Δεν έχω ψηφήσει ποτε ΣΥΡΙΖΑ και μάλλον δεν θα το κάνω ποτέ αυτό το λάθος.
όμως θα πρέπει να παραθέσουμε όλο το άρθρο της ΑΥΓΗΣ
Φυσικά ο τίτλος του είναι γενικός και αόριστος
Γιατί χάνει η Αριστερά
Ημερομηνία δημοσίευσης: 14/06/2009
&lambd
Του ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ
Σκέφτηκα πολύ αν πρέπει να γράψω κάτι με αφορμή τα "λυπηρά μαντάτα" των Ευρωεκλογών. Παρ' όλα αυτά, η ίδια στιγμή επιβάλλει να κατατεθούν σκέψεις, κρίσεις και αξιολογήσεις. Με ψυχραιμία, όχι με διάθεση καλλωπιστική ή αντίθετα μηδενιστικής απαξίας. Υπάρχει ένα άσχημο εκλογικό αποτέλεσμα. Πέρα από τη στενή αριθμητική της ψήφου, η εικόνα του χώρου υφίσταται πλήγμα.
Υπάρχει ωστόσο ένα πολύ πιο κρίσιμο ερώτημα που δεν αφορά τη συγκεκριμένη πολιτική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ, τη διαχείριση του δημόσιου ύφους και των εσωτερικών αντινομιών του. Το ερώτημα πάει πολύ μακρύτερα από τις διαθa;άσεις της εικόνας του ΣΥΡΙΖΑ ή του Συνασπισμού εντός του ΣΥΡΙΖΑ: αναφέρομαι στην πασιφανή αδυναμία των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς να αποτελέσουν αξιόπιστα σημεία αναφοράς σε συνθήκες αποσάθρωσης της "κυβερνώσας ελίτ" και των πολιτικοοικονομικών δογμάτων της. Το ερώτημα είναι πανευρωπαϊκό, και με κανέναν τρόπο ιδιαζόντως ελληνικό.
Ο πολιτισμός της κρίσης --όχι απλώς της οικονομικής ύφεσης-- εμφανίζεται πολύ πιο τοξικός από όσο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε τουλάχιστον με κάποια στοιχειωδώς ορθολογικά αναλυτικά εργαλεία. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερο όνειδος, μεγαλύτερη πολιτική και ηθική κατάρρευση για την όποια Αριστερά από την νίκη ενός Μπερλουσκόνι και όσων αυτός και το σινάφι του συμβολίζουν;
Και δεν είναι άραγε ένα ηχηρό ράπισμα για την Αριστερά η διάσωση προσώπων όπως ο Μπαρόζο και η, έστω μέσα από ένα συρρικνωμένο εκλογικό σώμα, επιβράβευση των πολιτικών εκπροσώπων της Ευρώπης των ολιγαρχών; Τι θα μπορούσε άραγε να ερμηνεύσει το ότι σε κεντρικές χώρες όπως η Γερμανία οι πλέον επωφελούμενοι είναι εκείνοι οι οποίοι διακονούν, με τον πιο καθαρό τρόπο, την κατά τα άλλα "σε ανυποληψία ευρισκόμενη" νεοφιλελεύθερη ιδεολογική συνέχεια;
Σε όλη την Ευρώπη αυτό που πλέον αποκαλείται "βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος" φαίνεται να ενισχύει τρεις διαφορετικές τάσεις. Και οι τρεις βρίσκονται είτε στους αντίποδες είτε, στην καλύτερη περίπτωση, έξω από το πεδίο και τις προτεραιότητες της Αριστεράς. Η πιο ισχυρή τάση είναι η απόσυρση πλήθους ατόμων από τα πεδία της πολιτικής μεσολάβησης, και βεβαίως της αριστερής πολιτικής, συνδικαλιστικής ή κινηματικής μεσολάβησης.
Την ίδια στιγμή έχουμε μια πολυκερματισμένη και όλο και πιο ανερμάτιστη διοχέτευση κοινωνικών θυμών στον ακροδεξιό λαϊκισμό ή σε μεταμοντέρνα εκκεντρικές και φυγόκεντρες επιλογές. Και υπάρχει, τέλος, μια αισθητή ενίσχυση των "ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά" μορφωμάτων και λαμπερών προσωπικοτήτων που κινούνται στον γαλαξία του Κέντρου και της πράσινης διαχείρισης.
Στη διασταύρωση των τριών αυτών ρευμάτων μπορούμε νομίζω να μιλάμε για ένα ευρωπαϊκό τοπίο που δοκιμάζεται από την ένταση της αντιπολιτικής δυσφορίας, τη συλλογική αποξένωση, την καταφυγή μέρους των λαϊκών τάξεων σε μνησίκακα "αντι-κατεστημένα". Ενώ από τις πιο εξασφαλισμένες και εύπορες πλευρές, ένα κομμάτι των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων και των επιχειρηματιών της γνώσης σταθμεύει, ενδεχομένως προσωρινά, σε υβριδικούς σχηματισμούς στη μεθόριο νέας σοσιαλδημοκρατίας και μετριοπαθούς φιλελευθερισμού.
Αυτές οι αναφορές δεν έχουν σκοπό να μεταθέσουν το δικό μας πρόβλημα σε ένα άλλο γεωγραφικό μήκος, σε μια απόμακρη σφαίρα συγκρίσεων και παραλληλισμών που απαλύνουν τη θλίψη. Αλλά επειδή πολύς λόγος έγινε και γίνεται για μια χαμένη ευρωπαϊκή τιμή ή για έναν τραυματισμένο αριστερό ευρωπαϊσμό οφείλει κανείς να υπενθυμίζει το προφανές: ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο ευρωπαϊκός αριστερός ριζοσπαστικός χώρος δεν υπερβαίνει την άνευρη στασιμότητα, την αυτοσυντήρηση, την εκλογική μετριότητα αν όχι, όπως στην Ιταλία, την αφάνεια.
Νομίζω λοιπόν ότι η κυριότερη δομική αιτία για τη στασιμότητα και τη διαρκή απογοήτευση που επιφυλάσσεται στη ριζοσπαστική Αριστερά εδράζεται στο εξής: οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς δεν έχουν καταφέρει να υφάνουν πραγματικούς δεσμούς εμπιστοσύνης με τα εκάστοτε προνομιακά δυνητικά τους ακροατήρια. Οι συγκυριακές και επιφανειακές συγκολλήσεις και ωσμώσεις με κινήματα, διεκδικητικά ρεύματα, πλάσματα συλλογικής δράσης δεν συγκροτούνται σε πολιτική βάση, αλλά περισσότερο με όρους ηθικής αλληλεγγύης.
Συγχρόνως οι δεσμοί αυτοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό διακηρυκτικοί, προθεσιακοί, υπερεπενδυμένοι με θεωρητική ανυπομονησία και ηθική βούληση. Η πραγματική κοινωνία όμως εμφανίζεται, εν τέλει, πιο αδιαφανής και γριφώδης από ποτέ άλλοτε. Και η πολιτική Αριστερά σπεύδει συχνά να την προκαταλάβει, να την σχηματοποιήσει σύμφωνα με τις δικές της έννοιες κίνησης και σκοπού.
Πολύ συχνά το τελικό αποτέλεσμα είναι άλλο, κάτι σχεδόν ανεξήγητο: η κίνηση δεν πήζει ορθολογικά στο δικό μας "ευκταίο" κίνημα, οι δυσφορίες και οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν συνθέτουν την ιδεώδη ή έστω την επιθυμητή πολιτική ορθολογικότητα. Το μείζον συμβάν της περιόδου, η πτώση του μύθου της "καπιταλιστικής απελευθέρωσης" δεν μεταφράζεται σε οικείους στον αριστερό χάρτη διαχωρισμούς αλλά αποδεσμεύει περισσότερο ατομικιστικό κυνισμό, μελαγχολική παραίτηση και ψευδο-αντισυστημική διαφοροποίηση.1
Καλά όλα αυτά. Και το 4,7%; Και η διάψευση των μεγάλων προσδοκιών; Και οι "παρεκκλίσεις", οι τυχόν επιλήψιμες συμπεριφορές, τα λάθη; Κατά τη γνώμη μου --και ξέρω ότι γι' αυτό σοβούν εδώ και καιρό, αλλά ιδίως αυτές τις τελευταίες μέρες σημαντικές εντάσεις-- το πρόβλημα του χώρου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν βρίσκεται στο ότι έγινε κάτι καθ' υπερβολήν κινηματικό και έχασε το θεσμικό της ύφος, κάτι πολύ αρνητικό και λιγότερο θετικό και προτασιακό, μια υπέρ του δέοντος καβγατζίδικη και επιπόλαια οντότητα.
Το πρόβλημα είναι ότι μια σοβαρή και ορθή επιλογή, η τοποθέτηση δηλαδή μέσα και συγχρόνως έξω και εναντίον του κυρίαρχου συστήματος διακυβέρνησης και του φαύλου κοινωνικού, περιβαλλοντικού και οικονομικού προτύπου συνιστά, εξ αντικειμένου, την πιο δύσκολη επιλογή. Και είναι η πιο δύσκολη επιλογή διότι η ενδοχώρα όπου δοκιμάζεται σήμερα μια ζωντανή αριστερή πολιτική δύναμη είναι όσο ποτέ άλλοτε γλιστερή, γεμάτη καινοφανή ρήγματα και μορφές αντιθέσεων που συχνά δεν τις εννοούμε και δεν τις κατανοούμε, πρακτικές και στάσεις στις οποίες δεν αναγνωριζόμαστε.
Ο Δεκέμβρης ή, με μια άλλη έννοια, οι Άγιοι Παντελεήμονες του παρόντος και του μέλλοντος αποτελούν παρόμοια ρήγματα και προκλήσεις που έθεσαν και θα βάζουν σε δοκιμασία την Αριστερά, ακόμα και αν αυτή αποφασίσει να προσφύγει στη θαλπωρή της "θεσμικής σύνεσης" για να άρει από πάνω της τις ρετσινιές των δελτίων και τις δηλητηριώδεις ειρωνείες των σχολιαστών.
Η υπεραισιόδοξη, λυρική, μεταφυσικο-ονειρική προσέγγιση της κοινωνίας ως τόπου παραγωγής κινημάτων, ως μήτρας φιλικών προς την Αριστερά έξεων είναι, όπως αποδεικνύεται πλέον, μια αυταπάτη. Αυτό ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να οδηγήσει στην απάρνηση της στροφής προς μια πολιτική και κοινωνική Αριστερά, προς μια δημοκρατική και συγχρόνως αντισυστημική και ανατρεπτική συλλογική ταυτότητα.
Η αναμέτρηση με τον χρόνο και όχι με τις επιθυμίες και τους μικρο-υποκειμενισμούς προϋποθέτει αίσθηση του μέτρου και επίγνωση των ορίων. Αλλά η διαυγής αίσθηση της πραγματικότητας πρέπει να είναι ένας καλός σύμμαχος, και όχι ο χαιρέκακος νεκροθάφτης του αριστερού ριζοσπαστισμού.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ