Το άρθρο 86 είναι ένα από τα άρθρα του Συντάγματος που υποβλήθηκε σε τροποποιήσεις κατά τις διεργασίες της τελευταίας συ-νταγματικής αναθεώρησης. Το νέο λοιπόν άρθρο 86 επιδιώκει να αντιμετωπίσει διάφορα σοβαρά προβλήματα που αναδείχθηκαν απ’την εφαρμογή των περί ευθύνης των Υπουργών διατάξεων, τόσο των εκπορευόμενων απ’το Σύνταγμα, όσο και εκείνων που προκύπτουν από άλλες ρυθμίσεις. Στην προσπάθειά του αυτή προβαίνει σε μια κατά το δυνατόν πληρέστερη καταγραφή και αναλυτικότερη πρόβλεψη των επί μέρους ζητημάτων, αφήνοντας βέβαια στον κοινό νομοθέτη τη συγκεκριμενοποίηση, κατά τα λοιπά, των νομοθετικών διατάξεων. Οι σημαντικότερες δε τροποποιήσεις που επιφέρει είναι η αφαίρεση της ανακριτικής διαδικασίας απ’τη Βουλή και η ανάθεσή της σε ειδικά συγκροτούμενο Δικαστικό Συμβούλιο στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου, η πρόβλεψη για περάτωση της ανάκρισης με βούλευμα, η κατάργηση του βουλευτή-κατηγόρου, η συμμετοχή στη σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου και μελών του ΣτΕ, η καθιέρωση υποχρεωτικού σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης και η σύνταξη πορίσματος πριν απ’την απόφαση για άσκηση ποινικής δίωξης, η θέσπιση αποσβεστικής προθεσμίας και η ρητή πρόβλεψη για συμπαραπομπή των συμμέτοχων στο Ειδικό Δικαστήριο σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός. Συγκεκριμένα το άρθρο 86 έχει ως εξής:
Άρθρο 86 [Ποινική ευθύνη Υπουργών]
1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής η ποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4.Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανωτάτων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διοριστεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτατος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος. Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος. Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα. Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5. Αν για οποιοδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου του ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας. 3. Ο νόμος 3126/2003 περί ποινικής ευθύνης των υπουργών Ο νόμος 3126/2003 προσαρμόζει το δίκαιο της ευθύνης των υπουργών στις νέες συνταγματικές ρυθμίσεις εφόσον το αρ.86 του Συντάγματος-του οποίου αποτελεί εξειδίκευση ο εν λόγω νόμος-επηρεάστηκε απ’ την τελευταία αναθεώρηση. Ο νόμος έρχεται να καταργήσει τον προηγούμενό του 2509/1997. Με τον όρο «υπουργός» στο νόμο νοούνται τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί. i. Το πεδίο εφαρμογής του νόμου Στο νόμο υπάγεται η εκδίκαση των πλημμελημάτων και κακουργημάτων, που τελούνται από υπουργό ή υφυπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ή αξιόποινων πράξεων που τελέσθηκαν εκτός της άσκησης των καθηκόντων τους. Τα πρώτα εκδικάζονται κατά την προβλεπόμενη από το αρ.86 διαδικασία, ενώ οι δεύτερες κατά τον ΚΠΔ απ’ τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια. Δεν ορίζει τα «υπουργικά αδικήματα», αλλά παραπέμπει στις κοινές διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, υπογραμμίζοντας ότι τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί υπάγονται στην έννοια του υπαλλήλου κατά το αρ.13 του ΠΚ. Εάν υπάρχουν συμμέτοχοι σε τελεσθέντα εγκλήματα συμπαραπέμπονται και δικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. ii. Παραγραφή, αναστολή παραγραφής και εξάλειψη του αξιοποίνου Παραγραφή των αξιόποινων πράξεων των μελών της Κυβέρνησης και των συμμετόχων, επέρχεται μετά τη συμπλήρωση πέντε ετών και σε κάθε περίπτωση μετά τη συμπλήρωση δέκα ετών από την ημέρα που τελέστηκαν. Αναστολή παραγραφής δύναται να λάβει χώρα σε τρεις περιπτώσεις: α)όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας τελέσθηκε η πράξη, εκτός αν στο μεταξύ έχει ληφθεί απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης, β) όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία και γ) όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της, μετά από έγγραφη πρόταση τριάντα τουλάχιστον βουλευτών για την αναστολή της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας. Εξάλειψη του αξιοποίνου επέρχεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, αν μέχρι τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει δίωξη κατά Υπουργού ή Υφυπουργού iii. .Η διαδικασία ποινικής υπουργικής ευθύνης σύμφωνα με το νόμο, το αρ.86 του Συντάγματος και τον Κανονισμό της Βουλής Η αναφερόμενη στην ποινική ευθύνη των υπουργών διαδικασία διακρίνεται σε δυο στάδια, το κοινοβουλευτικό, το οποίο εκτυλίσσεται ενώπιον της Βουλής και το δικαστηριακό, το οποίο εκτυλίσσεται ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου που συγκροτείται γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, του υπουργοδικείου. a. Η κοινοβουλευτική διαδικασία Καταρχήν πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μόνο η Βουλή είναι το αρμόδιο όργανο που δύναται να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των υπουργών κι αυτό διότι πρόκειται για εγκλήματα σχετικά με τα καθήκοντά τους. Ο συντακτικός νομοθέτης προβλέπει τη ρύθμιση αυτή στην παράγραφο 1 και 2 του α.86του Συντάγματος. Η κοινοβουλευτική προδιαδικασία περιλαμβάνει τρία στάδια: α) την πρόταση κατηγορίας, β) την προανάκριση και γ) την παραπομπή σε δίκη. Η πρόταση κατηγορίας κατατίθεται απ’ τους βουλευτές και πρέπει να είναι υπογεγραμμένη τουλάχιστον από τριάντα. Πρέπει επίσης να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πράξεις ή παραλείψεις που είναι αξιόποινες σύμφωνα με το νόμο για την ευθύνη των υπουργών και να μνημονεύει τις σχετικές παραβιασθείσες διατάξεις, αλλιώς είναι απαράδεκτη. Εν συνεχεία η πρόταση κατηγορίας ανακοινώνεται στην Ολομέλεια της Βουλής, τυπώνεται και διανέμεται στους βουλευτές. Θέμα της συζητήσεως που ακολουθεί αποτελεί η απόφαση για το αν θα διεξαχθεί ή όχι προανάκριση . Στη διάρκεια της συζητήσεως αυτής, η Βουλή μπορεί να επιτρέψει την παρουσία του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η κατηγορία για να ακούσει τις απόψεις του, ωστόσο η ψηφοφορία για όλα τα θέματα που ρυθμίζει το α.86 του Συντάγματος είναι μυστική και δε συμμετέχει το πρόσωπο αυτό αν είναι βουλευτής . Αν στη συζήτηση αυτή απορριφθεί η πρόταση κατηγορίας δεν είναι δυνατή η επανάληψή της αν βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά . Στην περίπτωση που η Βουλή αποφασίσει προανάκριση ορίζει 12μελή επιτροπή απ’ τα μέλη της-η οποία ορίζει με τη σειρά της δύο εισηγητές απ’ τα μέλη της-και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να υποβληθεί το πόρισμα. Η προανακριτική επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες των προανακριτικών αρχών καθώς και αυτές του εισαγγελέα, όταν διενεργεί προκαταρκτική εξέταση . Αν η επιτροπή δεν υποβάλλει εμπρόθεσμα το πόρισμά της, η Βουλή είτε παρατείνει την προθεσμία είτε προχωρεί χωρίς αυτό στη συζήτηση για την άσκηση δίωξης. Το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει σαφή πρόταση για την άσκηση δίωξης, όπως αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η πρόταση τυχόν μειοψηφίας. Υποβάλλεται δε στον πρόεδρο και διανέμεται στους βουλευτές. Μετά τη διανομή καταρτίζεται, εντός πέντε ημερών, ειδική ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της Βουλής. H συζήτηση που ξεκινά εντός δεκαπέντε ημερών το πολύ αποτελεί την έναρξη του σταδίου της παραπομπής σε δίκη, είναι γενική και αναφέρεται στην παραδοχή ή μη της πρότασης για την άσκηση δίωξης. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης η Βουλή μπορεί να καλέσει ενώπιόν της να εμφανισθεί και να ακουστεί εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η πρόταση δίωξης, ακόμη κι αν δεν είναι Υπουργός ή Υφυπουργός. Η ψηφοφορία, μετά το πέρας της συζήτησης, είναι μυστική και διεξάγεται χωριστά για κάθε πράξη ή παράλειψη για την οποία ζητείται άσκηση δίωξης, η σχετική δε απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν το πόρισμα της επιτροπής απορ-ριφθεί, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης κατά του ίδιου προσώπου, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Αν όμως η Βουλή δεχθεί την πρόταση της προανακριτικής επιτροπής προβαίνει στην εκλογή επιτροπής από βουλευτές για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του υπουργοδικείου. Η επιτροπή αυτή αποτελείται από πέντε τακτικά και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη. Ο πρόεδρος της Βουλής αποστέλλει στον πρόεδρο του ΑΠ την απόφαση της βουλής για την παραπομπή σε δίκη του κατηγορούμενου υπουργού ή υφυπουργού, τα ονόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του υπουργοδικείου που κληρώθηκαν, καθώς και τα ονόματα της επιτροπής υποστήριξης και όλη τη σχετική δικογραφία. β) Το υπουργοδικείο Για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, αρμόδιο δικαστήριο δεν είναι κάποιο απ’ τα κοινά, αλλά το ειδικά συγκροτούμενο γι’ αυτήν την περίπτωση 13μελές υπουργοδικείο. Το τελευταίο αποτελείται από έξι μέλη του ΣτΕ και εφτά μέλη του ΑΠ. Συγκροτείται επίσης από έξι αναπληρωματικά μέλη, τρία του ΑΠ και τρία του ΣτΕ. Τόσο τα τακτικά όσο και τα αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται απ’ τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίασή της, μεταξύ των μελών των δυο ανωτάτων αυτών δικαστηρίων που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για την άσκηση δίωξης, ενώ δεν μπορούν να κληρωθούν τα ονόματα των μελών του Δικαστικού Συμβουλίου. Του υπουργοδικείου προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό από τα μέλη του ΑΠ που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων, ο αρχαιότερος. γ) Η δικαστηριακή διαδικασία Η δικαστηριακή διαδικασία περιλαμβάνει δυο στάδια:την προδικασία και την επ’ ακροατηρίου διαδικασία. η προδικασία¬ Η προδικασία ρυθμίζεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο του ν.δ.802/1971. Συγκεκριμένα μετά την απόφαση της Βουλής για την άσκηση δίωξης, λαμβάνει χώρα δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής κατά την οποία ο Πρόεδρος της Βουλής προβαίνει στην κλήρωση πέντε τακτικών(τρία μέλη προερχόμενα απ’ τον ΑΠ και δύο απ’ το ΣτΕ) και τριών αναπληρωματικών(δύο απ’τον ΑΠ και ένα απ’το ΣτΕ) μελών για τη συγκρότηση του Δικαστικού Συμβουλίου .Ως πρόεδρος ορίζεται το ανώτερο κατά βαθμό μέλος του ΑΠ αλλιώς ο αρχαιότερος Αραιοπαγίτης. Στην ίδια συνεδρίαση ορίζεται ο ασκών χρέη εισαγγελέα του Συμβουλίου καθώς και ο αναπληρωτής του. Ο πρόεδρος του Δικαστικού Συμβουλίου παραλαμβάνει απ’ τον πρόεδρο του ΑΠ το φάκελο της δικογραφίας, ενώ το Δικαστικό Συμβούλιο έχει τις αρμοδιότητες που ορίζονται στα αρ.307 επ. του ΚΠΔ. Το Δικαστικό Συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη του ως ανακριτή μέσα σε πέντε ημέρες από τον ορισμό των μελών του. Ο ανακριτής αυτός παραλαμβάνει τη δικογραφία και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε τυχόν συμμετόχους. Αφού περατωθεί η κύρια ανάκριση, τη δικογραφία παραλαμβάνει ο εισαγγελέας του Δικαστικού Συμβουλίου. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου. Το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο και εντός δέκα ημερών από την έκδοσή του επιδίδεται τόσο στον κατηγορούμενο όσο και στον Πρόεδρο της Βουλής. Ο συντακτικός νομοθέτης παρέχει στη βουλή την αρμοδιότητα αναστολής της ασκηθείσης σε βάρος υπουργού ποινικής δίωξης . Αν για οποιοδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης και της παραγραφής, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά πρόταση κατά υπουργού ή υφυπουργού, η βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει κατηγορηθεί ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας . η επ’ ακροατηρίου διαδικασία¬ Η διαδικασία στο ακροατήριο του ειδικού δικαστηρίου αρχίζει με την έκδοση πράξης ορισμού δικασίμου από τον πρόεδρο του ΑΠ. Η δικάσιμος ορίζεται μέσα σε χρονικό διάστημα από εξήντα έως ογδόντα μέρες απ’την έκδοση της πράξης. Η διαδικασία καθώς και οι κλητεύσεις κατηγορουμένων, μαρτύρων και πραγματογνωμόνων διέπονται από τις διατάξεις του ΚΠΔ, εφόσον οι τελευταίες δεν αντίκεινται στις ειδικές ρυθμίσεις, οι οποίες και υπερισχύουν. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να μην εμφανισθεί στο δικαστήριο αλλά να εκπροσωπηθεί από τρεις το πολύ συνηγόρους, που ορίζονται με απλή εντολή. Αν ωστόσο, νόμιμα δεν εμφανιστεί, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αμετάκλητη και δεν επιτρέπεται επανάληψη της διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου ούτε αίτηση ακύρωσης της απόφασης από τον απόντα κατηγορούμενο. Αν συντρέχει περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας υπέρ του κατηγορουμένου για λόγους που προβλέπονται στον ΚΠΔ, η σχετική αίτηση υποβάλλεται στη Βουλή. Αν για οποιοδήποτε άλλο λόγο η διαδικασία δεν ολοκληρωθεί από τους δικαστές που κληρώθηκαν, η δίκη επαναλαμβάνεται υπό νέα σύνθεση.
Αυτά...