Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.7 149 10
Μπουρδέλα
152766
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:01
«Κάθισε λιγάκι, είναι στο δωμάτιο η κοπέλα, πάρα πολύ καλή, έχει ωραία περιποίηση...», μ' ενημέρωσε με μια αισθησιακή φωνή ο νεαρός –πιθανότατα αρσενοκοίτης– υπηρέτης. «Ποια κοπέλα είναι;», θέλησα να μάθω. «Εεε, θα τη δεις, κάθισε...», δεν μου απάντησε· δασκαλεμένος ων... «Είναι κάποια απ' τις γνωστές παχουλές: Πάολα, Ρωξάνα;», επέμεινα. «Εεε, όχι». «Για πες μου τ' όνομά της, μήπως και–». «Φ...η». «Πώς;». «Φλώρη». «Φλώρη... Λοιπόν, εντάξει θα περάσω! Είναι ελεύθερο το πάνω;», ρώτησα μιας και έβλεπα φως από 'κει, ενώ η πόρτα απέναντί μου ήταν κλειστή. «Εεε, κι αυτό είναι, αλλά έχω και κάτω ένα ελεύθερο». Εννοούσε το ικανοποιητικό δωμάτιο που δεν φαινόταν από το σαλόνι, στο οποίο είχα να μπω και καιρό, οπότε... «Ας μπω εδώ», συμφώνησα δίνοντάς του το δεκάρικο. «Πέρασε... Γδύσου, χαλάρωσε κι έρχεται».
Πράγματι ήρθε ύστερα από 4-5 λεπτά. «Γεια σου!». Αλλά βγήκε αμέσως –αφήνοντας την καπότα στο κρεβάτι– για να φέρει χαρτομάντιλα. Επρόκειτο για μια νεαρή μελαχρινή Ρουμάνα –πιθανότατα αθιγγανίδα–, χαμηλομέτριου αναστήματος, χοντρούλα, με μαύρα μαλλιά μέχρι την πλάτη, μετριοκαλούτσικο έκφυλο πρόσωπο, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε εφαρμοστό σκούρο εσωφόρι, το οποίο και δεν έβγαλε καθ' όλη τη διάρκεια της συνεύρεσης.
«Γεια σου αγάπη μουουου!», ξαναευχήθηκε μετά από ένα λεπτό, ανοίγοντας για δεύτερη φορά την πόρτα. «Γεια σου!». «Τι κάαανεις;», απίθωσε και τα μαντηλάκια στο κρεβάτι. «Καλά. Η Φλώρη είσαι εσύ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Και ποιο είναι το πρόγραμμά σου; Γιατί δεν μου είπε ο τύπος», τη ρώτησα καθώς ξάπλωνε πλάι μου. «Κανονικό, εξήντα εννιά, ισπανικό...», είπε περνώντας τα δάχτυλα μέσα απ' τα μαλλιά της. «Οκέι...». «Εσύ πέρασες μαζί μου, το ξέρεις (το πρόγραμμα)», συμπλήρωσε. «Πότε πέρασα;», την κοίταξα μ' έκπληξη. «Πριννν... τρεις μήνες!». «Πού, εδώ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Εδώ ήμασταν ή πάνω;». «Εδώ». «Δεν θυμάμαι τίποτα...», παραδέχτηκα. «Εδώ και δεύτερη μέρα ήρθες πάλι και ήμουνα μαζί με Πάολα». «Α, μάλιστα! (τώρα που το έλεγε... αλλά πάλι...) Δεν θυμάμαι, τέλος πάντων...», παραιτήθηκα. «Χα χα χα! Τι κάνεις εσύ μωρό μου;». «Καλά». «Μπράβο αγάπη μου...», είπε και πήρε να ξετυλίξει το προφυλακτικό κατά μήκος του πεσμένου πέους μου, αρχίζοντας μια μέτρια ρουφηχτή πίπα με χαμηλής έντασης «μμμ» και ηχηρά «ποπ!». Καθώς με πίπωνε εγώ της χάιδευα τ' άγρια μαλλιά, τα τροφαντά κωλομάγουλα, τη βαθιά κωλοχαραμάδα. «Εσύ δηλαδή εδώ δουλεύεις;», ρώτησα, μιας και με είχε παραξενέψει εκείνο που είχε αναφέρει πρωτύτερα. «Ποπ!...Ναι... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ...». «Α, μόνο εδώ δουλεύεις...». «Μ-μ!» (καταφατικό). Εγώ πάντως τη συγκεκριμένη, με τ' όνομα Φλώρη, σε αυτό το μπουρδέλο δεν την έχω ξαναπάρει. «Μία Ρωξάνα ξέρω εγώ εδώ...», συνέχισα. «Ποπ!... Χοντρή!». 'Εγνεψα καταφατικά. «Ναι ναι, το ξέρω αυτή», είπε και συνέχισε το τσιμπούκι. Επίσης ψιλοέγλειφε και ψιλοφιλούσε (εκτός στόματος).
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήταν η ώρα. «'Ελα μωρό μου!», πήρε θέση αφού πρώτα σάλιωσε τα δάχτυλα κι έτριψε το αιδοίο της. Στη συνέχεια έκανε στην άκρη το κομμάτι του υφάσματος που μισοκάλυπτε τα σκουρόχρωμα μουνόχειλα. Την επόμενη στιγμή ήμουν μέσα της κι άρχιζα να "δίνω": «Πλαφ πλαφ πλαφ!...». Εκείνη βογγούσε ευλογοφανώς: «Μμμ... μμμ... μμμ...». «Εντάξει;», την άκουσα να ρωτάει έπειτα από ένα κρεσέντο από «πλαφ». «'Οχι ακόμα... Για ανέβα λίγο από πάνω!», της ζήτησα καθώς ξεκολλούσα. «'Ελα!», συμφώνησε πρόθυμα κι αφού ξαναξάπλωσα ανάσκελα, με καβάλησε χώνοντας την ψωλή μου στον κόλπο της. Τρίφτηκε, στριφογύρισε, ανεβοκατέβηκε, στηριζόμενη με τις παλάμες της στο στήθος μου, μέχρι που, «Ααα!...», βόγγηξα σιγανά. «Τελείωσες;». «Τώρα, ναι...».
«Κάθισε λιγάκι, είναι στο δωμάτιο η κοπέλα, πάρα πολύ καλή, έχει ωραία περιποίηση...», μ' ενημέρωσε με μια αισθησιακή φωνή ο νεαρός –πιθανότατα αρσενοκοίτης– υπηρέτης. «Ποια κοπέλα είναι;», θέλησα να μάθω. «Εεε, θα τη δεις, κάθισε...», δεν μου απάντησε· δασκαλεμένος ων... «Είναι κάποια απ' τις γνωστές παχουλές: Πάολα, Ρωξάνα;», επέμεινα. «Εεε, όχι». «Για πες μου τ' όνομά της, μήπως και–». «Φ...η». «Πώς;». «Φλώρη». «Φλώρη... Λοιπόν, εντάξει θα περάσω! Είναι ελεύθερο το πάνω;», ρώτησα μιας και έβλεπα φως από 'κει, ενώ η πόρτα απέναντί μου ήταν κλειστή. «Εεε, κι αυτό είναι, αλλά έχω και κάτω ένα ελεύθερο». Εννοούσε το ικανοποιητικό δωμάτιο που δεν φαινόταν από το σαλόνι, στο οποίο είχα να μπω και καιρό, οπότε... «Ας μπω εδώ», συμφώνησα δίνοντάς του το δεκάρικο. «Πέρασε... Γδύσου, χαλάρωσε κι έρχεται».
Πράγματι ήρθε ύστερα από 4-5 λεπτά. «Γεια σου!». Αλλά βγήκε αμέσως –αφήνοντας την καπότα στο κρεβάτι– για να φέρει χαρτομάντιλα. Επρόκειτο για μια νεαρή μελαχρινή Ρουμάνα –πιθανότατα αθιγγανίδα–, χαμηλομέτριου αναστήματος, χοντρούλα, με μαύρα μαλλιά μέχρι την πλάτη, μετριοκαλούτσικο έκφυλο πρόσωπο, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε εφαρμοστό σκούρο εσωφόρι, το οποίο και δεν έβγαλε καθ' όλη τη διάρκεια της συνεύρεσης.
«Γεια σου αγάπη μουουου!», ξαναευχήθηκε μετά από ένα λεπτό, ανοίγοντας για δεύτερη φορά την πόρτα. «Γεια σου!». «Τι κάαανεις;», απίθωσε και τα μαντηλάκια στο κρεβάτι. «Καλά. Η Φλώρη είσαι εσύ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Και ποιο είναι το πρόγραμμά σου; Γιατί δεν μου είπε ο τύπος», τη ρώτησα καθώς ξάπλωνε πλάι μου. «Κανονικό, εξήντα εννιά, ισπανικό...», είπε περνώντας τα δάχτυλα μέσα απ' τα μαλλιά της. «Οκέι...». «Εσύ πέρασες μαζί μου, το ξέρεις (το πρόγραμμα)», συμπλήρωσε. «Πότε πέρασα;», την κοίταξα μ' έκπληξη. «Πριννν... τρεις μήνες!». «Πού, εδώ;». «Μμμ» (καταφατικό). «Εδώ ήμασταν ή πάνω;». «Εδώ». «Δεν θυμάμαι τίποτα...», παραδέχτηκα. «Εδώ και δεύτερη μέρα ήρθες πάλι και ήμουνα μαζί με Πάολα». «Α, μάλιστα! (τώρα που το έλεγε... αλλά πάλι...) Δεν θυμάμαι, τέλος πάντων...», παραιτήθηκα. «Χα χα χα! Τι κάνεις εσύ μωρό μου;». «Καλά». «Μπράβο αγάπη μου...», είπε και πήρε να ξετυλίξει το προφυλακτικό κατά μήκος του πεσμένου πέους μου, αρχίζοντας μια μέτρια ρουφηχτή πίπα με χαμηλής έντασης «μμμ» και ηχηρά «ποπ!». Καθώς με πίπωνε εγώ της χάιδευα τ' άγρια μαλλιά, τα τροφαντά κωλομάγουλα, τη βαθιά κωλοχαραμάδα. «Εσύ δηλαδή εδώ δουλεύεις;», ρώτησα, μιας και με είχε παραξενέψει εκείνο που είχε αναφέρει πρωτύτερα. «Ποπ!...Ναι... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ...». «Α, μόνο εδώ δουλεύεις...». «Μ-μ!» (καταφατικό). Εγώ πάντως τη συγκεκριμένη, με τ' όνομα Φλώρη, σε αυτό το μπουρδέλο δεν την έχω ξαναπάρει. «Μία Ρωξάνα ξέρω εγώ εδώ...», συνέχισα. «Ποπ!... Χοντρή!». 'Εγνεψα καταφατικά. «Ναι ναι, το ξέρω αυτή», είπε και συνέχισε το τσιμπούκι. Επίσης ψιλοέγλειφε και ψιλοφιλούσε (εκτός στόματος).
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήταν η ώρα. «'Ελα μωρό μου!», πήρε θέση αφού πρώτα σάλιωσε τα δάχτυλα κι έτριψε το αιδοίο της. Στη συνέχεια έκανε στην άκρη το κομμάτι του υφάσματος που μισοκάλυπτε τα σκουρόχρωμα μουνόχειλα. Την επόμενη στιγμή ήμουν μέσα της κι άρχιζα να "δίνω": «Πλαφ πλαφ πλαφ!...». Εκείνη βογγούσε ευλογοφανώς: «Μμμ... μμμ... μμμ...». «Εντάξει;», την άκουσα να ρωτάει έπειτα από ένα κρεσέντο από «πλαφ». «'Οχι ακόμα... Για ανέβα λίγο από πάνω!», της ζήτησα καθώς ξεκολλούσα. «'Ελα!», συμφώνησε πρόθυμα κι αφού ξαναξάπλωσα ανάσκελα, με καβάλησε χώνοντας την ψωλή μου στον κόλπο της. Τρίφτηκε, στριφογύρισε, ανεβοκατέβηκε, στηριζόμενη με τις παλάμες της στο στήθος μου, μέχρι που, «Ααα!...», βόγγηξα σιγανά. «Τελείωσες;». «Τώρα, ναι...».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 13, 2015
Όνομα κοπέλας
Φλώρη
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού