http://[URL unfurl="true"]www.giorgos-zampetas.gr/sites/default/files/styles/blog_image/public/%CE%96%CE%91%CE%9C%CE%A0%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%A3%206.jpg[/img[/URL]]
Χαρισματικός μελωδός και δεινός εκτελεστής του μπουζουκιού δημιούργησε με τις συνθέσεις και τα παιξίματα του "σχολή" που επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους λαϊκούς συνθέτες και μουσικούς.
Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά το βιολογικό του τέλος, ακούγοντας ένα τραγούδι ή ένα ταξίμι, πολλοί είναι αυτοί που το χαρακτηρίζουν "Ζαμπετικό". Ο ήχος του, αν και άμεσα αναγνωρίσιμος, δεν καταφεύγει σε μανιέρες κι ευκολίες. Ακόμα και την εποχή της μαζικής παραγωγής του, τη δεκαετία του '60, τα έργα του διακρίνονται για την ευρηματικότητα και την πρωτοπορεία τους.
Γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στο Μεταξουργείο, στην καρδιά της Αθήνας, μπολιάστηκε από νωρίς με το μικρόβιο της μουσικής, αφού ο πατέρας του, κουρέας στο επάγγελμα, ασχολιόταν ερασιτεχνικά με το μπουζούκι.
Στο πατρικό κουρείο, που λειτουργούσε και ως τόπος συγκέντρωσης διάφορων μουσικών, θα πιάσει στα χέρια του το κακόφημο εκείνο όργανο και, παρά τις απειλές των γονιών του, σύντομα θα καταφέρει να το χειρίζεται με επάρκεια. Το 1940 μετακομίζουν με την οικογένεια του στο Αιγάλεω, τόπος που θα δεθεί άρρηκτα με την πορεία και το όνομα του Ζαμπέτα.
Την περίοδο της Κατοχής παίζει για τον επιούσιο σε ταβερνάκια της περιοχής και γνωρίζεται με πολλούς από τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Στις αρχές του '50, ύστερα από μία μακροπρόθεσμη στρατιωτική θητεία, θα εμφανιστεί για πρώτη φορά σε μεγάλο μαγαζί, στο Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές μαζί με τους Μπέμπη, Μπίνη, Τατασσόπουλο.
Παράλληλα, συμμετέχει ως μουσικός στο ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, παίζοντας λαϊκά τραγούδια της εποχής, συνθέσεις των Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χιώτη, Παπαϊωάννου κ.ά. που γνώριζαν πανελλήνια αποδοχή.
Το γεγονός αυτό θα τον κάνει ευρύτατα γνωστό και μέχρι το 1957 θα έχει δική του εκπομπή. Στη συνέχεια θ' ακολουθήσει, πάντα ως μπουζουξής, μια διαδρομή σε γνωστά λαϊκά κέντρα, όπως στου "Βλάχου" στην Ιερά Οδό, στη "Γωνιά της Αθήνας" στην Πατησίων, στον "Κήπο του Αλλάχ" στο Αιγάλεω, στην "Τριάνα" του Χειλά στη λεωφόρο Συγγρού, στου "Κεφάλα" και στου "Περιβόλα" στην Κοκκινιά κ.ά. ενώ, συνοδεύοντας τους Γιώργο Μητσάκη και Άννα Χρυσαφή, θα εμφανιστεί στην κινηματογραφική ταινία "Ο Πύργος των Ιπποτών" του Νίκου Τσιφόρου.
Το 1953 κάνει το ντεμπούτο του στη δισκογραφία με το "Σαν σήμερα, σαν σήμερα", σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή Τσάντα με τον οποίο συνδέεται και ένα μεγάλο κομμάτι της εργογραφίας του και ερμηνευτή τον Πρόδρομο Τσαουσάκη που όμως περνά απαρατήρητο. Με την αμέσως επόμενη σύνθεση του "Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω", πάντα σε στίχους Τσάντα, που τραγουδούν ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Καίτη Γκρέυ αλλά και το "Αφήνω γεια στη μάνα μου" σε στίχους Κώστα Βίρβου, πάλι με τον Καζαντζίδη, καθιερώνεται ως δημιουργός.
Έκτοτε θα έχει μια ανοδική πορεία, που σκαλοπάτι-σκαλοπάτι, θα τον οδηγήσει στην κορυφή του ελληνικού πενταγράμμου, με ανεπανάληπτες επιτυχίες στη δισκογραφία μεταξύ άλλων σε στίχους του μόνιμου συνεργάτη του και ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και στα κέντρα, λαμπρές συνεργασίες και συμμετοχή ως σολίστ στην άνθηση του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, όπου συμβάλλει με το ευφάνταστο και δημιουργικό παίξιμο του σε έργα των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου. Πλέσσα. Κατσαρού κ.ά. Ταξιδεύει στο εξωτερικό όπου και αποθεώνεται, με αποκορύφωμα την περίφημη βραδιά στις Κάννες, στο γλέντι που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν "Ποτέ την Κυριακή". Η πηγαία προσωπικότητα του και οι περίφημες ατάκες του θα τον χρίσουν απαραίτητη "περσόνα" και συστατικό επιτυχίας για τις ταινίες του λεγόμενου χρυσού εμπορικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '60. Μέσα από αυτές ο Ζαμπέτας θα βρει την ευκαιρία να αναδείξει τον αστείρευτο μελωδικό του πλούτο που αν και πηγάζει από τον απόηχο του ρεμπέτικου, έχει ευδιάκριτες επιρροές από τη δυτική πλευρά της Μεσογείου.
Τα χρόνια του 70, διαπιστώνοντας, ότι το κέντρο βάρους, της τραγουδοποιίας μετατοπίζεται από το μέρος των δημιουργών προς την εικόνα του τραγουδιστή-σταρ, ο Ζαμπέτας περνάει με επιτυχία στο προσκήνιο και ως ερμηνευτής των συνθέσεων του (Μάλιστα κύριε, στίχοι Αλέξανδρου Καγιάντα. Που' σαι Θανάση, στίχοι Τσάντα κ.ά.) όπου ξεδιπλώνει μοναδικά την εύθυμη, σατυρική και σκωπτική του προσέγγιση. Παράλληλα κάνει σουξέ με ερμηνευτές πρώτης γραμμής, όπως τη Μοσχολιού (Αλήτης, στίχοι Αλέξανδρος Καγιάντας), τον Πουλόπουλο (Αυτοί που φεύγουν, στίχοι Αλ. Καγιάντα), την Αλεξίου (Τι γλυκό να σ' αγαπούν, στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος) κ.ά.. Μετά τη μεταπολίτευση θα αποκοπεί από τον ιστό της δισκογραφίας και, παρά την εκτίμηση και την αναγνώριση που χαίρει στους μουσικούς κύκλους και κάποια σποραδικά "σουξέ" που υπογράφει, θα οδηγηθεί από τους νέους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας στην απομόνωση και περιθωριοποίηση.
Έφυγε για πάντα στις 10 Μαρτίου του 1992, σε ηλικία 67 χρόνων. Το ομώνυμο με τον τελευταίο του δίσκο τραγούδι, τα «Χίλια περιστέρια», αλλά και πολλά από τα παλιότερα τραγούδια του, θα γνωρίσουν μεγάλες δόξες ενώ εκείνος έχει φύγει...
[MEDIA=youtube]v20o8RAXhg4[/MEDIA]
[MEDIA=youtube]qAYg_6Nr4NA[/MEDIA]
Χαρισματικός μελωδός και δεινός εκτελεστής του μπουζουκιού δημιούργησε με τις συνθέσεις και τα παιξίματα του "σχολή" που επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους λαϊκούς συνθέτες και μουσικούς.
Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά το βιολογικό του τέλος, ακούγοντας ένα τραγούδι ή ένα ταξίμι, πολλοί είναι αυτοί που το χαρακτηρίζουν "Ζαμπετικό". Ο ήχος του, αν και άμεσα αναγνωρίσιμος, δεν καταφεύγει σε μανιέρες κι ευκολίες. Ακόμα και την εποχή της μαζικής παραγωγής του, τη δεκαετία του '60, τα έργα του διακρίνονται για την ευρηματικότητα και την πρωτοπορεία τους.
Γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στο Μεταξουργείο, στην καρδιά της Αθήνας, μπολιάστηκε από νωρίς με το μικρόβιο της μουσικής, αφού ο πατέρας του, κουρέας στο επάγγελμα, ασχολιόταν ερασιτεχνικά με το μπουζούκι.
Στο πατρικό κουρείο, που λειτουργούσε και ως τόπος συγκέντρωσης διάφορων μουσικών, θα πιάσει στα χέρια του το κακόφημο εκείνο όργανο και, παρά τις απειλές των γονιών του, σύντομα θα καταφέρει να το χειρίζεται με επάρκεια. Το 1940 μετακομίζουν με την οικογένεια του στο Αιγάλεω, τόπος που θα δεθεί άρρηκτα με την πορεία και το όνομα του Ζαμπέτα.
Την περίοδο της Κατοχής παίζει για τον επιούσιο σε ταβερνάκια της περιοχής και γνωρίζεται με πολλούς από τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Στις αρχές του '50, ύστερα από μία μακροπρόθεσμη στρατιωτική θητεία, θα εμφανιστεί για πρώτη φορά σε μεγάλο μαγαζί, στο Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές μαζί με τους Μπέμπη, Μπίνη, Τατασσόπουλο.
Παράλληλα, συμμετέχει ως μουσικός στο ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, παίζοντας λαϊκά τραγούδια της εποχής, συνθέσεις των Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χιώτη, Παπαϊωάννου κ.ά. που γνώριζαν πανελλήνια αποδοχή.
Το γεγονός αυτό θα τον κάνει ευρύτατα γνωστό και μέχρι το 1957 θα έχει δική του εκπομπή. Στη συνέχεια θ' ακολουθήσει, πάντα ως μπουζουξής, μια διαδρομή σε γνωστά λαϊκά κέντρα, όπως στου "Βλάχου" στην Ιερά Οδό, στη "Γωνιά της Αθήνας" στην Πατησίων, στον "Κήπο του Αλλάχ" στο Αιγάλεω, στην "Τριάνα" του Χειλά στη λεωφόρο Συγγρού, στου "Κεφάλα" και στου "Περιβόλα" στην Κοκκινιά κ.ά. ενώ, συνοδεύοντας τους Γιώργο Μητσάκη και Άννα Χρυσαφή, θα εμφανιστεί στην κινηματογραφική ταινία "Ο Πύργος των Ιπποτών" του Νίκου Τσιφόρου.
Το 1953 κάνει το ντεμπούτο του στη δισκογραφία με το "Σαν σήμερα, σαν σήμερα", σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή Τσάντα με τον οποίο συνδέεται και ένα μεγάλο κομμάτι της εργογραφίας του και ερμηνευτή τον Πρόδρομο Τσαουσάκη που όμως περνά απαρατήρητο. Με την αμέσως επόμενη σύνθεση του "Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω", πάντα σε στίχους Τσάντα, που τραγουδούν ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Καίτη Γκρέυ αλλά και το "Αφήνω γεια στη μάνα μου" σε στίχους Κώστα Βίρβου, πάλι με τον Καζαντζίδη, καθιερώνεται ως δημιουργός.
Έκτοτε θα έχει μια ανοδική πορεία, που σκαλοπάτι-σκαλοπάτι, θα τον οδηγήσει στην κορυφή του ελληνικού πενταγράμμου, με ανεπανάληπτες επιτυχίες στη δισκογραφία μεταξύ άλλων σε στίχους του μόνιμου συνεργάτη του και ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και στα κέντρα, λαμπρές συνεργασίες και συμμετοχή ως σολίστ στην άνθηση του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, όπου συμβάλλει με το ευφάνταστο και δημιουργικό παίξιμο του σε έργα των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου. Πλέσσα. Κατσαρού κ.ά. Ταξιδεύει στο εξωτερικό όπου και αποθεώνεται, με αποκορύφωμα την περίφημη βραδιά στις Κάννες, στο γλέντι που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν "Ποτέ την Κυριακή". Η πηγαία προσωπικότητα του και οι περίφημες ατάκες του θα τον χρίσουν απαραίτητη "περσόνα" και συστατικό επιτυχίας για τις ταινίες του λεγόμενου χρυσού εμπορικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '60. Μέσα από αυτές ο Ζαμπέτας θα βρει την ευκαιρία να αναδείξει τον αστείρευτο μελωδικό του πλούτο που αν και πηγάζει από τον απόηχο του ρεμπέτικου, έχει ευδιάκριτες επιρροές από τη δυτική πλευρά της Μεσογείου.
Τα χρόνια του 70, διαπιστώνοντας, ότι το κέντρο βάρους, της τραγουδοποιίας μετατοπίζεται από το μέρος των δημιουργών προς την εικόνα του τραγουδιστή-σταρ, ο Ζαμπέτας περνάει με επιτυχία στο προσκήνιο και ως ερμηνευτής των συνθέσεων του (Μάλιστα κύριε, στίχοι Αλέξανδρου Καγιάντα. Που' σαι Θανάση, στίχοι Τσάντα κ.ά.) όπου ξεδιπλώνει μοναδικά την εύθυμη, σατυρική και σκωπτική του προσέγγιση. Παράλληλα κάνει σουξέ με ερμηνευτές πρώτης γραμμής, όπως τη Μοσχολιού (Αλήτης, στίχοι Αλέξανδρος Καγιάντας), τον Πουλόπουλο (Αυτοί που φεύγουν, στίχοι Αλ. Καγιάντα), την Αλεξίου (Τι γλυκό να σ' αγαπούν, στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος) κ.ά.. Μετά τη μεταπολίτευση θα αποκοπεί από τον ιστό της δισκογραφίας και, παρά την εκτίμηση και την αναγνώριση που χαίρει στους μουσικούς κύκλους και κάποια σποραδικά "σουξέ" που υπογράφει, θα οδηγηθεί από τους νέους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας στην απομόνωση και περιθωριοποίηση.
Έφυγε για πάντα στις 10 Μαρτίου του 1992, σε ηλικία 67 χρόνων. Το ομώνυμο με τον τελευταίο του δίσκο τραγούδι, τα «Χίλια περιστέρια», αλλά και πολλά από τα παλιότερα τραγούδια του, θα γνωρίσουν μεγάλες δόξες ενώ εκείνος έχει φύγει...
[MEDIA=youtube]v20o8RAXhg4[/MEDIA]
[MEDIA=youtube]qAYg_6Nr4NA[/MEDIA]