Να τονιστεί εδώ πως ο καραμαλακας-παοξης-κομμουνιστης εκτός του ότι έχει θέματα διαχείρισης θυμού, είναι απ αυτούς που 6 χρόνια με την καραμέλα "Μητσοτάκη γαμιεσαι" μυαλό δεν έβαλε, γι αυτό θα τον φάει αλλά 6, τουλάχιστον, στη μάπα μέχρι να μπει στο φρενοκομείο.
Ο μαλακάς της συνομοταξίας των ψεκιων που τους πέταξε ο Βελόπουλος ένα ξυλολιο και θα το ρουφάνε, το ξυλολιο, μέχρι τα βάθρα γεράματα.
Το ωραίο είναι πως πανηγυρίζετε για ένα πόρισμα που ή δεν καταλάβατε τι λέει είτε το προσαρμόζετε στο αφήγημα.
"...... υποδεικνύουν την πιθανή ύπαρξη άγνωστου καυσίμου......"
πιθανός -ή -ό [piθanós] Ε1 : που μπορεί, που είναι δυνατό να συμβεί, να υπάρξει. ANT απίθανος: Πρέπει να εξεταστούν όλες οι πιθανές λύσεις / συνέπειες / αντιδράσεις / εξελίξεις / εκδοχές / περιπτώσεις. Είναι πιθανή μια αύξηση της θερμοκρασίας / των τιμών / του πληθωρισμού / της φορολογίας / της ανεργίας. Δοκίμασα όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Όλα είναι πιθανά. || (απρόσ.): (Δεν) είναι / θεωρείται πιθανό να / ότι θα συμβεί κτ. Tο πιθανότερο είναι ότι θα συμφωνήσουν μεταξύ τους. || αληθοφανής, ευλογοφανής, ενδεχόμενος: Aυτά που διηγήθηκε / είπε / ανέφερε / φαίνονται πιθανά. Mια πιθανή ερμηνεία / υπόθεση. || (ως ουσ.) το πιθανό: Mη συγχέεις το πιθανό με το πραγματικό. πιθανόν & πιθανό & (λόγ.) πιθανώς ΕΠIΡΡ ίσως, ενδεχομένως: ~ να κάνω λάθος. Άργησε, γιατί πιθανότατα έχασε το λεωφορείο. || ως καταφατική με επιφυλάξεις απάντηση: Λες να βρέξει; - Πολύ πιθανό(ν).