Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.6 125 10
Μπουρδέλα
180269
Γενική βαθμολογία
5.2
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
5.0
ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ
Η επίσκεψη στον συγκεκριμένο οίκο έλαβε μέρος στα τέλη Ιουνίου, ξημερώματα κάποιου Σαββάτου.
Μπαίνοντας στο δεξί μπουρδέλο, η τσατσά μου παρουσίασε την Μιλένα, μια κοπέλα την οποία είχα ξαναδεί σε παλαιότερες επισκέψεις.
Πρόκειται για ένα μπάζο και μισό. Σώμα κάτω του μετρίου, με μπάκα και πεσμένο στήθος. Το πρόσωπό της, με την οδοντοστοιχία της, που παραπέμπει σε ερπετό, σε συνδυασμό με το χρώμα των ματιών της, την κάνει να μοιάζει σαν Δρακονιανή, που μόλις ήρθε από τον αστερισμό του Δέλτα Κενταύρου.
Το πρόγραμμα που πρόσφερε ήταν φουλ, με ελεύθερο στοματικό και πρωκτικό. Πλήρωσα και πέρασα στο δωμάτιο, όπου γδύθηκα και την περίμενα με την ψωλή στο χέρι.
Έπειτα από λίγα λεπτά, μπήκε και αυτή μέσα, συστηθήκαμε και ξεκίνησε ένα απλό τσιμπούκι, με εμένα να το δέχομαι ως τυπική διαδικασία, χαϊδεύοντας, παράλληλα, το τραχύ και γεμάτο ελιές κορμί της.
Στην πρώτη υποψία καύλας, της είπα να στηθεί στα τέσσερα για πρωκτικό, όπου η φιλόξενη σούφρα της δέχτηκε αδιαμαρτύρητα το καυλί μου, το οποίο βρισκόταν σε δαιμονιώδη φόρμα εκείνη την περίοδο.
Την σφυροκοπούσα δυνατά, ενώ αυτή βογκούσε από τον πόνο. Σε κάποια φάση, γύρισα και κοίταξα τα είδωλά μας στον καθρέφτη και το θέαμα που αντίκρισα ήταν εμετικό.
Μοιάζαμε και οι δύο σαν κτήνη, με αυτή να είναι στημένη στα τέσσερα, με την μπάκα της να κρέμεται και εγώ από πάνω της, με την δική μου, η οποία είχε μεγαλώσει και άλλο, από τα σουβλάκια που έτρωγα κάθε μέρα.
Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τελειώσω και της πρότεινα να μου πάρει πάλι γυμνό τσιμπούκι. Αυτή υπάκουσε και ξεκίνησε πάλι να με γλύφει προσπαθώντας, μάταια, να με βοηθήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά κατάφερα να χύσω, τραβώντας μαλακία για αρκετά λεπτά, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με την Μιλένα να με χαϊδεύει, δίνοντάς μου κουράγιο.
Συνοψίζοντας, η κοπέλα, αν εξαιρέσεις την εμφάνισή της, είναι καλός χαρακτήρας και φιλότιμη. Τώρα, αν με ρωτήσεις, γιατί πέρασα μαζί της, μέσα στο δωμάτιο, η απάντηση είναι γιατί είμαι:
Ο ΑΝΩΜΑΛΟΣ
Δεν γνωρίζετε ποιος στα αλήθεια είμαι, αλλά εγώ σας ξέρω όλους με τα μικρά σας ονόματα. Λίγοι από εσάς με γνωρίζουν, αλλά και αυτοί δεν θυμούνται το πρόσωπό μου, παρόλο που έχουμε γαμήσει τόσες φορές μαζί.
Εγώ είμαι αυτός που υποκλίνεται κρυφά στα παρασκήνια της καθημερινότητας, όταν οι πελάτες χειροκροτούν τις πουτάνες μου, που χορεύουν πάνω στον στύλο, που βρίσκεται στην μέση του σαλονιού.
Και αν είχατε μεγάλα αυτιά, που μπορούν να ακούνε μακριά, θα ακούγατε τα βογκητά μου, που ολομόναχος φωνάζω δυνατά, πάνω στο φεγγάρι, που κρέμεται τις νύχτες παγωμένο, έξω από τα σφαλισμένα σας παράθυρα.
Αν είχατε μεγάλα μάτια, που μπορούν να βλέπουν καλά, θα με βλέπατε να γλιστρώ από δωμάτιο σε δωμάτιο, όταν είστε μόνοι σας στο σπίτι.
Εγώ είμαι αυτός, που γαμάω τις γυναίκες σας, στο σκοτεινό σας σπίτι, όταν εσείς βγαίνετε έξω και τις αφήνετε μόνες, μέσα στο σκοτάδι και ούτε που φαντάζεστε τι γίνεται εκεί, όταν εσείς δεν είστε εκεί για να το δείτε.
Κάθε μεθυσμένος καπετάνιος είναι αδερφός μου και όλοι οι καλικάντζαροι, που σας βάζουν δάχτυλο στον κώλο όταν κοιμάστε, είναι κουμπάροι μου.
Εγώ είμαι αυτός, που μπαίνει στο σαλόνι σας, από την καμινάδα και σας πηδάει τις κόρες. Εγώ είμαι αυτός, που φυσά με την καυτή του ανάσα, πάνω στα μαξιλάρια σας, το καλοκαίρι και ιδρώνετε πάνω τους και παθαίνετε ονειρώξεις, που σας στέλνω εγώ, καβάλα στις κουκουβάγιες και εγώ είμαι αυτός, που με την παγωμένη ανάσα μου φυσώ, πάνω στο μικρό κρεβάτι σας και παγώνω τα σεντόνια, τον χειμώνα, με αποτέλεσμα να μην σας σηκώνεται και οι γυναίκες σας, να σας φωνάζουν, εκτός από άχρηστους, και ανίκανους.
Όταν εγώ είμαι ολόγυρα, κανείς σας δεν μπορεί να κοιμηθεί και αν κάποιος τα καταφέρει, ρίχνω μπροστά του την μαύρη κωλοτρυπίδα μου και χάνεται μέσα στα βάθη της και όταν το πρωί βγαίνει από εκεί μέσα, δεν θυμάται τίποτα.
Εγώ είμαι αυτός, που σας κλέβει τις στιγμές και τις ανακατώνει και αναμοχλεύει τον χρόνο και ξαφνικά εσείς, οι τριμάλακες, λέτε: "Αυτή την σκηνή την έχω ξαναζήσει"!
Κάνω τις τσάρκες μου από μπουρδέλο σε μπουρδέλο, μαζί με την αόρατη περίπολο. Γαμιάς λέγεται το άλογό μου και όταν περνώ εγώ, τα αρχίδια χτυπούν μεταξύ τους για να με χειροκροτήσουν και τα γόνατα τρέμουν, από τον δικό μου οργασμό. Εγώ είμαι η ηδονή και το χειροκρότημα των όρχεων.
Τον παλιό καιρό έλεγαν, ότι αν κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι, μπορείς να μου ξεφύγεις. Αλλά από τότε φροντίζω να χώνομαι κάτω από τα κρεβάτια και να ροκανίζω, όλη τη νύχτα, τα σανίδια, γνωρίζοντας πως αυτοί που πηδιούνται στον πάνω όροφο τρέμουν στον δικό μου ρυθμό. Θέλεις να κοιτάξεις τη νύχτα, κάτω από το σκοτεινό κρεβάτι σου, για να με δεις;
Ποιος είναι αυτός που είναι αρκετά γενναίος, για να μου αντισταθεί; Ελάτε να σας δείξω την τρομερή μου συλλογή από γενναία ανθρωπάκια.
Την βλέπετε αυτή την γαμιόλα, που κρέμεται από το ταβάνι; Ποιος νομίζετε ότι την κρέμασε εκεί; Βλέπετε αυτό το πονηρό αγοράκι, που τρώει πιάτα ολόκληρα από παγωμένο κρέας και λαρδί; Εμένα φώναξαν, επειδή δεν έτρωγε το φαγητό του και, για κοιτάξτε τον τώρα, πως τρώει με λαιμαργία το κρύο λίπος, που έμεινε από χθες στην κατσαρόλα!
Αυτή η κωλόγρια, με τις βελόνες καρφωμένες στα χέρια, έπλεκε τη νύχτα δίπλα στην λάμπα και όταν εγώ χτυπούσα τα παραθυρόφυλλα, αυτή γελούσε και έλεγε, ότι ο άνεμος είναι, που την κοροϊδεύει έξω από το παράθυρο.
Τον βλέπετε αυτόν τον κόπανο εκεί, στην σκοτεινή γωνιά του δρόμου; Δεν ξέρω ποιος είναι και εγώ τώρα τον πρόσεξα.
Εγώ είμαι πάντα αυτός, που γελάει τελευταίος και απόδραση δεν έχει από μένα. Ποιος είναι αυτός ο πονηρός, που νομίζει ότι μπορεί να με ξεγελάσει;
Εμένα, που αυνανίζομαι στα τσοντοσινεμά και ξέρω όλα τα μπουρδέλα της Φυλής, του Μεταξουργείου και της Λιοσίων. Εμένα, που βάζω τρικλοποδιές στους μεθύστακες που γκαρίζουν κακόφωνα τραγούδια το βράδυ στα σοκάκια, καθώς γυρίζουν από τα κλαμπ με την τσαπού στο χέρι.
Εμένα, που πίσω από κάθε πόρτα παραμονεύω στο σκοτάδι για να χουφτώσω τα κοριτσάκια, που θα τολμήσουν να μπουν δίχως φανάρι.
Εμένα, που κρύβομαι στις γαμιστρώνες, στα σκονισμένα μπαρ των κωλόμπαρων, στις σελίδες των πορνοπεριοδικών και στους καθρέφτες.
Εμένα, που σταματάω τα ρολόγια και ρίχνω παράσιτα στις συχνότητες των συνδρομητικών και την σπάω στους λακαμάδες, την ώρα που τραβάνε μαλακία, βλέποντας τσόντα και είναι έτοιμοι να τελειώσουν παρέα με τον πρωταγωνιστή.
Ποιος είναι αυτός, που νομίζει ότι θα τον λυπηθώ; Εμένα δεν με λυπήθηκε κανένας, όταν τα βράδια τριγυρνούσα πάνω στα παγωμένα δέντρα, από κλαδί σε κλαδί.
Όταν έκλαιγα στους λόφους, με πανσέληνο, μαζί με τους λύκους, κάθε φορά που είχα ερωτική απογοήτευση.
Όταν έτρεμα πίσω από τις κουρτίνες, στα κρύα παράθυρα, κάθε φορά που περνούσε η κοπέλα που μου άρεσε, αλλά γνώριζα πως εκείνη δεν με ήθελε για σύντροφό της.
Όταν ένιωθα μοναξιά, χτυπώντας θορύβους μέσα στα σπίτια των κοιμισμένων. Όταν βρεχόμουν κάτω από τις σχάρες των υπονόμων, μέσα στην βροχή, ψιθυρίζοντας ονόματα κοριτσιών που με απέρριψαν.
Ούτε λυπήθηκα ποτέ μου τον ζητιάνο, που ξαπλώνει στους δρόμους και σας κοροϊδεύει, για να σας πάρει τα λεφτά σας. Όταν του έριχνα κλωτσιές στα πλευρά και τρύπες στα παπούτσια.
Εγώ είμαι αυτός που φέρνει φαγούρα στις πονηρές γάτες και φταρνίσματα στους σκύλους, που γαβγίζουν, όταν περνώ από τις αυλές.
Είμαι μέσα σε κάθε ντουλάπα τη νύχτα και σε παίρνω μάτι την ώρα που προσπαθείς να γαμήσεις την γυναίκα σου, αυτό το χοντρό τέρας με γένια.
Αν τολμάς, άνοιξέ την να δεις το πρόσωπό μου να κρέμεται από τις κρεμάστρες, δίπλα στα μαύρα σκοροφαγωμένα παλτά, τα μπαλωμένα σώβρακα και στις φλοκάτες που μοιάζουν με ακίνητες αρκούδες, που καραδοκούν, περιμένοντας ένα σύνθημά μου για να μουγκρίσουν, μέσα στην σιωπή του μικρού σπιτιού σου.
Είμαι μέσα σε κάθε παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι και σε παρακολουθώ, από το σκοτεινό παράθυρο, όταν κάνεις μπανιστήρι στο απέναντι διαμέρισμα, που μόλις νοίκιασε μια πρωτοετής φοιτήτρια.
Τριγυρνώ μαζί με στρατιές από λιγούρηδες μέσα στα σκοτεινά τούνελ, που φιδογυριστά απλώνονται κάτω από τα πόδια σας, μέσα στην πόλη, χωρίς εσείς να ξέρετε τίποτα για τις υπόγειες μπουρδελότσαρκές μας.
Τις νύχτες καλπάζω μαζί με το ιππικό των ανέραστων, πάνω στα κεραμίδια και στις ταράτσες. Κάνουμε θόρυβο, χαλάμε τις κεραίες και σας παρακολουθούμε, από τα ανοιχτά σας παράθυρα και σας κρυφακούμε, από τους φωταγωγούς.
Εγώ είμαι αυτός, καριόλες, που όταν πάτε να κατεβείτε από τις σκάλες, με τα δωδεκάποντα τακούνια, κλείνω το φως του διαδρόμου και πέφτει πάνω σας το σκοτάδι. Εσείς σκοντάφτετε, και στην προσπάθειά σας, να μην φάτε τα μούτρα σας, πιάνεστε από το καυλί του γέρου θυρωρού.
Εγώ είμαι αυτός που χύνω, παίζοντάς τον, στο μονοπάτι σας, που ουρλιάζω στα κεραμίδια, όταν έχει καταιγίδα, που βάζω μπρος τους δονητές, όταν κανείς δεν τους χρησιμοποιεί.
Εμένα βλέπουν τα μωρά και κλαίνε, μέσα στις κούνιες τους και εγώ είμαι εκείνος ο creepy τύπος, που κάθεται μόνος του στη γωνία του κλαμπ, πίνοντας το ποτό του, βλέποντας εσένα, αγάμητε, να τρως την μία χυλόπιτα μετά την άλλη και εσένα, πορνίδιο, όταν πηγαινοέρχεσαι στις τουαλέτες για να πιπώσεις, την μία τον μπάρμαν και την άλλη τον DJ, γιατί αυτό διάβασες πως πρέπει να κάνεις, στο νέο τεύχος του Cosmopolitan.
Είμαι ένα αστείο παραμιλητό που κρύβει κάτι ανείπωτα τρομερό. Είμαι η αλήθεια πίσω από κάθε ψέμα και η κατάρα της γεροντοκόρης, που την πετροβολούν τα παιδιά.
Είμαι το στραπόν του ξεσκισμένου και ο μανδραγόρας που φυτρώνει στο χώμα, από το σπέρμα του. Είμαι οι καύλες που φεύγουν την αυγή, για να ξαναγυρίσουν το δειλινό και να σας αναγκάσουν να πάτε να γαμήσετε σε κάποιο στούντιο ή να τον παίξετε στην τουαλέτα.
Είμαι αυτό που δεν είναι κανένας και είμαι όλοι αυτοί που θέλησαν να είναι κάτι, αλλά οι άλλοι δεν τους άφησαν.
Είμαι παντού και πουθενά. Όλα τα κάνω όταν θέλω και δεν αφήνω κανέναν να κάνει τίποτα, όταν δεν το θέλω. Είμαι σκιά, είμαι ο κανένας.
Όταν ήσασταν παιδιά μικρά, που φοβόντουσαν να αυνανιστούν, με ξέρατε καλά με το όνομά μου. Έχω ονόματα πολλά, θρύλους αμέτρητους και χίλια τραγούδια. Αμέτρητης καύλας ιστορίες. Μα, μέσα σε εκείνους τους λαβύρινθους της μνήμης σας, θυμάστε το όνομά μου και αναριγούν τα πλήθη στο άκουσμά του. Εμένα ονειρεύεστε.
Νομίζετε ότι υποψιάζεστε τα μυστικά μου; Σας περιφρονώ και σας χύνω στην μάπα!
Όλοι σας θα προδώσετε μια μέρα την ελευθερία σας και θα παντρευτείτε μια άσχημη γυναίκα. Θα ζείτε σαν μικροαστούληδες, κρυμμένοι μέσα σε ένα διαμέρισμα, μαζί με την φώκια την πεθερά σας και θα πέφτει η παντόφλα σύννεφο.
Θα σας βλέπουν, με οίκτο, οι Σάτυροι και θα χοροπηδάνε, χορεύοντας με τα χαμένα σας όνειρα και τις παιδικές σας ηλικίες.
Εγώ είμαι ο Ανώμαλος.
Αστείο δεν είναι;
Και σας γνωρίζω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Υπάρχει κανείς εδώ, που δεν με φοβήθηκε ποτέ;
Η επίσκεψη στον συγκεκριμένο οίκο έλαβε μέρος στα τέλη Ιουνίου, ξημερώματα κάποιου Σαββάτου.
Μπαίνοντας στο δεξί μπουρδέλο, η τσατσά μου παρουσίασε την Μιλένα, μια κοπέλα την οποία είχα ξαναδεί σε παλαιότερες επισκέψεις.
Πρόκειται για ένα μπάζο και μισό. Σώμα κάτω του μετρίου, με μπάκα και πεσμένο στήθος. Το πρόσωπό της, με την οδοντοστοιχία της, που παραπέμπει σε ερπετό, σε συνδυασμό με το χρώμα των ματιών της, την κάνει να μοιάζει σαν Δρακονιανή, που μόλις ήρθε από τον αστερισμό του Δέλτα Κενταύρου.
Το πρόγραμμα που πρόσφερε ήταν φουλ, με ελεύθερο στοματικό και πρωκτικό. Πλήρωσα και πέρασα στο δωμάτιο, όπου γδύθηκα και την περίμενα με την ψωλή στο χέρι.
Έπειτα από λίγα λεπτά, μπήκε και αυτή μέσα, συστηθήκαμε και ξεκίνησε ένα απλό τσιμπούκι, με εμένα να το δέχομαι ως τυπική διαδικασία, χαϊδεύοντας, παράλληλα, το τραχύ και γεμάτο ελιές κορμί της.
Στην πρώτη υποψία καύλας, της είπα να στηθεί στα τέσσερα για πρωκτικό, όπου η φιλόξενη σούφρα της δέχτηκε αδιαμαρτύρητα το καυλί μου, το οποίο βρισκόταν σε δαιμονιώδη φόρμα εκείνη την περίοδο.
Την σφυροκοπούσα δυνατά, ενώ αυτή βογκούσε από τον πόνο. Σε κάποια φάση, γύρισα και κοίταξα τα είδωλά μας στον καθρέφτη και το θέαμα που αντίκρισα ήταν εμετικό.
Μοιάζαμε και οι δύο σαν κτήνη, με αυτή να είναι στημένη στα τέσσερα, με την μπάκα της να κρέμεται και εγώ από πάνω της, με την δική μου, η οποία είχε μεγαλώσει και άλλο, από τα σουβλάκια που έτρωγα κάθε μέρα.
Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τελειώσω και της πρότεινα να μου πάρει πάλι γυμνό τσιμπούκι. Αυτή υπάκουσε και ξεκίνησε πάλι να με γλύφει προσπαθώντας, μάταια, να με βοηθήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά κατάφερα να χύσω, τραβώντας μαλακία για αρκετά λεπτά, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με την Μιλένα να με χαϊδεύει, δίνοντάς μου κουράγιο.
Συνοψίζοντας, η κοπέλα, αν εξαιρέσεις την εμφάνισή της, είναι καλός χαρακτήρας και φιλότιμη. Τώρα, αν με ρωτήσεις, γιατί πέρασα μαζί της, μέσα στο δωμάτιο, η απάντηση είναι γιατί είμαι:
Ο ΑΝΩΜΑΛΟΣ
Δεν γνωρίζετε ποιος στα αλήθεια είμαι, αλλά εγώ σας ξέρω όλους με τα μικρά σας ονόματα. Λίγοι από εσάς με γνωρίζουν, αλλά και αυτοί δεν θυμούνται το πρόσωπό μου, παρόλο που έχουμε γαμήσει τόσες φορές μαζί.
Εγώ είμαι αυτός που υποκλίνεται κρυφά στα παρασκήνια της καθημερινότητας, όταν οι πελάτες χειροκροτούν τις πουτάνες μου, που χορεύουν πάνω στον στύλο, που βρίσκεται στην μέση του σαλονιού.
Και αν είχατε μεγάλα αυτιά, που μπορούν να ακούνε μακριά, θα ακούγατε τα βογκητά μου, που ολομόναχος φωνάζω δυνατά, πάνω στο φεγγάρι, που κρέμεται τις νύχτες παγωμένο, έξω από τα σφαλισμένα σας παράθυρα.
Αν είχατε μεγάλα μάτια, που μπορούν να βλέπουν καλά, θα με βλέπατε να γλιστρώ από δωμάτιο σε δωμάτιο, όταν είστε μόνοι σας στο σπίτι.
Εγώ είμαι αυτός, που γαμάω τις γυναίκες σας, στο σκοτεινό σας σπίτι, όταν εσείς βγαίνετε έξω και τις αφήνετε μόνες, μέσα στο σκοτάδι και ούτε που φαντάζεστε τι γίνεται εκεί, όταν εσείς δεν είστε εκεί για να το δείτε.
Κάθε μεθυσμένος καπετάνιος είναι αδερφός μου και όλοι οι καλικάντζαροι, που σας βάζουν δάχτυλο στον κώλο όταν κοιμάστε, είναι κουμπάροι μου.
Εγώ είμαι αυτός, που μπαίνει στο σαλόνι σας, από την καμινάδα και σας πηδάει τις κόρες. Εγώ είμαι αυτός, που φυσά με την καυτή του ανάσα, πάνω στα μαξιλάρια σας, το καλοκαίρι και ιδρώνετε πάνω τους και παθαίνετε ονειρώξεις, που σας στέλνω εγώ, καβάλα στις κουκουβάγιες και εγώ είμαι αυτός, που με την παγωμένη ανάσα μου φυσώ, πάνω στο μικρό κρεβάτι σας και παγώνω τα σεντόνια, τον χειμώνα, με αποτέλεσμα να μην σας σηκώνεται και οι γυναίκες σας, να σας φωνάζουν, εκτός από άχρηστους, και ανίκανους.
Όταν εγώ είμαι ολόγυρα, κανείς σας δεν μπορεί να κοιμηθεί και αν κάποιος τα καταφέρει, ρίχνω μπροστά του την μαύρη κωλοτρυπίδα μου και χάνεται μέσα στα βάθη της και όταν το πρωί βγαίνει από εκεί μέσα, δεν θυμάται τίποτα.
Εγώ είμαι αυτός, που σας κλέβει τις στιγμές και τις ανακατώνει και αναμοχλεύει τον χρόνο και ξαφνικά εσείς, οι τριμάλακες, λέτε: "Αυτή την σκηνή την έχω ξαναζήσει"!
Κάνω τις τσάρκες μου από μπουρδέλο σε μπουρδέλο, μαζί με την αόρατη περίπολο. Γαμιάς λέγεται το άλογό μου και όταν περνώ εγώ, τα αρχίδια χτυπούν μεταξύ τους για να με χειροκροτήσουν και τα γόνατα τρέμουν, από τον δικό μου οργασμό. Εγώ είμαι η ηδονή και το χειροκρότημα των όρχεων.
Τον παλιό καιρό έλεγαν, ότι αν κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι, μπορείς να μου ξεφύγεις. Αλλά από τότε φροντίζω να χώνομαι κάτω από τα κρεβάτια και να ροκανίζω, όλη τη νύχτα, τα σανίδια, γνωρίζοντας πως αυτοί που πηδιούνται στον πάνω όροφο τρέμουν στον δικό μου ρυθμό. Θέλεις να κοιτάξεις τη νύχτα, κάτω από το σκοτεινό κρεβάτι σου, για να με δεις;
Ποιος είναι αυτός που είναι αρκετά γενναίος, για να μου αντισταθεί; Ελάτε να σας δείξω την τρομερή μου συλλογή από γενναία ανθρωπάκια.
Την βλέπετε αυτή την γαμιόλα, που κρέμεται από το ταβάνι; Ποιος νομίζετε ότι την κρέμασε εκεί; Βλέπετε αυτό το πονηρό αγοράκι, που τρώει πιάτα ολόκληρα από παγωμένο κρέας και λαρδί; Εμένα φώναξαν, επειδή δεν έτρωγε το φαγητό του και, για κοιτάξτε τον τώρα, πως τρώει με λαιμαργία το κρύο λίπος, που έμεινε από χθες στην κατσαρόλα!
Αυτή η κωλόγρια, με τις βελόνες καρφωμένες στα χέρια, έπλεκε τη νύχτα δίπλα στην λάμπα και όταν εγώ χτυπούσα τα παραθυρόφυλλα, αυτή γελούσε και έλεγε, ότι ο άνεμος είναι, που την κοροϊδεύει έξω από το παράθυρο.
Τον βλέπετε αυτόν τον κόπανο εκεί, στην σκοτεινή γωνιά του δρόμου; Δεν ξέρω ποιος είναι και εγώ τώρα τον πρόσεξα.
Εγώ είμαι πάντα αυτός, που γελάει τελευταίος και απόδραση δεν έχει από μένα. Ποιος είναι αυτός ο πονηρός, που νομίζει ότι μπορεί να με ξεγελάσει;
Εμένα, που αυνανίζομαι στα τσοντοσινεμά και ξέρω όλα τα μπουρδέλα της Φυλής, του Μεταξουργείου και της Λιοσίων. Εμένα, που βάζω τρικλοποδιές στους μεθύστακες που γκαρίζουν κακόφωνα τραγούδια το βράδυ στα σοκάκια, καθώς γυρίζουν από τα κλαμπ με την τσαπού στο χέρι.
Εμένα, που πίσω από κάθε πόρτα παραμονεύω στο σκοτάδι για να χουφτώσω τα κοριτσάκια, που θα τολμήσουν να μπουν δίχως φανάρι.
Εμένα, που κρύβομαι στις γαμιστρώνες, στα σκονισμένα μπαρ των κωλόμπαρων, στις σελίδες των πορνοπεριοδικών και στους καθρέφτες.
Εμένα, που σταματάω τα ρολόγια και ρίχνω παράσιτα στις συχνότητες των συνδρομητικών και την σπάω στους λακαμάδες, την ώρα που τραβάνε μαλακία, βλέποντας τσόντα και είναι έτοιμοι να τελειώσουν παρέα με τον πρωταγωνιστή.
Ποιος είναι αυτός, που νομίζει ότι θα τον λυπηθώ; Εμένα δεν με λυπήθηκε κανένας, όταν τα βράδια τριγυρνούσα πάνω στα παγωμένα δέντρα, από κλαδί σε κλαδί.
Όταν έκλαιγα στους λόφους, με πανσέληνο, μαζί με τους λύκους, κάθε φορά που είχα ερωτική απογοήτευση.
Όταν έτρεμα πίσω από τις κουρτίνες, στα κρύα παράθυρα, κάθε φορά που περνούσε η κοπέλα που μου άρεσε, αλλά γνώριζα πως εκείνη δεν με ήθελε για σύντροφό της.
Όταν ένιωθα μοναξιά, χτυπώντας θορύβους μέσα στα σπίτια των κοιμισμένων. Όταν βρεχόμουν κάτω από τις σχάρες των υπονόμων, μέσα στην βροχή, ψιθυρίζοντας ονόματα κοριτσιών που με απέρριψαν.
Ούτε λυπήθηκα ποτέ μου τον ζητιάνο, που ξαπλώνει στους δρόμους και σας κοροϊδεύει, για να σας πάρει τα λεφτά σας. Όταν του έριχνα κλωτσιές στα πλευρά και τρύπες στα παπούτσια.
Εγώ είμαι αυτός που φέρνει φαγούρα στις πονηρές γάτες και φταρνίσματα στους σκύλους, που γαβγίζουν, όταν περνώ από τις αυλές.
Είμαι μέσα σε κάθε ντουλάπα τη νύχτα και σε παίρνω μάτι την ώρα που προσπαθείς να γαμήσεις την γυναίκα σου, αυτό το χοντρό τέρας με γένια.
Αν τολμάς, άνοιξέ την να δεις το πρόσωπό μου να κρέμεται από τις κρεμάστρες, δίπλα στα μαύρα σκοροφαγωμένα παλτά, τα μπαλωμένα σώβρακα και στις φλοκάτες που μοιάζουν με ακίνητες αρκούδες, που καραδοκούν, περιμένοντας ένα σύνθημά μου για να μουγκρίσουν, μέσα στην σιωπή του μικρού σπιτιού σου.
Είμαι μέσα σε κάθε παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι και σε παρακολουθώ, από το σκοτεινό παράθυρο, όταν κάνεις μπανιστήρι στο απέναντι διαμέρισμα, που μόλις νοίκιασε μια πρωτοετής φοιτήτρια.
Τριγυρνώ μαζί με στρατιές από λιγούρηδες μέσα στα σκοτεινά τούνελ, που φιδογυριστά απλώνονται κάτω από τα πόδια σας, μέσα στην πόλη, χωρίς εσείς να ξέρετε τίποτα για τις υπόγειες μπουρδελότσαρκές μας.
Τις νύχτες καλπάζω μαζί με το ιππικό των ανέραστων, πάνω στα κεραμίδια και στις ταράτσες. Κάνουμε θόρυβο, χαλάμε τις κεραίες και σας παρακολουθούμε, από τα ανοιχτά σας παράθυρα και σας κρυφακούμε, από τους φωταγωγούς.
Εγώ είμαι αυτός, καριόλες, που όταν πάτε να κατεβείτε από τις σκάλες, με τα δωδεκάποντα τακούνια, κλείνω το φως του διαδρόμου και πέφτει πάνω σας το σκοτάδι. Εσείς σκοντάφτετε, και στην προσπάθειά σας, να μην φάτε τα μούτρα σας, πιάνεστε από το καυλί του γέρου θυρωρού.
Εγώ είμαι αυτός που χύνω, παίζοντάς τον, στο μονοπάτι σας, που ουρλιάζω στα κεραμίδια, όταν έχει καταιγίδα, που βάζω μπρος τους δονητές, όταν κανείς δεν τους χρησιμοποιεί.
Εμένα βλέπουν τα μωρά και κλαίνε, μέσα στις κούνιες τους και εγώ είμαι εκείνος ο creepy τύπος, που κάθεται μόνος του στη γωνία του κλαμπ, πίνοντας το ποτό του, βλέποντας εσένα, αγάμητε, να τρως την μία χυλόπιτα μετά την άλλη και εσένα, πορνίδιο, όταν πηγαινοέρχεσαι στις τουαλέτες για να πιπώσεις, την μία τον μπάρμαν και την άλλη τον DJ, γιατί αυτό διάβασες πως πρέπει να κάνεις, στο νέο τεύχος του Cosmopolitan.
Είμαι ένα αστείο παραμιλητό που κρύβει κάτι ανείπωτα τρομερό. Είμαι η αλήθεια πίσω από κάθε ψέμα και η κατάρα της γεροντοκόρης, που την πετροβολούν τα παιδιά.
Είμαι το στραπόν του ξεσκισμένου και ο μανδραγόρας που φυτρώνει στο χώμα, από το σπέρμα του. Είμαι οι καύλες που φεύγουν την αυγή, για να ξαναγυρίσουν το δειλινό και να σας αναγκάσουν να πάτε να γαμήσετε σε κάποιο στούντιο ή να τον παίξετε στην τουαλέτα.
Είμαι αυτό που δεν είναι κανένας και είμαι όλοι αυτοί που θέλησαν να είναι κάτι, αλλά οι άλλοι δεν τους άφησαν.
Είμαι παντού και πουθενά. Όλα τα κάνω όταν θέλω και δεν αφήνω κανέναν να κάνει τίποτα, όταν δεν το θέλω. Είμαι σκιά, είμαι ο κανένας.
Όταν ήσασταν παιδιά μικρά, που φοβόντουσαν να αυνανιστούν, με ξέρατε καλά με το όνομά μου. Έχω ονόματα πολλά, θρύλους αμέτρητους και χίλια τραγούδια. Αμέτρητης καύλας ιστορίες. Μα, μέσα σε εκείνους τους λαβύρινθους της μνήμης σας, θυμάστε το όνομά μου και αναριγούν τα πλήθη στο άκουσμά του. Εμένα ονειρεύεστε.
Νομίζετε ότι υποψιάζεστε τα μυστικά μου; Σας περιφρονώ και σας χύνω στην μάπα!
Όλοι σας θα προδώσετε μια μέρα την ελευθερία σας και θα παντρευτείτε μια άσχημη γυναίκα. Θα ζείτε σαν μικροαστούληδες, κρυμμένοι μέσα σε ένα διαμέρισμα, μαζί με την φώκια την πεθερά σας και θα πέφτει η παντόφλα σύννεφο.
Θα σας βλέπουν, με οίκτο, οι Σάτυροι και θα χοροπηδάνε, χορεύοντας με τα χαμένα σας όνειρα και τις παιδικές σας ηλικίες.
Εγώ είμαι ο Ανώμαλος.
Αστείο δεν είναι;
Και σας γνωρίζω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Υπάρχει κανείς εδώ, που δεν με φοβήθηκε ποτέ;
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού
Μπράβο