Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.4 110 10
Μπουρδέλα
93471
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
«Γεια σας, καθίστε λιγάκι!», με προέτρεψε η συμπαθητική υπηρεσία.
Στο σαλόνι ήμουν μόνος.
«Γεια σου μωρό μου... Πού πας;», απ' το κουζινάκι βγήκε μία νταρντανομίλφ, με καστανοκοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, ασχημομέτριο πρόσωπο που πρόδιδε την ηλικία, μεγαλούτσικο στήθος, η οποία φορούσε εσωφόρι και με πλησίασε σε σημείο αναπνοής —σχεδόν κόλλησε τη μύτη της στη δική μου— έχοντας ένα ψαρωτικό ύφος.
«Πώς σε λένε;», τη ρώτησα κάνοντας λίγο πίσω το κεφάλι μου — κάποια μου θύμιζε... «Λίζα», ήταν η απάντησή της. «Λίζα... και το πρόγραμμα;». «Για σένα, ό,τι γουστάρεις...», ξανακόλλησε σχεδόν τη μύτη της στη δική μου. «Τι γουστάρεις;», επέμεινε να της πω. «Εεε, τι πρόγραμμα κάνεις;», επανέλαβα τραβώντας πάλι πίσω το κεφάλι — μαλακία μου που δεν τη ρώτησα κάποιες ιδιαίτερες υπηρεσίες, να έβλεπα εάν τις πρόσφερε. Τότε εκείνη ξεκίνησε να μου λέει: «Κάνω πρόγραμμα...». Διακόπτοντας όταν ακούσαμε την τσατσά να πλησιάζει απ' τον διάδρομο, για να συμπληρώσει: «Να σου πει τώρα κυρία!». «Οκέι», συμφώνησα και την επόμενη στιγμή η κυρία εμφανίστηκε. «Γεια σου παιδί μου!». «Τι πρόγραμμα έχει η–». «Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό. Αυτό το πρόγραμμα παιδί μου. Η κοπέλα πολύ καλή στο δωμάτιο! Δεν βιάζεται, δουλεύει σιγά σιγά...». «Εντάξει...», είπα δίνοντας την εντύπωση πως το σκεφτόμουν. «'Ελα, θα περάσεις πολύ καλά!», προσπάθησε να με πείσει εκείνη. «Θα δω, θα δω, ευχαριστώ πολύ!», την απογοήτευσα κι έστριψα προς την εξώπορτα. «Παρακαλώ!», την άκουσα πίσω μου.
Επέστρεψα μετά με το πέρας της τσάρκας.
«Τι κάνεις;», με ρώτησε με το ίδιο ψαρωτικό ύφος η Λίζα βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. «Θα περάσω!», της έκανα γνωστό με το δεκάρικο στη χούφτα. Από 'κει ανέλαβε η υπηρεσία. «'Ελα», μου έδειξε την κάμαρα που πριν λίγες μέρες είχα συνευρεθεί με μία 'Αντζελα. «Αχ, όχι εδώ πέρα! Να πάω σ' ένα άλλο;», αντέδρασα — τα δύο απέναντι δωμάτια ήσανε άδεια. «'Οπου θέλεις!», δεν μου έφερε αντίρρηση. «Ορίστε», την πλέρωσα (έτσι, μ' έψιλον!). «Μ-μ, (καταφατικό) ευχαριστούμε!». Η καμαρούλα ήταν ψιλοάθλια και σκοτεινή. «'Αμα θέλεις ν' ανοίξεις εντώ (έναν επιδαπέδιο ανεμιστήρα), γιατί δεν έχουμε ερ κοντίσιον...», μου εξήγησε. «Καλά δεν πειράζει!» — τελικά δεν τον χρησιμοποίησα, η θερμοκρασία ήτανε μια χαρά.
«Η κοπέλα είναι στο δωμάτιο!», άκουσα μια-δυο φορές την τσατσά, απ΄το σαλόνι, κατά τη διάρκεια της οκτάλεπτης αναμονής μου.
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν εκείνη —η πουτάνα— άνοιξε την πόρτα. «Γεια σου, γεια σου!», αντευχήθηκε και κλείνοντάς την την ασφάλισε με το συρτάκι. Στη συνέχεια με πλησίασε —εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένος στο φαινομενικά καθαρό κατωσέντονο— και άφησε τα σέα της στο κομοδίνο — μόνο την καπότα άφησε δίπλα στο μαξιλάρι.
«Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ; Σε θυμάμαι από κάπου αλλού...», τη ρώτησα καθώς εκείνη έβγαζε το εσωφόρι αποκαλύπτοντας δυο κρεμαστά μεγάλα μαστάρια, μια προπετή κοιλιά και μια διπλόφαρδη μέση. Με κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δούλευες καθόλου Λιοσίων, Φυλής, Αχαρνών–». «Αχαρνών, ναι!», με διέκοψε. «Στο 85!». «Ναι», άρχισε να μαζεύει τα μαλλιά της ψηλά. «Αα... Δεν σ' έχω πάρει, αλλά τώρα σε θυμήθηκα.». «Και τώρα ντουλεύω!», με πληροφόρησε πιάνοντάς τα μ' ένα λαστιχάκι — τώρα το πρόσωπό της φαινόταν άσχημο. «Α, ναι;». «Κυριακές μόνο», γονάτισε πλάι μου. «Αα, Κυριακές...», της έκανα χώρο. «Εσύ πας παντού!», μου χαμογέλασε και άρχισε να με χαϊδεύει με τα δυο της χέρια — απ' τ' αρχίδια μέχρι το στήθος. «Α, επειδή σου ανέφερα αυτά τα μέρη;... Ε, γυρίζω προσπαθώντας να δω τι υπάρχει», της εξήγησα περνώντας το χέρι μου απ' τα βυζιά της. «Τι να δεις; Τα ίδια είναι. Και δω τα ίδια δεν είναι;», με κοίταξε σοβαρά συνεχίζοντας το πασπάτεμα. «Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι...», ξεκίνησα να λέω όταν την είδα να "βουτάει"... «Δεν θέλω ελεύθερο στοματικό!», την πρόλαβα... «Αλλά θέλω γλειψιματάκια και φιλάκια...».
«Ααα, μπράβο!...», έκλεισα τα μάτια. Η Λίζα προχώρησε σ' ένα ικανοποιητικό γλείψιμο που ξεκίνησε απ' τ' αρχίδια —έπειτα από δική μου προτροπή το σημείο εκείνο—, συνέχισε στον κορμό, στον λαιμό, στα μάγουλα και κατέληξε στ' αυτιά μου να χώνει τη γλωσσάρα της βαθιά μέσα στους έξω ακουστικούς μου πόρους, ενώ επιδοθήκαμε και σε ασελγείς ασπασμούς...
Μια λεπτομέρεια: Καθώς έγλειφε ανάσαινε βαριά, σαν να έχει λαχανιάσει ένα πράμα...
«Κάτσε να βάλω την καπότα...», της είπα — η στύση μου έδειχνε ταβάνι...
Η πίπα που μου έκανε ήταν βαθιά και υγρή, ενώ μ' έγλειφε και στ' αχαμνά. Αλλά δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ αφού της ζήτησα να τη γαμήσω πισωκολλητά γονατιστά — μεγάλη ποικιλία παρατηρώ στις ερωτικές στάσεις που επιλέγω κάθε φορά... Χα χα χα!
«Κρακ κρακ κρακ...», πήρε και πήρα θέση. Τον έχωσα στη μουνοσήραγγά της κι άρχισα δίνω πόνο!... (Σιγά ρε γαμιά! Χα χα χα)
Τέλος πάντων, λίγο οι βυζάρες που χούφτωνα, λίγο τα κωλοχάστουκα που της έδινα, λίγο ένα γύρισμά της για άλλο ένα (αηδιαστικό – δυνητικά μολυσμένο) γλωσσόφιλο, μ' έκαναν να... «Αα... αα... αα... έχυσα!...».
«Μισό κιλό!», την άκουσα να λέει όρθια καθώς έβαζε το εσωφόρι της. «Μισό κιλό, τι;», την κοίταξα με απορία. «Τέτοιο...», έδειξε με το πιγούνι προς τη γεμάτη με μεσήλικο σπέρμα ελαστική θηλή του προφυλακτικού που ακόμα ο πούτσος μου φορούσε. «Α, ναι! Χα χα χα», συνειδητοποίησα τι εννοούσε.
«Ευχαριστώ πολύ!», της είπα όταν για να με χαιρετήσει μου χτύπησε ελαφρά το κωλομέρι — της είχα γυρισμένη την πλάτη μιας και πλενόμουν. «Τίποτα, γιατί ευχαριστάς; (sic)», ήταν η αντίδρασή της. «Πώς πάει η δουλειά εδώ;», τη ρώτησα. «Καλά», έκανε νόημα με το κεφάλι και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε στον διάδρομο.
Στο σαλόνι ήμουν μόνος.
«Γεια σου μωρό μου... Πού πας;», απ' το κουζινάκι βγήκε μία νταρντανομίλφ, με καστανοκοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, ασχημομέτριο πρόσωπο που πρόδιδε την ηλικία, μεγαλούτσικο στήθος, η οποία φορούσε εσωφόρι και με πλησίασε σε σημείο αναπνοής —σχεδόν κόλλησε τη μύτη της στη δική μου— έχοντας ένα ψαρωτικό ύφος.
«Πώς σε λένε;», τη ρώτησα κάνοντας λίγο πίσω το κεφάλι μου — κάποια μου θύμιζε... «Λίζα», ήταν η απάντησή της. «Λίζα... και το πρόγραμμα;». «Για σένα, ό,τι γουστάρεις...», ξανακόλλησε σχεδόν τη μύτη της στη δική μου. «Τι γουστάρεις;», επέμεινε να της πω. «Εεε, τι πρόγραμμα κάνεις;», επανέλαβα τραβώντας πάλι πίσω το κεφάλι — μαλακία μου που δεν τη ρώτησα κάποιες ιδιαίτερες υπηρεσίες, να έβλεπα εάν τις πρόσφερε. Τότε εκείνη ξεκίνησε να μου λέει: «Κάνω πρόγραμμα...». Διακόπτοντας όταν ακούσαμε την τσατσά να πλησιάζει απ' τον διάδρομο, για να συμπληρώσει: «Να σου πει τώρα κυρία!». «Οκέι», συμφώνησα και την επόμενη στιγμή η κυρία εμφανίστηκε. «Γεια σου παιδί μου!». «Τι πρόγραμμα έχει η–». «Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό. Αυτό το πρόγραμμα παιδί μου. Η κοπέλα πολύ καλή στο δωμάτιο! Δεν βιάζεται, δουλεύει σιγά σιγά...». «Εντάξει...», είπα δίνοντας την εντύπωση πως το σκεφτόμουν. «'Ελα, θα περάσεις πολύ καλά!», προσπάθησε να με πείσει εκείνη. «Θα δω, θα δω, ευχαριστώ πολύ!», την απογοήτευσα κι έστριψα προς την εξώπορτα. «Παρακαλώ!», την άκουσα πίσω μου.
Επέστρεψα μετά με το πέρας της τσάρκας.
«Τι κάνεις;», με ρώτησε με το ίδιο ψαρωτικό ύφος η Λίζα βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. «Θα περάσω!», της έκανα γνωστό με το δεκάρικο στη χούφτα. Από 'κει ανέλαβε η υπηρεσία. «'Ελα», μου έδειξε την κάμαρα που πριν λίγες μέρες είχα συνευρεθεί με μία 'Αντζελα. «Αχ, όχι εδώ πέρα! Να πάω σ' ένα άλλο;», αντέδρασα — τα δύο απέναντι δωμάτια ήσανε άδεια. «'Οπου θέλεις!», δεν μου έφερε αντίρρηση. «Ορίστε», την πλέρωσα (έτσι, μ' έψιλον!). «Μ-μ, (καταφατικό) ευχαριστούμε!». Η καμαρούλα ήταν ψιλοάθλια και σκοτεινή. «'Αμα θέλεις ν' ανοίξεις εντώ (έναν επιδαπέδιο ανεμιστήρα), γιατί δεν έχουμε ερ κοντίσιον...», μου εξήγησε. «Καλά δεν πειράζει!» — τελικά δεν τον χρησιμοποίησα, η θερμοκρασία ήτανε μια χαρά.
«Η κοπέλα είναι στο δωμάτιο!», άκουσα μια-δυο φορές την τσατσά, απ΄το σαλόνι, κατά τη διάρκεια της οκτάλεπτης αναμονής μου.
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν εκείνη —η πουτάνα— άνοιξε την πόρτα. «Γεια σου, γεια σου!», αντευχήθηκε και κλείνοντάς την την ασφάλισε με το συρτάκι. Στη συνέχεια με πλησίασε —εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένος στο φαινομενικά καθαρό κατωσέντονο— και άφησε τα σέα της στο κομοδίνο — μόνο την καπότα άφησε δίπλα στο μαξιλάρι.
«Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ; Σε θυμάμαι από κάπου αλλού...», τη ρώτησα καθώς εκείνη έβγαζε το εσωφόρι αποκαλύπτοντας δυο κρεμαστά μεγάλα μαστάρια, μια προπετή κοιλιά και μια διπλόφαρδη μέση. Με κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δούλευες καθόλου Λιοσίων, Φυλής, Αχαρνών–». «Αχαρνών, ναι!», με διέκοψε. «Στο 85!». «Ναι», άρχισε να μαζεύει τα μαλλιά της ψηλά. «Αα... Δεν σ' έχω πάρει, αλλά τώρα σε θυμήθηκα.». «Και τώρα ντουλεύω!», με πληροφόρησε πιάνοντάς τα μ' ένα λαστιχάκι — τώρα το πρόσωπό της φαινόταν άσχημο. «Α, ναι;». «Κυριακές μόνο», γονάτισε πλάι μου. «Αα, Κυριακές...», της έκανα χώρο. «Εσύ πας παντού!», μου χαμογέλασε και άρχισε να με χαϊδεύει με τα δυο της χέρια — απ' τ' αρχίδια μέχρι το στήθος. «Α, επειδή σου ανέφερα αυτά τα μέρη;... Ε, γυρίζω προσπαθώντας να δω τι υπάρχει», της εξήγησα περνώντας το χέρι μου απ' τα βυζιά της. «Τι να δεις; Τα ίδια είναι. Και δω τα ίδια δεν είναι;», με κοίταξε σοβαρά συνεχίζοντας το πασπάτεμα. «Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι...», ξεκίνησα να λέω όταν την είδα να "βουτάει"... «Δεν θέλω ελεύθερο στοματικό!», την πρόλαβα... «Αλλά θέλω γλειψιματάκια και φιλάκια...».
«Ααα, μπράβο!...», έκλεισα τα μάτια. Η Λίζα προχώρησε σ' ένα ικανοποιητικό γλείψιμο που ξεκίνησε απ' τ' αρχίδια —έπειτα από δική μου προτροπή το σημείο εκείνο—, συνέχισε στον κορμό, στον λαιμό, στα μάγουλα και κατέληξε στ' αυτιά μου να χώνει τη γλωσσάρα της βαθιά μέσα στους έξω ακουστικούς μου πόρους, ενώ επιδοθήκαμε και σε ασελγείς ασπασμούς...
Μια λεπτομέρεια: Καθώς έγλειφε ανάσαινε βαριά, σαν να έχει λαχανιάσει ένα πράμα...
«Κάτσε να βάλω την καπότα...», της είπα — η στύση μου έδειχνε ταβάνι...
Η πίπα που μου έκανε ήταν βαθιά και υγρή, ενώ μ' έγλειφε και στ' αχαμνά. Αλλά δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ αφού της ζήτησα να τη γαμήσω πισωκολλητά γονατιστά — μεγάλη ποικιλία παρατηρώ στις ερωτικές στάσεις που επιλέγω κάθε φορά... Χα χα χα!
«Κρακ κρακ κρακ...», πήρε και πήρα θέση. Τον έχωσα στη μουνοσήραγγά της κι άρχισα δίνω πόνο!... (Σιγά ρε γαμιά! Χα χα χα)
Τέλος πάντων, λίγο οι βυζάρες που χούφτωνα, λίγο τα κωλοχάστουκα που της έδινα, λίγο ένα γύρισμά της για άλλο ένα (αηδιαστικό – δυνητικά μολυσμένο) γλωσσόφιλο, μ' έκαναν να... «Αα... αα... αα... έχυσα!...».
«Μισό κιλό!», την άκουσα να λέει όρθια καθώς έβαζε το εσωφόρι της. «Μισό κιλό, τι;», την κοίταξα με απορία. «Τέτοιο...», έδειξε με το πιγούνι προς τη γεμάτη με μεσήλικο σπέρμα ελαστική θηλή του προφυλακτικού που ακόμα ο πούτσος μου φορούσε. «Α, ναι! Χα χα χα», συνειδητοποίησα τι εννοούσε.
«Ευχαριστώ πολύ!», της είπα όταν για να με χαιρετήσει μου χτύπησε ελαφρά το κωλομέρι — της είχα γυρισμένη την πλάτη μιας και πλενόμουν. «Τίποτα, γιατί ευχαριστάς; (sic)», ήταν η αντίδρασή της. «Πώς πάει η δουλειά εδώ;», τη ρώτησα. «Καλά», έκανε νόημα με το κεφάλι και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε στον διάδρομο.
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού