωσε το χαρτονόμισμα– μου έδειξε το συμπαθητικό δωματιάκι του σαλονιού, ενώ καθώς έκλεινα την πόρτα την άκουσα να μ' ευχαριστεί που τους ξαναπροτίμησα.
Η ολόγυμνη Ντάρια εισήλθε ύστερα από κάνα πεντάλεπτο. «Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;», μου χαμογέλασε. Η αλήθεια ήταν πως την περίμενα πιο ψυχρή. Μάλιστα μου έδειξε τη συσκευασμένη καπότα και με ρώτησε εάν θα ήθελα να την ελέγξω (όπως μου είπε κάποιοι της το ζητάνε και γι' αυτό το πρότεινε και σε μένα). Εγώ απλώς της χαμογέλασα. 'Αλλωστε και να ήθελα, λόγω του ημίφωτος και της πρεσβυωπίας μου, δεν θα κατάφερνα να διακρίνω όχι την ημερομηνία λήξης, αλλά ούτε καν τη μάρκα! Πάντως θετικό ήταν πως δεν είχε ανοιχτεί από πριν...
Γονατίζοντας λοιπόν στο κρεβάτι, πλάι στο ξαπλωμένο σώμα μου, έσκυψε και ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια στις θηλές, στον λαιμό (έπειτα από δική μου προτροπή), στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού, παίζοντάς μου ταυτόχρονα άγαρμπη μαλακία. Της ρούφηξα-έγλειψα και του λόγου μου τα στήθη, χαϊδεύοντας το ξυρισμένο αιδοίο της και το εσωτερικό των μηρών της, ενώ όταν η πούτσα άρχισε να σηκώνεται, μου φόρεσε (με το στόμα) την καπότα κι άρχισε μια μέτρια πίπα με άι κόντακτ και εξωτερικούς γλωττισμόυς.
«Λες να μπορέσω να στο κάνω;» τη ρώτησα όταν ένιωσα αρκετά "σκληρός". Κάτι πράγματα που ξεστομίζω κι εγώ φορές φορές!... Χα χα χα... 'Ακου «λες να μπορέσω να στο κάνω»! «Εσύ ξέρεις...», μου απάντησε με το δίκιο της κι εκείνη. Τέλος πάντων της ζήτησα ν' ανέβει από πάνω. Με καβάλησε, άλειψε την περιοχή της με λιπαντική γέλη, πήρε το καυλί μου και το έχωσε μέσα της. «Ωραία, τώρα θες να πάω έτσι (μπρος-πίσω) ή έτσι (πάνω-κάτω);», θέλησε να της διευκρινήσω. «Πάνε όπως νομίζεις!», της έδωσα το ελεύθερο και τη γράπωσα απ' τα κωλομέρια. Τρίφτηκε, στριφογύρισε, ανεβοκατέβηκε. 'Εδωσα κι εγώ κάμποσες ψωλιές, έχοντας καλή αίσθηση των τοιχωμάτων της. Θα μπορούσα να τελειώσω σ' εκείνη τη στάση, αλλά της είπα να στηθεί και στα τέσσερα –έτσι, για ποικιλία... Πήρε θέση, της τον κάρφωσα και μετά από αρκετά «πλαφ», έχυσα ικανοποιημένος...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 02, 2015
Όνομα κοπέλας
Ντάρια
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
8.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:12
Τρεις-τέσσερις ήταν οι συναγωνιστές που περίμεναν στο σαλονάκι του ορόφου. «Γεια σας!», ευχήθηκε η ηλικιωμένη Ρουμάνα υπηρεσία βλέποντάς με να μπαίνω. «Ωραία κοπέλα, είναι τώρα στο δωμάτιο με πελάτη. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, πάνω-κάτω, ισπανικό, φιλάκια εδώ (έδειξε τα μάγουλά της) και κοιλιά (έδειξε αντίστοιχα), όλα με προφυλακτικό! Δεν βιάζεται, σιγά σιγά κάνει σεξ, να περάσετε ωραία στο δωμάτιο... Καθίστε!». Την άκουγα όρθιος, έχοντας σταθεί απέναντί της. «Ποια κοπέλα είναι;», ρώτησα. «Ρομάνια, από Ρομανία!», απάντησε. «'Ονομα;», επέμεινα. «Λαρίσα!». Οκέι, γι' αυτήν είχα έρθει... Της έδωσα το δεκάρικο. 'Επρεπε να ψιλοεξεπλάγη, γιατί για δυο-τρία δευτερόλεπτα δεν έλεγε τίποτα κι απλώς με κοίταζε. Τελικά μου είπε πως «εντάξει, λίγο να περιμένετε τώρα να βγει πελάτης από δωμάτιο (έδειξε προς το κουζινάκι! Καλά, υπήρχε προς τα 'κει δωμάτιο και δεν το ήξερα;... Μωρέ μπράβο τύχη σήμερα!...) και να βάλω εσάς. Καθίστε παρακαλώ». Προτίμησα να παραμείνω όρθιος. Εκείνη έκανε να προχωρήσει προς τα ενδότερα, αλλά γυρίζοντας προς το μέρος μου ρώτησε: «Εσείς ήρθατε χθες, ε;». «'Οχι!», απάντησα ειλικρινά. «'Οχι;... Γεια σας κύριε! Καθίστε παρακαλώ κύριε! Κοπέλα στο δωμάτιο, με πελάτη, να περιμένετε...». Την προσοχή της είχε τραβήξει νεοεισερχόμενος, στον οποίο επανέλαβε το πρόγραμμα, προσθέτοντας πως «μόνο μία εβδομάδα μένει στην Ελλάδα (η κοπέλα), ήρθε από Ρουμανία, Ισπανία, Γερμανία και τώρα δουλεύει εδώ! Φρέσκια, όμορφη, μικρούλα και ζωηρή!». Ο νεοεισερχόμενος στάθηκε κοντά στην είσοδο. Κάποιοι απ' τους συναγωνιστές σηκώθηκαν να φύγουν. Απ' τη μεριά της κουζινούλας εμφανίστηκε ένας άνδρας, ο οποίος κατευθύνθηκε προς την έξοδο. «Τώρα, μια στιγμή, να σας βάλω μέσα!...», μου είπε η τσατσά και πήγε να τακτοποιήσει τον χώρο.
«Ελάτε παρακαλώ!», με φώναξε μετά από λίγο. «'Εχει κι άλλον πελάτη πριν από μένα;», θέλησα να μάθω. «'Οχι!». Το δωματιάκι φαινόταν εντάξει. Μόνο μια ηλεκτρική σόμπα σε λειτουργία έμοιαζε παράταιρη. «Να την κλείσουμε αυτή γιατί έχει ζέστη;», πρότεινα. «Πολύ ζέστη, κλείσε!», συμφώνησε, συνεχίζοντας πως «αυτή (η κοπέλα) θέλει πάντα εδώ σόμπα, εγώ νευριάζω γι' αυτό! Πολύ ζέστη, καθόλου δεν έχει αέρα!». «Εντάξει, έγινε!», είπα κι έκλεισα την πόρτα.
Η Λαρίσα ήρθε ύστερα από δύο λεπτά. Επρόκειτο για την κοπέλα που είχα δει στην απογευματινή τσάρκα της περασμένης Παρασκευής, μια εικοσιτετάχρονη αθιγγανίδα απ' τη Ρουμανία, με ίσιο μαύρο (την Παρασκευή ήταν κοκκινωπό) μαλλί μέχρι τους ώμους, καλό πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, ομορφοσχηματισμένο, σφιχτό κορμί με δερματοστιξίες στο αριστερό αντιβράχιο και χαμηλά στα πλαϊνά της κοιλιάς. «Γεια σου!», της ευχήθηκα, απ' την κρεμάστρα όπου τακτοποιούσα τον ρουχισμό μου. «Γεια», αντευχήθηκε ξεψυχισμένα και ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Ε;», με κοίταξε χαμογελώντας κουρασμένα. «Καλά είσαι, λέω». «Ε, μπουν (Bun: το καλά, στα ρουμάνικα)», απάντησε και γύρισε στο πλευρό, με φάτσα σε μένα. Κοίταξα στο πάτωμα. Δεν είδα πορνοπάπουτσα.
Ανέβηκα στο κρεβάτι, την καπάκωσα και ξεκίνησα να τη φιλάω-γλείφω στον λαιμό, ενώ κατεβαίνοντας προς τα στηθάκια της ρούφηξα-έγλειψα και τις ρωγίτσες τους, θωπεύοντας ταυτόχρονα το καραφλό αιδοίο της. Εκείνη δεν έκανε κάποια κίνηση ανταπόδοσης των περιποιήσεών μου, αντιθέτως χασμουρήθηκε μια-δυο φορές (διακριτικά ήταν η αλήθεια), οπότε κατάλαβα πως απ' τη μεριά της δεν έπαιζαν προκαταρκτικά. Τέλος πάντων, από την επαφή με το νεανικό κορμί ξεκίνησε μια στύση που βελτιώθηκε περαιτέρω όταν ζήτησα απ' την πόρνη να με χαϊδέψει στ' αχαμνά. Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια, αλλά το άι κόντακτ καλό, οπότε σύντομα προχώρησα στο φίκι φίκι.
Χωρίς να της πω εγώ κάτι ξάπλωσε ανάσκελα, κατά το πλάτος του κρεβατιού, άνοιξε τα πόδια και περίμενε μ' ένα αχνό χαμόγελο. Της ζήτησα να ξαπλώσει κατά μήκος (για να βολεύομαι και του λόγου μου), πράγμα που έκανε πρόθυμα. Πλησίασα, της σήκωσα τα πόδια, μπήκα μέσα της, έγειρα προς το μέρος της κι άρχισα να γαμώ. 'Οταν μετά από λίγο βρήκα ρυθμό, πηγαίνοντας και πιο βαθιά, άρχισε να ψιλοβογγάει ευλογοφανώς. Τα βογγητά συνεχίστηκαν μέχρι τη σεξουαλική εκτόνωσή μου κάμποσες ψωλιές αργότερα. Πριν φύγει μου είπε πως δούλευε από τις εννέα το πρωί. «Mulți clienţi şi bani puțini»...
Τρεις-τέσσερις ήταν οι συναγωνιστές που περίμεναν στο σαλονάκι του ορόφου. «Γεια σας!», ευχήθηκε η ηλικιωμένη Ρουμάνα υπηρεσία βλέποντάς με να μπαίνω. «Ωραία κοπέλα, είναι τώρα στο δωμάτιο με πελάτη. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, πάνω-κάτω, ισπανικό, φιλάκια εδώ (έδειξε τα μάγουλά της) και κοιλιά (έδειξε αντίστοιχα), όλα με προφυλακτικό! Δεν βιάζεται, σιγά σιγά κάνει σεξ, να περάσετε ωραία στο δωμάτιο... Καθίστε!». Την άκουγα όρθιος, έχοντας σταθεί απέναντί της. «Ποια κοπέλα είναι;», ρώτησα. «Ρομάνια, από Ρομανία!», απάντησε. «'Ονομα;», επέμεινα. «Λαρίσα!». Οκέι, γι' αυτήν είχα έρθει... Της έδωσα το δεκάρικο. 'Επρεπε να ψιλοεξεπλάγη, γιατί για δυο-τρία δευτερόλεπτα δεν έλεγε τίποτα κι απλώς με κοίταζε. Τελικά μου είπε πως «εντάξει, λίγο να περιμένετε τώρα να βγει πελάτης από δωμάτιο (έδειξε προς το κουζινάκι! Καλά, υπήρχε προς τα 'κει δωμάτιο και δεν το ήξερα;... Μωρέ μπράβο τύχη σήμερα!...) και να βάλω εσάς. Καθίστε παρακαλώ». Προτίμησα να παραμείνω όρθιος. Εκείνη έκανε να προχωρήσει προς τα ενδότερα, αλλά γυρίζοντας προς το μέρος μου ρώτησε: «Εσείς ήρθατε χθες, ε;». «'Οχι!», απάντησα ειλικρινά. «'Οχι;... Γεια σας κύριε! Καθίστε παρακαλώ κύριε! Κοπέλα στο δωμάτιο, με πελάτη, να περιμένετε...». Την προσοχή της είχε τραβήξει νεοεισερχόμενος, στον οποίο επανέλαβε το πρόγραμμα, προσθέτοντας πως «μόνο μία εβδομάδα μένει στην Ελλάδα (η κοπέλα), ήρθε από Ρουμανία, Ισπανία, Γερμανία και τώρα δουλεύει εδώ! Φρέσκια, όμορφη, μικρούλα και ζωηρή!». Ο νεοεισερχόμενος στάθηκε κοντά στην είσοδο. Κάποιοι απ' τους συναγωνιστές σηκώθηκαν να φύγουν. Απ' τη μεριά της κουζινούλας εμφανίστηκε ένας άνδρας, ο οποίος κατευθύνθηκε προς την έξοδο. «Τώρα, μια στιγμή, να σας βάλω μέσα!...», μου είπε η τσατσά και πήγε να τακτοποιήσει τον χώρο.
«Ελάτε παρακαλώ!», με φώναξε μετά από λίγο. «'Εχει κι άλλον πελάτη πριν από μένα;», θέλησα να μάθω. «'Οχι!». Το δωματιάκι φαινόταν εντάξει. Μόνο μια ηλεκτρική σόμπα σε λειτουργία έμοιαζε παράταιρη. «Να την κλείσουμε αυτή γιατί έχει ζέστη;», πρότεινα. «Πολύ ζέστη, κλείσε!», συμφώνησε, συνεχίζοντας πως «αυτή (η κοπέλα) θέλει πάντα εδώ σόμπα, εγώ νευριάζω γι' αυτό! Πολύ ζέστη, καθόλου δεν έχει αέρα!». «Εντάξει, έγινε!», είπα κι έκλεισα την πόρτα.
Η Λαρίσα ήρθε ύστερα από δύο λεπτά. Επρόκειτο για την κοπέλα που είχα δει στην απογευματινή τσάρκα της περασμένης Παρασκευής, μια εικοσιτετάχρονη αθιγγανίδα απ' τη Ρουμανία, με ίσιο μαύρο (την Παρασκευή ήταν κοκκινωπό) μαλλί μέχρι τους ώμους, καλό πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, ομορφοσχηματισμένο, σφιχτό κορμί με δερματοστιξίες στο αριστερό αντιβράχιο και χαμηλά στα πλαϊνά της κοιλιάς. «Γεια σου!», της ευχήθηκα, απ' την κρεμάστρα όπου τακτοποιούσα τον ρουχισμό μου. «Γεια», αντευχήθηκε ξεψυχισμένα και ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Ε;», με κοίταξε χαμογελώντας κουρασμένα. «Καλά είσαι, λέω». «Ε, μπουν (Bun: το καλά, στα ρουμάνικα)», απάντησε και γύρισε στο πλευρό, με φάτσα σε μένα. Κοίταξα στο πάτωμα. Δεν είδα πορνοπάπουτσα.
Ανέβηκα στο κρεβάτι, την καπάκωσα και ξεκίνησα να τη φιλάω-γλείφω στον λαιμό, ενώ κατεβαίνοντας προς τα στηθάκια της ρούφηξα-έγλειψα και τις ρωγίτσες τους, θωπεύοντας ταυτόχρονα το καραφλό αιδοίο της. Εκείνη δεν έκανε κάποια κίνηση ανταπόδοσης των περιποιήσεών μου, αντιθέτως χασμουρήθηκε μια-δυο φορές (διακριτικά ήταν η αλήθεια), οπότε κατάλαβα πως απ' τη μεριά της δεν έπαιζαν προκαταρκτικά. Τέλος πάντων, από την επαφή με το νεανικό κορμί ξεκίνησε μια στύση που βελτιώθηκε περαιτέρω όταν ζήτησα απ' την πόρνη να με χαϊδέψει στ' αχαμνά. Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια, αλλά το άι κόντακτ καλό, οπότε σύντομα προχώρησα στο φίκι φίκι.
Χωρίς να της πω εγώ κάτι ξάπλωσε ανάσκελα, κατά το πλάτος του κρεβατιού, άνοιξε τα πόδια και περίμενε μ' ένα αχνό χαμόγελο. Της ζήτησα να ξαπλώσει κατά μήκος (για να βολεύομαι και του λόγου μου), πράγμα που έκανε πρόθυμα. Πλησίασα, της σήκωσα τα πόδια, μπήκα μέσα της, έγειρα προς το μέρος της κι άρχισα να γαμώ. 'Οταν μετά από λίγο βρήκα ρυθμό, πηγαίνοντας και πιο βαθιά, άρχισε να ψιλοβογγάει ευλογοφανώς. Τα βογγητά συνεχίστηκαν μέχρι τη σεξουαλική εκτόνωσή μου κάμποσες ψωλιές αργότερα. Πριν φύγει μου είπε πως δούλευε από τις εννέα το πρωί. «Mulți clienţi şi bani puțini»...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 29, 2015
Όνομα κοπέλας
Λαρίσα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.9
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τρίτη, ώρα 18:10
Ο συμπαθητικός, αδύνατος, μουστακαλής, μεσήλικος υπηρέτης ήταν ξεκάθαρος: «Γεια σου! Οι κουκλίτσες μου κάνουν: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, με δέκα ευρώ! Πάρα πολύ καλές στο δωμάτιο και σιγά σιγά!». Εμφανίστηκαν η αψηλή, αδύνατη, ξανθωπή Χριστίνα, «Γεια σου!» και η ακόμα πιο αψηλή, επίσης αδύνατη Ανέτα, «Γεια σου!», με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά, ομορφούτσικο πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο κώλο, άσπρη επιδερμίδα, διάστιξη στο δεξιό μπράτσο. Πριν αρχίσουν τα «φιλάκια εδώ, εδώ, εδώ!», εμφάνισα ένα δεκάρικο κι έκανα γνωστό πως θα περνούσα με την Ανέτα. «'Ελα, πέρνα...» μου είπε η Χριστίνα. Πλήρωσα τον τσάτσο και προχώρησα στον διάδρομο. Τα τρία δωμάτια ήταν άδεια. Διάλεξα το μεσαίο. 'Ενα ανήλιαγο κελί που βρωμοκοπούσε τσιγαρίλα, μέσα στο οποίο ανέμεινα την Ανέτα επί έντεκα λεπτά. Κατά τη διάρκεια της αναμονής, απ' την τηλεόραση στο κουζινάκι, ακούγονταν διάλογοι, ενώ κανένας απ' τους τρεις τους δεν μιλούσε. Θα παρακολουθούσαν κανένα σίριαλ...
Δύο λεπτά πριν ακούσω τα τακούνια της να πλησιάζουν κόσμος μπήκε στο σαλόνι κι ένας μικρός χαμός από φωνές, γέλια, προτροπές ακολούθησε. Η πόρτα άνοιξε δυνατά!... «Γεια σου», ξαναευχήθηκε μέσα απ' τα δόντια της. «Γεια σου», της ευχήθηκα με τη σειρά μου. Η γυμνόστηθη νεαρή ξεβρακώθηκε και χωρίς να βγάλει τα πορνοπάπουτσα ξάπλωσε πλάι μου, κολλητά, αρχίζοντας να παίζει το πουλί μου. Κάποια στιγμή ανέλαβα εγώ, ενώ εκείνη συνέχισε να μου χαϊδεύει-μαλάσσει τ' αρχίδια, έχοντας το βλέμμα της στυλωμένο εκεί. «Πάντα εδώ δουλεύεις εσύ, ε;», ρώτησα κάποια στιγμή. «Ναι», απάντησε σιγανά. «Εδώ και δίπλα (στον όροφο)», συμπλήρωσα. «Δίπλα δεν δουλεύω τώρα, μόνο εδώ», διευκρίνισε. «Ααα...». «Εντάξει, αν φύγω τώρα θα πάω δίπλα, δεν θα πάω πουθενά αλλού», διόρθωσε. «Οκέι... Δεν μου λες, εδώ κανένα φιλάκι δίνεις εσύ;». Αν και είχα ψιλοκαυλώσει (στο ενδιάμεσο της είχα ρουφήξει τις ρώγες, ενώ το χούφτωμα έπεφτε σύννεφο) δεν έχανα να ρωτήσω, μιας και δεν θα με χάλαγε καθόλου να "κουφαινόμουν" για δεύτερη φορά μέσα σε 24 ώρες... Δυστυχώς όμως η απάντησή της ήταν: «'Οχι, εγώ δεν φιλάω μωρό μου». «Εντάξει», τη σεβάστηκα. «Να σε χαϊδεύω, εντάξει, με το στόμα, όχι», ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει. «Οκέι». Συνεχίσαμε το ψευτομπαλαμούτι για λίγο ακόμα.
«Για βάλε την καπότα, μήπως μπορέσω να κάνω κάτι», της ζήτησα. Την άνοιξε με τα δόντια και την τοποθέτησε στη βάλανο της ημικαυλωμένης πούτσας μου. «Να την κρατήσω εγώ από κάτω (την ψωλή), εσύ ξετύλιξέ το...», πρότεινα. 'Αρχισε να τσιμπουκώνει ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι της γρήγορα. «Ξέρεις κάτι;...», είπα βλέποντας πως συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό. «Μμ;». «Μην ανεβοκατεβάζεις το κεφάλι τόσο γρήγορα, θα ζαλιστείς, πιο αργά και δούλευε το στόμα περισσότερο», τη συμβούλεψα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!», υπάκουσε. «Μπράβο, έτσι δεν κουράζεσαι, ενώ είναι καλύτερα και για μένα», έγειρα πίσω ικανοποιημένος.
Μετά από λίγη ακόμα ρουφηχτή πίπα, ένιωσα πως είχα καυλώσει ικανοποιητικά. «Κάτι έγινε, ε;», την κοίταξα, έχοντας πιάσει απ' τη βάση το καυλί μου κουνώντας το πέρα-δώθε. «Ναι», συμφώνησε αδιάφορα. «Για κάτσε τώρα ανάσκελα», της ζήτησα. «Κρικ κρικ κρικ...», ξάπλωσε ανοίγοντας τις ποδάρες. Το εφήβαιο το είχε ξυρισμένο, ενώ είχε αφήσει μια περιποιημένη γραμμή στο κέντρο. «Πω πω, μακριά πόδια έχεις!», σχολίασα και γέρνοντας μπροστά έχωσα τη λαστιχοντυμένη πούτσα μου στον λιπασμένο κόλπο της. «Κρικ κρικ κρικ!...», άρχισα να γαμάω. Εκείνη, στην αρχή, είχε τοποθετήσει τις παλάμες στο στήθος μου, για να διατηρεί μιαν απόσταση, ενώ στη συνέχεια, διαπιστώνοντας πως δεν ήμουν "βίαιος", με άφησε να ξαπλώσω πάνω της τοποθετώντας τα χέρια της στην πλάτη μου. Δεν χρειάστηκε να της ζητήσω ν' αλλάξουμε στάση, έχυσα ύστερα από λίγο.
Ο συμπαθητικός, αδύνατος, μουστακαλής, μεσήλικος υπηρέτης ήταν ξεκάθαρος: «Γεια σου! Οι κουκλίτσες μου κάνουν: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, με δέκα ευρώ! Πάρα πολύ καλές στο δωμάτιο και σιγά σιγά!». Εμφανίστηκαν η αψηλή, αδύνατη, ξανθωπή Χριστίνα, «Γεια σου!» και η ακόμα πιο αψηλή, επίσης αδύνατη Ανέτα, «Γεια σου!», με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά, ομορφούτσικο πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο κώλο, άσπρη επιδερμίδα, διάστιξη στο δεξιό μπράτσο. Πριν αρχίσουν τα «φιλάκια εδώ, εδώ, εδώ!», εμφάνισα ένα δεκάρικο κι έκανα γνωστό πως θα περνούσα με την Ανέτα. «'Ελα, πέρνα...» μου είπε η Χριστίνα. Πλήρωσα τον τσάτσο και προχώρησα στον διάδρομο. Τα τρία δωμάτια ήταν άδεια. Διάλεξα το μεσαίο. 'Ενα ανήλιαγο κελί που βρωμοκοπούσε τσιγαρίλα, μέσα στο οποίο ανέμεινα την Ανέτα επί έντεκα λεπτά. Κατά τη διάρκεια της αναμονής, απ' την τηλεόραση στο κουζινάκι, ακούγονταν διάλογοι, ενώ κανένας απ' τους τρεις τους δεν μιλούσε. Θα παρακολουθούσαν κανένα σίριαλ...
Δύο λεπτά πριν ακούσω τα τακούνια της να πλησιάζουν κόσμος μπήκε στο σαλόνι κι ένας μικρός χαμός από φωνές, γέλια, προτροπές ακολούθησε. Η πόρτα άνοιξε δυνατά!... «Γεια σου», ξαναευχήθηκε μέσα απ' τα δόντια της. «Γεια σου», της ευχήθηκα με τη σειρά μου. Η γυμνόστηθη νεαρή ξεβρακώθηκε και χωρίς να βγάλει τα πορνοπάπουτσα ξάπλωσε πλάι μου, κολλητά, αρχίζοντας να παίζει το πουλί μου. Κάποια στιγμή ανέλαβα εγώ, ενώ εκείνη συνέχισε να μου χαϊδεύει-μαλάσσει τ' αρχίδια, έχοντας το βλέμμα της στυλωμένο εκεί. «Πάντα εδώ δουλεύεις εσύ, ε;», ρώτησα κάποια στιγμή. «Ναι», απάντησε σιγανά. «Εδώ και δίπλα (στον όροφο)», συμπλήρωσα. «Δίπλα δεν δουλεύω τώρα, μόνο εδώ», διευκρίνισε. «Ααα...». «Εντάξει, αν φύγω τώρα θα πάω δίπλα, δεν θα πάω πουθενά αλλού», διόρθωσε. «Οκέι... Δεν μου λες, εδώ κανένα φιλάκι δίνεις εσύ;». Αν και είχα ψιλοκαυλώσει (στο ενδιάμεσο της είχα ρουφήξει τις ρώγες, ενώ το χούφτωμα έπεφτε σύννεφο) δεν έχανα να ρωτήσω, μιας και δεν θα με χάλαγε καθόλου να "κουφαινόμουν" για δεύτερη φορά μέσα σε 24 ώρες... Δυστυχώς όμως η απάντησή της ήταν: «'Οχι, εγώ δεν φιλάω μωρό μου». «Εντάξει», τη σεβάστηκα. «Να σε χαϊδεύω, εντάξει, με το στόμα, όχι», ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει. «Οκέι». Συνεχίσαμε το ψευτομπαλαμούτι για λίγο ακόμα.
«Για βάλε την καπότα, μήπως μπορέσω να κάνω κάτι», της ζήτησα. Την άνοιξε με τα δόντια και την τοποθέτησε στη βάλανο της ημικαυλωμένης πούτσας μου. «Να την κρατήσω εγώ από κάτω (την ψωλή), εσύ ξετύλιξέ το...», πρότεινα. 'Αρχισε να τσιμπουκώνει ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι της γρήγορα. «Ξέρεις κάτι;...», είπα βλέποντας πως συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό. «Μμ;». «Μην ανεβοκατεβάζεις το κεφάλι τόσο γρήγορα, θα ζαλιστείς, πιο αργά και δούλευε το στόμα περισσότερο», τη συμβούλεψα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!», υπάκουσε. «Μπράβο, έτσι δεν κουράζεσαι, ενώ είναι καλύτερα και για μένα», έγειρα πίσω ικανοποιημένος.
Μετά από λίγη ακόμα ρουφηχτή πίπα, ένιωσα πως είχα καυλώσει ικανοποιητικά. «Κάτι έγινε, ε;», την κοίταξα, έχοντας πιάσει απ' τη βάση το καυλί μου κουνώντας το πέρα-δώθε. «Ναι», συμφώνησε αδιάφορα. «Για κάτσε τώρα ανάσκελα», της ζήτησα. «Κρικ κρικ κρικ...», ξάπλωσε ανοίγοντας τις ποδάρες. Το εφήβαιο το είχε ξυρισμένο, ενώ είχε αφήσει μια περιποιημένη γραμμή στο κέντρο. «Πω πω, μακριά πόδια έχεις!», σχολίασα και γέρνοντας μπροστά έχωσα τη λαστιχοντυμένη πούτσα μου στον λιπασμένο κόλπο της. «Κρικ κρικ κρικ!...», άρχισα να γαμάω. Εκείνη, στην αρχή, είχε τοποθετήσει τις παλάμες στο στήθος μου, για να διατηρεί μιαν απόσταση, ενώ στη συνέχεια, διαπιστώνοντας πως δεν ήμουν "βίαιος", με άφησε να ξαπλώσω πάνω της τοποθετώντας τα χέρια της στην πλάτη μου. Δεν χρειάστηκε να της ζητήσω ν' αλλάξουμε στάση, έχυσα ύστερα από λίγο.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 28, 2015
Όνομα κοπέλας
Ανέτα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 20:22
Aλλοδαποί συζητούσαν στο σαλόνι. Με το δεκάρικο στο χέρι πέρασα στο κουζινάκι. Το βλέμμα της ελληνίδας υπηρεσίας καρφώθηκε στο πρόσωπό μου, στη συνέχεια στο χαρτονόμισμα και μετά πάλι το πρόσωπό μου. «Χαίρετε». «Χαίρετε». «Ποια κοπέλα είναι;». «Η Σιμόνα». «Και τι πρόγραμμα έχει;». Σηκώθηκε. «Πάμε έξω να σας πω... Τσιμπουκάκι, κωλαράκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, έρχεται να τη δείτε...». Μόλις είχε ακουστεί, απ' το πατάρι, μια πόρτα ν' ανοίγει. «Γεια σας!», αυτή που είχε ευχηθεί και τώρα κατέβαινε τις σκάλες, ήταν μια εικοσιπεντάχρονη Ρουμάνα, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, καλούτσικο πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος, μέτριο ανάστημα, σφιχτοδεμένο κορμί με πιασιματάκια κι ένα ταττού στο αριστερό βραχιόνιο, καμπυλώδη οπίσθια. «Το κορίτσι είναι, είναι πολύ καλή στο δωμάτιο», συμπλήρωσε η τσατσά κι έπειτα με δυνατή φωνή ενημέρωσε και τους αλλοδαπούς: «Τσιμπουκάκι, κωλαράκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, παιδιά, δέκα ευρώ!». Το αγοραίο πλάσμα πέρασε από μπροστά μας κατευθυνόμενο προς τα ενδότερα. Πλήρωσα τη μεσήλικη γυναίκα κι εκείνη μου έδειξε την κάμαρα του ισογείου. «Θα πάω καλύτερα απάνω...», της έκανα γνωστό. «Α, θέλετε επάνω! Ναι», συμφώνησε.
Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο, υποφωτισμένο από έναν κόκκινο λαμπτήρα στο ταβάνι, άθλιο. Εκεί μέσα περίμενα 13 λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων η πόρνη μιλούσε στο τηλέφωνο, ενώ ενδιάμεσα έκανε και δυο-τρία σαλόνια. Τέλος πάντων με το πέρας των δεκατριών λεπτών, την άκουσα ν' ανεβαίνει τα σκαλιά. Με βρήκε καθισμένο στο κρεβάτι με σταυρωμένες τις κνήμες.
«Γεια σου!». «Γεια σουουου!», ευχήθηκε ναζιάρικα με τη σειρά της, ενώ στη συνέχεια μένοντας ολόγυμνη γονάτισε πλάι μου. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω χαϊδεύοντας το κωλομέρι της. «Ναιαιαι!», απάντησε μ' εκούσια λεπτή φωνή. «Μπράβοοο!», την επαίνεσα με τον ίδιο τρόπο. «Χα χα...», γέλασε καθώς έσκιζε τη συσκευασία της καπότας που κρατούσε. Προσπάθησε να ξετυλίξει το λεπτό ελαστικό κατά μήκος του σε ηρεμία πουλιού μου. «Κάτσε να τη βάλω εγώ...», φιλοτιμήθηκα να τη βοηθήσω. «Τι;», με κοίταξε. «Εντάξει, βάλτη, οκέι... Επειδή δεν έχει καυλώσει και δεν μπαίνει καλά, γι' αυτό», της εξήγησα. «Δεν ξέρω ελληνικά!», μου αποκάλυψε. "Vorbești românește?" (μιλάς ρουμάνικα;), την "κούφανα"! «Ναι!», "Deci putem să ne înțelegem" (οπότε μπορούμε να συνεννοηθούμε). "Foarte bine, atunci!" (Πολύ ωραία, τότε!). Τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά (φιλιά, γλειψίματα, τέτοια...). Δεν είχε αντίρρηση, "κουφαίνοντάς" με με τη σειρά της, ενώ καπακώνοντάς με ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει, ικανοποιητικά, στις θηλές, στον λαιμό, στις παρειές, πολύ κοντά στα χείλη, στους λοβούς των αυτιών. Τα μαλλιά της έπεφταν στη μούρη μου και μ' εμπόδιζαν απ' το να τη φιλήσω και να τη γλείψω όπως θα ήθελα. Δυστυχώς δεν είχε κάτι να τα πιάσει. Τέλος πάντων είχα καυλώσει, οπότε ακολούθησαν η εφαρμογή του προφυλακτικού και μια μέτρια πίπα.
"Poți să vii asupra?" (μπορείς να έρθεις απάνω;), της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήταν η ώρα. Το έκανε αλείφοντας πρώτα το αιδοίο της με λίγη λιπανική γέλη κι αφού έχωσε το καυλί μου στον κόλπο της άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω, κάνοντας κάποιες κυματοειδείς κινήσεις με το κορμί, χωρίς να παραλείπει να βογγάει ευλογοφανώς. Η αίσθηση που είχα ήταν ικανοποιητική, αλλά προτίμησα να ολοκληρώσω "ιεραποστολικά". Ξάπλωσε ανάσκελα, άνοιξε τα πόδια, χώθηκα στο "κοχύλι" της, άρχισα να μπαινοβγαίνω. Προσπάθειά μου να τη φιλήσω στο στόμα έπεσε στο κενό...
Aλλοδαποί συζητούσαν στο σαλόνι. Με το δεκάρικο στο χέρι πέρασα στο κουζινάκι. Το βλέμμα της ελληνίδας υπηρεσίας καρφώθηκε στο πρόσωπό μου, στη συνέχεια στο χαρτονόμισμα και μετά πάλι το πρόσωπό μου. «Χαίρετε». «Χαίρετε». «Ποια κοπέλα είναι;». «Η Σιμόνα». «Και τι πρόγραμμα έχει;». Σηκώθηκε. «Πάμε έξω να σας πω... Τσιμπουκάκι, κωλαράκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, έρχεται να τη δείτε...». Μόλις είχε ακουστεί, απ' το πατάρι, μια πόρτα ν' ανοίγει. «Γεια σας!», αυτή που είχε ευχηθεί και τώρα κατέβαινε τις σκάλες, ήταν μια εικοσιπεντάχρονη Ρουμάνα, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, καλούτσικο πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος, μέτριο ανάστημα, σφιχτοδεμένο κορμί με πιασιματάκια κι ένα ταττού στο αριστερό βραχιόνιο, καμπυλώδη οπίσθια. «Το κορίτσι είναι, είναι πολύ καλή στο δωμάτιο», συμπλήρωσε η τσατσά κι έπειτα με δυνατή φωνή ενημέρωσε και τους αλλοδαπούς: «Τσιμπουκάκι, κωλαράκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, παιδιά, δέκα ευρώ!». Το αγοραίο πλάσμα πέρασε από μπροστά μας κατευθυνόμενο προς τα ενδότερα. Πλήρωσα τη μεσήλικη γυναίκα κι εκείνη μου έδειξε την κάμαρα του ισογείου. «Θα πάω καλύτερα απάνω...», της έκανα γνωστό. «Α, θέλετε επάνω! Ναι», συμφώνησε.
Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο, υποφωτισμένο από έναν κόκκινο λαμπτήρα στο ταβάνι, άθλιο. Εκεί μέσα περίμενα 13 λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων η πόρνη μιλούσε στο τηλέφωνο, ενώ ενδιάμεσα έκανε και δυο-τρία σαλόνια. Τέλος πάντων με το πέρας των δεκατριών λεπτών, την άκουσα ν' ανεβαίνει τα σκαλιά. Με βρήκε καθισμένο στο κρεβάτι με σταυρωμένες τις κνήμες.
«Γεια σου!». «Γεια σουουου!», ευχήθηκε ναζιάρικα με τη σειρά της, ενώ στη συνέχεια μένοντας ολόγυμνη γονάτισε πλάι μου. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω χαϊδεύοντας το κωλομέρι της. «Ναιαιαι!», απάντησε μ' εκούσια λεπτή φωνή. «Μπράβοοο!», την επαίνεσα με τον ίδιο τρόπο. «Χα χα...», γέλασε καθώς έσκιζε τη συσκευασία της καπότας που κρατούσε. Προσπάθησε να ξετυλίξει το λεπτό ελαστικό κατά μήκος του σε ηρεμία πουλιού μου. «Κάτσε να τη βάλω εγώ...», φιλοτιμήθηκα να τη βοηθήσω. «Τι;», με κοίταξε. «Εντάξει, βάλτη, οκέι... Επειδή δεν έχει καυλώσει και δεν μπαίνει καλά, γι' αυτό», της εξήγησα. «Δεν ξέρω ελληνικά!», μου αποκάλυψε. "Vorbești românește?" (μιλάς ρουμάνικα;), την "κούφανα"! «Ναι!», "Deci putem să ne înțelegem" (οπότε μπορούμε να συνεννοηθούμε). "Foarte bine, atunci!" (Πολύ ωραία, τότε!). Τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά (φιλιά, γλειψίματα, τέτοια...). Δεν είχε αντίρρηση, "κουφαίνοντάς" με με τη σειρά της, ενώ καπακώνοντάς με ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει, ικανοποιητικά, στις θηλές, στον λαιμό, στις παρειές, πολύ κοντά στα χείλη, στους λοβούς των αυτιών. Τα μαλλιά της έπεφταν στη μούρη μου και μ' εμπόδιζαν απ' το να τη φιλήσω και να τη γλείψω όπως θα ήθελα. Δυστυχώς δεν είχε κάτι να τα πιάσει. Τέλος πάντων είχα καυλώσει, οπότε ακολούθησαν η εφαρμογή του προφυλακτικού και μια μέτρια πίπα.
"Poți să vii asupra?" (μπορείς να έρθεις απάνω;), της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήταν η ώρα. Το έκανε αλείφοντας πρώτα το αιδοίο της με λίγη λιπανική γέλη κι αφού έχωσε το καυλί μου στον κόλπο της άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω, κάνοντας κάποιες κυματοειδείς κινήσεις με το κορμί, χωρίς να παραλείπει να βογγάει ευλογοφανώς. Η αίσθηση που είχα ήταν ικανοποιητική, αλλά προτίμησα να ολοκληρώσω "ιεραποστολικά". Ξάπλωσε ανάσκελα, άνοιξε τα πόδια, χώθηκα στο "κοχύλι" της, άρχισα να μπαινοβγαίνω. Προσπάθειά μου να τη φιλήσω στο στόμα έπεσε στο κενό...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 27, 2015
Όνομα κοπέλας
Σιμόνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.9
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
«Ντιν ντιν ντιν!», έσπρωξα την εξώπορτα του ισογείου. Υπήρχε λαός στον διάδρομο. «...δέκα ευρώ!», ολοκλήρωνε η Ζάνα. Αμέσως έκανα μεταβολή. «Ντιν ντιν ντιν!», τράβηξα την εξώπορτα. «Γεια σας», την άκουσα να εύχεται στον κόσμο που αποχωρούσε.
Στον όροφο ανέβηκα μόνος. «Γεια σας!», μου ευχήθηκε η υπηρεσία. «Χαίρετε!». «Δύο Ρωσίδες!... Ελεύθερο στοματικό, τελειωτικό στο στήθος, εξήντα εννιά, πισωκολλητό, δέκα ευρώ, ισπανικό!... Λώρα και Τζούλια!», μ' ενημέρωσε, ενώ η θεριακωμένη, μεγάστηθη Τζούλια και μία επίσης μιλφ, με καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, καλούτσικο πρόσωπο, μεγάλο κρεμασμένο στήθος, κανονικό κορμί (προφανώς η Λώρα), εμφανίστηκαν απ' το βάθος.
«Γεια σου Τζούλια, γεια σου Λώρα!», τους ευχήθηκα. «Γεια σου χαρά!», ανταπέδωσε η Λώρα. «Περάστε!», αδημονούσε η τσατσά. «Οκέι...», το σκεφτόμουν. «Να περάστε πολύ ωραία, είναι πολύ καλά κορίτσια!...'Ελα!», πρόσθεσε, βλέποντάς με να το κλώθω (στο μυαλό μου). «Εντάξει, θα περάσω!», αποφάσισα. «Μπες μέσα, εδώ!...», βιάστηκε να με σιγουρέψει, συμπληρώνοντας πως «είναι πάρα πολύ καλή και τα δύο κορίτσια!». «Ορίστε...», της έδωσα το ακριβές αντίτιμο. «Ναι, ποια θέλετε;», ζήτησε να μάθει παίρνοντας το χαρτονόμισμα. «Αυτήν εδώ, έδειξα προς το μέρος όπου πριν λίγο στεκόταν η αδύνατη καστανή, πώς τη λένε, Λώρα;». «Λώρα!», επιβεβαίωσε. «Τη Λώρα λοιπόν!», είπα και προχώρησα στο δωμάτιο, το κρεβάτι του οποίου έπρεπε ν' αποτελούσε ένα κατασκευαστικό "θαύμα"...
Η πόρνη που είχα επιλέξει, άνοιξε την πόρτα ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σου αγάπη μου!». «Η Λώρα είσαι εσύ, ε;» (αμάν ρε φίλε, τόσες φορές ειπώθηκε τ' όνομά της, ακόμα ρωτάς;...) «Γιες!». Εκείνη τη στιγμή σαπούνιζα τα χέρια μου (μόλις είχα ουρήσει στον νιπτήρα...). «Μπράβο αγόρι μου, καταρός, μ' αρέσει!», επιδοκίμασε ξαπλώνοντας στο κρεβάτι. «Κρικ κρικ κρικ...». Ξάπλωσα κι εγώ. Αμέσως με καπάκωσε κι άρχισε να με φιλάει-γλείφει στις θηλές, στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών... «Αχ, μπράβο, κάνε μου τέτοια!...», την προέτρεψα (η ανάσα της μύριζε ελαφρώς αλκοόλ). «Ναι...», συμφώνησε με ηδυπάθεια και στη συνέχεια ξεκίνησε να περιφέρει τα βυζιά της αργά στον κορμό μου, ενώ κατεβαίνοντας προς την ημισηκωμένη πούτσα μου την έβαλε ανάμεσά τους πραγματοποιώντας μια χλιαρή ισπανική, ρίχνοντάς μου ταυτόχρονα λάγνες ματιές.
«Ναβρωκαίτη γυμνό τσιμπούκι;», την άκουσα να ρωτάει. «Τι λες;». «Γυμνό τσιμπούκι τέλεις;». «'Οχι όχι!». «Μπράβο!...», επικρότησε. «Αλλά εάν μπορείς, έτσι, κάνενα φιλάκι να μου δώσεις εδώ, που μ' αρέσουνε...», της ζήτησα. «Να σου δώσω... φιλάκι να σου δώσω κι αγκαλίτσα...», χαμογέλασε. «Α, μπράβο...», έκανα καθώς εκείνη συνέχιζε τα φιλιά και το γλείψιμό της. Ματς μουτς... μμμ... (ήχο που έκανε κατά τη διάρκεια του ακρογλώσσιου γλειψίματος). «Α, μπράβο έτσι... και στον λαιμό, εάν θέλεις λίγο...», καύλωνα. «Μ-μ! (καταφατικό), ό,τι θέλει πασά μου!», δεν μου χάλαγε χατίρι. «Αυτή η γλώσσα σου, με τρελαίνει...», απολάμβανα τα μέτρια προς καλά προκαταρκτικά της. «Στο στόμα δεν φιλάς καθόλου, ε;», δεν άντεξα και ρώτησα... «Φιλάω», ήταν η απάντησή της. Την επόμενη στιγμή ενώναμε τα χείλη κι οι γλώσσες μας άρχιζαν να παίζουν μεταξύ τους. Η δική μου "εξερευνούσε" τη στοματική της κοιλότητα, ενώ στις προσπάθειές μου να τη φιλήσω βαθιά, εκείνη αντιστεκόταν... Τελικά συμβιβάστηκα με το να της τη ρουφάω. Η πούτσα μου φυσικά είχε γίνει "κατάρτι"... «Θα γαμήσεις ή θα συνεχίσουμε έτσι;», ρώτησε. «Φέρε την καπότα!», είπα πνιχτά. Τη γάμησα σε μία στάση (την ιεραποστολική) συνεχίζοντας τα γλωσσόφιλα κι όταν έχυσα, στα βουβά, είπα: «Πω πω, ήμουνα πολύ καυλωμένος!».
«Απόγευμα είσαι εσύ εδώ, πάντα;», θέλησα να μάθω. «Ναι. Μόνο Κυριακή είμαι από ντώντεκα μέχρι έξι». «Από 12 το πρωί;». «Ναι, Κυριακή... Γεια σου μωρό μου, καλό βράδυ!».
Στον όροφο ανέβηκα μόνος. «Γεια σας!», μου ευχήθηκε η υπηρεσία. «Χαίρετε!». «Δύο Ρωσίδες!... Ελεύθερο στοματικό, τελειωτικό στο στήθος, εξήντα εννιά, πισωκολλητό, δέκα ευρώ, ισπανικό!... Λώρα και Τζούλια!», μ' ενημέρωσε, ενώ η θεριακωμένη, μεγάστηθη Τζούλια και μία επίσης μιλφ, με καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, καλούτσικο πρόσωπο, μεγάλο κρεμασμένο στήθος, κανονικό κορμί (προφανώς η Λώρα), εμφανίστηκαν απ' το βάθος.
«Γεια σου Τζούλια, γεια σου Λώρα!», τους ευχήθηκα. «Γεια σου χαρά!», ανταπέδωσε η Λώρα. «Περάστε!», αδημονούσε η τσατσά. «Οκέι...», το σκεφτόμουν. «Να περάστε πολύ ωραία, είναι πολύ καλά κορίτσια!...'Ελα!», πρόσθεσε, βλέποντάς με να το κλώθω (στο μυαλό μου). «Εντάξει, θα περάσω!», αποφάσισα. «Μπες μέσα, εδώ!...», βιάστηκε να με σιγουρέψει, συμπληρώνοντας πως «είναι πάρα πολύ καλή και τα δύο κορίτσια!». «Ορίστε...», της έδωσα το ακριβές αντίτιμο. «Ναι, ποια θέλετε;», ζήτησε να μάθει παίρνοντας το χαρτονόμισμα. «Αυτήν εδώ, έδειξα προς το μέρος όπου πριν λίγο στεκόταν η αδύνατη καστανή, πώς τη λένε, Λώρα;». «Λώρα!», επιβεβαίωσε. «Τη Λώρα λοιπόν!», είπα και προχώρησα στο δωμάτιο, το κρεβάτι του οποίου έπρεπε ν' αποτελούσε ένα κατασκευαστικό "θαύμα"...
Η πόρνη που είχα επιλέξει, άνοιξε την πόρτα ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σου αγάπη μου!». «Η Λώρα είσαι εσύ, ε;» (αμάν ρε φίλε, τόσες φορές ειπώθηκε τ' όνομά της, ακόμα ρωτάς;...) «Γιες!». Εκείνη τη στιγμή σαπούνιζα τα χέρια μου (μόλις είχα ουρήσει στον νιπτήρα...). «Μπράβο αγόρι μου, καταρός, μ' αρέσει!», επιδοκίμασε ξαπλώνοντας στο κρεβάτι. «Κρικ κρικ κρικ...». Ξάπλωσα κι εγώ. Αμέσως με καπάκωσε κι άρχισε να με φιλάει-γλείφει στις θηλές, στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών... «Αχ, μπράβο, κάνε μου τέτοια!...», την προέτρεψα (η ανάσα της μύριζε ελαφρώς αλκοόλ). «Ναι...», συμφώνησε με ηδυπάθεια και στη συνέχεια ξεκίνησε να περιφέρει τα βυζιά της αργά στον κορμό μου, ενώ κατεβαίνοντας προς την ημισηκωμένη πούτσα μου την έβαλε ανάμεσά τους πραγματοποιώντας μια χλιαρή ισπανική, ρίχνοντάς μου ταυτόχρονα λάγνες ματιές.
«Ναβρωκαίτη γυμνό τσιμπούκι;», την άκουσα να ρωτάει. «Τι λες;». «Γυμνό τσιμπούκι τέλεις;». «'Οχι όχι!». «Μπράβο!...», επικρότησε. «Αλλά εάν μπορείς, έτσι, κάνενα φιλάκι να μου δώσεις εδώ, που μ' αρέσουνε...», της ζήτησα. «Να σου δώσω... φιλάκι να σου δώσω κι αγκαλίτσα...», χαμογέλασε. «Α, μπράβο...», έκανα καθώς εκείνη συνέχιζε τα φιλιά και το γλείψιμό της. Ματς μουτς... μμμ... (ήχο που έκανε κατά τη διάρκεια του ακρογλώσσιου γλειψίματος). «Α, μπράβο έτσι... και στον λαιμό, εάν θέλεις λίγο...», καύλωνα. «Μ-μ! (καταφατικό), ό,τι θέλει πασά μου!», δεν μου χάλαγε χατίρι. «Αυτή η γλώσσα σου, με τρελαίνει...», απολάμβανα τα μέτρια προς καλά προκαταρκτικά της. «Στο στόμα δεν φιλάς καθόλου, ε;», δεν άντεξα και ρώτησα... «Φιλάω», ήταν η απάντησή της. Την επόμενη στιγμή ενώναμε τα χείλη κι οι γλώσσες μας άρχιζαν να παίζουν μεταξύ τους. Η δική μου "εξερευνούσε" τη στοματική της κοιλότητα, ενώ στις προσπάθειές μου να τη φιλήσω βαθιά, εκείνη αντιστεκόταν... Τελικά συμβιβάστηκα με το να της τη ρουφάω. Η πούτσα μου φυσικά είχε γίνει "κατάρτι"... «Θα γαμήσεις ή θα συνεχίσουμε έτσι;», ρώτησε. «Φέρε την καπότα!», είπα πνιχτά. Τη γάμησα σε μία στάση (την ιεραποστολική) συνεχίζοντας τα γλωσσόφιλα κι όταν έχυσα, στα βουβά, είπα: «Πω πω, ήμουνα πολύ καυλωμένος!».
«Απόγευμα είσαι εσύ εδώ, πάντα;», θέλησα να μάθω. «Ναι. Μόνο Κυριακή είμαι από ντώντεκα μέχρι έξι». «Από 12 το πρωί;». «Ναι, Κυριακή... Γεια σου μωρό μου, καλό βράδυ!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 24, 2015
Όνομα κοπέλας
Λώρα
Υπηρεσίες
- «Ισπανικό»
- Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.6
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
5.0
Πέμπτη, ώρα 18:14
Κάθισα σε μια καρέκλα κοντά στο κουζινάκι. Ανάμεσα απ' το μισάνοιχτο υφασμάτινο διαχωριστικό, διέκρινα ένα ζευγάρι γυμνά, χοντρουλά, γυναικεία πόδια. Προσπάθησα να κρυφοκοιτάξω καλύτερα. Η κοπέλα, της οποίας ήταν μέρος, με είδε και μου ευχήθηκε υγεία. Τραβήχτηκα... και καλησπέρισα κοιτάζοντας τον απέναντι καθρέφτη.
«Καλησπέρα, τι κάνετε;», παραμέρισε το παραβάν η υπηρεσία. «Καλά», της χαμογέλασα. Η "Τίνα" είναι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, από πάνω, από κάτω, φιλάκια παντού, ελεύθερο στοματικό, δέκα ευρώ. Περάστε...».
Η περί ης ο λόγος ακολουθούσε. Επρόκειτο για μια καλοθρεμμένη, νέα στην ηλικία γυναίκα, με μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά πιασμένο σε αλογοουρά, μέτριο πρόσωπο, μεγάλο στήθος, κώλο και μπούτια με κυτταρίτιδα, η οποία φορούσε σκούρο εσωφόρι.
«Μπορώ να περάσω επάνω;», ρώτησα με το δεκάρικο στο χέρι. «Εάν θέλεις...», δεν έφερε αντίρρηση η τσατσά παίρνοντας το χαρτονόμισμα. Ανέβηκα τη σκάλα. Η πόρτα του μοναδικού δωματίου ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό επικρατούσε σκοτάδι. «Φως δεν έχει;», φώναξα. «Είναι πάνω απ' τον νιπτήρα!», άκουσα την υπηρεσία ν' απαντάει απ' το κουζινάκι.
Η κάμαρα ήταν ευρύχωρη, φωτεινή και καθαρή.
Μετά από δύο λεπτά άκουσα την πόρνη ν' ανεβαίνει. Την ξαναχαιρέτησα. Εκείνη, βλέποντας πως ακόμα δεν είχα βγάλει παρά μόνο πουκάμισο και φανέλα, κοντοστάθηκε στην είσοδο. «'Ελα έλα, τώρα τελειώνω!», την κάλεσα να περάσει. Μπήκε αμίλητη και προχώρησε στο βάθος. «Πώς σε λένε;... Τίνα;», ρώτησα βγάζοντας το πανταλόνι μου. «Τζίνα!», με διόρθωσε. «Α, Τζίνα!», επανέλαβα "επανακαταχωρώντας" τ' όνομα στη μνήμη μου. Στάθηκε όρθια δίπλα στο κρεβάτι και με περίμενε μ' ένα μαντηλάκι στο χέρι. «Καλά είσαι;», προσπάθησα να της ανοίξω κουβέντα καθώς έβγαζα το βρακί μου μένοντας ολόγυμνος. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Απ' το πρωί είσαι εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω πλησιάζοντας στον νιπτήρα. Κούνησε ξανά καταφατικά το κεφάλι. «Από το πρωί, ε;... Πολλές ώρες...», παρατήρησα καθώς άνοιγα τη βρύση. Δεν άκουσα απάντηση. 'Ισως να ξανακούνησε το κεφάλι καταφατικά...
Περνώντας από δίπλα της, ξάπλωσα κι εκείνη γονατίζοντας πλάι μου, έβγαλε τα βυζιά της απ' τον σκληρό στηθόδεσμο κι ετοιμάστηκε να με σκουπίσει. «Δεν θέλω να μου κάνεις ελεύθερο στοματικό!», της έκανα γνωστό. «Ε;», με κοίταξε με απορία. «Πίπα, με καπότα!», της εξήγησα. «Καπότα;», έκανε αβέβαιη. «Ναι». «Εντάξει», συμφώνησε κι αμέσως άρπαξε το συσκευασμένο προφυλακτικό απ' το κομοδίνο. «Αλλά πρώτα... Πρίν τη βάλεις... 'Ετσι, λίγο εδωπέρα (έδειξα το σώμα μου), κάνεις τίποτα;». «Ε;». «Εδώ!», της ξαναέδειξα. «Φιλάκια!», επιτέλους είχε καταλάβει! «Ναι, πριν τη βάλεις όμως... την καπότα!», πήγα να την προλάβω. «Καπότα;...», έκανε και τοποθετώντας τη στη βάλανο του σε ηρεμία πέους μου, προπάθησε να την ξετυλίξει. «Εγώ σου έλεγα πριν... για να σηκωθεί αυτό... 'Αντε, βάλτη τώρα, οκέι!», παραιτήθηκα τελικά... Ξεκίνησε να πιπώνει αργά, ρουφηχτά, πιέζοντάς με όμως επώδυνα στον βουβώνα.
'Επειτα από ένα λεπτό τσιμπουκιού, με τη διόγκωση του πέους, το προφυλακτικό είχε μαζευτεί προς τα πάνω, ενώ η θηλή είχε γεμίσει αέρα. «Γι' αυτό σου είπα... η πούτσα πρέπει να είναι σηκωμένη για να βάλεις την καπότα... γι' αυτό σου είπα, κάνε κάτι εδώ (ξανάδειξα το σώμα μου) για να σηκωθεί...», παραπονέθηκα. «Εδώ;», έδειξε κι εκείνη. «Ναι!». Αρχισε τότε να με φιλάει, να με γλείφει, αλλά και να με απαλοδαγκώνει στις θηλές. «Κι εδώ, στον λαιμό...», της έδειξα. «Μμ;», έκανε με απορία. «Εδώ!», της ξαναέδειξα. «Εδώ;», έδειξε τον λαιμό μου με τη σειρά της. 'Εγνεψα καταφατικά. Ξεκίνησε να με απαλοφιλάει και να με γλειφει ακρογλώσσια. Της ρούφηξα κι εγώ τις βυζάρες, ενώ τη φίλησα-έγλειψα στον λαιμό και στους λοβούς των αυτιών της.
«Από πού είσαι;», ρώτησα. «Ρουμανία», ήταν η απάντησή της. «Για να δω, μήπως μπορώ να κάνω κάτι...», είπα και γονάτισα προσπαθώντας να στρώσω όσο το δυνατόν καλύτερα το ελαστικό στην καυλωμένη ψωλή μου. Εκείνη ξάπλωσε ανάσκελα, απάγοντας τα πόδια. Συνέχιζε να φοράει το κορμάκι της, έχοντας όμως (όπως προείπα) βγάλει τις βυζάρες απ' όξω... Τον έχωσα στην ξυρισμένη μουνάρα κι άρχισα να γαμάω. «Πλαφ πλαφ παλφ!». Δεν μπορούσα να πω, ένιωθα ικανοποιητικά την πρόστριψη... Κάποια στιγμή της πιπίλισα και τις ρώγες... Δεν έχυνα όμως κι η ώρα περνούσε... Σταμάτησα, τραβήχτηκα και στάθηκα ξανά στα γόνατα. «Τέσσερα;», με κοίταξε εκείνη. Της έγνεψα καταφατικά. Πήρε θέση και πριν την "ξανακαρφώσω" της έπιασα-χάιδεψα την αλογοουρά. Η αίσθηση των τριχών ήταν άγρια... «Α, δεν είναι τα δικά σου μαλλιά αυτά!...», διαπίστωσα μ' έκπληξη. Το παραδέχτηκε μ' ένα αρνητικό «μ-μ!». Κατάφερα να χύσω έπειτα από κάμποσες δυνατές ψωλιές. Απ' το δωμάτιο βγήκε όπως είχε μπει. Αμίλητη.
Κάθισα σε μια καρέκλα κοντά στο κουζινάκι. Ανάμεσα απ' το μισάνοιχτο υφασμάτινο διαχωριστικό, διέκρινα ένα ζευγάρι γυμνά, χοντρουλά, γυναικεία πόδια. Προσπάθησα να κρυφοκοιτάξω καλύτερα. Η κοπέλα, της οποίας ήταν μέρος, με είδε και μου ευχήθηκε υγεία. Τραβήχτηκα... και καλησπέρισα κοιτάζοντας τον απέναντι καθρέφτη.
«Καλησπέρα, τι κάνετε;», παραμέρισε το παραβάν η υπηρεσία. «Καλά», της χαμογέλασα. Η "Τίνα" είναι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, από πάνω, από κάτω, φιλάκια παντού, ελεύθερο στοματικό, δέκα ευρώ. Περάστε...».
Η περί ης ο λόγος ακολουθούσε. Επρόκειτο για μια καλοθρεμμένη, νέα στην ηλικία γυναίκα, με μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά πιασμένο σε αλογοουρά, μέτριο πρόσωπο, μεγάλο στήθος, κώλο και μπούτια με κυτταρίτιδα, η οποία φορούσε σκούρο εσωφόρι.
«Μπορώ να περάσω επάνω;», ρώτησα με το δεκάρικο στο χέρι. «Εάν θέλεις...», δεν έφερε αντίρρηση η τσατσά παίρνοντας το χαρτονόμισμα. Ανέβηκα τη σκάλα. Η πόρτα του μοναδικού δωματίου ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό επικρατούσε σκοτάδι. «Φως δεν έχει;», φώναξα. «Είναι πάνω απ' τον νιπτήρα!», άκουσα την υπηρεσία ν' απαντάει απ' το κουζινάκι.
Η κάμαρα ήταν ευρύχωρη, φωτεινή και καθαρή.
Μετά από δύο λεπτά άκουσα την πόρνη ν' ανεβαίνει. Την ξαναχαιρέτησα. Εκείνη, βλέποντας πως ακόμα δεν είχα βγάλει παρά μόνο πουκάμισο και φανέλα, κοντοστάθηκε στην είσοδο. «'Ελα έλα, τώρα τελειώνω!», την κάλεσα να περάσει. Μπήκε αμίλητη και προχώρησε στο βάθος. «Πώς σε λένε;... Τίνα;», ρώτησα βγάζοντας το πανταλόνι μου. «Τζίνα!», με διόρθωσε. «Α, Τζίνα!», επανέλαβα "επανακαταχωρώντας" τ' όνομα στη μνήμη μου. Στάθηκε όρθια δίπλα στο κρεβάτι και με περίμενε μ' ένα μαντηλάκι στο χέρι. «Καλά είσαι;», προσπάθησα να της ανοίξω κουβέντα καθώς έβγαζα το βρακί μου μένοντας ολόγυμνος. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Απ' το πρωί είσαι εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω πλησιάζοντας στον νιπτήρα. Κούνησε ξανά καταφατικά το κεφάλι. «Από το πρωί, ε;... Πολλές ώρες...», παρατήρησα καθώς άνοιγα τη βρύση. Δεν άκουσα απάντηση. 'Ισως να ξανακούνησε το κεφάλι καταφατικά...
Περνώντας από δίπλα της, ξάπλωσα κι εκείνη γονατίζοντας πλάι μου, έβγαλε τα βυζιά της απ' τον σκληρό στηθόδεσμο κι ετοιμάστηκε να με σκουπίσει. «Δεν θέλω να μου κάνεις ελεύθερο στοματικό!», της έκανα γνωστό. «Ε;», με κοίταξε με απορία. «Πίπα, με καπότα!», της εξήγησα. «Καπότα;», έκανε αβέβαιη. «Ναι». «Εντάξει», συμφώνησε κι αμέσως άρπαξε το συσκευασμένο προφυλακτικό απ' το κομοδίνο. «Αλλά πρώτα... Πρίν τη βάλεις... 'Ετσι, λίγο εδωπέρα (έδειξα το σώμα μου), κάνεις τίποτα;». «Ε;». «Εδώ!», της ξαναέδειξα. «Φιλάκια!», επιτέλους είχε καταλάβει! «Ναι, πριν τη βάλεις όμως... την καπότα!», πήγα να την προλάβω. «Καπότα;...», έκανε και τοποθετώντας τη στη βάλανο του σε ηρεμία πέους μου, προπάθησε να την ξετυλίξει. «Εγώ σου έλεγα πριν... για να σηκωθεί αυτό... 'Αντε, βάλτη τώρα, οκέι!», παραιτήθηκα τελικά... Ξεκίνησε να πιπώνει αργά, ρουφηχτά, πιέζοντάς με όμως επώδυνα στον βουβώνα.
'Επειτα από ένα λεπτό τσιμπουκιού, με τη διόγκωση του πέους, το προφυλακτικό είχε μαζευτεί προς τα πάνω, ενώ η θηλή είχε γεμίσει αέρα. «Γι' αυτό σου είπα... η πούτσα πρέπει να είναι σηκωμένη για να βάλεις την καπότα... γι' αυτό σου είπα, κάνε κάτι εδώ (ξανάδειξα το σώμα μου) για να σηκωθεί...», παραπονέθηκα. «Εδώ;», έδειξε κι εκείνη. «Ναι!». Αρχισε τότε να με φιλάει, να με γλείφει, αλλά και να με απαλοδαγκώνει στις θηλές. «Κι εδώ, στον λαιμό...», της έδειξα. «Μμ;», έκανε με απορία. «Εδώ!», της ξαναέδειξα. «Εδώ;», έδειξε τον λαιμό μου με τη σειρά της. 'Εγνεψα καταφατικά. Ξεκίνησε να με απαλοφιλάει και να με γλειφει ακρογλώσσια. Της ρούφηξα κι εγώ τις βυζάρες, ενώ τη φίλησα-έγλειψα στον λαιμό και στους λοβούς των αυτιών της.
«Από πού είσαι;», ρώτησα. «Ρουμανία», ήταν η απάντησή της. «Για να δω, μήπως μπορώ να κάνω κάτι...», είπα και γονάτισα προσπαθώντας να στρώσω όσο το δυνατόν καλύτερα το ελαστικό στην καυλωμένη ψωλή μου. Εκείνη ξάπλωσε ανάσκελα, απάγοντας τα πόδια. Συνέχιζε να φοράει το κορμάκι της, έχοντας όμως (όπως προείπα) βγάλει τις βυζάρες απ' όξω... Τον έχωσα στην ξυρισμένη μουνάρα κι άρχισα να γαμάω. «Πλαφ πλαφ παλφ!». Δεν μπορούσα να πω, ένιωθα ικανοποιητικά την πρόστριψη... Κάποια στιγμή της πιπίλισα και τις ρώγες... Δεν έχυνα όμως κι η ώρα περνούσε... Σταμάτησα, τραβήχτηκα και στάθηκα ξανά στα γόνατα. «Τέσσερα;», με κοίταξε εκείνη. Της έγνεψα καταφατικά. Πήρε θέση και πριν την "ξανακαρφώσω" της έπιασα-χάιδεψα την αλογοουρά. Η αίσθηση των τριχών ήταν άγρια... «Α, δεν είναι τα δικά σου μαλλιά αυτά!...», διαπίστωσα μ' έκπληξη. Το παραδέχτηκε μ' ένα αρνητικό «μ-μ!». Κατάφερα να χύσω έπειτα από κάμποσες δυνατές ψωλιές. Απ' το δωμάτιο βγήκε όπως είχε μπει. Αμίλητη.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 23, 2015
Όνομα κοπέλας
Τζίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:17
Στο ψηλοτάβανο, άδειο από κόσμο, σαλόνι αντηχούσαν κλαρίνα.
«Γεια σου, καλώς ήρθες. Στο δωμάτιο η κοπελίτσα», μ΄ενημέρωσε η αλλοδαπή υπηρεσία. «Ποια κοπελίτσα είναι;». «Σούζη». «Σούζη...», ψιθύρισα. «Και τι πρόγραμμα έχει;». «Πισωκόλλητο (sic). Κανονικά!». «Εντάξει... Ορίστε!», της έδωσα ένα δεκάρικο, αιφνιδιάζοντάς την. «Μισό λεπτό, γιατί τώρα είναι μέσα», επανέλαβε. «Δεν πειράζει, να μπω να περιμένω σ' ένα δωμάτιο», της είπα με τη σειρά μου. Μου φάνηκε σαν να δίσταζε. «Είναι όλα γεμάτα;», ρώτησα. «'Οχι, όχι...», απάντησε αμέσως. «Εντάξει, μπαίνω σ' ένα δωμάτιο τότε... 'Εχει άλλον πριν από μένα;». «Μμ;». Επανέλαβα την ερώτηση. «Τώρα μπήκε ένας άνθρωπος, είναι στο δωμάτιο...». «Ωραία, μπαίνω εγώ σ' ένα άλλο και θα την περιμένω εκεί!», είπα και προχώρησα στον διάδρομο. «Από δω, από κει...», την άκουσα να μου προτείνει. Προσπέρασα τις δυο πρώτες κάμαρες (δεξιά κι αριστερά) και μπήκα στην επόμενη δεξιά (σχετικά καθαρή και πρόσφατα βαμμένη σε χρώμα λαχανί). Η τσατσά έκλεισε πίσω μου την πόρτα.
'Επειτα από δέκα λεπτά αναμονής, απ' το κρεβάτι όπου είχα ξαπλώσει, άκουσα βήματα να πλησιάζουν. Μπροστά μου παρουσιάστηκε μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοχτάχρονη γυναίκα, με τριπλόφαρδη κωλάρα, χοντρές μπουτάρες, παχουλά βραχιόνια, μικρό στήθος, δύο τατουάζ (μια πρόταση κατά μήκος της δεξιάς κλείδας κι ένα τρίμπαλ στην οσφύ), καλούτσικο ψιλοέκφυλο πρόσωπο, καστανόμαυρα μαλλιά πιασμένα πίσω.
«Γεια σου!». «Γεια σου, Σούζη!». «Τι κάαανεις;», ρώτησε σαν να με γνώριζε. «Με ξέρεις;...», παραξενεύτηκα. «Ναιαιαι!», επιβεβαίωσε. «Από πού;». «Από δω!». «Εγώ δεν σε θυμάμαι... 'Εχουμε περάσει μαζί; Αποκλείεται!» «'Εχουμε!», επέμεινε. «Για κοίταξέ με καλά...», της είπα. Με παρατήρησε για λίγο και όντως τελικά παραδέχτηκε πως, «όχι, δεν είσαι εσύ!... Αλλά μοιάζεις πολύ!». «Ε, βέβαια, αφού δεν σε θυμάμαι!...», έκανα ανακουφισμένος. «Τ' όνομα σου;», ρώτησε. «Τάδε», της απάντησα. «Τάδε...», επανέλαβε, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί από τ' όνομα, εάν τελικά ήμουν εκείνος που νόμιζε. «Εσύ, πού αλλού δούλευες ή δουλεύεις;», θέλησα να μάθω. «Εγώ είμαι καινούργια. Εγώ ντεν ντούλεψα πουθενά, μόνο εδώ, τάδε μου!». «Σούζη μου!», αστειεύτηκα μαζί της. «Χα χα, σ' ενοχλεί εσένα να ξαπλώσω δίπλα σου;», συνέχισε ν' αστειεύεται. «Αν μ' ενοχλούσε θα ερχόμουνα;», απάντησα μ' ερώτηση. «Χα χα χα...». «Από πού είσαι Σούζη;», ρώτησα ενώ της έκανα χώρο στο μονό κρεβάτι. «Απ' τη Σόφια!», είπε καθώς στριμωχνόταν δίπλα μου. «Α, είσαι Βουλγάρα...». «Είμαι Βουλγάρα, ναι...». «Εγώ είμαι 'Ελληνας». «Ε, ναι, φαίνεσαι... τάδε!».
«Τι σ' αρέσει, τσιμπούκι;», ρώτησε έτοιμη ν' ανοίξει την καπότα. «Να σου πω... Εμένα θα μ' άρεσε να ξεκινούσες με φιλάκια, εδώ...», της είπα δείχνοντας το σώμα μου, για να συμπληρώσω: «Δεν ξέρω βέβαια εάν τα προσφέρεις...». Αντί γι' απάντηση, έσκυψε κι άρχισε να με φιλάει-γλείφει –σχετικά ικανοποιητικά– σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβό του αυτιού, αλλά και κοιλιά, υπογάστριο, συμπεριλαμβάνοντας και τ' αρχίδια, (βέβαια για λίγο κι ακρογλώσσια). «Αα, κάνεις και τέτοια!... Μπράβο, Σούζη!», επιβράβευσα την πρωτοβουλία της. «Ααα, μπράβο, έτσι, μ' αρέσουν αυτά, πριν το τσιμπούκι!...», συνέχισα ευχαριστημένος. «Καθένας με γούστο του!», σχολίασε εκείνη. «Είδες; Με λίγα φιλάκια σηκώνεται...», της είπα κοιτάζοντας την πούτσα μου, η κορυφή της οποίας έδειχνε προς το ταβάνι. «Βεβαίως... τώρα θα γίνει πέτρα!», υποσχέθηκε και κινήθηκε προς τα 'κει. «Για να δούμε...», είπα κι έπλεξα τα χέρια μου πίσω απ' το κεφάλι, σηκώνοντάς το έτσι ώστε να βλέπω ξεκούραστα. «Εγώ ξέρω... πεθαμένο να είναι, σε μένα σηκώνεται!», δήλωσε με σιγουριά. 'Αρχισε μια πίπα χωρίς χέρια, ρουφηχτή... «Ποπ!... Είδες;», χαμογέλασε αυτάρεσκα έπειτα από λίγο. «Καλό δεν είναι;», ζήτησε να επιβεβαιώσω. «Καλό, έλα να σε γαμήσω τώρα!», είπα και γονάτισα. «Κρικ κρικ κρικ...». Πήρε κι εκείνη θέση. «Κρικ κρικ κρικ...». Ο κώλος και τα μπούτια της κάλυπταν μεγάλο μέρος του οπτικού μου πεδίου. Το μουνί της ήταν ξυρισμένο. «Ωραία δεν είναι;», χαμογέλασε κοιτάζοντάς με πάνω απ' τον ώμο της, ενώ στρέφοντας το κεφάλι ξανά μπροστά, συνέχισε: «Τώρα είναι ωραία μωρό μου! (που βλέπεις την κωλάρα μου!) Παίξε λίγο!... Παίξε λίγο με κωλαράκι!». «Ελεύθερα τα πιασίματα είναι...», μου υπενθύμισε. Την "κάρφωσα", γράπωσα τα καπούλια της κι άρχισα να "μπαινοβγαίνω". «Ωωω, ωωω, ωωω!», έκανε σε κάθε γαμική ώθησή μου. «Αχ!... Αχ!... Αχ!», έκανε σε κάθε κωλοσκάμπιλο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν... «Χύνουμε;», την άκουσα κάποια στιγμή να ρωτάει ανάμεσα στα «Ωωω» και στα «Αχ!». «Σε λίγο...», τη διαβεβαίωσα συνεχίζοντας τις ψωλιές. «Πρέπει να βγω... Πέρασε η ώρα...», μου γνωστοποίησε λίγο αργότερα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει 7 λεπτά, απ' όταν είχε μπει. «'Εχουμε ακόμα λίγο χρόνο», της είπα. Δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Υστερα από μερικές ακόμα δεκάδες γαμιές, κατάφερα να χύσω...
Στο ψηλοτάβανο, άδειο από κόσμο, σαλόνι αντηχούσαν κλαρίνα.
«Γεια σου, καλώς ήρθες. Στο δωμάτιο η κοπελίτσα», μ΄ενημέρωσε η αλλοδαπή υπηρεσία. «Ποια κοπελίτσα είναι;». «Σούζη». «Σούζη...», ψιθύρισα. «Και τι πρόγραμμα έχει;». «Πισωκόλλητο (sic). Κανονικά!». «Εντάξει... Ορίστε!», της έδωσα ένα δεκάρικο, αιφνιδιάζοντάς την. «Μισό λεπτό, γιατί τώρα είναι μέσα», επανέλαβε. «Δεν πειράζει, να μπω να περιμένω σ' ένα δωμάτιο», της είπα με τη σειρά μου. Μου φάνηκε σαν να δίσταζε. «Είναι όλα γεμάτα;», ρώτησα. «'Οχι, όχι...», απάντησε αμέσως. «Εντάξει, μπαίνω σ' ένα δωμάτιο τότε... 'Εχει άλλον πριν από μένα;». «Μμ;». Επανέλαβα την ερώτηση. «Τώρα μπήκε ένας άνθρωπος, είναι στο δωμάτιο...». «Ωραία, μπαίνω εγώ σ' ένα άλλο και θα την περιμένω εκεί!», είπα και προχώρησα στον διάδρομο. «Από δω, από κει...», την άκουσα να μου προτείνει. Προσπέρασα τις δυο πρώτες κάμαρες (δεξιά κι αριστερά) και μπήκα στην επόμενη δεξιά (σχετικά καθαρή και πρόσφατα βαμμένη σε χρώμα λαχανί). Η τσατσά έκλεισε πίσω μου την πόρτα.
'Επειτα από δέκα λεπτά αναμονής, απ' το κρεβάτι όπου είχα ξαπλώσει, άκουσα βήματα να πλησιάζουν. Μπροστά μου παρουσιάστηκε μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοχτάχρονη γυναίκα, με τριπλόφαρδη κωλάρα, χοντρές μπουτάρες, παχουλά βραχιόνια, μικρό στήθος, δύο τατουάζ (μια πρόταση κατά μήκος της δεξιάς κλείδας κι ένα τρίμπαλ στην οσφύ), καλούτσικο ψιλοέκφυλο πρόσωπο, καστανόμαυρα μαλλιά πιασμένα πίσω.
«Γεια σου!». «Γεια σου, Σούζη!». «Τι κάαανεις;», ρώτησε σαν να με γνώριζε. «Με ξέρεις;...», παραξενεύτηκα. «Ναιαιαι!», επιβεβαίωσε. «Από πού;». «Από δω!». «Εγώ δεν σε θυμάμαι... 'Εχουμε περάσει μαζί; Αποκλείεται!» «'Εχουμε!», επέμεινε. «Για κοίταξέ με καλά...», της είπα. Με παρατήρησε για λίγο και όντως τελικά παραδέχτηκε πως, «όχι, δεν είσαι εσύ!... Αλλά μοιάζεις πολύ!». «Ε, βέβαια, αφού δεν σε θυμάμαι!...», έκανα ανακουφισμένος. «Τ' όνομα σου;», ρώτησε. «Τάδε», της απάντησα. «Τάδε...», επανέλαβε, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί από τ' όνομα, εάν τελικά ήμουν εκείνος που νόμιζε. «Εσύ, πού αλλού δούλευες ή δουλεύεις;», θέλησα να μάθω. «Εγώ είμαι καινούργια. Εγώ ντεν ντούλεψα πουθενά, μόνο εδώ, τάδε μου!». «Σούζη μου!», αστειεύτηκα μαζί της. «Χα χα, σ' ενοχλεί εσένα να ξαπλώσω δίπλα σου;», συνέχισε ν' αστειεύεται. «Αν μ' ενοχλούσε θα ερχόμουνα;», απάντησα μ' ερώτηση. «Χα χα χα...». «Από πού είσαι Σούζη;», ρώτησα ενώ της έκανα χώρο στο μονό κρεβάτι. «Απ' τη Σόφια!», είπε καθώς στριμωχνόταν δίπλα μου. «Α, είσαι Βουλγάρα...». «Είμαι Βουλγάρα, ναι...». «Εγώ είμαι 'Ελληνας». «Ε, ναι, φαίνεσαι... τάδε!».
«Τι σ' αρέσει, τσιμπούκι;», ρώτησε έτοιμη ν' ανοίξει την καπότα. «Να σου πω... Εμένα θα μ' άρεσε να ξεκινούσες με φιλάκια, εδώ...», της είπα δείχνοντας το σώμα μου, για να συμπληρώσω: «Δεν ξέρω βέβαια εάν τα προσφέρεις...». Αντί γι' απάντηση, έσκυψε κι άρχισε να με φιλάει-γλείφει –σχετικά ικανοποιητικά– σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβό του αυτιού, αλλά και κοιλιά, υπογάστριο, συμπεριλαμβάνοντας και τ' αρχίδια, (βέβαια για λίγο κι ακρογλώσσια). «Αα, κάνεις και τέτοια!... Μπράβο, Σούζη!», επιβράβευσα την πρωτοβουλία της. «Ααα, μπράβο, έτσι, μ' αρέσουν αυτά, πριν το τσιμπούκι!...», συνέχισα ευχαριστημένος. «Καθένας με γούστο του!», σχολίασε εκείνη. «Είδες; Με λίγα φιλάκια σηκώνεται...», της είπα κοιτάζοντας την πούτσα μου, η κορυφή της οποίας έδειχνε προς το ταβάνι. «Βεβαίως... τώρα θα γίνει πέτρα!», υποσχέθηκε και κινήθηκε προς τα 'κει. «Για να δούμε...», είπα κι έπλεξα τα χέρια μου πίσω απ' το κεφάλι, σηκώνοντάς το έτσι ώστε να βλέπω ξεκούραστα. «Εγώ ξέρω... πεθαμένο να είναι, σε μένα σηκώνεται!», δήλωσε με σιγουριά. 'Αρχισε μια πίπα χωρίς χέρια, ρουφηχτή... «Ποπ!... Είδες;», χαμογέλασε αυτάρεσκα έπειτα από λίγο. «Καλό δεν είναι;», ζήτησε να επιβεβαιώσω. «Καλό, έλα να σε γαμήσω τώρα!», είπα και γονάτισα. «Κρικ κρικ κρικ...». Πήρε κι εκείνη θέση. «Κρικ κρικ κρικ...». Ο κώλος και τα μπούτια της κάλυπταν μεγάλο μέρος του οπτικού μου πεδίου. Το μουνί της ήταν ξυρισμένο. «Ωραία δεν είναι;», χαμογέλασε κοιτάζοντάς με πάνω απ' τον ώμο της, ενώ στρέφοντας το κεφάλι ξανά μπροστά, συνέχισε: «Τώρα είναι ωραία μωρό μου! (που βλέπεις την κωλάρα μου!) Παίξε λίγο!... Παίξε λίγο με κωλαράκι!». «Ελεύθερα τα πιασίματα είναι...», μου υπενθύμισε. Την "κάρφωσα", γράπωσα τα καπούλια της κι άρχισα να "μπαινοβγαίνω". «Ωωω, ωωω, ωωω!», έκανε σε κάθε γαμική ώθησή μου. «Αχ!... Αχ!... Αχ!», έκανε σε κάθε κωλοσκάμπιλο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν... «Χύνουμε;», την άκουσα κάποια στιγμή να ρωτάει ανάμεσα στα «Ωωω» και στα «Αχ!». «Σε λίγο...», τη διαβεβαίωσα συνεχίζοντας τις ψωλιές. «Πρέπει να βγω... Πέρασε η ώρα...», μου γνωστοποίησε λίγο αργότερα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει 7 λεπτά, απ' όταν είχε μπει. «'Εχουμε ακόμα λίγο χρόνο», της είπα. Δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Υστερα από μερικές ακόμα δεκάδες γαμιές, κατάφερα να χύσω...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 22, 2015
Όνομα κοπέλας
Σούζη