Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.3 28 10
Μπουρδέλα
50536
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 7:30 π.μ
Μία βέσπα πάρκαρε στον πεζόδρομο κι ο αψηλός αναβάτης της με ακολούθησε στο σαλόνι. Εκεί περιμέναμε όρθιοι για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι η υπηρεσία να κάνει την εμφάνισή της: «Καλημέρα σας, τι κάνετε; Στο δωμάτιο κορίτσι μου, να περιμένετε λίγο». «Ποια είναι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Η Μαρία˙ η Ρωσίδα», μου έκανε γνωστό. Της έδωσα το δεκάρικο. «Ελάτε», με οδήγησε στα ενδότερα˙ σ' ένα ικανοποιητικό δωμάτιο, με σεντόνι καθαρό και καλαθάκι —απορριμμάτων— άδειο. «Α, ένα λεπτό!», είπα την ώρα που έκλεινε την πόρτα. «Δεν μου είπατε, τι πρόγραμμα έχει». «Κανονικό».
Η Μαρία ήρθε ύστερα από τέσσερα-πέντε λεπτά. Επρόκειτο για μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοκτάχρονη κοπέλα —που είχα ξανασυναντήσει, εκεί, στις τσάρκες μου, αλλά δεν είχα ξαναπληρώσει—, με πιασιματάκια και κοιλίτσα, μεγάλο κρεμαστό στήθος, μετριογραμμένο πρόσωπο, ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους. «Γεια σου», της ευχήθηκα, χωρίς να την ακούσω ν' απαντάει κάτι. «Καλά είσαι;», ρώτησα. «Ναι, εσύ;», είπε σιγανά — γενικά μιλούσε σιγά και ήταν συγκρατημένη, αλλά όχι βαριεστημένη κι αγενής.
«Κρικ κρικ κρικ», γονάτισε πλάι μου με την καπότα στο χέρι, αφού πρώτα έμεινε ολόγυμνη. «Πριν μου βάλεις την καπότα, για την πίπα, κάνε μου λίγα έτσι... (με τεντωμένα κι ανοιχτά τα δάχτυλα των χεριών μου, έκανα ήπιες περιστροφικές κινήσεις) εδώ πέρα —στο σώμα μου—, για να μου σηκωθεί και να μπει —η καπότα— καλά». «Θα σου τα κάνω, μη στενοχωριέσαι», με καθησύχασε και ξεκίνησε μ' επιφανειακά και γρήγορα ματς-μουτς — στη συνέχεια έβαλε και λίγη γλωσσίτσα— στις θηλές μου, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —κοντά στο στόμα μου, αλλά δεν με άφησε να τη φιλήσω—, στους λοβούς των αυτιώνε. Του λόγου μου της ζουπούσα τις βυζάρες —χωρίς να παραλείπω να τις γλείφω—, της χάιδευα το μουνί, ενώ δεν παρέβλεπα να τρίβω, με το χέρι μου, τον πούτσο μου, ο οποίος είχε καυλώσει αρκετά.
«Σαν να σηκώθηκε...», παρατήρησα φωναχτά. Τότε εκείνη σταμάτησε και του έριξε μια ματιά. «'Ετσι τον έχεις μάθει, χωρίς προφυλακτικό;», χαμογέλασε. «Με προφυλακτικό! Αλλά πριν το προφυλακτικό, χρειάζεται κάποια "παιχνιδάκια'' για να σηκωθεί», εξήγησα. Συνέχισε με φιλάκια-γλειψιματάκια. «'Ετοιμος!», της είπα έπειτα από λίγο˙ ήθελα να προχωρήσουμε και στο φίκι φίκι σιγά σιγά... Την καπότα την ξετύλιξα εγώ. Κατά τη διάρκεια της πίπας πήρε μία στάση η οποία με βόλευε στο να χουφτώνω — επίσης πίπωνε αξιοπρεπώς, χρησιμοποιώντας κι εξωτερικούς γλωττισμούς. «Μαρία!». «Μμ;». «Για κάνε και λίγο με τα βυζάκια σου (βάζοντας τον πούτσο μου), ανάμεσα». «Αμέ! Ωχ, ωχ, πως γουστάρω!», συμφώνησε πρόθυμα, ενώ κατά τη διάρκεια της ισπανικής έσκυβε για να γλείφει και το πουτσοκέφαλο. «Τσιμπουκάκι, θες κι άλλο έτσι;», με ρώτησε όταν θα πιάστηκε ο λαιμός της. «Ανέβα από πάνω!», της ζήτησα. «Ναι», με καβάλησε και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε στη μούνα της. «Κρακ κρακ κρακ!», ακολούθησαν ανεβοκατεβάσματα, τριψίματα, στριφογυρίσματα. «Σ' αρέσει, μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. Η απάντηση ήρθε ύστερα από λίγο, όταν, έχοντάς την πιάσει απ' τα κωλομάγουλα και γαμώντας την όσο πιο δυνατά μπορούσα, εκτονωνόμουν λαγνοβογγώντας...
«Από βράδυ είσαι;», άρχισα την "ανάκριση". «'Οχι, τώρα ήρθα». «Δούλευες και πουθενά αλλού εκτός από δω; Σαν να σε θυμάμαι κι από κάπου αλλού», της είπα ειλικρινά. «Στη Φυλής; (με θυμάσαι;)». «Σε ποιο στη Φυλής;». «Λίγο δούλεψα στο κέντρο —της Φυλής— και λίγο εκεί που είναι 130, που είναι 'Αγιος Παντελεήμονας». «Στο 136, στα 134;». «Ναι, 134!». «Το 134 έχει ένα (ημι) υπόγειο, ένα (υπερυψωμένο) ισόγειο κι έναν όροφο, σε ποιο απ' τα τρία;». «Ε, δεν θυμάμαι, νομίζω ισόγειο ήταν...». «Μάλιστα — δεν μου έλεγε κάτι». «Γιατί, εσύ πού πηγαίνεις;». «Παντού». «Αα, χα χα...».
«Τακ τακ τακ...», ακούστηκε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν συμπληρωθεί δώδεκα λεπτά.
Μία βέσπα πάρκαρε στον πεζόδρομο κι ο αψηλός αναβάτης της με ακολούθησε στο σαλόνι. Εκεί περιμέναμε όρθιοι για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι η υπηρεσία να κάνει την εμφάνισή της: «Καλημέρα σας, τι κάνετε; Στο δωμάτιο κορίτσι μου, να περιμένετε λίγο». «Ποια είναι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Η Μαρία˙ η Ρωσίδα», μου έκανε γνωστό. Της έδωσα το δεκάρικο. «Ελάτε», με οδήγησε στα ενδότερα˙ σ' ένα ικανοποιητικό δωμάτιο, με σεντόνι καθαρό και καλαθάκι —απορριμμάτων— άδειο. «Α, ένα λεπτό!», είπα την ώρα που έκλεινε την πόρτα. «Δεν μου είπατε, τι πρόγραμμα έχει». «Κανονικό».
Η Μαρία ήρθε ύστερα από τέσσερα-πέντε λεπτά. Επρόκειτο για μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοκτάχρονη κοπέλα —που είχα ξανασυναντήσει, εκεί, στις τσάρκες μου, αλλά δεν είχα ξαναπληρώσει—, με πιασιματάκια και κοιλίτσα, μεγάλο κρεμαστό στήθος, μετριογραμμένο πρόσωπο, ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους. «Γεια σου», της ευχήθηκα, χωρίς να την ακούσω ν' απαντάει κάτι. «Καλά είσαι;», ρώτησα. «Ναι, εσύ;», είπε σιγανά — γενικά μιλούσε σιγά και ήταν συγκρατημένη, αλλά όχι βαριεστημένη κι αγενής.
«Κρικ κρικ κρικ», γονάτισε πλάι μου με την καπότα στο χέρι, αφού πρώτα έμεινε ολόγυμνη. «Πριν μου βάλεις την καπότα, για την πίπα, κάνε μου λίγα έτσι... (με τεντωμένα κι ανοιχτά τα δάχτυλα των χεριών μου, έκανα ήπιες περιστροφικές κινήσεις) εδώ πέρα —στο σώμα μου—, για να μου σηκωθεί και να μπει —η καπότα— καλά». «Θα σου τα κάνω, μη στενοχωριέσαι», με καθησύχασε και ξεκίνησε μ' επιφανειακά και γρήγορα ματς-μουτς — στη συνέχεια έβαλε και λίγη γλωσσίτσα— στις θηλές μου, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —κοντά στο στόμα μου, αλλά δεν με άφησε να τη φιλήσω—, στους λοβούς των αυτιώνε. Του λόγου μου της ζουπούσα τις βυζάρες —χωρίς να παραλείπω να τις γλείφω—, της χάιδευα το μουνί, ενώ δεν παρέβλεπα να τρίβω, με το χέρι μου, τον πούτσο μου, ο οποίος είχε καυλώσει αρκετά.
«Σαν να σηκώθηκε...», παρατήρησα φωναχτά. Τότε εκείνη σταμάτησε και του έριξε μια ματιά. «'Ετσι τον έχεις μάθει, χωρίς προφυλακτικό;», χαμογέλασε. «Με προφυλακτικό! Αλλά πριν το προφυλακτικό, χρειάζεται κάποια "παιχνιδάκια'' για να σηκωθεί», εξήγησα. Συνέχισε με φιλάκια-γλειψιματάκια. «'Ετοιμος!», της είπα έπειτα από λίγο˙ ήθελα να προχωρήσουμε και στο φίκι φίκι σιγά σιγά... Την καπότα την ξετύλιξα εγώ. Κατά τη διάρκεια της πίπας πήρε μία στάση η οποία με βόλευε στο να χουφτώνω — επίσης πίπωνε αξιοπρεπώς, χρησιμοποιώντας κι εξωτερικούς γλωττισμούς. «Μαρία!». «Μμ;». «Για κάνε και λίγο με τα βυζάκια σου (βάζοντας τον πούτσο μου), ανάμεσα». «Αμέ! Ωχ, ωχ, πως γουστάρω!», συμφώνησε πρόθυμα, ενώ κατά τη διάρκεια της ισπανικής έσκυβε για να γλείφει και το πουτσοκέφαλο. «Τσιμπουκάκι, θες κι άλλο έτσι;», με ρώτησε όταν θα πιάστηκε ο λαιμός της. «Ανέβα από πάνω!», της ζήτησα. «Ναι», με καβάλησε και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε στη μούνα της. «Κρακ κρακ κρακ!», ακολούθησαν ανεβοκατεβάσματα, τριψίματα, στριφογυρίσματα. «Σ' αρέσει, μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. Η απάντηση ήρθε ύστερα από λίγο, όταν, έχοντάς την πιάσει απ' τα κωλομάγουλα και γαμώντας την όσο πιο δυνατά μπορούσα, εκτονωνόμουν λαγνοβογγώντας...
«Από βράδυ είσαι;», άρχισα την "ανάκριση". «'Οχι, τώρα ήρθα». «Δούλευες και πουθενά αλλού εκτός από δω; Σαν να σε θυμάμαι κι από κάπου αλλού», της είπα ειλικρινά. «Στη Φυλής; (με θυμάσαι;)». «Σε ποιο στη Φυλής;». «Λίγο δούλεψα στο κέντρο —της Φυλής— και λίγο εκεί που είναι 130, που είναι 'Αγιος Παντελεήμονας». «Στο 136, στα 134;». «Ναι, 134!». «Το 134 έχει ένα (ημι) υπόγειο, ένα (υπερυψωμένο) ισόγειο κι έναν όροφο, σε ποιο απ' τα τρία;». «Ε, δεν θυμάμαι, νομίζω ισόγειο ήταν...». «Μάλιστα — δεν μου έλεγε κάτι». «Γιατί, εσύ πού πηγαίνεις;». «Παντού». «Αα, χα χα...».
«Τακ τακ τακ...», ακούστηκε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν συμπληρωθεί δώδεκα λεπτά.
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού