Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.8 67 10
Μπουρδέλα
71142
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Κατεβαίνοντας στο ημιυπόγειο ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα έβρισκα τη Μαίρη. Πράγματι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα την είδα να εμφανίζεται στο σαλόνι –ακολουθούμενη απ' την υπηρεσία– κρυμμένη (στην αρχή) πίσω απ' το υφασμάτινο διαχωριστικό όπως συνηθίζει. Επρόκειτο για μία νέα στην ηλικία αλλοδαπή (πιθανότατα Αλβανίδα), με μαύρο, ελαφρώς μπουκλωτό μαλλί μέχρι την πλάτη, μετριοέκφυλο πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος, φαρδουλή μέση, γεμάτο κώλο, χοντρουλά πόδια. «Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις, καλά είσαι;», ρώτησε.«Καλά». «Θέλεις να περάσεις;». «Θα περάσω!», την εξέπληξα. «Πάμε μέσα;», μου είπε αμέσως δείχνοντας την κουρτίνα. «Να περάσεις, έλα αγόρι μου...», είπε ταυτόχρονα η τσατσά δείχνοντας κι εκείνη προς τα ενδότερα. «Θα περάσω, εκεί όμως!», έδειξα με τη σειρά μου, το δωματιάκι του σαλονιού, βγάζοντας απ' την τσέπη ένα εικοσάρικο. «'Ανοιξε λίγο φώτα», είπε στην υπηρεσία η Μαίρη. «Πού είναι ανοίγει φώτα;», ρώτησε εκείνη. «'Εχει πίσω!... Εκεί, εκεί!... Εδώ εδώ εδώ!», της έδειξε από μακριά. Ο ροοστάτης βρισκόταν δίπλα στην πόρτα. «Σου φέρνω ρέστα», είπε απευθυνόμενη σε μένα και χάθηκε πίσω απ' το παραβάν. Πέρασα στο συμπαθητικό δωματιάκι.
Μετά από δυο-τρία λεπτά την άκουσα έξω απ' την πόρτα ν' απαντάει σε συναγωνιστή: «Ζωή δουλεύει απόγευμα ρε μαλάκα, τι ρωτάς τώρα πρωί;». «Είναι απόγευμα η Ζωή;», επέμεινε εκείνος. «Ζωή είναι απόγευμα και το βράδυ, τι ρωτάς πρωί;... Ποιον κοροϊδεύεις; Τα μούτρα σου κοροϊδεύεις;». Την επόμενη στιγμή έμπαινε σε μένα. «Γεια σου, μωρό μου!», ξαναευχήθηκε ανάλαφρα. Αφήνοντας ένα πεντάευρω στο κομοδίνο μ' έκανε να νιώσω ζιγκολό... Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μένοντας ολόγυμνη με καπάκωσε κι άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό της στο στήθος μου. Η προσέγγιση δεν ολοκληρώθηκε, μιας και διεκόπη για να πάρει λίγο καθαρό κωλόχαρτο και να σκουπίσει το ήπια ιδρωμένο στήθος μου. Ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια κι ακρογλώσσιο γλείψιμο στο στήθος και τις θηλές μου. Μετά από ένα λεπτό μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου, ενώ φορώντας την καπότα στην ημισηκωμένη ψωλή μου άρχισε μια δυνατή, γρήγορη («σλουρπ σλουρπ σλουρπ!»), βαθιά (σε κάθε κατέβασμα τα χείλη της ακουμπούσαν τ' αρχίδια μου), επίμονη πίπα. «Λίιιγο πιο αργά...», της ζήτησα. «Σλουρπ... σλουρπ... σλουρπ!», συμμορφώθηκε.
«Κάτσε γιατί βλέπω πως σηκώθηκε καλά!», της είπα όταν ένωσα πως είχα καυλώσει επαρκώς. «Μπορείς ν' ανέβεις από πάνω;», ρώτησα. «Μετά δεν μπορώ να σου κάνω απ' το στόμα...», προειδοποίησε. «Δεν πειράζει», την καθησύχασα. Αρχίσαμε τα «πλαφ-πλαφ». «'Ετσι καύλα μου!... 'Ετσι μωρό μου!... Φφφ!... Μμμ!...», την έβλεπα/άκουγα "καυλωμένη" από πάνω μου. Σύντομα γυρίσαμε σε ιεραποστολικό. «Κρικ κρικ κρικ!». Σε προσπάθειά μου να φιλήσω το στόμα της, γύρισε το πρόσωπο. Εκείνη όμως με φιλούσε-έγλειφε στον λαιμό, στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού. «Αυτό το κραγιόν που φοράς, αφήνει σημάδια;», θέλησα να μάθω, όταν παρατήρησα τα κόκκινα χείλη της. «Τσου!». Ο χρόνος περνούσε. «Δύσκολο... αν και έχω στύση, δεν μπορώ να χύσω, ίσως γιατί είχα χύσει προηγουμένως...», είπα κάποια στιγμή ασθμαίνων. «'Ελα μωρό μου... έλα καύλα μου!», με παρότρυνε. «Πλαφ πλαφ παλφ!». «Δεν μπορώ, άσε!... Θα 'ρθω κάποια άλλη φορά», εγκατέλειψα την προσπάθεια. «Καλά μωρό μου...», συμφώνησε, για να συμπληρώσει: «σ' ευχαριστώ πάντως». «Να 'σαι καλά».
Βγαίνοντας την περίμενε κόσμος.
«Γεια σας!... Ποιος θέλει να περάσει; Μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις!... Να περάσει κανείς;».
Μετά από δυο-τρία λεπτά την άκουσα έξω απ' την πόρτα ν' απαντάει σε συναγωνιστή: «Ζωή δουλεύει απόγευμα ρε μαλάκα, τι ρωτάς τώρα πρωί;». «Είναι απόγευμα η Ζωή;», επέμεινε εκείνος. «Ζωή είναι απόγευμα και το βράδυ, τι ρωτάς πρωί;... Ποιον κοροϊδεύεις; Τα μούτρα σου κοροϊδεύεις;». Την επόμενη στιγμή έμπαινε σε μένα. «Γεια σου, μωρό μου!», ξαναευχήθηκε ανάλαφρα. Αφήνοντας ένα πεντάευρω στο κομοδίνο μ' έκανε να νιώσω ζιγκολό... Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μένοντας ολόγυμνη με καπάκωσε κι άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό της στο στήθος μου. Η προσέγγιση δεν ολοκληρώθηκε, μιας και διεκόπη για να πάρει λίγο καθαρό κωλόχαρτο και να σκουπίσει το ήπια ιδρωμένο στήθος μου. Ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια κι ακρογλώσσιο γλείψιμο στο στήθος και τις θηλές μου. Μετά από ένα λεπτό μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου, ενώ φορώντας την καπότα στην ημισηκωμένη ψωλή μου άρχισε μια δυνατή, γρήγορη («σλουρπ σλουρπ σλουρπ!»), βαθιά (σε κάθε κατέβασμα τα χείλη της ακουμπούσαν τ' αρχίδια μου), επίμονη πίπα. «Λίιιγο πιο αργά...», της ζήτησα. «Σλουρπ... σλουρπ... σλουρπ!», συμμορφώθηκε.
«Κάτσε γιατί βλέπω πως σηκώθηκε καλά!», της είπα όταν ένωσα πως είχα καυλώσει επαρκώς. «Μπορείς ν' ανέβεις από πάνω;», ρώτησα. «Μετά δεν μπορώ να σου κάνω απ' το στόμα...», προειδοποίησε. «Δεν πειράζει», την καθησύχασα. Αρχίσαμε τα «πλαφ-πλαφ». «'Ετσι καύλα μου!... 'Ετσι μωρό μου!... Φφφ!... Μμμ!...», την έβλεπα/άκουγα "καυλωμένη" από πάνω μου. Σύντομα γυρίσαμε σε ιεραποστολικό. «Κρικ κρικ κρικ!». Σε προσπάθειά μου να φιλήσω το στόμα της, γύρισε το πρόσωπο. Εκείνη όμως με φιλούσε-έγλειφε στον λαιμό, στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού. «Αυτό το κραγιόν που φοράς, αφήνει σημάδια;», θέλησα να μάθω, όταν παρατήρησα τα κόκκινα χείλη της. «Τσου!». Ο χρόνος περνούσε. «Δύσκολο... αν και έχω στύση, δεν μπορώ να χύσω, ίσως γιατί είχα χύσει προηγουμένως...», είπα κάποια στιγμή ασθμαίνων. «'Ελα μωρό μου... έλα καύλα μου!», με παρότρυνε. «Πλαφ πλαφ παλφ!». «Δεν μπορώ, άσε!... Θα 'ρθω κάποια άλλη φορά», εγκατέλειψα την προσπάθεια. «Καλά μωρό μου...», συμφώνησε, για να συμπληρώσει: «σ' ευχαριστώ πάντως». «Να 'σαι καλά».
Βγαίνοντας την περίμενε κόσμος.
«Γεια σας!... Ποιος θέλει να περάσει; Μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις!... Να περάσει κανείς;».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 05, 2015
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού