Λεπτομέρειες αξιολόγησης
5.8 111 10
Μπουρδέλα
126185
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:04
Την ώρα που έμπαινα στο σαλονάκι έφευγε η τσατσά Μαρία —πρόσφατα ήταν πόρνη. «Γεια σου Μαρία μου, ευχαριστώ», την αποχαιρετούσε η αντικαταστάτριά της —μια συμπαθητική υπηρεσία. «Η κοπελίτσα μου βγαίνει˙ δέκα ευρώ είναι. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, κώλο. Φουλ πρόγραμμα, όλες τις στάσεις. Να τη δούμε τώρα να βγει... Να περάσετε πάρα πολύ καλά», μ΄ενημέρωσε αμέσως. «Γεια σας!... Τι κάνεις;». Η περί ης ο λόγος ήταν μια κοντόχοντρη εικοσιεφτάχρονη, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη, έκφυλο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε μπικίνι. «Αυτή εδώ είναι η Τζοάννα! Πάμε να περάσετε καλά μαζί της;». Της έδωσα το δεκάρικο. Μ' ευχαρίστησε και μ' έστειλε στο βάθος δεξιά. 'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια.
Η Τζοάννα μού ξαναευχήθηκε υγεία και ξαναενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνω ύστερα από 6-7 λεπτά. «Γεια σου, μια χαρά». «Καλά είσαι;», επανέλαβε. «Πώς είναι τ' όνομά σου είπαμε;». «Κρυστάλλω-Ιωάννα». «Κρυστάλλω-Ιωάννα;», ζάρωσα το μέτωπό μου. «Ναι, έχω δύο ονόματα». «Κρυστάλλω...». «Αρχαίο ελληνικό όνομα» (!), πρόσθεσε. «Από πού είσαι εσύ;». «Από τα Σφακιά». «Κρητικιά είσαι;», έκανα έκπληκτος. «Ναι». Χωρίς να έχει βγάλει το μπικίνι της μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου ετοιμάζοντας την καπότα. «Ν' ακούσω και τα χρόνια πολλά μου —έχω γενέθλια», αποκάλυψε. «Πόσα κλείνεις; Χρόνια πολλά!», χαμογέλασα. «Είκοσι εφτά». «Μπράβο, άντε, να τα εκατοστίσεις!» και μετά τις ευχές άρχισε να πιπώνει —καλυμμένα. «Ποπ!... 'Ελα να μου δώσεις το δώρο των γενεθλίων μου! Χα χα χα...», διέκοψε ξαφνικά προτείνοντάς μου το μάγουλό της. «Ματς!», το φίλησα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!...», συνέχισε την πεολειχία με το απαραίτητο άι κόντακτ και κάτι «ουίνκ, ουίνκ», που πετούσε συχνά πυκνά ανάμεσα στα «ποπ», αστεϊζόμενη. Κάποια στιγμή της χάιδεψα το κεφάλι. «Α, δεν είναι δικά σου μαλλάκια αυτά;», ρώτησα, ψηλαφώντας τις ανωμαλίες στο "καύκαλό" της. «'Εχω βάλει τρέσα», απάντησε. «Τα πραγματικά μαλλιά σου μέχρι πού φτάνουν;». «Μέχρι εδώ», έδειξε πάνω απ' τους ώμους. «'Εφαγα πολλές πούτσες και μακρύναν μωρό μου!». «Α, μάλιστα...». «Χι χι χι...». «Δεν σε ζεσταίνουν αυτά;». «Τσου! Είναι φυσική τρίχα και πανάκριβα! Κολλημένα πάνω στο δικό μου το μαλλί. Χωρίς όμως να καταστραφεί το μαλλί. Χωρίς να υπάρχουν χημικά. Είναι καλύτερο από φυσικό μαλλί!», μου έκανε μια μίνι διάλεξη περί τριχών... Την ίδια στιγμή με είχε καβαλήσει και προσπαθούσε να βάλει τη μισοσηκωμένη πούτσα μου μέσα της. «Δεν νομίζω να μπορέσεις, δεν έχω καυλώσει αρκετά», την ενημέρωσα. «Θα τον φτιάξουμε, τι αγχώνεσαι;», μου χαμογέλασε συνεχίζοντας την προσπάθεια. Τελικά, όπως της είχα προβλέψει, δεν τα κατάφερε. Ξεπέζεψε. «Εγώ θα το σηκώσω, δεν υπάρχει περίπτωση!», πείσμωσε. «'Ο,τι μπει, θα μπει! Σαλάμι να 'ναι κι ό,τι να 'ναι! Κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει!», συνέχισε, ενώ ταυτόχρονα μου έπαιζε μαλακία και μου χάιδευε τ' αρχίδια. «Και το βούτυρο δικό σου θα 'ναι στο τέλος!», θυμήθηκα τη στιχομυθία από την παλιά ελληνική τσόντα, συμπληρώνοντας την τελευταία φράση της. «Μμμ!...», συμφώνησε —είχε αρχίσει ξανά το τσιμπούκι, κατά τη διάρκεια του οποίου πότε πήγαινε βαθιά, και πότε έγλειφε-ρουφούσε τη βάλανο παίζοντας μου μαλακία και κοιτώντας με προκλητικά. Κάποια στιγμή της ζήτησα να ξεβυζωθεί για ν' ασχοληθώ και με το στήθος της κομματάκι —καλούτσικο στήθος, αφράτο... Τη φίλησα-έγλειψα και στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών της, ενώ κι εκείνη δεν αρνήθηκε να με φιλήσει-γλείψει —μέτρια— στα αυτά σημεία: « Ναι, δεν έχω πρόβλημα! Τι θα πάθω καλέ;». Μάλιστα μου έδωσε και λίγα πεταχτά φιλάκια στο στόμα. Είχα πια καυλώσει. «Λοιπόν, ξέρεις πώς θα τη φάω;», με κοίταξε πονηρά. «Για λέγε...». «Στα τέσσερα!». «Μπράβο, άντε!». «Κρικ κρικ κρικ...», πήρε θέση —τότε πρόσεξα και το τρίμπαλ που είχε στην οσφύ. Της άνοιξα τα πόδια και γονάτισα ανάμεσα. Το αιδοίο της ήταν όμως χαμηλά και δυσκολευόμουν να τον βάλω. «Δεν με βολεύει το ύψος...», παραπονέθηκα. «Κοίτα, εγώ δεν κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια τελείως», είπε και τα έκλεισε, περνώντας, εγώ, τα δικά μου απ' έξω. «Α, μάλιστα, έτσι κερδίζουμε σε ύψος...», παρατήρησα. «Ακριβώς!». Τελικά τον έχωσα. «Μπήκε τ' άτιμο, μπήκε!», φώναξε θριαμβευτικά. 'Αρχισα να γαμάω έχοντας μέτρια αίσθηση του κόλπου της. Εκείνη με παρότρυνε και βογγούσε ευλογοφανώς: «Αχ, μπράβο, έτσι!...». 'Εχοντάς την γραπώσει απ' τους ώμους μπαινόβγαινα με αυξομειούμενη ένταση, αναζητώντας την όσο το δυνατόν καλύτερη πρόστριψη. Ανέβηκε κι από πάνου (έτσι, με "ου"), όπου πραγματοποιώντας βαθιά καθίσματα —στηριζόμενη στην κοιλιά μου— με "γάμησε" μέχρι ν' αρχίσω να εκσπερματώνω...
«Εσένα τ' ονοματάκι σου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει —έχοντας μόλις ξεκολλήσει. Της είπα. «'Ελα αγάπη μου σιγά σιγά!...», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το σαλονάκι —στ' οκτάλεπτο. «'Ερχομαι!». Επίσης έμαθα πως δουλεύει: «από τις 12 το μεσημέρι, μέχρι τις 12 βράδυ».
Την ώρα που έμπαινα στο σαλονάκι έφευγε η τσατσά Μαρία —πρόσφατα ήταν πόρνη. «Γεια σου Μαρία μου, ευχαριστώ», την αποχαιρετούσε η αντικαταστάτριά της —μια συμπαθητική υπηρεσία. «Η κοπελίτσα μου βγαίνει˙ δέκα ευρώ είναι. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, κώλο. Φουλ πρόγραμμα, όλες τις στάσεις. Να τη δούμε τώρα να βγει... Να περάσετε πάρα πολύ καλά», μ΄ενημέρωσε αμέσως. «Γεια σας!... Τι κάνεις;». Η περί ης ο λόγος ήταν μια κοντόχοντρη εικοσιεφτάχρονη, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη, έκφυλο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε μπικίνι. «Αυτή εδώ είναι η Τζοάννα! Πάμε να περάσετε καλά μαζί της;». Της έδωσα το δεκάρικο. Μ' ευχαρίστησε και μ' έστειλε στο βάθος δεξιά. 'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια.
Η Τζοάννα μού ξαναευχήθηκε υγεία και ξαναενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνω ύστερα από 6-7 λεπτά. «Γεια σου, μια χαρά». «Καλά είσαι;», επανέλαβε. «Πώς είναι τ' όνομά σου είπαμε;». «Κρυστάλλω-Ιωάννα». «Κρυστάλλω-Ιωάννα;», ζάρωσα το μέτωπό μου. «Ναι, έχω δύο ονόματα». «Κρυστάλλω...». «Αρχαίο ελληνικό όνομα» (!), πρόσθεσε. «Από πού είσαι εσύ;». «Από τα Σφακιά». «Κρητικιά είσαι;», έκανα έκπληκτος. «Ναι». Χωρίς να έχει βγάλει το μπικίνι της μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου ετοιμάζοντας την καπότα. «Ν' ακούσω και τα χρόνια πολλά μου —έχω γενέθλια», αποκάλυψε. «Πόσα κλείνεις; Χρόνια πολλά!», χαμογέλασα. «Είκοσι εφτά». «Μπράβο, άντε, να τα εκατοστίσεις!» και μετά τις ευχές άρχισε να πιπώνει —καλυμμένα. «Ποπ!... 'Ελα να μου δώσεις το δώρο των γενεθλίων μου! Χα χα χα...», διέκοψε ξαφνικά προτείνοντάς μου το μάγουλό της. «Ματς!», το φίλησα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!...», συνέχισε την πεολειχία με το απαραίτητο άι κόντακτ και κάτι «ουίνκ, ουίνκ», που πετούσε συχνά πυκνά ανάμεσα στα «ποπ», αστεϊζόμενη. Κάποια στιγμή της χάιδεψα το κεφάλι. «Α, δεν είναι δικά σου μαλλάκια αυτά;», ρώτησα, ψηλαφώντας τις ανωμαλίες στο "καύκαλό" της. «'Εχω βάλει τρέσα», απάντησε. «Τα πραγματικά μαλλιά σου μέχρι πού φτάνουν;». «Μέχρι εδώ», έδειξε πάνω απ' τους ώμους. «'Εφαγα πολλές πούτσες και μακρύναν μωρό μου!». «Α, μάλιστα...». «Χι χι χι...». «Δεν σε ζεσταίνουν αυτά;». «Τσου! Είναι φυσική τρίχα και πανάκριβα! Κολλημένα πάνω στο δικό μου το μαλλί. Χωρίς όμως να καταστραφεί το μαλλί. Χωρίς να υπάρχουν χημικά. Είναι καλύτερο από φυσικό μαλλί!», μου έκανε μια μίνι διάλεξη περί τριχών... Την ίδια στιγμή με είχε καβαλήσει και προσπαθούσε να βάλει τη μισοσηκωμένη πούτσα μου μέσα της. «Δεν νομίζω να μπορέσεις, δεν έχω καυλώσει αρκετά», την ενημέρωσα. «Θα τον φτιάξουμε, τι αγχώνεσαι;», μου χαμογέλασε συνεχίζοντας την προσπάθεια. Τελικά, όπως της είχα προβλέψει, δεν τα κατάφερε. Ξεπέζεψε. «Εγώ θα το σηκώσω, δεν υπάρχει περίπτωση!», πείσμωσε. «'Ο,τι μπει, θα μπει! Σαλάμι να 'ναι κι ό,τι να 'ναι! Κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει!», συνέχισε, ενώ ταυτόχρονα μου έπαιζε μαλακία και μου χάιδευε τ' αρχίδια. «Και το βούτυρο δικό σου θα 'ναι στο τέλος!», θυμήθηκα τη στιχομυθία από την παλιά ελληνική τσόντα, συμπληρώνοντας την τελευταία φράση της. «Μμμ!...», συμφώνησε —είχε αρχίσει ξανά το τσιμπούκι, κατά τη διάρκεια του οποίου πότε πήγαινε βαθιά, και πότε έγλειφε-ρουφούσε τη βάλανο παίζοντας μου μαλακία και κοιτώντας με προκλητικά. Κάποια στιγμή της ζήτησα να ξεβυζωθεί για ν' ασχοληθώ και με το στήθος της κομματάκι —καλούτσικο στήθος, αφράτο... Τη φίλησα-έγλειψα και στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών της, ενώ κι εκείνη δεν αρνήθηκε να με φιλήσει-γλείψει —μέτρια— στα αυτά σημεία: « Ναι, δεν έχω πρόβλημα! Τι θα πάθω καλέ;». Μάλιστα μου έδωσε και λίγα πεταχτά φιλάκια στο στόμα. Είχα πια καυλώσει. «Λοιπόν, ξέρεις πώς θα τη φάω;», με κοίταξε πονηρά. «Για λέγε...». «Στα τέσσερα!». «Μπράβο, άντε!». «Κρικ κρικ κρικ...», πήρε θέση —τότε πρόσεξα και το τρίμπαλ που είχε στην οσφύ. Της άνοιξα τα πόδια και γονάτισα ανάμεσα. Το αιδοίο της ήταν όμως χαμηλά και δυσκολευόμουν να τον βάλω. «Δεν με βολεύει το ύψος...», παραπονέθηκα. «Κοίτα, εγώ δεν κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια τελείως», είπε και τα έκλεισε, περνώντας, εγώ, τα δικά μου απ' έξω. «Α, μάλιστα, έτσι κερδίζουμε σε ύψος...», παρατήρησα. «Ακριβώς!». Τελικά τον έχωσα. «Μπήκε τ' άτιμο, μπήκε!», φώναξε θριαμβευτικά. 'Αρχισα να γαμάω έχοντας μέτρια αίσθηση του κόλπου της. Εκείνη με παρότρυνε και βογγούσε ευλογοφανώς: «Αχ, μπράβο, έτσι!...». 'Εχοντάς την γραπώσει απ' τους ώμους μπαινόβγαινα με αυξομειούμενη ένταση, αναζητώντας την όσο το δυνατόν καλύτερη πρόστριψη. Ανέβηκε κι από πάνου (έτσι, με "ου"), όπου πραγματοποιώντας βαθιά καθίσματα —στηριζόμενη στην κοιλιά μου— με "γάμησε" μέχρι ν' αρχίσω να εκσπερματώνω...
«Εσένα τ' ονοματάκι σου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει —έχοντας μόλις ξεκολλήσει. Της είπα. «'Ελα αγάπη μου σιγά σιγά!...», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το σαλονάκι —στ' οκτάλεπτο. «'Ερχομαι!». Επίσης έμαθα πως δουλεύει: «από τις 12 το μεσημέρι, μέχρι τις 12 βράδυ».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 09, 2015
Όνομα κοπέλας
Ιωάννα
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού