Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.5 84 10
Μπουρδέλα
93151
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 17:44
Παγωνιά επικρατούσε στους "μεταξένιους δρόμους" –όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. 'Ομως δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που μπαινόβγαιναν στα σπιτάκια του πληρωμένου έρωτα. 'Ενας απ' αυτούς ήμουν κι εγώ. Σήμερα έκανα τσάρκα περιορισμένου στόχου, επιλέγοντας το συγκεκριμένο μπουρδέλο. Υπέθετα ποια θα δούλευε. Δεν έπεσα έξω. 'Ηταν η σιτεμένη κοκκινομάλλα. Μια αψηλή ευτραφής κωλαρομπουτού αλλοδαπή, με ίσιο κοντό μαλλί, μέτριο πρόσωπο, μεγάλο κρεμασμένο στήθος, η οποία φορούσε εσωφόρι και διχτυωτό μαύρο καλτσόν.
«Γεια σου μωρό μου!». «Γεια σου». «'Ελα μαζί μου, με δέκα ευρώ!... Πάμε να περάσουμε; Δέκα ευρώ κάνει». «Τι πρόγραμμα έχεις;». «Κανονικό...», απάντησε κοιτώντας με καχύποτα. «Κανονικό, δέκα ευρώ... Εντάξει, θα περάσω!», αποφάσισα κι έβγαλα δύο τάλιρα. Μου έδειξε το δωμάτιο με τους καθρέφτες. Της έδειξα το άθλιο διπλανό –στο οποίο είχα ξαναπεράσει, και στα τρία δωμάτια αυτού του μπουρδέλου έχω περάσει.
'Ανοιξε την πόρτα μετά από πέντε λεπτά.
«Γεια σου αγάπη μου!», ξαναχαιρέτησε. «Γεια σου, πώς σε λένε;», ζήτησα να μάθω μιας και δεν θυμόμουν τ' όνομά της. «Σοφία είμαι!».
Αφού με καπάκωσε (μύριζε όμορφα), ξεκίνησε περιφέροντας τα μεμέ της στο στήθος, στην κοιλιά, στ' αχαμνά μου, εστιάζοντας στα τελευταία. Παίρνοντας τον πούτσο μου –που είχε αρχίσει να "φουσκώνει"– ανάμεσά τους προχώρησε σε μια σύντομη ισπανική, ενώ σκύβοντας μπροστά έγλειψε κομματάκι τις θηλές, τον λαιμό, τους λοβούς των αυτιών μου, εκπέμποντας ένα σιγανό «μμμ».
Στη συνέχεια... «Χρατς!», έσκισε τη συσκευασία της καπότας ξεκινώντας μια βαθιά πίπα με πολλά «ποπ».
«Θες να βάλουμε;», με ρώτησε όταν έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουμε στη γάμευση. «Ναι, θ' ανέβεις από πάνω;», θέλησα να μάθω. «'Ελα, ν' ανέβω!», συμφώνησε και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε στο μουνί της. «'Ελα αγάπη μου... έλα καρδιά μου... έλα μωράκλα μου!... Μμμ, μμμ, μμμ... έτσι, έτσι!...», με παρότρυνε και ψευτοβογγούσε κατά τη διάρκεια των παλινδρομήσεων.
«'Αμα θες πάμε πισωκολλητά!», μου πρότεινε διαπιστώνοντας πως έτσι δεν θα έχυνα. 'Εχοντάς την μπροστά μου, με το μάγουλο στο μαξιλάρι και την κωλαρα –ντυμένη με το διχτυωτό– στον αέρα, συνέχισα το γαμήσι διαμέσου της οπής του καλτσόν. «Πλαφ πλαφ παλφ... Τσαφ!», μου ξέφευγε και καμιά μπάτσα στα κωλομέρια της...
«ΑΑΑ, έχυσα!», αναφώνησα ύστερα από λίγο. «Μπράβο αγαπούλα μου, μπράβο καρδιά μου!», μ' επιβράβευσε.
«Εσύ είσαι απογευματινή έτσι;», της έπιασα την κουβέντα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Ναι μωρό μου». «Εδώ το πρωί είναι η Μαρία, ε;». «Ναι». «Και το βράδυ μια μαύρη δεν είναι;». «Ναι, όλα τα ξέρεις μωρό μου, χα χα!», έκανε εντυπωσιασμένη. «Ε, εντάξει... Σααα, Σακίρα μού φαίνεται τη λένε, πώς τη λένε;». «Ναι». «Οκέι, ευχαριστώ πολύ!», της είπα καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα, προλαβαίνοντας να της κάνω και μια τελευταία ερώτηση λίγο πριν βγει: «Τα μαλλιά σου κόκκινα δεν είναι;». «Ναι μάτια μου, χα χα...».
Παγωνιά επικρατούσε στους "μεταξένιους δρόμους" –όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. 'Ομως δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που μπαινόβγαιναν στα σπιτάκια του πληρωμένου έρωτα. 'Ενας απ' αυτούς ήμουν κι εγώ. Σήμερα έκανα τσάρκα περιορισμένου στόχου, επιλέγοντας το συγκεκριμένο μπουρδέλο. Υπέθετα ποια θα δούλευε. Δεν έπεσα έξω. 'Ηταν η σιτεμένη κοκκινομάλλα. Μια αψηλή ευτραφής κωλαρομπουτού αλλοδαπή, με ίσιο κοντό μαλλί, μέτριο πρόσωπο, μεγάλο κρεμασμένο στήθος, η οποία φορούσε εσωφόρι και διχτυωτό μαύρο καλτσόν.
«Γεια σου μωρό μου!». «Γεια σου». «'Ελα μαζί μου, με δέκα ευρώ!... Πάμε να περάσουμε; Δέκα ευρώ κάνει». «Τι πρόγραμμα έχεις;». «Κανονικό...», απάντησε κοιτώντας με καχύποτα. «Κανονικό, δέκα ευρώ... Εντάξει, θα περάσω!», αποφάσισα κι έβγαλα δύο τάλιρα. Μου έδειξε το δωμάτιο με τους καθρέφτες. Της έδειξα το άθλιο διπλανό –στο οποίο είχα ξαναπεράσει, και στα τρία δωμάτια αυτού του μπουρδέλου έχω περάσει.
'Ανοιξε την πόρτα μετά από πέντε λεπτά.
«Γεια σου αγάπη μου!», ξαναχαιρέτησε. «Γεια σου, πώς σε λένε;», ζήτησα να μάθω μιας και δεν θυμόμουν τ' όνομά της. «Σοφία είμαι!».
Αφού με καπάκωσε (μύριζε όμορφα), ξεκίνησε περιφέροντας τα μεμέ της στο στήθος, στην κοιλιά, στ' αχαμνά μου, εστιάζοντας στα τελευταία. Παίρνοντας τον πούτσο μου –που είχε αρχίσει να "φουσκώνει"– ανάμεσά τους προχώρησε σε μια σύντομη ισπανική, ενώ σκύβοντας μπροστά έγλειψε κομματάκι τις θηλές, τον λαιμό, τους λοβούς των αυτιών μου, εκπέμποντας ένα σιγανό «μμμ».
Στη συνέχεια... «Χρατς!», έσκισε τη συσκευασία της καπότας ξεκινώντας μια βαθιά πίπα με πολλά «ποπ».
«Θες να βάλουμε;», με ρώτησε όταν έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουμε στη γάμευση. «Ναι, θ' ανέβεις από πάνω;», θέλησα να μάθω. «'Ελα, ν' ανέβω!», συμφώνησε και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε στο μουνί της. «'Ελα αγάπη μου... έλα καρδιά μου... έλα μωράκλα μου!... Μμμ, μμμ, μμμ... έτσι, έτσι!...», με παρότρυνε και ψευτοβογγούσε κατά τη διάρκεια των παλινδρομήσεων.
«'Αμα θες πάμε πισωκολλητά!», μου πρότεινε διαπιστώνοντας πως έτσι δεν θα έχυνα. 'Εχοντάς την μπροστά μου, με το μάγουλο στο μαξιλάρι και την κωλαρα –ντυμένη με το διχτυωτό– στον αέρα, συνέχισα το γαμήσι διαμέσου της οπής του καλτσόν. «Πλαφ πλαφ παλφ... Τσαφ!», μου ξέφευγε και καμιά μπάτσα στα κωλομέρια της...
«ΑΑΑ, έχυσα!», αναφώνησα ύστερα από λίγο. «Μπράβο αγαπούλα μου, μπράβο καρδιά μου!», μ' επιβράβευσε.
«Εσύ είσαι απογευματινή έτσι;», της έπιασα την κουβέντα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Ναι μωρό μου». «Εδώ το πρωί είναι η Μαρία, ε;». «Ναι». «Και το βράδυ μια μαύρη δεν είναι;». «Ναι, όλα τα ξέρεις μωρό μου, χα χα!», έκανε εντυπωσιασμένη. «Ε, εντάξει... Σααα, Σακίρα μού φαίνεται τη λένε, πώς τη λένε;». «Ναι». «Οκέι, ευχαριστώ πολύ!», της είπα καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα, προλαβαίνοντας να της κάνω και μια τελευταία ερώτηση λίγο πριν βγει: «Τα μαλλιά σου κόκκινα δεν είναι;». «Ναι μάτια μου, χα χα...».
Σχόλια
2 αποτελέσματα - εμφανίζονται 1 - 2
Διάταξη
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού
2 αποτελέσματα - εμφανίζονται 1 - 2
και ευγένια της Ρώσσικης σχολής.