Ντιντής είναι ο αβροδίαιτος νέος της καλής κοινωνίας, ο μαλθακός και καλοαναθρεμμένος, σε αντιδιαστολή με τον μάγκα ή το εργατόπαιδο. Τη λέξη δεν την έχουν τα γενικά λεξικά, ίσως επειδή θεωρείται της αργκό. Προέρχεται από το Ντιντής, υποκοριστικό του Κωνσταντίνος (και όχι του Δημήτριος, όπως νομίζει ο Ζάχος στο "Λεξικό της Πιάτσας"), που ήταν κάποτε συνηθισμένο στις καλές οικογένειες. Για παράδειγμα, όπως είναι γνωστό, Ντιντή φώναζαν στον κύκλο του τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά.
Ο Ντιντής λοιπόν έγινε ντιντής, συνώνυμο του κομψευόμενου μεγαλοαστού. Στα χρονογραφήματα του στον Ριζοσπάστη το 1945-46, ο Απ. Σπήλιος τακτικά αναφερόταν σε κάποιον φίλο του Ντιντίκο, Κολωνακιώτη, ενώ η κατοχύρωση του όρου ήταν το γνωστό τραγούδι του Μανώλη Χιώτη (σε στίχους Νίκου Ρούτσου) με το ρεφρέν "Να μου λείπουν οι ντιντήδες και οι μοντέρνοι, θέλω άντρα ν΄αγαπάει και να δέρνει".
Η λέξη ήρθε στην επικαιρότητα στα τέλη του 2010, όταν ο Φαήλος Κρανιδιώτης έγραψε ένα άρθρο γεμάτο τεστοστερόνη, υποστηρίζοντας ότι οι καιροί "απαιτούν ιδεολογικούς μαχητές και όχι ντιντήδες". Ωστόσο, ντιντής δεν είναι θηλυπρεπής. Κακώς τους ταυτίζει το τραγούδι του Κραουνάκη - Μαρίνου "θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής".