Ένα παράξενο παιχνίδι των κομμουνιστών διανοουμένων.
Τα ψυχοδράματα δεν ήταν ακόμη της μόδας στα τέλη του 1951. Έφτασα μαζί με την Κλαιρ, κατά τα μεσάνυχτα της παραμονής Πρωτοχρονιάς, ερχόμενος από μια «οικογενειακή» γιορτή, στο ρεβεγιόν της άλλης μου «οικογένειας», στο σπίτι του Πιέρ Κουρτάντ [κομμουνιστή δημοσιογράφου και συγγραφέα]. Όλος ο κόσμος ήταν χαρούμενος. Όλος ο κόσμος ήταν πολύ μεθυσμένος. «Εσένα περιμέναμε!» είπαν οι φίλοι μου. Μου εξήγησαν το παιχνίδι. 0 Ζαν Ντυβινιώ [κοινωνιολόγος της τέχνης] έλεγε ότι κάθε εποχή εφευρίσκει το «δικό της» λογοτεχνικό είδος: οι Έλληνες την τραγωδία• η Αναγέννηση το σονέτο- η κλασσική εποχή τις πέντε έμμετρες πράξεις σε τρεις ενότητες, κ.λπ. Η «σοσιαλιστική» εποχή είχε εφεύρει το «δικό της» είδος: τη δίκη της Μόσχας. Έτσι οι εορτάζοντες, έχοντας πιει λίγο παραπάνω, είχαν αποφασίσει να παίξουν τη «δίκη». Περίμεναν μόνο έναν κατηγορούμενο. Δηλαδή εμένα. 0 Ροζέ Βαγιάν [κομμουνιστής συγγραφέας] ήταν ήδη ο εισαγγελέας, ο Κουρτάντ ο διορισμένος συνήγορος. Δεν είχα παρά να πάρω θέση στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Αντιστάθηκα μάταια κι ύστερα υποτάχθηκα στο παιχνίδι. Το κατηγορητήριο ήταν αμείλικτο: ήμουν ένοχος παραβάσεων δέκα άρθρων του Κώδικα: σαμποτάζ της ιδεολογικής πάλης, συνεργασία με τον πολιτιστικό εχθρό, συνωμοσία με τους κοσμοπολίτες κατασκόπους, φιλοσοφική προδοσία, κ.λπ. Καθώς θέλησα να συζητήσω στη διάρκεια της ανάκρισης, εισαγγελέας, δικηγόρος και μάρτυρες κατηγορίας θύμωσαν. Η αγόρευση του δικηγόρου μου ήταν τρομερή: μπορούσα να επικαλεστώ ελαφρυντικά, που πάει να πει ότι με απάλλασσαν από το φορτίο της ζωής όσο το δυνατόν συντομότερα. Βοηθούντος του αλκοόλ, το χοντροκομμένο αστείο γινόταν εφιάλτης, η παρωδία πληγή. Τη στιγμή της ετυμηγορίας (θάνατος, εννοείται), δύο γυναίκες από το ακροατήριο, η μία ήταν η δική μου. έπαθαν νευρική κρίση. Όλος ο κόσμος φώναζε, έκλαιγε, έψαχνε αμμωνία στο φαρμακείο, έβρεχε πετσέτες σε κρύο νερό. Εισαγγελέας, δικηγόρος, κατηγορούμενος έσκυβαν πάνω τους. Ήμουν ο μόνος, χωρίς αμφιβολία, ξεμέθυστος. Αλλά δεν ήμουν ο μόνος που ένιωθε ντροπή.
Σήμερα δεν αμφιβάλλω πια: είχαμε τρελαθεί. Υπάρχει μια στιγμή του πνεύματος όπου η τρέλα μειώνει τις ευθύνες. Αλλά πριν να φτάσει εκεί, συχνά ο παράφρων δεν είναι κάποιος που ο παραλογισμός του τον απαλλάσσει από το φορτίο τού να είναι υπεύθυνος, αλλά εκείνος που επιλεγεί την τρέλα για να ξεφύγει από τον βρόχο που τον πνίγει και δεν τολμά να κόψει.
Η παραφροσύνη μας είναι συνέπεια μιας ιστορικής παραφροσύνης.
Εκλογικεύουμε και εσωτερικεύουμε μια γενικευμένη παράνοια.
(Claude Roy, Nous Παρίσι, Gallimard / σειρά «Folio», 1980, σ . 389-390.)