Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.4 110 10
Μπουρδέλα
93471
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:17
Στο ψηλοτάβανο, άδειο από κόσμο, σαλόνι αντηχούσαν κλαρίνα.
«Γεια σου, καλώς ήρθες. Στο δωμάτιο η κοπελίτσα», μ΄ενημέρωσε η αλλοδαπή υπηρεσία. «Ποια κοπελίτσα είναι;». «Σούζη». «Σούζη...», ψιθύρισα. «Και τι πρόγραμμα έχει;». «Πισωκόλλητο (sic). Κανονικά!». «Εντάξει... Ορίστε!», της έδωσα ένα δεκάρικο, αιφνιδιάζοντάς την. «Μισό λεπτό, γιατί τώρα είναι μέσα», επανέλαβε. «Δεν πειράζει, να μπω να περιμένω σ' ένα δωμάτιο», της είπα με τη σειρά μου. Μου φάνηκε σαν να δίσταζε. «Είναι όλα γεμάτα;», ρώτησα. «'Οχι, όχι...», απάντησε αμέσως. «Εντάξει, μπαίνω σ' ένα δωμάτιο τότε... 'Εχει άλλον πριν από μένα;». «Μμ;». Επανέλαβα την ερώτηση. «Τώρα μπήκε ένας άνθρωπος, είναι στο δωμάτιο...». «Ωραία, μπαίνω εγώ σ' ένα άλλο και θα την περιμένω εκεί!», είπα και προχώρησα στον διάδρομο. «Από δω, από κει...», την άκουσα να μου προτείνει. Προσπέρασα τις δυο πρώτες κάμαρες (δεξιά κι αριστερά) και μπήκα στην επόμενη δεξιά (σχετικά καθαρή και πρόσφατα βαμμένη σε χρώμα λαχανί). Η τσατσά έκλεισε πίσω μου την πόρτα.
'Επειτα από δέκα λεπτά αναμονής, απ' το κρεβάτι όπου είχα ξαπλώσει, άκουσα βήματα να πλησιάζουν. Μπροστά μου παρουσιάστηκε μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοχτάχρονη γυναίκα, με τριπλόφαρδη κωλάρα, χοντρές μπουτάρες, παχουλά βραχιόνια, μικρό στήθος, δύο τατουάζ (μια πρόταση κατά μήκος της δεξιάς κλείδας κι ένα τρίμπαλ στην οσφύ), καλούτσικο ψιλοέκφυλο πρόσωπο, καστανόμαυρα μαλλιά πιασμένα πίσω.
«Γεια σου!». «Γεια σου, Σούζη!». «Τι κάαανεις;», ρώτησε σαν να με γνώριζε. «Με ξέρεις;...», παραξενεύτηκα. «Ναιαιαι!», επιβεβαίωσε. «Από πού;». «Από δω!». «Εγώ δεν σε θυμάμαι... 'Εχουμε περάσει μαζί; Αποκλείεται!» «'Εχουμε!», επέμεινε. «Για κοίταξέ με καλά...», της είπα. Με παρατήρησε για λίγο και όντως τελικά παραδέχτηκε πως, «όχι, δεν είσαι εσύ!... Αλλά μοιάζεις πολύ!». «Ε, βέβαια, αφού δεν σε θυμάμαι!...», έκανα ανακουφισμένος. «Τ' όνομα σου;», ρώτησε. «Τάδε», της απάντησα. «Τάδε...», επανέλαβε, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί από τ' όνομα, εάν τελικά ήμουν εκείνος που νόμιζε. «Εσύ, πού αλλού δούλευες ή δουλεύεις;», θέλησα να μάθω. «Εγώ είμαι καινούργια. Εγώ ντεν ντούλεψα πουθενά, μόνο εδώ, τάδε μου!». «Σούζη μου!», αστειεύτηκα μαζί της. «Χα χα, σ' ενοχλεί εσένα να ξαπλώσω δίπλα σου;», συνέχισε ν' αστειεύεται. «Αν μ' ενοχλούσε θα ερχόμουνα;», απάντησα μ' ερώτηση. «Χα χα χα...». «Από πού είσαι Σούζη;», ρώτησα ενώ της έκανα χώρο στο μονό κρεβάτι. «Απ' τη Σόφια!», είπε καθώς στριμωχνόταν δίπλα μου. «Α, είσαι Βουλγάρα...». «Είμαι Βουλγάρα, ναι...». «Εγώ είμαι 'Ελληνας». «Ε, ναι, φαίνεσαι... τάδε!».
«Τι σ' αρέσει, τσιμπούκι;», ρώτησε έτοιμη ν' ανοίξει την καπότα. «Να σου πω... Εμένα θα μ' άρεσε να ξεκινούσες με φιλάκια, εδώ...», της είπα δείχνοντας το σώμα μου, για να συμπληρώσω: «Δεν ξέρω βέβαια εάν τα προσφέρεις...». Αντί γι' απάντηση, έσκυψε κι άρχισε να με φιλάει-γλείφει –σχετικά ικανοποιητικά– σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβό του αυτιού, αλλά και κοιλιά, υπογάστριο, συμπεριλαμβάνοντας και τ' αρχίδια, (βέβαια για λίγο κι ακρογλώσσια). «Αα, κάνεις και τέτοια!... Μπράβο, Σούζη!», επιβράβευσα την πρωτοβουλία της. «Ααα, μπράβο, έτσι, μ' αρέσουν αυτά, πριν το τσιμπούκι!...», συνέχισα ευχαριστημένος. «Καθένας με γούστο του!», σχολίασε εκείνη. «Είδες; Με λίγα φιλάκια σηκώνεται...», της είπα κοιτάζοντας την πούτσα μου, η κορυφή της οποίας έδειχνε προς το ταβάνι. «Βεβαίως... τώρα θα γίνει πέτρα!», υποσχέθηκε και κινήθηκε προς τα 'κει. «Για να δούμε...», είπα κι έπλεξα τα χέρια μου πίσω απ' το κεφάλι, σηκώνοντάς το έτσι ώστε να βλέπω ξεκούραστα. «Εγώ ξέρω... πεθαμένο να είναι, σε μένα σηκώνεται!», δήλωσε με σιγουριά. 'Αρχισε μια πίπα χωρίς χέρια, ρουφηχτή... «Ποπ!... Είδες;», χαμογέλασε αυτάρεσκα έπειτα από λίγο. «Καλό δεν είναι;», ζήτησε να επιβεβαιώσω. «Καλό, έλα να σε γαμήσω τώρα!», είπα και γονάτισα. «Κρικ κρικ κρικ...». Πήρε κι εκείνη θέση. «Κρικ κρικ κρικ...». Ο κώλος και τα μπούτια της κάλυπταν μεγάλο μέρος του οπτικού μου πεδίου. Το μουνί της ήταν ξυρισμένο. «Ωραία δεν είναι;», χαμογέλασε κοιτάζοντάς με πάνω απ' τον ώμο της, ενώ στρέφοντας το κεφάλι ξανά μπροστά, συνέχισε: «Τώρα είναι ωραία μωρό μου! (που βλέπεις την κωλάρα μου!) Παίξε λίγο!... Παίξε λίγο με κωλαράκι!». «Ελεύθερα τα πιασίματα είναι...», μου υπενθύμισε. Την "κάρφωσα", γράπωσα τα καπούλια της κι άρχισα να "μπαινοβγαίνω". «Ωωω, ωωω, ωωω!», έκανε σε κάθε γαμική ώθησή μου. «Αχ!... Αχ!... Αχ!», έκανε σε κάθε κωλοσκάμπιλο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν... «Χύνουμε;», την άκουσα κάποια στιγμή να ρωτάει ανάμεσα στα «Ωωω» και στα «Αχ!». «Σε λίγο...», τη διαβεβαίωσα συνεχίζοντας τις ψωλιές. «Πρέπει να βγω... Πέρασε η ώρα...», μου γνωστοποίησε λίγο αργότερα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει 7 λεπτά, απ' όταν είχε μπει. «'Εχουμε ακόμα λίγο χρόνο», της είπα. Δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Υστερα από μερικές ακόμα δεκάδες γαμιές, κατάφερα να χύσω...
Στο ψηλοτάβανο, άδειο από κόσμο, σαλόνι αντηχούσαν κλαρίνα.
«Γεια σου, καλώς ήρθες. Στο δωμάτιο η κοπελίτσα», μ΄ενημέρωσε η αλλοδαπή υπηρεσία. «Ποια κοπελίτσα είναι;». «Σούζη». «Σούζη...», ψιθύρισα. «Και τι πρόγραμμα έχει;». «Πισωκόλλητο (sic). Κανονικά!». «Εντάξει... Ορίστε!», της έδωσα ένα δεκάρικο, αιφνιδιάζοντάς την. «Μισό λεπτό, γιατί τώρα είναι μέσα», επανέλαβε. «Δεν πειράζει, να μπω να περιμένω σ' ένα δωμάτιο», της είπα με τη σειρά μου. Μου φάνηκε σαν να δίσταζε. «Είναι όλα γεμάτα;», ρώτησα. «'Οχι, όχι...», απάντησε αμέσως. «Εντάξει, μπαίνω σ' ένα δωμάτιο τότε... 'Εχει άλλον πριν από μένα;». «Μμ;». Επανέλαβα την ερώτηση. «Τώρα μπήκε ένας άνθρωπος, είναι στο δωμάτιο...». «Ωραία, μπαίνω εγώ σ' ένα άλλο και θα την περιμένω εκεί!», είπα και προχώρησα στον διάδρομο. «Από δω, από κει...», την άκουσα να μου προτείνει. Προσπέρασα τις δυο πρώτες κάμαρες (δεξιά κι αριστερά) και μπήκα στην επόμενη δεξιά (σχετικά καθαρή και πρόσφατα βαμμένη σε χρώμα λαχανί). Η τσατσά έκλεισε πίσω μου την πόρτα.
'Επειτα από δέκα λεπτά αναμονής, απ' το κρεβάτι όπου είχα ξαπλώσει, άκουσα βήματα να πλησιάζουν. Μπροστά μου παρουσιάστηκε μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοχτάχρονη γυναίκα, με τριπλόφαρδη κωλάρα, χοντρές μπουτάρες, παχουλά βραχιόνια, μικρό στήθος, δύο τατουάζ (μια πρόταση κατά μήκος της δεξιάς κλείδας κι ένα τρίμπαλ στην οσφύ), καλούτσικο ψιλοέκφυλο πρόσωπο, καστανόμαυρα μαλλιά πιασμένα πίσω.
«Γεια σου!». «Γεια σου, Σούζη!». «Τι κάαανεις;», ρώτησε σαν να με γνώριζε. «Με ξέρεις;...», παραξενεύτηκα. «Ναιαιαι!», επιβεβαίωσε. «Από πού;». «Από δω!». «Εγώ δεν σε θυμάμαι... 'Εχουμε περάσει μαζί; Αποκλείεται!» «'Εχουμε!», επέμεινε. «Για κοίταξέ με καλά...», της είπα. Με παρατήρησε για λίγο και όντως τελικά παραδέχτηκε πως, «όχι, δεν είσαι εσύ!... Αλλά μοιάζεις πολύ!». «Ε, βέβαια, αφού δεν σε θυμάμαι!...», έκανα ανακουφισμένος. «Τ' όνομα σου;», ρώτησε. «Τάδε», της απάντησα. «Τάδε...», επανέλαβε, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί από τ' όνομα, εάν τελικά ήμουν εκείνος που νόμιζε. «Εσύ, πού αλλού δούλευες ή δουλεύεις;», θέλησα να μάθω. «Εγώ είμαι καινούργια. Εγώ ντεν ντούλεψα πουθενά, μόνο εδώ, τάδε μου!». «Σούζη μου!», αστειεύτηκα μαζί της. «Χα χα, σ' ενοχλεί εσένα να ξαπλώσω δίπλα σου;», συνέχισε ν' αστειεύεται. «Αν μ' ενοχλούσε θα ερχόμουνα;», απάντησα μ' ερώτηση. «Χα χα χα...». «Από πού είσαι Σούζη;», ρώτησα ενώ της έκανα χώρο στο μονό κρεβάτι. «Απ' τη Σόφια!», είπε καθώς στριμωχνόταν δίπλα μου. «Α, είσαι Βουλγάρα...». «Είμαι Βουλγάρα, ναι...». «Εγώ είμαι 'Ελληνας». «Ε, ναι, φαίνεσαι... τάδε!».
«Τι σ' αρέσει, τσιμπούκι;», ρώτησε έτοιμη ν' ανοίξει την καπότα. «Να σου πω... Εμένα θα μ' άρεσε να ξεκινούσες με φιλάκια, εδώ...», της είπα δείχνοντας το σώμα μου, για να συμπληρώσω: «Δεν ξέρω βέβαια εάν τα προσφέρεις...». Αντί γι' απάντηση, έσκυψε κι άρχισε να με φιλάει-γλείφει –σχετικά ικανοποιητικά– σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβό του αυτιού, αλλά και κοιλιά, υπογάστριο, συμπεριλαμβάνοντας και τ' αρχίδια, (βέβαια για λίγο κι ακρογλώσσια). «Αα, κάνεις και τέτοια!... Μπράβο, Σούζη!», επιβράβευσα την πρωτοβουλία της. «Ααα, μπράβο, έτσι, μ' αρέσουν αυτά, πριν το τσιμπούκι!...», συνέχισα ευχαριστημένος. «Καθένας με γούστο του!», σχολίασε εκείνη. «Είδες; Με λίγα φιλάκια σηκώνεται...», της είπα κοιτάζοντας την πούτσα μου, η κορυφή της οποίας έδειχνε προς το ταβάνι. «Βεβαίως... τώρα θα γίνει πέτρα!», υποσχέθηκε και κινήθηκε προς τα 'κει. «Για να δούμε...», είπα κι έπλεξα τα χέρια μου πίσω απ' το κεφάλι, σηκώνοντάς το έτσι ώστε να βλέπω ξεκούραστα. «Εγώ ξέρω... πεθαμένο να είναι, σε μένα σηκώνεται!», δήλωσε με σιγουριά. 'Αρχισε μια πίπα χωρίς χέρια, ρουφηχτή... «Ποπ!... Είδες;», χαμογέλασε αυτάρεσκα έπειτα από λίγο. «Καλό δεν είναι;», ζήτησε να επιβεβαιώσω. «Καλό, έλα να σε γαμήσω τώρα!», είπα και γονάτισα. «Κρικ κρικ κρικ...». Πήρε κι εκείνη θέση. «Κρικ κρικ κρικ...». Ο κώλος και τα μπούτια της κάλυπταν μεγάλο μέρος του οπτικού μου πεδίου. Το μουνί της ήταν ξυρισμένο. «Ωραία δεν είναι;», χαμογέλασε κοιτάζοντάς με πάνω απ' τον ώμο της, ενώ στρέφοντας το κεφάλι ξανά μπροστά, συνέχισε: «Τώρα είναι ωραία μωρό μου! (που βλέπεις την κωλάρα μου!) Παίξε λίγο!... Παίξε λίγο με κωλαράκι!». «Ελεύθερα τα πιασίματα είναι...», μου υπενθύμισε. Την "κάρφωσα", γράπωσα τα καπούλια της κι άρχισα να "μπαινοβγαίνω". «Ωωω, ωωω, ωωω!», έκανε σε κάθε γαμική ώθησή μου. «Αχ!... Αχ!... Αχ!», έκανε σε κάθε κωλοσκάμπιλο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν... «Χύνουμε;», την άκουσα κάποια στιγμή να ρωτάει ανάμεσα στα «Ωωω» και στα «Αχ!». «Σε λίγο...», τη διαβεβαίωσα συνεχίζοντας τις ψωλιές. «Πρέπει να βγω... Πέρασε η ώρα...», μου γνωστοποίησε λίγο αργότερα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει 7 λεπτά, απ' όταν είχε μπει. «'Εχουμε ακόμα λίγο χρόνο», της είπα. Δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Υστερα από μερικές ακόμα δεκάδες γαμιές, κατάφερα να χύσω...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 22, 2015
Όνομα κοπέλας
Σούζη
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού