Λεπτομέρειες αξιολόγησης
5.9 32 10
Μπουρδέλα
40965
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη της Διακαινησίμου, ώρα 18:04
Εισερχόμενος στο σαλόνι, έβλεπα κι άκουγα τον υπηρέτη στο κουζινάκι, ενώ ταυτόχρονα άκουγα, χωρίς να βλέπω, μια γυναίκα. Συζητούσαν. Με κοίταξε κι αμέσως: «Τι;... Ναι, ναι... Κάτσε να πάω σαλόνι, ήρθε κόσμος», έκανε γνωστό στη γυναικεία φωνή.
«Η κουκλίτσα μου είναι λεβέντη μου, κάνει τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, πλαγιαστό, από πάνω. Είναι πολύ καλή, σιγά σιγά στο δωμάτιο, δεν βιάζεται. Καινούργιο κοριτσάκι. 'Αμα σ' αρέσει να περάσεις, να περάσεις καλά!... 'Ελα ψυχή μου!...».
Εκείνη έπρεπε να μιλούσε στο τηλέφωνο. «'Ελα μωρό μου!», επανέλαβε το κέλευσμα. Το επόμενο δευτερόλεπτο μια γυμνόστηθη νεαρή, με ίσιο, μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, έτσι κι έτσι πρόσωπο, λεπτά χείλη με "γαλλική" μύτη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, παραπανίσια κιλά, μέτριο ανάστημα, παρουσιαζόταν μπροστά μου. «Γεια σου!». «Γεια σου». «Τι κάνετε;», ρώτησε. «Καλά». «'Ελα να περάσεις, να περάσεις καλά, σιγά σιγά–», παρενέβη ο υπηρέτης. «Πολύ ωραία, πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη. «Χριστίνα». Πλήρωσα και τους έκανα γνωστό πως θα πήγαινα στο φωτεινό δωμάτιο, που βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου. «Πήγαινε πήγαινε!», δεν έφερε αντίρρηση ο τσάτσος. Και οι τρεις ψιλοάθλιες κάμαρες, που βρίσκονταν η μία δίπλα στην άλλη, ήταν άδειες.
Μετά από δύο λεπτά.
«Να περάσω αγάπη μου;», ζήτησε την άδεια –ανοίγοντας την πόρτα–, η νεαρή, παχουλή, εταίρα. «Γεια σου Χριστίνα!», της ξαναευχήθηκα. «Τι κάνετε;». «Καλά είμαστε!», χαριτολόγησα. Περιμένοντας να ξεβγάλω τα χέρια μου, σιγοτραγουδούσε ένα ελληνικό άσμα. «Ξέρεις τα ελληνικά τραγούδια;», τη ρώτησα. «Ναι, εμένα μ' αρέσει!». «Μπράβο Χριστίνα... Δούλευες και αλλού εκτός από δω;», ζήτησα να μάθω, μετά την επιδοκιμασία μου. «Δουλεύω στο Κολωνού 30». «Στον όροφο ή στο κάτω;». «Πάνω!».
Ξαπλώνοντας στο σκληρό, λεπτό στρώμα σχολίασα: «Α, ωραίο κρεβάτι αυτό!». «Χα χα χα! Δεν ακούς κόσμο, τίποτα!», σχολίασε με τη σειρά της, εννοώντας πως δεν έτριζε. «Δεν ακούς κόσμο, ναι...», συμφώνησα χαμογελώντας.
Με καπάκωσε και ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια («ματς-μουτς!»), ακρογλώσσια γλειψιματάκια, ήπιες προς δυνατές δαγκωνιές... Αναγκάζοντάς με να παρατηρήσω: «Ααα... είσαι άγρια εσύ!». «Χε χε, εγώ είμαι σαν γάτα!». «Σαν γάτα, ε;». «Ναι...», απάντησε λάγνα. «Φίλησέ με λίγο ακόμα– Αχ, το αυτί μου!», "βέλαξα", νιώθοντας τις μασέλες της ν' ανοιγοκλείνουν κατά μήκος του πτερυγίου. «ΧΑ ΧΑ ΧΑ!», γέλασε δυνατά, ενώ αφήνοντας το αυτί, συνέχισε να με φιλάει-γλείφει στις θηλές. «Και λίγο εδώ, στον λαιμό εάν θέλεις...», της ζήτησα, χαϊδεύοντας/δαχτυλιάζοντας το αιδοίο της μέχρι πίσω, τη φαρδιά κωλοχαραμάδα. «Γιατί όχι;...», συμφώνησε. «Ρουμανία είσαι, ε;». «Ναι». Παραμένοντας στο πλάι, μου φόρεσε καπότα κι άρχισε μια καλούτσικη πίπα, χωρίς χέρια. Του λόγου μου χούφτωνα το σφιχτό κρέας της και χάιδευα τα μαλλιά της.
«Χριστίνα, ανέβα από πάνω!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως είχε αιματωθεί αρκετά ο πούτσος μου. «Φφφ!... (κατά την εισπνοή), ααα!... (κατά την εκπνοή), φφφ!... ααα!...», ξεκίνησε να τρίβεται μπρος-πίσω (έχοντας το καυλί μου μέσα της), με το κορμί της να κάνει μια κυματοειδή (τρόπος του λέγειν...) κίνηση. Στη συνέχεια πάτησε στο στρώμα κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, εξακολουθώντας να βογγάει ευλογοφανώς. Καθ' όλη τη διάρκεια αυξομείωνε ρυθμό. Παράλληλα με κοίταζε πρόστυχα (χωρίς να μου βγάζει τη γλώσσα...), ενώ έπαιζε αισθησιακά με τα μαλλιά της. Το κρεβάτι, απ' τη μεριά του, παρέμενε "σιωπηλό"... 'Επεσαν και μερικά «πλαφ πλαφ πλαφ!» από μένα. Ολοκλήρωσα ανάμεσα στα τελευταία «πλαφ». Στο δικό μου υπόκωφο βογγητό, εκείνη απάντησε μ' ένα «μιάο!». 'Εξω απ' τα παράθυρα κελαηδούσαν πουλιά.
Εισερχόμενος στο σαλόνι, έβλεπα κι άκουγα τον υπηρέτη στο κουζινάκι, ενώ ταυτόχρονα άκουγα, χωρίς να βλέπω, μια γυναίκα. Συζητούσαν. Με κοίταξε κι αμέσως: «Τι;... Ναι, ναι... Κάτσε να πάω σαλόνι, ήρθε κόσμος», έκανε γνωστό στη γυναικεία φωνή.
«Η κουκλίτσα μου είναι λεβέντη μου, κάνει τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, πλαγιαστό, από πάνω. Είναι πολύ καλή, σιγά σιγά στο δωμάτιο, δεν βιάζεται. Καινούργιο κοριτσάκι. 'Αμα σ' αρέσει να περάσεις, να περάσεις καλά!... 'Ελα ψυχή μου!...».
Εκείνη έπρεπε να μιλούσε στο τηλέφωνο. «'Ελα μωρό μου!», επανέλαβε το κέλευσμα. Το επόμενο δευτερόλεπτο μια γυμνόστηθη νεαρή, με ίσιο, μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, έτσι κι έτσι πρόσωπο, λεπτά χείλη με "γαλλική" μύτη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, παραπανίσια κιλά, μέτριο ανάστημα, παρουσιαζόταν μπροστά μου. «Γεια σου!». «Γεια σου». «Τι κάνετε;», ρώτησε. «Καλά». «'Ελα να περάσεις, να περάσεις καλά, σιγά σιγά–», παρενέβη ο υπηρέτης. «Πολύ ωραία, πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη. «Χριστίνα». Πλήρωσα και τους έκανα γνωστό πως θα πήγαινα στο φωτεινό δωμάτιο, που βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου. «Πήγαινε πήγαινε!», δεν έφερε αντίρρηση ο τσάτσος. Και οι τρεις ψιλοάθλιες κάμαρες, που βρίσκονταν η μία δίπλα στην άλλη, ήταν άδειες.
Μετά από δύο λεπτά.
«Να περάσω αγάπη μου;», ζήτησε την άδεια –ανοίγοντας την πόρτα–, η νεαρή, παχουλή, εταίρα. «Γεια σου Χριστίνα!», της ξαναευχήθηκα. «Τι κάνετε;». «Καλά είμαστε!», χαριτολόγησα. Περιμένοντας να ξεβγάλω τα χέρια μου, σιγοτραγουδούσε ένα ελληνικό άσμα. «Ξέρεις τα ελληνικά τραγούδια;», τη ρώτησα. «Ναι, εμένα μ' αρέσει!». «Μπράβο Χριστίνα... Δούλευες και αλλού εκτός από δω;», ζήτησα να μάθω, μετά την επιδοκιμασία μου. «Δουλεύω στο Κολωνού 30». «Στον όροφο ή στο κάτω;». «Πάνω!».
Ξαπλώνοντας στο σκληρό, λεπτό στρώμα σχολίασα: «Α, ωραίο κρεβάτι αυτό!». «Χα χα χα! Δεν ακούς κόσμο, τίποτα!», σχολίασε με τη σειρά της, εννοώντας πως δεν έτριζε. «Δεν ακούς κόσμο, ναι...», συμφώνησα χαμογελώντας.
Με καπάκωσε και ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια («ματς-μουτς!»), ακρογλώσσια γλειψιματάκια, ήπιες προς δυνατές δαγκωνιές... Αναγκάζοντάς με να παρατηρήσω: «Ααα... είσαι άγρια εσύ!». «Χε χε, εγώ είμαι σαν γάτα!». «Σαν γάτα, ε;». «Ναι...», απάντησε λάγνα. «Φίλησέ με λίγο ακόμα– Αχ, το αυτί μου!», "βέλαξα", νιώθοντας τις μασέλες της ν' ανοιγοκλείνουν κατά μήκος του πτερυγίου. «ΧΑ ΧΑ ΧΑ!», γέλασε δυνατά, ενώ αφήνοντας το αυτί, συνέχισε να με φιλάει-γλείφει στις θηλές. «Και λίγο εδώ, στον λαιμό εάν θέλεις...», της ζήτησα, χαϊδεύοντας/δαχτυλιάζοντας το αιδοίο της μέχρι πίσω, τη φαρδιά κωλοχαραμάδα. «Γιατί όχι;...», συμφώνησε. «Ρουμανία είσαι, ε;». «Ναι». Παραμένοντας στο πλάι, μου φόρεσε καπότα κι άρχισε μια καλούτσικη πίπα, χωρίς χέρια. Του λόγου μου χούφτωνα το σφιχτό κρέας της και χάιδευα τα μαλλιά της.
«Χριστίνα, ανέβα από πάνω!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως είχε αιματωθεί αρκετά ο πούτσος μου. «Φφφ!... (κατά την εισπνοή), ααα!... (κατά την εκπνοή), φφφ!... ααα!...», ξεκίνησε να τρίβεται μπρος-πίσω (έχοντας το καυλί μου μέσα της), με το κορμί της να κάνει μια κυματοειδή (τρόπος του λέγειν...) κίνηση. Στη συνέχεια πάτησε στο στρώμα κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, εξακολουθώντας να βογγάει ευλογοφανώς. Καθ' όλη τη διάρκεια αυξομείωνε ρυθμό. Παράλληλα με κοίταζε πρόστυχα (χωρίς να μου βγάζει τη γλώσσα...), ενώ έπαιζε αισθησιακά με τα μαλλιά της. Το κρεβάτι, απ' τη μεριά του, παρέμενε "σιωπηλό"... 'Επεσαν και μερικά «πλαφ πλαφ πλαφ!» από μένα. Ολοκλήρωσα ανάμεσα στα τελευταία «πλαφ». Στο δικό μου υπόκωφο βογγητό, εκείνη απάντησε μ' ένα «μιάο!». 'Εξω απ' τα παράθυρα κελαηδούσαν πουλιά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Όνομα κοπέλας
Χριστίνα
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού