Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.5 84 10
Μπουρδέλα
93172
Γενική βαθμολογία
7.0
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:20
Ο ένας απ' τους τρεις αλλοδαπούς δοκίμασε ν' ανοίξει την εξώπορτα. 'Ηταν ασφαλισμένη. Τότε προσπάθησε να κοιτάξει απ' το παράθυρο εάν ήταν κάποιος μέσα. Εκείνη την ώρα είδα να πλησιάζει ημεδαπός συναγωνιστής. 'Ολοι μαζί περιμέναμε για μερικά δευτερόλεπτα στην αυλή να δούμε εάν θα γινόταν τίποτα. Ξαφνικά η εξώπορτα άνοιξε και μία —γνωστή— υπηρεσία απευθύνθηκε στους αλλοδαπούς που βρίσκονταν πιο κοντά. «Τι κάνετε εκεί; Ελάτε μέσα!». Αρχίσαμε να μπαίνουμε. «Γεια σας», της ευχήθηκε ο συμπατριώτης. «Γεια σας», του/μας ευχήθηκε εκείνη.
«Δέκα ευρώ το κορίτσι μας! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασιματάκια, καλό σεξ! Ελάτε να περάσετε πάρα πολύ ωραία!
Παρουσιάστηκε η νεαρή με τα βυζέττα, που είχα πρόσφατα δει στη Λιοσίων 79Β. Με ίσιο σκούρο μαλλί πιασμένο σε κοντή αλογοουρά, καλούτσικο πρόσωπο με σχιστά μάτια, στήθος σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης —όπως προείπα—, καλλίκορμη. «Γεια σας! Τι κάνετε;».
Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. «Ευχαριστούμε!», άκουσα τον 'Ελληνα. «Παρακαλώ», άκουσα και την τσατσά, την οποία πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι.
'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια, οπότε διάλεξα να μπω σε 'κείνο με τους πολλούς μικρούς καθρέφτες. Βέβαια οι καθρέφτες πλέον δεν υπάρχουν μιας κι έχει ανακαινιστεί, όπως και όλα τα υπόλοιπα — για το μυστικό δωμάτιο δεν ξέρω... Τέλος πάντων καλό έχει γίνει και πιο εύκολο για φωτογράφιση, χε χε χε, αφού το ρομαντικό παράθυρο που έβλεπε στο σαλόνι δεν υπάρχει πια, ενώ το υφασμάτινο διαχωριστικό της ενδιάμεσης πόρτας έχει αντικατασταθεί από μία πόρτα ακορντεόν.
'Υστερα από δύο λεπτά άκουσα τακούνια να πλησιάζουν — ήταν η νεαρή πόρνη.
«Εντάξει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ανοίγοντας την παραπάνω πόρτα. «Εντάξει μωρό μου! Πώς σε λένε;», τη ρώτησα — είχα ξεχάσει τ' όνομά της. «Μπιάνκα», απάντησε πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου μόλις είχα ξαπλώσει. «Α, Μπιάνκα... 'Ησουνα και στο Λιοσίων 79Β;», της έκανα χώρο. «Ναι!», ξεβρακώθηκε και γονάτισε ολόγυμνη πλάι μου. «Μπράβο...». «Γιατί;», έπιασε τη συσκευασμένη καπότα. «Α, τίποτα. 'Ετυχε και σε είδα μια φορά εκεί», της αποκρίθηκα χουφτώνοντας το κωλαράκι της. «Και έφυγες...», έσυρε τ' ακροδάχτυλα κατά μήκος του μηρού μου. «'Ηταν πολύς κόσμος τότε», δικαιολογήθηκα συνεχίζοντας να της θωπεύω τον κώλο. «Α, είχα πολύ κόσμο», φάνηκε να δέχεται τη δικαιολογία μου. «Ναι».
«Να βάλουμε προφυλακτικό, έτσι;», είπε ξαφνικά, ενώ είχε ξαπλώσει εγκάρσια σε μένα, με τη μασχάλη και το μπράτσο της να πιέζουν τον μηρό μου. «Ναι, με προφυλακτικό!», συμφώνησα. «Εντάξει; Για να ξέρεις μωρό μου», εξήγησε. Εντωμεταξύ εγώ είχα το χέρι μου στον αυχένα της. «Πάρε το βάρος σου...», μου ζήτησε ευγενικά. «Ααχ κι εσύ μη στηρίζεσαι πολύ πάνω στο πόδι μου όμως...», της είπα με τη σειρά μου. «'Οχι», αμέσως τραβήχτηκε. «Χε χε, από πού είσαι; Ρουμάνα;». «'Οχι μωρό μου. Τσεχία». «Α, Τσεχία...»
Ξεκίνησε μια ψιλοϊκανοποιητική πίπα —όχι βαθιά, αλλά με πασπάτεμα των αρχιδιών και κάποια «ποπ»—, κοιτάζοντάς μας απ' τον απέναντι επίτοιχο καθρέφτη.
Με το χέρι μου να χαϊδεύει την πλάτη, τον κώλο, τα χυτά πόδια της άρχισα σιγά σιγά ν' αποκτώ στύση. Στύση ικανή προς "διακόρευση". Πριν προχωρήσω στο φίκι φίκι τις έγλειψα και μου έγλειψε τις θηλές, της φίλησα – έγλειψα και μου φίλησε – έγλειψε τον λαιμό —εκείνη επιφανειακά κι ακρογλώσσια, εγώ κανονικά—, της έγλειψα τους λοβούς των αυτιώνε.
Στο πισωκολλητό γονατιστό στήθηκε όμορφα, συνεχίζοντας να μας κοιτάζει απ' τον πλαϊνό καθρέφτη. «Δεν έχεις βάλει κρέμα!...», διαπίστωσα όταν της τον έχωσα. «'Οχι», παραδέχτηκε — το μπουκαλάκι με τη λιπαντική γέλη ήταν δίπλα στο μαξιλάρι. «Μπράβο...», επιδοκίμασα αρχίζοντας να μπαινοβγαίνω αργά. «'Ηθελες κρέμα;». «'Οχι, απλώς άλλες έρχονται πασαλειμμένες, γι' αυτό μου έκανε εντύπωση και το ανέφερα».
Τη γάμησα και ιεραποστολικά —με αγκαλιάσματα και τριψίματα εκατέρωθεν—, γλείφοντάς της τον λαιμό, ενώ κι εκείνη με φιλούσε πεταχτά στο μάγουλο, επίσης στον λαιμό, στον ώμο...
'Εχυσα εν μέσω πνιχτών βογγητών.
Δούλευε απ' το πρωί και θα συνέχιζε μέχρι τις δέκα-έντεκα το βράδυ.
Πριν φύγει έκανε μια-δυο φορές μπουκώματα με νερό απ' τη βρύση.
«Γεια σου αγάπη μου!», με αποχαιρέτησε ανοίγοντας την πόρτα. «Γεια σας!...», χαιρέτησε τον κόσμο, που την περίμενε, βγαίνοντας.
Ο ένας απ' τους τρεις αλλοδαπούς δοκίμασε ν' ανοίξει την εξώπορτα. 'Ηταν ασφαλισμένη. Τότε προσπάθησε να κοιτάξει απ' το παράθυρο εάν ήταν κάποιος μέσα. Εκείνη την ώρα είδα να πλησιάζει ημεδαπός συναγωνιστής. 'Ολοι μαζί περιμέναμε για μερικά δευτερόλεπτα στην αυλή να δούμε εάν θα γινόταν τίποτα. Ξαφνικά η εξώπορτα άνοιξε και μία —γνωστή— υπηρεσία απευθύνθηκε στους αλλοδαπούς που βρίσκονταν πιο κοντά. «Τι κάνετε εκεί; Ελάτε μέσα!». Αρχίσαμε να μπαίνουμε. «Γεια σας», της ευχήθηκε ο συμπατριώτης. «Γεια σας», του/μας ευχήθηκε εκείνη.
«Δέκα ευρώ το κορίτσι μας! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασιματάκια, καλό σεξ! Ελάτε να περάσετε πάρα πολύ ωραία!
Παρουσιάστηκε η νεαρή με τα βυζέττα, που είχα πρόσφατα δει στη Λιοσίων 79Β. Με ίσιο σκούρο μαλλί πιασμένο σε κοντή αλογοουρά, καλούτσικο πρόσωπο με σχιστά μάτια, στήθος σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης —όπως προείπα—, καλλίκορμη. «Γεια σας! Τι κάνετε;».
Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. «Ευχαριστούμε!», άκουσα τον 'Ελληνα. «Παρακαλώ», άκουσα και την τσατσά, την οποία πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι.
'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια, οπότε διάλεξα να μπω σε 'κείνο με τους πολλούς μικρούς καθρέφτες. Βέβαια οι καθρέφτες πλέον δεν υπάρχουν μιας κι έχει ανακαινιστεί, όπως και όλα τα υπόλοιπα — για το μυστικό δωμάτιο δεν ξέρω... Τέλος πάντων καλό έχει γίνει και πιο εύκολο για φωτογράφιση, χε χε χε, αφού το ρομαντικό παράθυρο που έβλεπε στο σαλόνι δεν υπάρχει πια, ενώ το υφασμάτινο διαχωριστικό της ενδιάμεσης πόρτας έχει αντικατασταθεί από μία πόρτα ακορντεόν.
'Υστερα από δύο λεπτά άκουσα τακούνια να πλησιάζουν — ήταν η νεαρή πόρνη.
«Εντάξει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ανοίγοντας την παραπάνω πόρτα. «Εντάξει μωρό μου! Πώς σε λένε;», τη ρώτησα — είχα ξεχάσει τ' όνομά της. «Μπιάνκα», απάντησε πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου μόλις είχα ξαπλώσει. «Α, Μπιάνκα... 'Ησουνα και στο Λιοσίων 79Β;», της έκανα χώρο. «Ναι!», ξεβρακώθηκε και γονάτισε ολόγυμνη πλάι μου. «Μπράβο...». «Γιατί;», έπιασε τη συσκευασμένη καπότα. «Α, τίποτα. 'Ετυχε και σε είδα μια φορά εκεί», της αποκρίθηκα χουφτώνοντας το κωλαράκι της. «Και έφυγες...», έσυρε τ' ακροδάχτυλα κατά μήκος του μηρού μου. «'Ηταν πολύς κόσμος τότε», δικαιολογήθηκα συνεχίζοντας να της θωπεύω τον κώλο. «Α, είχα πολύ κόσμο», φάνηκε να δέχεται τη δικαιολογία μου. «Ναι».
«Να βάλουμε προφυλακτικό, έτσι;», είπε ξαφνικά, ενώ είχε ξαπλώσει εγκάρσια σε μένα, με τη μασχάλη και το μπράτσο της να πιέζουν τον μηρό μου. «Ναι, με προφυλακτικό!», συμφώνησα. «Εντάξει; Για να ξέρεις μωρό μου», εξήγησε. Εντωμεταξύ εγώ είχα το χέρι μου στον αυχένα της. «Πάρε το βάρος σου...», μου ζήτησε ευγενικά. «Ααχ κι εσύ μη στηρίζεσαι πολύ πάνω στο πόδι μου όμως...», της είπα με τη σειρά μου. «'Οχι», αμέσως τραβήχτηκε. «Χε χε, από πού είσαι; Ρουμάνα;». «'Οχι μωρό μου. Τσεχία». «Α, Τσεχία...»
Ξεκίνησε μια ψιλοϊκανοποιητική πίπα —όχι βαθιά, αλλά με πασπάτεμα των αρχιδιών και κάποια «ποπ»—, κοιτάζοντάς μας απ' τον απέναντι επίτοιχο καθρέφτη.
Με το χέρι μου να χαϊδεύει την πλάτη, τον κώλο, τα χυτά πόδια της άρχισα σιγά σιγά ν' αποκτώ στύση. Στύση ικανή προς "διακόρευση". Πριν προχωρήσω στο φίκι φίκι τις έγλειψα και μου έγλειψε τις θηλές, της φίλησα – έγλειψα και μου φίλησε – έγλειψε τον λαιμό —εκείνη επιφανειακά κι ακρογλώσσια, εγώ κανονικά—, της έγλειψα τους λοβούς των αυτιώνε.
Στο πισωκολλητό γονατιστό στήθηκε όμορφα, συνεχίζοντας να μας κοιτάζει απ' τον πλαϊνό καθρέφτη. «Δεν έχεις βάλει κρέμα!...», διαπίστωσα όταν της τον έχωσα. «'Οχι», παραδέχτηκε — το μπουκαλάκι με τη λιπαντική γέλη ήταν δίπλα στο μαξιλάρι. «Μπράβο...», επιδοκίμασα αρχίζοντας να μπαινοβγαίνω αργά. «'Ηθελες κρέμα;». «'Οχι, απλώς άλλες έρχονται πασαλειμμένες, γι' αυτό μου έκανε εντύπωση και το ανέφερα».
Τη γάμησα και ιεραποστολικά —με αγκαλιάσματα και τριψίματα εκατέρωθεν—, γλείφοντάς της τον λαιμό, ενώ κι εκείνη με φιλούσε πεταχτά στο μάγουλο, επίσης στον λαιμό, στον ώμο...
'Εχυσα εν μέσω πνιχτών βογγητών.
Δούλευε απ' το πρωί και θα συνέχιζε μέχρι τις δέκα-έντεκα το βράδυ.
Πριν φύγει έκανε μια-δυο φορές μπουκώματα με νερό απ' τη βρύση.
«Γεια σου αγάπη μου!», με αποχαιρέτησε ανοίγοντας την πόρτα. «Γεια σας!...», χαιρέτησε τον κόσμο, που την περίμενε, βγαίνοντας.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 17, 2015
Όνομα κοπέλας
Μπιάνκα
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού