Λεπτομέρειες αξιολόγησης
5.9 11 10
Μπουρδέλα
33628
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
4.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 13:52
«Γεια σου!». Μου ευχήθηκε η υπηρεσία και κοιτάζοντάς με βλοσυρά παρέμεινε σιωπηλή. «Αυτή τώρα είναι έτσι, γιατί θεωρεί πως δεν θα περάσω», σκέφτηκα πλησιάζοντάς την. «Καλησπέρα», της ευχήθηκα. «Καλησπέρα, κοπέλα είναι˙ τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, από πάνω, δέκα ευρώ!», μ' ενημέρωσε κοφτά. Εμφανίστηκε εκείνη που περίμενα να δω —η Λίλλυ—, η οποία κάποια μου θύμιζε και όπως την πρώτη φορά που την είδα —στην πρωινή οικοδρομία του Σαββάτου, της πρώτης Αυγούστου—, πάλι μου έδωσε την εντύπωση πως κι εκείνη με θυμόταν. Επρόκειτο για μία ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, γλυκό πρόσωπο, μεσαίο στήθος με μία διάστιξη δύο κολλητές καρδούλες αριστερά, ψιλοτσουπωτή, χαμηλομέτριου αναστήματος. 'Εδωσα το δεκάρικο. Η τσατσά με πέρασε σ' ένα ανακαινισμένο δωμάτιο. Εκεί μέσα περίμενα τη Λίλλυ κανένα δεκάλεπτο, κατά τη διάρκεια του οποίου άκουγα την υπηρεσία να ενημερώνει με σαφώς πιο φιλικό τρόπο απ' ό,τι εμένα προηγουμένως: «Η κοπέλα είναι˙ τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, από πάνω, δέκα ευρώ. Σιγά σιγά στο δωμάτιο, δεν βιάζεται, θα περάσετε πάρα πολύ ωραία!».
«Μμμ, γεια σου μωράκι!», μου χαμογέλασε η κοκότα μπαίνοντας. «Γεια σου μωράκι!», μιμήθηκα τον τρόπο της. «Τι κάνεις;». «Καλά». «Καλά καλά;». «Καλά καλά... εεε, όχι και καλά καλά!», διόρθωσα. «Γιατίιι;». «Εντάξει, καλά είμαι, αλλά όχι καλά καλά!», εξήγησα — μην είμαστε κι υπερβολικοί, με τις μέρες που διανύουμε, χε χε χε... «Ααα...», δεν ζήτησε περαιτέρω εξηγήσεις. Εντωμεταξύ είχε ξυποληθεί, γυμνωθεί και γονατίσει στο κρεβάτι πλάι μου.
Ξεκίνησε να με χαϊδεύει και στη συνέχεια να περιφέρει τους μαστούς της πάνω μου, απ' τ' αρχίδια και τον πούτσο μου —πραγματοποιώντας και ισπανική— μέχρι το πρόσωπό μου —όπου με άφησε να τους ρουφήξω – γλείψω – φιλήσω—, ενώ δεν παρέλειπε να με απαλοφιλάει κι ακρογλώσσια γλείφει στ' αυτά σημεία. Η διαδρομή πραγματοποιήθηκε δυο-τρεις φορές, μέχρι την ολοκλήρωση της στύσης μου.
«Λίλλυ σε λένε, έτσι;», τη ρώτησα καθώς εκείνη ετοίμαζε το προφυλακτικό. «Μ-μ!», ήταν η καταφατική απάντησή της, συμπληρώνοντας: «Εσύ με ξέρεις μωρό μου». «Κάτι μου θύμισες!... Πού σ' έχω ξαναδεί;». «Τριάντα... Κολωνού». «Κολωνού 30...», επανέλαβα προσπαθώντας να θυμηθώ. «Μ-μ!» (καταφατικό). «Τριάντα, σε ποιο, στο–». «Πρώτο πρώτο!», με διέκοψε. «Α, στο πρώτο, στο ισόγειο... Δεν θυμάμαι!», παραδέχτηκα. «Εγώ το θυμάμαι! Αλλά εντάξει, ένα χρόνο έχει περάσει. Μπορεί και παραπάνω», πρόσθεσε. «Σαν Λίλλυ δούλευες κι εκεί;». «Ναι!».
Η καλούτσικη πίπα της συμπεριλάμβανε «ποπ» και «σλουρπ». Δεν την άφησα όμως να τη συνεχίσει για μακρό χρονικό διάστημα: «Μπορείς ν' ανέβεις από πάνω;». «Ναι!».
Καβαλώντας με, έπιασε την πούτσα μου και χώνοντάς την μέσα της κάθισε στη λεκάνη μου αρχίζοντας να τρίβεται μπρος-πίσω, με τα χέρια της στο στήθος μου χαμηλά και το σώμα της να πραγματοποιεί την κλασική κυματοειδή κίνηση αυξάνοντας την ένταση σταδιακά: «Κρακ κρακ κρακ... ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...». 'Οταν ξεκίνησα να την "καρφώνω" κι εγώ, έχοντάς την γραπώσει απ' τα κωλομάγουλα, ύστερα από λίγο άρχισα να χύνω...
«Καιρό είχα να σε δω στα εδώ σπιτάκια», σχολίασα καθώς ετοιμαζόμασταν λίγο αργότερα. «Ναι, είχα σταματήσει, δεν δούλευα», μου έκανε γνωστό.
«Γεια σου!». Μου ευχήθηκε η υπηρεσία και κοιτάζοντάς με βλοσυρά παρέμεινε σιωπηλή. «Αυτή τώρα είναι έτσι, γιατί θεωρεί πως δεν θα περάσω», σκέφτηκα πλησιάζοντάς την. «Καλησπέρα», της ευχήθηκα. «Καλησπέρα, κοπέλα είναι˙ τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, από πάνω, δέκα ευρώ!», μ' ενημέρωσε κοφτά. Εμφανίστηκε εκείνη που περίμενα να δω —η Λίλλυ—, η οποία κάποια μου θύμιζε και όπως την πρώτη φορά που την είδα —στην πρωινή οικοδρομία του Σαββάτου, της πρώτης Αυγούστου—, πάλι μου έδωσε την εντύπωση πως κι εκείνη με θυμόταν. Επρόκειτο για μία ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, γλυκό πρόσωπο, μεσαίο στήθος με μία διάστιξη δύο κολλητές καρδούλες αριστερά, ψιλοτσουπωτή, χαμηλομέτριου αναστήματος. 'Εδωσα το δεκάρικο. Η τσατσά με πέρασε σ' ένα ανακαινισμένο δωμάτιο. Εκεί μέσα περίμενα τη Λίλλυ κανένα δεκάλεπτο, κατά τη διάρκεια του οποίου άκουγα την υπηρεσία να ενημερώνει με σαφώς πιο φιλικό τρόπο απ' ό,τι εμένα προηγουμένως: «Η κοπέλα είναι˙ τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, από πάνω, δέκα ευρώ. Σιγά σιγά στο δωμάτιο, δεν βιάζεται, θα περάσετε πάρα πολύ ωραία!».
«Μμμ, γεια σου μωράκι!», μου χαμογέλασε η κοκότα μπαίνοντας. «Γεια σου μωράκι!», μιμήθηκα τον τρόπο της. «Τι κάνεις;». «Καλά». «Καλά καλά;». «Καλά καλά... εεε, όχι και καλά καλά!», διόρθωσα. «Γιατίιι;». «Εντάξει, καλά είμαι, αλλά όχι καλά καλά!», εξήγησα — μην είμαστε κι υπερβολικοί, με τις μέρες που διανύουμε, χε χε χε... «Ααα...», δεν ζήτησε περαιτέρω εξηγήσεις. Εντωμεταξύ είχε ξυποληθεί, γυμνωθεί και γονατίσει στο κρεβάτι πλάι μου.
Ξεκίνησε να με χαϊδεύει και στη συνέχεια να περιφέρει τους μαστούς της πάνω μου, απ' τ' αρχίδια και τον πούτσο μου —πραγματοποιώντας και ισπανική— μέχρι το πρόσωπό μου —όπου με άφησε να τους ρουφήξω – γλείψω – φιλήσω—, ενώ δεν παρέλειπε να με απαλοφιλάει κι ακρογλώσσια γλείφει στ' αυτά σημεία. Η διαδρομή πραγματοποιήθηκε δυο-τρεις φορές, μέχρι την ολοκλήρωση της στύσης μου.
«Λίλλυ σε λένε, έτσι;», τη ρώτησα καθώς εκείνη ετοίμαζε το προφυλακτικό. «Μ-μ!», ήταν η καταφατική απάντησή της, συμπληρώνοντας: «Εσύ με ξέρεις μωρό μου». «Κάτι μου θύμισες!... Πού σ' έχω ξαναδεί;». «Τριάντα... Κολωνού». «Κολωνού 30...», επανέλαβα προσπαθώντας να θυμηθώ. «Μ-μ!» (καταφατικό). «Τριάντα, σε ποιο, στο–». «Πρώτο πρώτο!», με διέκοψε. «Α, στο πρώτο, στο ισόγειο... Δεν θυμάμαι!», παραδέχτηκα. «Εγώ το θυμάμαι! Αλλά εντάξει, ένα χρόνο έχει περάσει. Μπορεί και παραπάνω», πρόσθεσε. «Σαν Λίλλυ δούλευες κι εκεί;». «Ναι!».
Η καλούτσικη πίπα της συμπεριλάμβανε «ποπ» και «σλουρπ». Δεν την άφησα όμως να τη συνεχίσει για μακρό χρονικό διάστημα: «Μπορείς ν' ανέβεις από πάνω;». «Ναι!».
Καβαλώντας με, έπιασε την πούτσα μου και χώνοντάς την μέσα της κάθισε στη λεκάνη μου αρχίζοντας να τρίβεται μπρος-πίσω, με τα χέρια της στο στήθος μου χαμηλά και το σώμα της να πραγματοποιεί την κλασική κυματοειδή κίνηση αυξάνοντας την ένταση σταδιακά: «Κρακ κρακ κρακ... ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...». 'Οταν ξεκίνησα να την "καρφώνω" κι εγώ, έχοντάς την γραπώσει απ' τα κωλομάγουλα, ύστερα από λίγο άρχισα να χύνω...
«Καιρό είχα να σε δω στα εδώ σπιτάκια», σχολίασα καθώς ετοιμαζόμασταν λίγο αργότερα. «Ναι, είχα σταματήσει, δεν δούλευα», μου έκανε γνωστό.
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού